Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 25)

Χρυσόσκονη και νεράιδες… Χρώματα, παντού χρώματα, ένα όμορφο ροζ δωμάτιο, γεμάτο με κούκλες, λούτρινα… Πριγκιπικό, όπως άρμοζε στην πριγκίπισσα μας. Την έβλεπα να κοιμάται ξεθεωμένη στο μικρό κρεβατάκι της, με τα κόκκινα μπουκλάκια της να αγκαλιάζουν το γαλήνιο πρόσωπό της.
Πότε δεν πίστευα πως θα έκανα παιδί. Όχι πως μισούσα τα παιδιά αλλά πρώτα ήθελα να κάνω μια καριέρα, να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο και έπειτα να φτιάξω την οικογένειά μου. Την ολόδική μου οικογένεια. Φυσικά, όλα αυτά πριν γνωρίσω τον Θάνο… Γιατί όταν τον γνώρισα, ήξερα πως είναι ο ένας και ο μοναδικός. Ο άντρας που θα στοίχειωνε την καρδιά μου, που θα γινόταν το λιμάνι μου.
Η Αριάδνη ανασάλεψε λιγάκι στον ύπνο της γυρνώντας πλευρό, κάνοντάς με να κρατήσω την ανάσα μου. Είχα την ανάγκη να είμαι δίπλα της, να ζήσω κάθε της βήμα, κάθε λέξη και κάθε ανάσα, να την προστατεύω με όλες μου τις δυνάμεις. Αυτό δεν σημαίνει να είσαι γονιός εξάλλου; Με την ανάστροφη του χεριού μου, στερέωσα μια μπουκλίτσα πίσω από το αυτί της, φιλώντας τη στο μάγουλο τρυφερά. Ίσα που κινήθηκε, βυθισμένη όπως ήταν στο δικό της φανταστικό μαγικό κόσμο.
«Είθε χρυσόσκονη και αγάπη να κυριαρχεί πάντοτε στην ζωή σου αγάπη μου» ψιθύρισα από πάνω της. Με ένα σιγανό κρακ είδα την πόρτα του δωματίου να ανοίγει και έναν κατάκοπο Θάνο να περπατάει στις μύτες των ποδιών του.
Η γραβάτα του ήταν ελαφρώς λυμένη και οι φακίδες στο πρόσωπό του πιο έντονες από ποτέ. Κάθε καλοκαιράκι είχε την τάση να κοκκινίζει στον ήλιο, με αποτέλεσμα να εντείνονται και οι φακίδες του. Εκείνος τις μισούσε μα εγώ τις λάτρευα. Ίσως βέβαια να οφειλόταν στο γεγονός πως μετά από αρκετά χρόνια γάμου, δίπλα του ένιωθα ακόμα σαν κοριτσάκι.
«Μου λείψατε» μουρμούρισε σιγανά, φιλώντας με στα χείλη, προτού κοιτάξει το κοριτσάκι μας. «Σε κούρασε πολύ σήμερα;»
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Πώς θα μπορούσε να με κουράσει; Είναι ένα μικρό παιδάκι, το οποίο τριγυρνά πάνω κάτω παίζοντας, γελώντας, καταστρέφοντας ό,τι έχω φτιάξει…» αστειεύτηκα μα σύντομα θυμήθηκα την κορνίζα που μου είχε σπάσει δύο μέρες πριν.
Ο Θάνος έπλεξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με τράβηξε στην αγκαλιά του. Μυρίζοντας το άρωμά μου, χάιδεψε τον λαιμό μου. «Δεν έχεις ιδέα πόσο κουρασμένος είμαι. Τα παιδιά με ξεθέωσαν σήμερα στη δουλειά» γκρίνιαξε λιγάκι κλείνοντας τα μάτια του.
«Τα αγαπάς τα παιδιά αυτά, μωρό μου. Για αυτό έγινες καθηγητής» τόνισα, σφίγγοντας το χέρι του στο δικό μου, κουρνιάζοντας ακόμα πιο πολύ στο στήθος του.
Δεν μίλησε… Ήξερε πως είχα δίκιο.
«Το ξέρεις πως σε αγαπώ. Σωστά;» ρώτησα, γυρνώντας το κεφάλι μου ώστε να τον αντικρίσω.
Τα γαλάζια του μάτια συνάντησαν τα δικά μου, στέλνοντας κύματα ενθουσιασμού στην ψυχή μου. Ένευσε καταφατικά, δίνοντας μου χρόνο να συνεχίσω.
