Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 39) - "Ο Πρίγκιπας της Πολωνίας"

Κίεβο, Ιούνιος 1020

Για πρώτη φορά, μετά την κήρυξη του πολέμου, το κάστρο έσφυζε από ζωή και κινητικότητα. Παρά την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, λόγω των ενισχυμένων στρατιωτικών δαπανών, τα νομίσματα ξοδεύτηκαν αφειδώς για να στολιστεί η πριγκιπική κατοικία με κάθε πολυτέλεια και να οργανωθεί ένα γλέντι που θα έμενε αξέχαστο σε όλους τους καλεσμένους.
Αιτία δεν ήταν τόσο η παντελή έλλειψη μέτρου του Σβιατοπόλκ, όσο η μανία του να εντυπωσιάσει τον επίτιμο προσκεκλημένο του. Συγκεκριμένα τον Πρίγκιπα Μιέσκο της Πολωνίας. Ή αλλιώς, υποψήφιο μνηστήρας της Αναστασίας.
Η αυξανόμενη ανησυχία του Σβιατοπόλκ, για τα δημοσιονομικά δεδομένα του κράτους αλλά για και ενδεχόμενη εισβολή από τα δυτικά, οδήγησε τον μονάρχη να επισπεύσει τις διαδικασίες για τον γάμο της αδερφής του. Επηρεασμένος από τη σύζυγο του, η οποία με τη Ναντέζντα και τον Στεφάν απόντες, μπορούσε να τον συμβουλεύει απρόσκοπτα, αποφάσισε να δεχτεί την προσφορά της Πολωνίας και κάλεσε τον πρίγκιπα Μιέσκο στην αυλή, για να προχωρήσουν ταχύτατα οι διαπραγματεύσεις. Η ίδια η Αναστασία βέβαια, δεν είχε ιδέα για τη συμφωνία που σφραγίστηκε, κι ας ήταν καθοριστική για την ζωή της.

Αποφάσισαν να την ενημερώσουν για την επικείμενη άφιξη του πρίγκιπα, μόνο όταν έφτασε επιστολή, που διαβεβαίωνε ότι θα βρισκόταν στο Κίεβο στα τέλη του Ιουνίου.
Όταν λοιπόν, άκουσε τα νέα από το στόμα της Μίρα, η Αναστασία αιφνιδιάστηκε, ειλικρινά. Βλέποντας την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ρωσία, είχε αφήσει τον εαυτό της να πιστέψει ότι το ζήτημα του γάμου της είχε περάσει στο παρασκήνιο. Μα, είχε συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Το χτύπημα ήταν μεγάλο.
Παρά τη δυσαρέσκειά της όμως, δεν μπόρεσε να μην σκεφτεί ότι ήταν κάπως ειρωνικό που αποφάσισαν να κανονίσουν τον γάμο της τέτοια εποχή. Όχι πριν πολλά χρόνια, όταν στη Ρωσία κυριαρχούσε η θρησκεία των ειδώλων, στις αρχές του καλοκαιριού διεξάγονταν γιορτές, για να υμνηθεί ο θεός της γονιμότητας, τον οποίο συνέδεαν με την ευημερία των καλλιεργειών για θερισμό. Ο εορτασμός έμοιαζε μ’ ένα τεράστιο γάμο και συχνά ακολουθούσαν ξέφρενα όργια. Υπήρχε άφθονο φαγητό και ποτό και την παραμονή της γιορτής άναβαν μεγάλες φωτιές, τις Κρες. Οι νέοι χόρευαν σε ζευγάρια ή πηδούσαν πάνω από φωτιές. Οι παρθένες κοπέλες ετοίμαζαν στεφάνια από φτέρη, που ήταν το ιερό φυτό του εορτασμού, τα πετούσαν στα ποτάμια και ανάλογα με τον τρόπο που επέπλεαν έκαναν προβλέψεις η μία για την άλλη για τον γάμο τους. Τα τελετουργικά λουτρά αυτή τη νύχτα ήταν επίσης πολύ σημαντικά.
