Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 37) - "Σαν πέφτει η νύχτα…"

Νοτιοανατολικό Μέτωπο, Ιούνιος 1020

Η νύχτα ήταν γαλήνια. Ο ουρανός καθαρός, στολισμένος με μυριάδες αστέρια αλλά, χωρίς φεγγάρι. Μια δροσερή καλοκαιρινή αύρα φυσούσε. Σιγή επικρατούσε σε ολάκερο το στρατόπεδο. Όλοι ζητούσαν να βρουν ανάπαυση. Μόνο οι νεαρές νοσηλεύτριες έμεναν ξάγρυπνες για να φροντίσουν τους πληγωμένους. Έπρεπε όμως, να τελέσουν το έργο τους, χωρίς της συμβουλές και την καθοδήγηση της Ναντέζντα.
Γιατί εκείνη, έστεκε φρουρός στο προσκεφάλι του Στεφάν. Έπρεπε να μείνει ξύπνια, γιατί τον τυραννούσε ο πυρετός που είχε προκαλέσει η μόλυνση. Με βρεγμένα υφάσματα προσπαθούσε να τον συνεφέρει, μα οι προσπάθειες της δεν είχαν αποτέλεσμα. Και πάλι όμως, δεν σταματούσε.
Προσπαθούσε να τον κρατήσει στη ζωή με τόση ένταση, που δεν της είχε μείνει ούτε χρόνος, ούτε διάθεση, να σκεφτεί το οτιδήποτε άλλο. Ούτε καν για να αναρωτηθεί, γιατί ήταν ξαφνικά τόσο σημαντική η επιβίωσή του.
«Νάντια…», βόγκηξε εκείνος μέσα στην απόλυτη σιωπή.
Νόμισε πως τη ζητούσε και στάθηκε από πάνω του. Όμως όχι. Εκείνος κοιμόταν. Ήταν το παραμιλητό του πυρετού.
«Προσπάθησα…», ψιθύρισε. «Συγγνώμη».
Η Ναντέζντα δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Ένιωθε όμως το σώμα της εξαντλημένο, καταπονημένο. Τον κοίταξε να βασανίζεται και θέλησε να του προσφέρει παρηγοριά.
Χώθηκε κάτω από το σκέπασμα, και ξάπλωσε δίπλα του. Ήταν μια παρόρμηση της στιγμής και την ακολούθησε χωρίς να εξετάσει το πώς και το γιατί.
* * *
Ο Στεφάν άνοιξε τα μάτια του με δυσκολία. Ένιωθε το κεφάλι του βαρύ σαν σίδερο και ένα οξύ πόνο να διαπερνά όλο του το σώμα.
Όμως, δεν ήταν μόνος. Άκουγε κάποιον να αναπνέει βαριά. Γύρισε και κοίταξε στα αριστερά του. Κι αυτό ήταν αρκετό να τον κάνει να ξεχάσει τον πόνο, έστω για λίγο.
Η Ναντέζντα ήταν ξαπλωμένη πλάι του. Το κεφάλι της ακουμπούσε στο μπράτσο του. Την κοιτούσε υπνωτισμένος. Έμοιαζε με άγγελο.