«Υπάρχουν φορές που φοβάμαι…»
«Τι φοβάσαι, Εύα;» ο τόνος στη φωνή του δήλωνε αγωνία.
Χώθηκα ακόμα πιο βαθιά στην αγκαλιά του, κλείνοντας τα μάτια μου. Ψιθύρισα αυτό που σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες.
«Νιώθω… Νιώθω σαν όλα αυτά να είναι ένα ψέμα. Σαν να μην συνέβησαν ποτέ».
«Μα συνέβησαν. Γνωριστήκαμε ακριβώς πριν από δέκα χρόνια, ένα αυγουστιάτικο πρωινό στο φροντιστήριο όπου δούλευα. Αμέσως ερωτευτήκαμε και πολύ γρήγορα παντρευτήκαμε» Δεν ξέρω εάν ήταν ιδέα μου αλλά η φωνή του έμοιαζε ραγισμένη. «,Λίγους μήνες αργότερα, έφερες στον κόσμο το παιδί μας, τη μικρή μας πριγκίπισσα...»
Τον άκουγα με δάκρυα στα μάτια. «Εύα, δεν μου άξιζες ποτέ. Θα μπορούσες να βρεις ένα αγόρι στην ηλικία σου, πολύ πιο όμορφο και ακαταμάχητο –σε αυτό το σημείο άφησε ένα γελάκι– μα αντίθετα από όλους όσους σε πολιορκούσαν, γύρισες να κοιτάξεις εμένα. Έναν τριαντάρη καθηγητή, κουρασμένο από τη ζωή του, αβέβαιο για το μέλλον του.» Άλλαξε θέση κάνοντας το κρεβάτι να τρίξει ελάχιστα.
Η Αριάδνη δίπλα μας μουρμούρισε κάτι στον ύπνο της, μα τα μάτια της παρέμειναν κλειστά. Κοιτώντας πρώτα εκείνη και μετά τον άντρα δίπλα μου ομολόγησα «Τι θα μπορούσαν να μου προσφέρουν όλοι οι υπόλοιποι που δεν μου έχεις δώσει εσύ; Λεφτά, εξουσία, φήμη; Ποιος τα υπολογίζει όλα αυτά… Ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται για κάτι τόσο μικρό όταν έχει βρει το αληθινό νόημα της ζωής;» Το μέτωπό του ζάρωσε στην προσπάθεια να καταλάβει.
«Μου χάρισες ένα παιδί. Μου χάρισες την αγάπη που πάντα ονειρευόμουν, την προστασία που αποζητούσα, το γέλιο... Είσαι όλα όσα θα ήθελε μια γυναίκα.» κατέληξα, αφήνοντας μικρά φιλιά στην παλάμη του και γύρω από την βέρα του.
«Αχχχ… κάνετε πολύ θόρυβο» ανακοίνωσε ξαφνικά η Αριάδνη, τραβώντας μακριά τα μαλλιά από το πρόσωπό της.
Την κοιτάξαμε αμίλητοι και εντελώς ντροπιασμένοι. Αμέσως ο Θάνος σηκώθηκε από το κρεβάτι βήχοντας ελαφρά. Από τα μαλλιά ως τον λαιμό είχε γίνει κατακόκκινος, τόσο που ανησύχησα πως θα πάθαινε τίποτα. Γυρνώντας στην νεαρά δίπλα μου, είπα «Μην λες τέτοια πράγματα μπροστά στον πατέρα σου. Θα πάθει κανέναν έμφραγμα και είναι σε κρίσιμη ηλικία» χαχάνισα ελαφρά.
«Ω, δεν το είπες» με απείλησε εκείνος.
«Ναι, το είπα γεράκο». Από τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκα να γελάω κυλισμένη στο στρώμα. Ο Θάνος απέναντι μας προσπαθούσε να πάρει την πιο θυμωμένη έκφρασή του αλλά δεν τα κατάφερνε.
«Μόλις σε πιάσω θα δεις τι θα πάθεις» Τρέχοντας προς το μέρος μας, κρύφτηκα πίσω από την κόρη μου γελώντας, με δάκρυα στα μάτια.
Εκείνος έπεσε πάνω μας, γαργαλώντας και τις δυο μας, φωνάζοντας «Γεράκος; Εγώ; Που βάζω κάτω όποιον δεκαοχτάχρονο υπάρχει;» Τα δάχτυλα του ανεβοκατέβηκαν στη μέση μου, στη ραχοκοκκαλιά μου και ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα.