Η ειρωνεία έγκειτο στο γεγονός πως η μητέρα της, ως πρέσβειρα το ορθόδοξου δόγματος έδωσε μάχη για την πάταξη αυτών των εθίμων που αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα για την εξέλιξη του έθνους και την αποδοχή του Χριστιανισμού ως τη μόνη αληθινή  θρησκεία. Με το πείσμα και την υπομονή της και την ολόπλευρη υποστήριξη του Βλαντιμίρ τελικά κατάφερε να εντυπωθεί στη συνείδηση των Ρώσων πως η μόνη ιεροτελεστία που είχε σχέση με το νερό ήταν η Βάπτιση.
Αυτές οι χαρούμενες αναμνήσεις συνήθως της έδιναν δύναμη και κουράγιο να συνεχίσει να παλεύει για να επιβιώσει στην αυλή του Μεγάλου Πρίγκιπα, μα φέτος της προξενούσαν ανείπωτο πόνο. Δεν άντεχε να θυμάται πόσο στοργικός πατέρας και πιστός σύζυγος είχε σταθεί ο Βλαντιμίρ για κείνη και τη μητέρα της, ενώ γνώριζε πόσο σκάρτος ήταν για τη Ναντέζντα και τη δική της μητέρα.
Καλά θα έκανε όμως να παρεκκλίνει από τέτοιες σκέψεις, καθώς δεν βρισκόταν στην ασφάλεια και τη μοναξιά των διαμερισμάτων της -όπως θα ήθελε- αλλά στο κέντρο της δεξίωσης. Και δεν έπρεπε επ’ ουδενί να  αντιληφθεί κάποιος ότι δε συμμεριζόταν το εορταστικό πνεύμα.
Στεκόταν δίπλα στη Μεγάλη Πριγκίπισσα, φορώντας ένα εντυπωσιακό φόρεμα, σε χρώματα λευκό και χρυσό, το οποίο ήταν το καλύτερο που είχε φορέσει εδώ και καιρό. Άστραφτε κάτω από το βάρος των κοσμημάτων της, τα οποία ήταν ογκώδη και καμωμένα από καθαρό χρυσάφι. Και όλα αυτά, γιατί ο πολυαναμενόμενος μνηστήρας είχε καταφθάσει επιτέλους.
Τον είδε να τις πλησιάζει από μακριά. Ήταν κομψότατος, με τη μεταξωτή κόκκινη φορεσιά του και ανέδινε έναν αέρα ανωτερότητας. Πρώτη σκέψη της Αναστασίας ήταν πως είχε όμορφο παρουσιαστικό. Ψηλός με σφιχτό και γυμνασμένο σώμα, μ’ ένα φωτεινό ξανθό χρώμα στα μαλλιά και δυο νερουλά γαλάζια μάτια. Της θύμιζε αμυδρά τον πατέρα της˙ είχαν τα ίδια χρώματα.
Στάθηκε μπροστά τους, συστήθηκε και υποκλίθηκε, όπως αρμόζει σε έναν αριστοκράτη.
«Αδερφέ μου, είμαι πανευτυχής που σε ξαναβλέπω.», δήλωσε η Μίρα συγκινημένη. «Επίτρεψε μου να σου συστήσω την πριγκίπισσα Αναστασία Βλαντιμίροβα, τη μέλλουσα μνηστή σου». Η Αναστασία, στο άκουσμα του ονόματός της υποκλίθηκε σεμνά, καθόλα σύμφωνα με τους τύπους. Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει καλή εντύπωση, αν δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την οργή του εξαδέλφου της. Ο ξένος μετά βίας της έριξε μια ματιά.
