Ιστορίες για Χειμωνιάτικες Νύχτες: "Το Κύμα" (Ιστορία 2)

Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν κρότο αλλά με έναν λυγμό
-T.S. Eliot

Ξάπλωσαν στην αμμουδιά και έστρεψαν το βλέμμα τους στα αμέτρητα αστέρια του νυχτερινού ουρανού. Σήμερα δεν είχε σελήνη και φαίνονταν πιο έντονα, λούζοντας τους με το φως τους. Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι, ευτυχώς από τα δυτικά. Η Lucy έχωσε τα δάχτυλα των ποδιών της στην υγρή άμμο, κλείνοντας τα μάτια κι απολαμβάνοντας την αίσθηση της δροσιάς της. Μόνο ο ήχος των κυμάτων έσπαγε την απόλυτη σιωπή.
Δεν άντεχε τη σιωπή. Ήθελε να βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο, σε φωνές, σε γέλια, όσο κι αν τις τελευταίες μέρες ήταν δύσκολο να το πετύχει αυτό. Κι ο Tom δεν ήταν η καλύτερη παρέα, αλλά ανάθεμα την, τον αγαπούσε. Και ήξερε ότι κι αυτός την αγαπούσε, όσο κι αν ήταν δύσκολο να το εκφράσει με λόγια.
Τον κοίταξε: Ένας ψηλός, λεπτός άντρας που παρακολουθούσε ανάσκελα, με τα χέρια του σαν προσκεφάλι, τον ουρανό. Σαν παιδί. Πάντα τον μάγευε η νύχτα, η ησυχία της, η ομορφιά της, το σκοτάδι της. Το ακριβώς αντίθετο της. Πως είχαν ταιριάξει αυτοί οι δυο; Ήταν αληθινή αγάπη ή απλά ένας συνδυασμός γεγονότων και η χρονική συγκυρία αυτό που τους έδενε; Δύσκολο να απαντήσεις, ειδικά όταν ο κόσμος είχε περάσει πλέον το στάδιο της τρέλας και όδευε προς τη λήθη.
Ήξερε τι τον έκαιγε, αλλά ήταν αποφασισμένη να τον αφήσει να μιλήσει πρώτος. Κοίταξε γύρω της, την απέραντη παραλία με την άμμο που στραφτάλιζε στο φως των άστρων, τα δέντρα που θρόιζαν πίσω της στο νυχτερινό αεράκι, σαν να ψιθύριζαν ανάμεσα τους πνεύματα, και τη θάλασσα… αχ, η θάλασσα με τα κυματάκια της που έσκαγαν ήρεμα δίπλα τους, αδιάφορα για το τι συνέβαινε στον πλανήτη… κοίταξε παντού, αλλά όχι ανατολικά. Ποτέ ανατολικά.
Πάντα της άρεσε η θάλασσα. Μια ανάμνηση, επώδυνη σαν μαχαιριά, της ήρθε στο νου: ήταν έξι ή επτά και ο πατέρας της την είχε πάρει στην παραλία μαζί του, για πρώτη φορά. Είχε απομείνει να κοιτάζει αποσβολωμένη την απέραντη, γαλάζια, ακύμαντη θάλασσα και την χρυσαφί άμμο, τον ανέφελο ουρανό, τους εκατοντάδες ανθρώπους με τα πολύχρωμα μαγιό… άκουγε γέλια και φωνές χαράς και μύριζε την ανεπαίσθητη οσμή της ζάχαρης από τον πάγκο που πουλούσε γλυκά… μια υπέροχη μέρα.
Τον αγαπούσε το μπαμπά της, όσο κι αν δεν πέρασε το χρόνο που θα ήθελε δίπλα του. Τον τελευταίο καιρό ερχόταν συνέχεια στα όνειρα της η μορφή του, αλλά το μόνο που της δημιουργούσε ήταν μια έντονη αίσθηση μοναξιάς – και τότε αγκάλιαζε ακόμα πιο σφιχτά τον Tom, σαν να προσπαθούσε να την εξορκίσει.
Ένιωσε δάκρυα να κυλούν καυτά στα μάγουλα της. Ο Tom δίπλα της πρέπει να το κατάλαβε, γιατί ανασηκώθηκε ελαφρά. Δεν μίλησε, απλά της σκούπισε τα δάκρυα με τον δείκτη του. Έπειτα άνοιξε τα χέρια του κι εκείνη χώθηκε μέσα στην αγκαλιά του αδιαμαρτύρητα, σαν να ήταν πάλι παιδί. Φώλιασε στο στήθος του, ακούγοντας μόνο τον ήχο της καρδιάς του, που χτυπούσε δυνατά και γρήγορα. Τη φίλησε στο μέτωπο, απαλά, τρυφερά, με τον ίδιο τρόπο που της έκανε έρωτα. Δεν είχε δει πάθος μέσα του όσο καιρό ήταν μαζί, τουλάχιστον με τον παραδοσιακό, σκληρό τρόπο, αλλά παρόλα αυτά οι κινήσεις του έδειχναν πάντα όσα δεν μπορούσε να εκφράσει με τις λέξεις. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια κι εκείνος της ανταπέδωσε το βλέμμα – πόση αγάπη, πόση έγνοια έκρυβε! Ξαφνικά απόρησε με τον εαυτό της για το πώς μπορεί να σκέφτηκε ότι όλα ήταν θέμα συγκυριών. Τεντώθηκε και τον φίλησε στο στόμα κι εκείνος ανταπέδωσε. Η ανάσα του μύριζε λίγο, αλλά δεν την ένοιαξε. Φιλήθηκαν ξανά και ξανά και ξανά και για λίγα λεπτά όλη η κούραση και οι σκοτούρες του κόσμου κοιμήθηκαν στα σκοτεινά βάθη του μυαλού τους. Έπειτα ξάπλωσαν πάλι ανάσκελα, αγκαλιασμένοι, αφουγκραζόμενοι τους μελωδικούς ήχους της νύχτας.