Περνώντας το χέρι μου γύρω από τον λαιμό του, τον τράβηξα προς το μέρος μου και φίλησα τα υπέροχα χείλη του. Μπορούσα να νιώσω τη γεύση της μέντας και μια υποψία από καφέ, μα κατά τα αλλά ήταν ένα υπέροχο φιλί. Η γλώσσα του βρήκε τον δρόμο στη δική μου, χορεύοντας σε ένα δικό τους ξέφρενο ρυθμό.
Για κάποια λεπτά ξεχάσαμε πού βρισκόμασταν, ώσπου η Αριάδνη απηυδισμένη μας έσπρωξε ελαφρά. «Μπλιάχ... Σταματήστε το» την ακούσαμε να λέει και αποτραβηχτήκαμε, αναψοκοκκινισμένοι με τις καρδιές μας να χτυπάνε σαν νεαρά σχολιαρόπαιδα.
«Εσύ δεσποινίς μου, μπορείς να μην κάνεις χαλάστρα στον μπαμπά όταν φιλάει τη μαμά;» Ο Θάνος την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη σήκωσε στον αέρα, κουνώντας την πάνω κάτω αμέτρητες φορές.
Με την αγωνία να πλημμυρίζει το κορμί μου αναφώνησα «Θάνο, άσε κάτω το παιδί. Θα βγάλει ό,τι έφαγε το μεσημέρι». Τα μάτια τους πέσανε στα δικά μου και έπειτα εκείνη τον αγκάλιασε φωνάζοντας «Και άλλο, και άλλο». Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε για την επόμενη ώρα, γεμίζοντας το σπίτι μας με χαχανητά και δάκρυα χαράς.
Δύο μέρες αργότερα, έτρεχα να κανονίσω όλες τις λεπτομέρειες για τα γενέθλια της μικρής. Οι προετοιμασίες ήθελαν αρκετή δουλειά και για πρώτη φορά έπειτα από καιρό ένιωθα κάπως αγχωμένη. Δεν ήξερα ούτε πόσοι καλεσμένοι θα έρθουν ή ποιοι ακριβώς. Ο Θάνος ήταν αρκετά μυστικοπαθής, μιλούσε με τις ώρες στο τηλέφωνο.
Υπήρχαν φορές που τον είχα πιάσει να κουβεντιάζει με την Αριάδνη αλλά μόλις με έβλεπαν χωρίζονταν ή προσποιούνταν σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Η ώρα ήταν ήδη 7 και για απόγευμα η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Έχοντας ετοιμάσει τον μπουφέ με αρκετά εδέσματα, ποτά, και αναψυκτικά, τους άφησα για λίγο μόνους τους.
«Μωρό μου, τι θα έλεγες να ετοιμαστείς; Στις 8.00 θα αρχίσουν να έρχονται οι καλεσμένοι» επισήμανε ο Θάνος, παίρνοντας τη γνωστή του θέση στον καναπέ.
Ο ίδιος είχε ετοιμαστεί ήδη, επιλέγοντας να φορέσει ένα γκρι παντελόνι και από πάνω ένα κοντομάνικο λευκό πουκάμισο. Το σύνολο έδενε υπέροχα ένα γιλέκο στις ίδιες αποχρώσεις του παντελονιού. Πόσο όμορφος ήταν;
Παρατηρώντας με, είπε κοροϊδευτικά «Το ξέρω πως είμαι ακαταμάχητος μα ειλικρινά δεν θα προλάβεις».
Γελώντας, τον άφησα και ανέβηκα στην κρεβατοκάμαρά μας. Ανοίγοντας τη ντουλάπα, έψαξα ανάμεσα στα αμέτρητα ρούχα, πασχίζοντας να βρω κάτι που θα με κολάκευε και θα ταίριαζε στην περίσταση. Ήθελα να είμαι ωραία μα συγχρόνως και άνετη.
Μπορούσα να ακούσω δύο ορόφους κάτω τον Θάνο με την Αριάδνη να μιλάνε μεταξύ τους και να φωνάζουν ελαφρώς. Προχώρησα προς την πόρτα τεντώνοντας τα αυτιά μου και γρήγορα άκουσα λες και έκαναν μετακόμιση από κάτω. Το χέρι μου άγγιξε το πόμολο, σύντομα  όμως άλλαξα γνώμη.