Ακολούθησαν οι τυπικές φιλοφρονήσεις και προχώρησαν στο τραπέζι. Ο Σβιατοπόλκ είχε οργανώσει ένα ειλικρινά εντυπωσιακό συμπόσιο. Η ποικιλία των εδεσμάτων εξωφρενική, ενώ είχε φροντίσει να παίζεται αδιάκοπα εύθυμη μουσική.
Η Αναστασία δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τον άνθρωπο με τον οποίο ενδεχομένως θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής της, καθώς εκείνος συνεχώς συζητούσε με το Μεγάλο Πρίγκιπα, ενώ η ίδια έπρεπε να βρίσκεται  εκείνη διαρκώς στεκόταν στο πλευρό της Μίρα, σαν να ήταν μια απλή ακόλουθος και όχι μια γεννημένη πριγκίπισσα.
Αρκέστηκε λοιπόν, να τον παρατηρεί από μακριά. Ήθελε να  ξεκλειδώσει τα μυστικά του χαρακτήρα του. Έτσι, τον κοιτούσε εξεταστικά λες και από τις κινήσεις και τα λόγια του θα μάντευε τα πάντα γι’ αυτόν. Αλλά δυστυχώς, δυσκολευόταν να συνάγει κάποιο συμπέρασμα.  
Προσπάθησε να φανταστεί τη ζωή της δίπλα του. Παρόλο που δεν τον ήξερε καθόλου αυτή η προοπτική δεν της άρεσε καθόλου. Υπήρχε κάτι πάνω του που την απωθούσε. Της φαινόταν πολύ φαντασμένος και υπεροπτικός. Έμοιαζε μ’ εκείνους τους ανθρώπους που είχαν μάθει να τους χαρίζονται όλα απλόχερα και δεν είχαν κοπιάσει ποτέ για τίποτα. Και φυσικά, δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός ότι την αγνοούσε επιδεικτικά. Δεν την ζήτησε σε χορό, δεν επιχείρησε να της πιάσει την κουβέντα χορέψει, με λίγα λόγια δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για κείνη.
Δεν τον αδικούσε βέβαια. Ήξερε για ποιο λόγο βρισκόταν ο Μιέσκο εκεί, για μια πολιτικά συμφέρουσα συμφωνία, για να επισφραγίσει μια ισχυρή συμμαχία. Το να την πάρει για σύζυγό του ήταν παράπλευρη συνέπεια. Πάντως, δεν ένιωθε ότι θα μπορούσε να ευτυχίσει μαζί του.
Δεν ήθελε να συμβεί αυτός ο γάμος.
Έπρεπε όμως, να φανεί ώριμη και ψύχραιμη. Έφερε στο μυαλό της τη Ναντέζντα και αποφάσισε να πράξει όπως εκείνη θα έπραττε, αν βρισκόταν στη θέση της. Ήταν πεπεισμένη ότι δε θα έκανε καμία σκηνή, δε θα έφερνε την παραμικρή αντίρρηση, αλλά θα παρέμενε σε εγρήγορση προσμένοντας την κατάλληλη στιγμή, για να μεθοδεύσει τη διάλυση του συνοικεσίου. Κι αυτό ακριβώς θα έκανε κι εκείνη. Οπλίστηκε με  θάρρος, και βρήκε τον τρόπο να χαμογελάσει ψεύτικα και να διατηρήσει την όψη της ψυχρής και αξιοπρεπής πριγκίπισσας.
Θα  περίμενε να επιστρέψει η Ναντέζντα. Εκείνη σίγουρα θα έβρισκε λύση. Το μόνο ερώτημα ήταν, αν θα την ενδιέφερε. Παρόλο που δεν ήθελε να σκέφτεται άσχημα για την ετεροθαλή της αδερφή δεν μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι μισούσε παθολογικά τον πατέρα που η Αναστασία αγαπούσε. Ίσως να μην ήθελε να μην έχει καμία σχέση μαζί της.
               


Σοφία Γκρέκα