«Τι θα κάνεις τελικά;» ρώτησε ο Tom.
Πως μπορούσε να του πει όσα έκρυβε στην καρδιά της με λίγες λέξεις; Πώς να του δώσει να καταλάβει ότι έπρεπε να το κάνει, ότι δεν τον παρατούσε πίσω, ότι είχε υποχρέωση απέναντι στον εαυτό της να προσπαθήσει; Ένιωσε τα ακροδάχτυλα του να χαϊδεύουν την γυμνή κοιλιά της κι ανατρίχιασε.
«Πρέπει να προσπαθήσω…»
Δε σταμάτησε τον ελαφρύ χορό των δαχτύλων του στο σώμα της – ήξερε ότι σε λίγο θα προσπαθούσε ξανά να την μεταπείσει, χωρίς να θέλει να δείξει ότι τον πείραζε που παρέμενε πιστή στην αρχική της απόφαση, συνεχίζοντας να τη χαϊδεύει με τον τρόπο που της άρεσε τόσο πολύ…
«Δε θα βρεις τίποτα εκεί έξω, το ξέρεις», της είπε, μιλώντας τάχα αδιάφορα, προσπαθώντας να προσδώσει στον τόνο της φωνής του σοβαρότητα και ψυχρή λογική. Όχι, δεν ήταν καλός σε αυτό το παιχνίδι. Αν τον γνώριζε τώρα, μπορεί και να έδινε περισσότερη βάση στη γνώμη του, ξέροντας ότι δεν ήταν συναισθηματικά μπερδεμένος μαζί της. Γιατί άλλαζε πάντα αυτό; Γιατί δίνουμε πάντα περισσότερη βάση στο τι θα μας πει κάποιος άγνωστος κι όχι στο τι θα μας πει ένας φίλος, ένας εραστής, ένας σύντροφος;
«Δεν το ξέρω… αλλά οφείλω να προσπαθήσω. Άλλωστε τι με περιμένει εδώ;»
«Το ίδιο είναι παντού.»
«Μπορεί… αλλά θέλω να είμαι σίγουρη. Και μόνο φεύγοντας θα το καταφέρω αυτό.»
Δεν απάντησε – ανασηκώθηκε και κοίταξε τον σκοτεινό ορίζοντα με τον αέρα να του ανακατεύει τα καστανά, ατίθασα μαλλιά του, με σφιγμένα χείλη.
Σαν παιδί. Έκανε τα πάντα με τον ίδιο τρόπο, αγαπούσε σαν παιδί, θύμωνε σαν παιδί, αντιδρούσε σαν παιδί. Ίσως αυτό να έφταιγε που της είχε φανεί τόσο ακαταμάχητος στην αρχή. Αλλά όταν έπρεπε να πάρει αποφάσεις για το μέλλον της, δε χωρούσαν συναισθηματισμοί.
«Tom…» ψιθύρισε, «…μην είσαι έτσι. Σε παρακαλώ. Έχω πολλά να αντιμετωπίσω και θέλω να είσαι δίπλα μου σε αυτό.»
Ο άντρας χαμογέλασε πικρά, αλλά δεν απάντησε.
«Έλα κι εσύ μαζί», του πρότεινε ξανά, γνωρίζοντας ήδη την απάντηση του. Την κοίταξε ανέκφραστος.
«Το ξέρεις ότι δεν μπορώ. Τι θα απογίνει η αδελφή μου;»
«Τότε μη μου ζητάς να κάνω κάτι που ξέρεις ότι δεν μπορώ… είναι απλά τα πράγματα Tom. Ή έρχεσαι μαζί μου ή φεύγω μόνη μου», είπε με μια κακία που δεν περίμενε ότι είχε μέσα της. Γαμώτο, δεν ήθελε να ακουστεί έτσι. Ο Tom την κοίταξε για μια ατέλειωτη στιγμή κι έπειτα έστρεψε πάλι το βλέμμα του στη θάλασσα.
Τον χάιδεψε στην πλάτη.
«Κάνε μου έρωτα», είπε κι εκείνος στράφηκε και την φίλησε παντού, στο λαιμό, στο στήθος, στο πρόσωπο, τη φίλησε πρώτα τρυφερά, μετά άγρια, μετά ξανά τρυφερά, ένιωσε το κορμί της να τρέμει και να σφαδάζει στο άγγιγμα των χειλιών του, ένιωσε το δέρμα της να ανατριχιάζει και τα νύχια της να του χαράζουν την πλάτη καθώς έμπαινε μέσα της, την ανάσα της να κόβεται καθώς η καρδιά της χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, έτοιμη να εκραγεί, έτοιμη να ουρλιάξει, την είδε να δαγκώνει τα χείλη της με δύναμη και μια μοναδική σταγόνα αίματος να κυλάει στο σαγόνι της και μετά μια μοναδική έκρηξη φωτός στο μυαλό του κάλυψε τα πάντα, καθώς ερχόταν σε οργασμό.
Ξάπλωσε ξέπνοος δίπλα της, προσπαθώντας να επαναφέρει την καρδιά του στους κανονικούς ρυθμούς της.
Απέμεινε ξέπνοη δίπλα του, προσπαθώντας να βρει τις ανάσες που είχε χάσει.
Τα δάχτυλά τους ενώθηκαν κι απέμειναν έτσι, δυο νέα παιδιά, μια όμορφη βραδιά στην παραλία. Για λίγο ένιωσαν ότι ο κόσμος συνέχιζε να γυρίζει κι όλα ήταν καλά.


Ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση κι έγινε ανατολικός, φέρνοντας στα ρουθούνια τους την αποφορά της καμένης σάρκας και της αρρώστιας που γέμιζε την ατμόσφαιρα. Η Lucy σούφρωσε τη μύτη της αηδιασμένη. Πέρα μακριά, στα ανατολικά που πάντα απέφευγε να κοιτάξει, οι καπνοί γίνονταν ακόμα πιο πυκνοί καθώς οι επιζώντες έκαιγαν τους νεκρούς τους. Πριν λίγες εβδομάδες βρισκόταν ανάμεσα τους, βλέποντας τον πατέρα της να γίνεται στάχτη που στροβιλιζόταν στον αέρα.
Φίλοι, συγγενείς, ο πατέρας της… όλα είχαν αλλάξει μέσα σε δυο μόλις μήνες, από τότε δηλαδή που κάποιος υπάλληλος σε κάποια στρατιωτική βάση δεν έκανε καλά τη δουλειά του, πιθανόν επειδή βαριόταν, πιθανόν επειδή βιαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι και την οικογένειά του. Και να που τώρα βρίσκονταν στο τέλος των ημερών τους, σε έναν πλανήτη που πλέον ήταν άδειος, μιας και το 95 % των ανθρώπων είχαν εξολοθρευτεί από την πανδημία που είχε ξεσπάσει. Ήταν οι τελευταίοι και ήξερε ότι δεν μπορούσε να πιέσει τον Tom να την ακολουθήσει, γιατί είχε και μια αδελφή να προσέχει. Ήξερε ότι ο Tom είχε δίκιο κι ότι παντού ήταν τα ίδια, ότι ο ιός δεν άφησε απείραχτο κανένα σημείο της γης, ότι άνθρωποι και ζώα ήταν νεκρά…
…αλλά έπρεπε να προσπαθήσει. Έπρεπε να μπει στο γαμημένο το πλοίο που θα κατευθυνόταν στο νησί που κάποιοι έλεγαν ότι είχε βρεθεί εμβόλιο. Έπρεπε να ακολουθήσει την καρδιά της που δεν είχε πάψει ποτέ να ελπίζει. Κι έπρεπε να ελπίζει ακόμα κι εδώ, στο τέλος του κόσμου, στο τέλος των πάντων, γιατί έτσι είχε μάθει να επιβιώνει στη ζωή της. Ήθελε κι άλλο χρόνο δίπλα στη θάλασσα, κάτω από τα’ αστέρια, μόνο με τον ήχο των κυμάτων στα αυτιά της.
Ο Tom σηκώθηκε όρθιος και τίναξε την άμμο από πάνω του.
«Θα επιστρέψω στον καταυλισμό… θα έρθεις;» ρώτησε.
«Σε λίγο», του απάντησε κι εκείνη τη στιγμή, καθώς έσκυβε να τη φιλήσει, διέκρινε τις γκρίζες κηλίδες που είχαν εμφανιστεί στο λαιμό του. Η ανάσα του μύριζε πιο έντονα τώρα, αλλά τον φίλησε, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της.
Μόνο όταν αυτός απομακρύνθηκε αφέθηκε να ξεσπάσει. Πλησίασε πιο κοντά στη θάλασσα και ξάπλωσε, αφήνοντας τα κύματα να γλείφουν το κορμί της. Ήταν τόσο ανακουφιστικό, κάθε ένα από αυτά ένιωθε ότι έπαιρνε μακριά τις σκέψεις της, τα δάκρυα της, τον πόνο της.
Αύριο θα ήταν μια άλλη μέρα.

Παρέμεινε στην αγκαλιά της θάλασσας, περιμένοντας το κύμα που θα την λύτρωνε.

Γιώργος Κωστόπουλος