Πιθανόν είχε να κάνει με τις συζητήσεις τους και εγώ δεν είχα άμεσο ρόλο. Βγάζοντας τα ρούχα πάνω στο κρεβάτι, μπήκα για ένα γρήγορο μπάνιο. Είχα κάποια ώρα ακόμα.

20 λεπτά αργότερα…
Δαγκώνοντας τα χείλια μου κοίταξα το ρολόι, ενώ ταυτόχρονα άκουγα τις φωνές από κάτω. Ήταν ήδη 8.10 και εγώ μόλις που είχα ετοιμαστεί. Κουμπώνοντας το φερμουάρ, έβαλα τα σανδάλια μου και έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη.
Το μακιγιάζ μου ήταν υπερβολικά απλό, με εξαίρεση το κόκκινο κραγιόν και τα μαλλιά μου μαζεμένα σε ένα σινιόν. Είχα επιλέξει να φορέσω ένα λευκό αρχαιοελληνικού τύπου μάξι φόρεμα, το οποίο είχα συνδυάσει με χρυσά σκουλαρίκια και σανδάλια. Βάζοντας το άρωμά μου, κατέβηκα τη μεγάλη σκάλα.
«Ωωω...» αναστέναξε ο Θάνος βλέποντάς με να κατεβαίνω και αμέσως το πρόσωπό μου βάφτηκε κόκκινο. Τα μάτια μου περιπλανήθηκαν στον χώρο και είδα αμέτρητους ανθρώπους να με κοιτάνε εκστασιασμένοι.
Η Αριάδνη τρέχοντας ενδιάμεσά τους ήρθε προς το μέρος μου. Σηκώνοντάς τη στην αγκαλιά μου, φίλησα το μέτωπό της.
Περπάτησα νευρικά ως τη μέση του δωματίου, λέγοντας «Σας ευχαριστώ που ήρθατε στα γενέθλια της κόρης μου. Πραγματικά με κάνετε πολύ ευτυχισμένη».
Γύρω μου βρίσκονταν αρκετοί καθηγητές από το φροντιστήριο, ο Βασίλης με την Ελένη, οι γονείς του Θάνου... Μα και οι δικοί μου. Το στόμα μου άνοιξε διάπλατα βλέποντας τη μητέρα μου να με πλησιάζει. Δίνοντας την κόρη μου στον Θάνο, έτρεξα να την αγκαλιάσω. Για κάποιο λόγο ένιωθα σαν να είχε περάσει μια αιωνιότητα από την τελευταία φορά που την είδα.
«Κορίτσι μου, μην κλαις. Δεν πέρασε δα και τόσος καιρός από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε» είπε ανήσυχη η μητέρα μου αγκαλιάζοντάς με.
Είχε δίκιο άραγε; Όσο και αν ήθελα να την αφήσω, τα χέρια μου είχαν πάρει τη δική τους πρωτοβουλία, έτσι όπως την έσφιγγα στην αγκαλιά μου.
Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου, θολώνοντας την όρασή μου. Εκείνη, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου ψιθύρισε «Όλα θα πάνε καλά. Είθε χρυσόσκονη και αγάπη να κυριαρχεί πάντοτε στην ζωή σου. Το αξίζεις!» δήλωσε, κάνοντας νόημα στον Θάνο.
Ήμουν τόσο εύθραυστη ψυχολογικά εκείνη τη στιγμή που δεν κατάλαβα πως από την αγκαλιά της βρέθηκα σε αυτή του Θάνου.
«Είναι ώρα για την τούρτα» σιγομουρμούρισε ο Θάνος φιλώντας τις υγρές βλεφαρίδες μου και γρήγορα τον υπάκουσα.
Όλοι όσοι βρίσκονταν στο σπίτι, συσπειρώθηκαν γύρω από το τραπέζι με εμάς να κρατάμε την Αριάδνη στην αγκαλιά μας. Το μόνο που έβλεπα ήταν χαρούμενες και ευτυχισμένες φάτσες, ανθρώπους που προσδοκούσαν κάτι καλύτερο, που είχαν ακόμα πίστη επάνω τους.
Το επόμενο λεπτό, όλοι αρχίσαμε να τραγουδάμε τα χρόνια πολλά περιμένοντας από εκείνη να φυσήξει το κεράκι της.
«Κάνε μια ευχή αγάπη μου» αναφώνησα ήρεμα, δείχνοντας το κεράκι.