Η πληγή του συνέχισε να του δίνει σουβλιές και άθελά του, βόγκηξε δυνατά. Ξαφνικά θυμήθηκε. Η πάλη, η ήττα, το μεγάλο τσεκούρι, το δυνατό χτύπημα. Μετά τι να είχε συμβεί; Είχε σίγουρα χάσει τις αισθήσεις του. Όμως, πώς βρέθηκε πίσω στην σκηνή του, τι έκανε η Ναντέζντα στο στρώμα του;
Την ξανακοίταξε. Κι αυτή τη φορά αντίκρισε τα ανοιχτά της μάτια, που έλαμπαν σαν πετράδια μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
«Ξύπνησες;», ψέλλισε και μεμιάς σηκώθηκε όρθια. Έβαλε το χέρι της στο μέτωπό του. «Ακόμα καις», απεφάνθη προβληματισμένη. «Νιώθεις καθόλου  καλύτερα; Πονάς; Τι ρωτάω…»
Μιλούσε γρήγορα, δεν του έδωσε χρόνο ν’ απαντήσει. Αν και, ο Στεφάν αισθανόταν υπερβολικά εξαντλημένος, για να αρθρώσει έστω και μια λέξη. Δεν καταλάβαινε, γιατί ενδιαφερόταν τόσο πολύ. Μέχρι σήμερα το πρωί τον σιχαινόταν και τον περιφρονούσε. Τι είχε αλλάξει μέσα σε λίγες ώρες;
«Σου φύλαξα σούπα. Θα έχει κρυώσει βέβαια αλλά, θα τη ζεστάνω. Στο μεταξύ πιες αυτό», είπε και του έδωσε μια κούπα μ’ ένα παχύρρευστο πρασινωπό υγρό. Το κοίταξε με δυσπιστία.
«Είπα πιες το». Ξανάγινε στιγμιαία ο αυταρχικός εαυτός της.
Ο Στεφάν θα χαμογελούσε, αν δεν πονούσε αφόρητα. Ήταν κακό που χαιρόταν με το γεγονός ότι είχε τραβήξει την προσοχή της, έστω κι έτσι; Ήπιε το πρασινωπό υγρό μονορούφι, χωρίς περαιτέρω διαμαρτυρίες.
Είδε την επιδοκιμασία στο πρόσωπό της. «Έρχομαι με τη σούπα».
Αυτός ξανακοιμήθηκε, εγώ όμως δεν πρόκειται. Βγαίνω από την σκηνή και κάθομαι σε μια πλατιά πέτρα.
Μόλις τώρα κοιμήθηκα πλάι στον Στεφάν Ραντοσλάβιτς ή ονειρεύομαι ακόμα; Τι στο καλό μου συμβαίνει; Και κυρίως, τι έπαθα όταν τον είδα λαβωμένο;
Τρόμαξα.
Γι’ αυτόν;
Είναι δυνατόν να γίνονται τέτοια πράγματα; Μέχρι πριν από λίγους μήνες δυσανασχετούσα που η δολοφονία του Καταραμένου ήταν αποστολή αυτοκτονίας κι έτσι θα μπορούσα να σκοτώσω και τον Στεφάν. Και τώρα τρέμω μήπως πάθει κάτι; Και κάθομαι και ανησυχώ αν θα πέσει ο πυρετός, και του φτιάχνω αφεψήματα, αλοιφές και ράβω τις πληγές του; Αφού τον μισώ. Αυτό δεν αλλάζει. Δεν μπορεί να αλλάξει!
Βέβαια, τα γεγονότα που μεσολάβησαν από την άφιξη του, με έπεισαν ότι είναι έτοιμος να ριψοκινδυνεύσει πολλά, για να δει τον Καταραμένο να πέφτει και είναι διατεθειμένος να με βοηθήσει.
Όμως αυτό δεν αλλάζει ό,τι έκανε.
Ίσως αυτό να είναι το πρόβλημα. Ο Στεφάν δυστυχώς δε μου έκανε μόνο κακό. Μπορεί τελικά, ούτε η καλοσύνη που μου έδειξε να αλλάζει με τα χρόνια.
Ήταν τότε που ο Ραντοσλάβ με κρατούσε αιχμάλωτη. Πρώτες μέρες.
Τότε συνήθιζα να του αντιμιλώ και να τον προσβάλλω. Κι εκείνος για να με συνετίσει, να με υποτάξει και να με ταπεινώσει, με τιμωρούσε με σκληρότητα. Έχω ακόμα σημάδια, πληγές που δεν επουλώθηκαν και ούτε θα επουλωθούν.
Μια μέρα λοιπόν, κάποιος μπήκε μέσα στο κελί και περιποιήθηκε τα τραύματά μου. Δεν ήξερα ποιος ήταν, όμως δεν ήθελα τον οίκτο του.  Έκανα μια προσπάθεια διαμαρτυρίας, χωρίς αποτέλεσμα.
Την επόμενη μέρα οι φύλακες δε με χτύπησαν. Ούτε μαστίγιο, ούτε πυρακτωμένος σίδηρος. Αφαίρεσαν και τις ογκώδεις αλυσίδες που με έδεναν στον παγωμένο τοίχο. Δεν είχα καταλάβει προς τι η απότομη αλλαγή. Προετοιμαζόμουν για το χειρότερο.
Κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε όμως δεν είδα ούτε τον Ραντοσλάβ, ούτε τον δεσμοφύλακα. Είδα ένα νέο παλικάρι με μαύρα μαλλιά και μάτια σε μια περίεργη απόχρωση. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν γαλάζια ή γκρι. Είχε φέρει ψωμί και τυρί μαζί του. Και μια δύσοσμη αλοιφή.
Μου είπε ότι τον έλεγαν Στεφάν. Και ρώτησε το δικό μου όνομά.
Τον αναγνώρισα σχεδόν αμέσως. Ήταν εκείνος ο πολεμιστής που μου είχε χαρίσει την ζωή όταν ήμασταν στο δάσος. Κατάλαβα ότι εκείνος ήταν ο μυστηριώδης επισκέπτης της προηγούμενης ημέρας.
Ήθελα πολύ να περιφρονήσω και το φαγητό και το φάρμακο όμως, η πείνα με θέριζε και ένιωθα την πλάτη μου να φλέγεται από τον πόνο. Έτσι έφαγα και τον άφησα να το απλώσει στην πλάτη μου. Δεν μπορούσα όμως, να καταπνίξω το αίσθημα αποστροφής εναντίον του.
Για όλα έφταιγε αυτός. Γιατί μου είχε χαρίσει τη ζωή; Αν είχα πεθάνει, τουλάχιστον θα έβλεπα τον αδερφό μου και τη μητέρα μου ξανά. Αυτό ήθελα. Και του το είπα.
«Ποιος σου είπε ότι ήθελα να με αφήσεις να ζήσω; Ζω έναν εφιάλτη εξαιτίας σου. Γιατί δεν μπορούσες απλά να με σκοτώσεις, να τελειώνουμε;»
Τα μάτια, που αποφάσισα τελικά πως ήταν όμορφα, σκοτείνιασαν. Γέμισαν θλίψη, πόνο, μετάνοια; Δεν τολμούσε ούτε να με κοιτάξει. Ένιωσα άσχημα, που τον πλήγωσα. Αλλά έλεγα την αλήθεια, δεν ήθελα να ανακαλέσω ούτε να απολογηθώ. Ήμουν ζωντανή, και η ζωή μου ήταν κόλαση, κι έφταιγε εκείνος.
Όμως, μετά με κοίταξε κατάματα κι ένιωσα την καρδιά μου να σκιρτά. Τα λόγια μου τον είχαν πονέσει ειλικρινά.  Δε φαινόταν να υποκρίνεται.
 Σκέφτηκα ότι ίσως ήμουν λίγο άδικη μαζί του. Ίσως, χαμένη στο δικό μου μαρτύριο δεν έβλεπα τα συναισθήματα των άλλων. Μπορούσα πράγματι να του κρατάω κακία επειδή δεν μπόρεσε να πάρει μια ζωή; Εκείνος νόμιζε ότι έκανε το σωστό. Δεν μπορούσε να ξέρει ποιο ήταν το κορίτσι που έσωσε, ούτε τι θα του συνέβαινε έπειτα.
Παρέμεινα σιωπηλή. Κι εκείνος έφυγε.  