Με μια ανάσα έσβησε το κεράκι, αφήνοντας τους όλους να χειροκροτούν και να τη ραίνουν με ευχές. Ο Θάνος μόνο που δεν έκλαιγε εκείνη την στιγμή, δείχνοντας υπερήφανος για το παιδί του.
Όταν καταλάγιασαν οι επευφημίες, ήμουν έτοιμη να κόψω την τούρτα μα εκείνος με σταμάτησε. Έκλεισε τα μάτια μου με τα χέρια του ανακοινώνοντας «Σου έχω μια έκπληξη» και έκανε νόημα στη μητέρα μου. «Δώσε μας δύο λεπτά».
Εκείνος μαζί με την Αριάδνη και τους καλεσμένους κατευθύνθηκαν προς την αυλή, όσο εγώ έμεινα πίσω μαζί με τη μητέρα μου.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα ανήσυχη.
Εκείνη έβαλε το χέρι της στον ώμο μου και άπλα γέλασε «Ερωτεύτηκες έναν υπέροχο άντρα. Κάποιον ο οποίος θα πέθαινε για σένα». Τα λόγια της με αποστόμωσαν, γνωρίζοντας πως είχε απόλυτο δίκιο.
Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. «Χαίρομαι που είσαι εδώ» μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου, κάνοντας της μια αγκαλιά.
Την είδα να βγάζει από την τσάντα της ένα κουτάκι, το οποίο και άνοιξε με γρήγορες κινήσεις. Μέσα του βρισκόταν ένα μενταγιόν με το αρχικό μου γράμμα Ε. Δεν ήταν κάτι ακριβό ή ιδιαίτερο, όμως για εκείνη έμοιαζε να έχει μεγάλη συναισθηματική αξία.
Σήκωσα τα μακριά μαλλιά μου ,ώστε να μπορέσει να μου το φορέσει. «Ξέρεις αυτό το μενταγιόν μου το έδωσαν την ημέρα που γεννήθηκες. Ποτέ δεν στο είπα μα…» Για λίγο σταμάτησε, τα χέρια της έτρεμαν γύρω από το δέρμα μου. «Οι γιατροί έπρεπε να επιλέξουν. Ανάμεσα σε μένα και σε σένα».
Σοκαρισμένη κοίταξα τον τοίχο μπροστά μου. «Ποτέ δεν μου το είπες…»
«Ήμουν μόνη μου, Εύα. Με τον πατέρα σου είχαμε χωρίσει και εκείνη τη νύχτα πριν γεννηθείς, είχα φοβερούς πόνους. Όταν είδα αίμα να τρέχει από κάτω μου, κατάλαβα πως υπήρχε πρόβλημα. Ήμουν μόνη μου, χωρίς κανέναν στη ζωή μου». Ανέπνευσε βαθιά. «Στο νοσοκομείο οι γιατροί με ρώτησαν αν θα επέλεγα τη δική μου ζωή από τη δική σου. Τι νόημα είχε αυτή η ερώτηση; Πώς μπορεί μια μάνα να επιλέξει ανάμεσα στον εαυτό της και το παιδί της;»
Η καρδιά μου σφίχτηκε τόσο που για λίγο κόντεψα να λιποθυμήσω. Πρώτη φορά τα άκουγα όλα αυτά.. Γυρνώντας να την αντικρίσω, πήρα τα χέρια της στα δικά μου. «Μην πεις τίποτα άλλο. Καταλαβαίνω απόλυτα».
Οι ματιές μας τα έλεγαν όλα, κλάψαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης. Πολύ γρήγορα σκούπισε τα μάτια της, περνώντας το μενταγιόν στον λαιμό μου. «Αξίζεις τα πάντα, να το θυμάσαι. Μέχρι και όταν θα βυθίζεσαι στο σκοτάδι, να θυμάσαι πως πάντα υπάρχει κάποιος ο οποίος θα σε περιμένει. Να είσαι δυνατή, Εύα» είπε περήφανα, θυμίζοντας μου γιατί την αγαπούσα τόσο. «Ήρθε η ώρα».
Λίγο αργότερα…
«Εδώ είμαστε», ανοίγοντας τα μάτια μου, άφησα μια κραυγή να δραπετεύσει από τα χείλη μου.
Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Δεν ξέρω πώς, αλλά στη βεράντα του σπιτιού μας υπήρχε μια πέργκολα, γύρω από την οποία ξεδιπλώνονταν κάθε μορφής αναρριχώμενα φυτά. Από τη βάση και ακριβώς στη μέση κρεμόταν ένας λευκός βαρύς πολυέλαιος. Φέρνοντας τα χέρια στο στόμα μου, βρήκα τον εαυτό μου ανήμπορο να μιλήσει.
Δεξιά και αριστερά μου βρίσκονταν οι καλεσμένοι μας, περιτριγυρισμένοι από κόκκινα και ροζ τριαντάφυλλα, ενώ ακριβώς μπροστά μας περίμενε ο Θάνος. Δίπλα του βρισκόταν ένας ιερέας. Ένιωσα την καρδιά μου να σταματάει, να πονάει... Ήταν δυνατόν να πονάει τόσο η ευτυχία;
«Μαμά;» η Αριάδνη τράβηξε το μακρύ φόρεμά μου και εγώ γονάτισα μπροστά της, τινάζοντας τα μπουκλάκια της μακριά. Χαμογελώντας, εμφάνισε ένα στεφάνι από μαργαρίτες και μου έκανε νόημα να χαμηλώσω και άλλο το κεφάλι. Με σταθερά χέρια το στερέωσε πάνω στα μαλλιά μου, ανακοινώνοντας «Είμαστε έτοιμες». Γύρισα στη μάνα μου, η οποία φυσούσε τη μύτη της συγκινημένη.
Το χέρι μου πλέχτηκε σε αυτό της κόρης μου και μαζί προχωρήσαμε στον μακρύ διάδρομο στρωμένο με ροδοπέταλα. Από τα δέντρα κρέμονταν μικρά φαναράκια, δίνοντας μια άλλη νότα στην όλη ατμόσφαιρα. «Θεέ μου, κάνε να είναι πραγματικότητα» επανέλαβα από μέσα μου.
Ο Θάνος μου έδωσε ένα μπουκέτο με λουλούδια παίρνοντας θέση δίπλα μου. Τόσο όμορφος… Ήταν ο πιο γοητευτικός άντρας στον κόσμο.
Γρήγορα ο ιερέας έκανε νόημα στον κόσμο να σωπάσει και άρχισε να μιλάει. Δεξιά και αριστερά μου βρίσκονταν οι μόνοι άνθρωποι που είχαν αξία για μένα. Η καρδιά μου άρχισε να πονά όλο και περισσότερο, όμως δεν έδωσα σημασία. Έστω και αν ήταν ψέμα, ήθελα να το ζήσω ως το τέλος.
«Θάνο Μαυρέα, δέχεσαι την Εύα ως σύζυγό σου, να την τιμάς και να την προστατεύεις στο καλό και το κακό, σε αρρώστια και ευημερία;»
Εκείνος γύρισε σε μένα, ενώ ταυτόχρονα έβγαλε ένα μονόπετρο από το γιλέκο του. «Φυσικά και δέχομαι» ξεφούρνισε με μια μεγάλη ανάσα και όλοι γέλασαν ανακουφισμένοι. «Ήσουν και θα είσαι τα πάντα για μένα σε αυτή και την επόμενη ζωή μας». Το στήθος του ανεβοκατέβηκε βαριά, δίνοντας βαρύτητα στα λόγια του.
Ο ιερέας γύρισε σε μένα ρωτώντας «Εύα Αντωνοπούλου, δέχεσαι τον Θάνο ως σύζυγό σου, να τον τιμάς και να τον προστατεύεις στο καλό και το κακό, σε αρρώστια και ευημερία;»
Για ένα λεπτό κοίταξα γύρω μου… Το σπίτι, το ειδυλλιακό τοπίο, τους ανθρώπους, την οικογένειά μου… Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα, ενώ ιδρώτας εμφανίστηκε στο μέτωπό μου. Ο Θάνος με πλησίασε φοβισμένος «Είσαι καλά;»
Η κόρη μας έμοιαζε έτοιμη να κλάψει, οι υπόλοιποι βρίσκονταν σε πανικό. Άνοιξα το στόμα μου μα δεν έβγαινε απάντηση.
«Εύα... Εύα...» άκουγα μια φωνή να επαναλαμβάνει κάπου μακριά από μένα, μέσα στο κεφάλι μου. Όλο μου το σώμα πονούσε, η καρδιά μου πονούσε.

Ο Θάνος έσκυψε μπροστά μου, παίρνοντας με στην αγκαλιά του. «Σε παρακαλώ, μη μου φύγεις».

Εύα Αναγνώστου