Επέστρεψε όμως, την επομένη. Με περισσότερο φαγητό νερό, και γιατροσόφια. Μου έδωσε να φάω, περιποιήθηκε τις πληγές μου.
Κάθε μέρα ερχόταν.
«Από τότε που άρχισες να έρχεσαι. Σταμάτησαν… ξέρεις. Και δε μ’ έχουν αλυσοδεμένη. Σύμπτωση;», ρώτησα κάποτε.
Με κοίταξε δειλά, συνεσταλμένα. Σαν ένα μικρό παιδί που ξέρει ότι έχει κάνει αταξία και περιμένει την τιμωρία. 
«Μπορεί να παρακάλεσα τον πατέρα μου να πει στον άρχοντα Ραντοσλάβ ότι δεν έχει νόημα να σε ταλαιπωρούν τόσο. Τι θα κάνει αν δεν αντέξεις τις κακουχίες και πεθάνεις; Κι εκείνος άκουσε. Του είσαι πολύ σημαντική. Δεν διακινδυνεύει να σε χάσει».
Τον κοίταζα σιωπηλή, με βλέμμα ανεξιχνίαστο.
«Δεν έκανα καλά; Αν σε πείραξε, συγγνώμη. Απλά… δεν άντεχα να βλέπω να σε βασανίζουν.»
Καλά είχε κάνει. Αλλά φυσικά, δεν του το είπα. Νομίζω όμως, ότι το είδε στα μάτια μου.  
Δε μιλούσα πολύ τότε. Εκείνος ήταν πάντα που γέμιζε τη σιωπή. Μου διηγούταν ό,τι συνέβαινε έξω στη φύση. Για το κρύο, τα αμέτρητα σχήματα που έκαναν οι χιονονιφάδες όταν έπεφταν και είχε δυνατό άνεμο, το λευκό στρώμα που κάλυπτε τα πάντα, τον ήλιο που είχε μέρες να φανεί, τον ουρανό που ήταν συννεφιασμένος, βαρύς μολυβένιος…
Σιγά σιγά οι μέρες άρχισαν να αποκτούν νόημα. Δεν ξεπερνούσα φυσικά ότι ήμουν ζωντανή, ενώ όλοι οι άλλοι νεκροί, ούτε ότι το σπίτι μου ήταν στα χέρια του κατακτητή, μήτε ότι οι πολίτες που ήταν πιστοί στον αδερφό μου, υπέφεραν. Όμως απροσδόκητα, η ζωή δεν ήταν το χειρότερο πράγμα που μπορούσε να μου συμβεί. Χωρίς να το καταλάβω άρχισα να μετρώ τις ώρες με ανυπομονησία μέχρι να φανεί. Άρχισα να περιμένω με λαχτάρα να πέσει η νύχτα, μόνο και μόνο γιατί θα τον έβλεπα ξανά.
Δεν ήξερα τότε ποιος ήταν. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο πατέρας του.
Και μετά συνέβη, αυτό που συνέβη.
Και τώρα,  βρισκόμαστε μαζί στην ίδια σκηνή, πολεμάμε μαζί για τη Ρωσία επειδή αυτός που ενορχήστρωσε εκείνη την τραγωδία, ανέθεσε την ευθύνη και στους δυο μας. Αυτός είναι πληγωμένος, κινδυνεύει να πεθάνει και εγώ κάνω τη νοσοκόμα του και χάνω τον ύπνο μου για χάρη του.
Και αδυνατώ να αποφασίσω,  αν χαίρομαι που βασανίζεται κι αυτός για μια φορά ή αν φοβάμαι μήπως υποκύψει στο τραύμα του.
Γιατί το παρελθόν δε μένει θαμμένο; Πότε θα βρω ξανά την ηρεμία μου;
Πώς στο διάολο αυτή η τρέλα, έγινε η ζωή μου;

Σοφία Γκρέκα