Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 40) - "Φυλακή, Ελευθερία, Εμπιστοσύνη, Προδοσία"

Νοτιοανατολικό Μέτωπο, Ιούλιος 1020

Οι μήνες περνούν κι εμείς είμαστε ακόμα εδώ, στις επάλξεις. Αλλά δεν μπορώ να πω. Όλα πάνε κατ’ ευχήν…
Η ζωή μου έχει γίνει κουβάρι. Κάποτε ήταν όλα απλά. Είχα ένα στόχο, να σκοτώσω το δολοφόνο του αδερφού μου. Πολύπλοκος, αλλά πραγματοποιήσιμος. Είχα κι ένα εμπόδιο στο δρόμο μου, τον μισητό Στεφάν. Η θέα του και μόνο με αηδίαζε. Όλα ήταν ξεκάθαρα.
Πρέπει να σημειωθεί η χρήση του  παρελθοντικού χρόνου.

Από τη στιγμή που τον είδα ένα βήμα πριν το θάνατο, πολλά άλλαξαν. Τώρα είμαι βέβαιη. Τρόμαξα για τη ζωή του, κι αυτό το συναίσθημα με συντάραξε όσο κανένα άλλο όλα αυτά τα χρόνια.
Γυρίζει συνεχώς στο μυαλό μου  η στιγμή που έχασε την εμπιστοσύνη μου για πάντα, και ό,τι ακολούθησε. Και δεν μπορώ να απασχολήσω τον εαυτό μου αρκετά, ώστε να σταματήσουν να παρελαύνουν μπροστά μου οι αναμνήσεις.
Ο Στεφάν λοιπόν, ήταν το μοναδικό στήριγμα της βασανισμένης μου ύπαρξης. Η μόνη αχτίδα φωτός που τρυπούσε το απόλυτο σκοτάδι.
Μια μέρα, μου είπε ότι ο Μεγάλος Πρίγκιπας Βλαντιμίρ μετρούσε νίκες στην εκστρατεία του για να εξουδετερώσει την απειλή του Σβιατοπόλκ. Κι εγώ αναθάρρησα. Πίστεψα ότι υπήρχε ελπίδα, ότι ο πατέρας μου θα ερχόταν να με σώσει.
Περνούσαν οι μέρες κι εγώ περίμενα ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιζόταν ο πατέρας μου και θα με έπαιρνε για πάντα από εκείνο το μέρος. Όμως, εκείνη η στιγμή δεν ερχόταν.
«Ξέρεις, ο άρχοντας Ραντοσλάβ αποκάλυψε στον πατέρα σου ότι δεν έχεις πεθάνει κι ότι σε κρατά αιχμάλωτη. Το έκανε για να του τραβήξει την προσοχή,  να τον αναγκάσει να επιτεθεί στο Νόβγκοροντ και να δώσει έτσι την ευκαιρία στον πρίγκιπα Σβιατοπόλκ να τον νικήσει».
«Αλήθεια; Κι έρχεται;»
Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Και κατάλαβα χωρίς να πει τίποτα. Ο πατέρας μου, να βάλει εμένα την κόρη του πάνω από οτιδήποτε άλλο; Ο χρόνος που είχα περάσει στην απομόνωση, μάλλον είχε αλλοιώσει σοβαρά την ορθή μου κρίση. «Να πάει στο διάολο η Νάντια!», έτσι δεν είχε πει; Τι με έκανε να αλλάξω γνώμη και να πιστέψω ότι θα ενδιαφερόταν για μένα, έστω και για ένα λεπτό;
«Συγγνώμη, Στεφάν».
«Τι λες, Νάντια;» Έτσι του είχα πει να με φωνάζει.
«Συγγνώμη που σε κατηγορώ τόσον καιρό. Δε φταις εσύ για τίποτα. Κι αν έφταιξες έστω και λίγο, σε συγχωρώ. Μου έσωζες τη ζωή. Είμαι αχάριστη αν δεν το αναγνωρίζω αυτό. Σ’ ευχαριστώ. Ποτέ δεν σου το ‘πα αυτό».
Είδα το ειλικρινές του χαμόγελο. Με αγκάλιασε σφιχτά. Αυτό μου έφτανε.
«Θα σε βγάλω από δω Νάντια, στο υπόσχομαι», είπε. Και πραγματικά; Τον πίστεψα. Και εναπόθεσα όλες μου τις ελπίδες σ’ αυτόν.
Όμως το τέλος αυτής της εμπιστοσύνης, της ευγνωμοσύνης στο πρόσωπό του, ήρθε οδυνηρά γρήγορα.
Σχεδίαζε να με φυγαδεύσει. Έψαχνε να βρει ένα ασφαλές μέρος για να μείνω. Γιατί το να φύγω από το κάστρο, δε θα ήταν και ό,τι δυσκολότερο με τη βοήθειά του. Τα κλειδιά τα έκλεβε έτσι κι αλλιώς από το φύλακα κάθε φορά που ερχόταν να με βλέπει στα κρυφά. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να φτάσω μέχρι την πύλη, χωρίς να με δει κανείς. Δύσκολο μα όχι ακατόρθωτο. Δεν ήταν αυτό το βασικό, αλλά το τι θα έκανα, αφού ξέφευγα.
Περίμενα λοιπόν και είχα πίστη. Ήρθε μια μέρα όμως, που με επισκέφτηκε αναστατωμένος.
«Τι τρέχει Στεφάν;»
«Προβλήματα Νάντια. Ο πατέρας σου κοντεύει να φτάσει στο Νόβγκοροντ».
«Γιατί αυτό είναι πρόβλημα; Μην ανησυχείς για τον πατέρα σου, θα μπορέσει να ορκιστεί υποταγή στο Βλαντιμίρ, αν το θελήσει.» Νόμιζα ότι ο πατέρας του ήταν ένας πολεμιστής.
«Ασ’ το αυτό τώρα. Ξέρεις… πρέπει να αναβάλλουμε τη διαφυγή σου.»
Δεν μπορούσα ούτε να φωνάξω από την έκπληξη.
«Έτσι κι αλλιώς ο πατέρας σου κάποια στιγμή θα έρθει και εδώ κάποια στιγμή. Θα σε πάρει μαζί του».
«Στεφάν, εγώ δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Δεν αντέχω, το καταλαβαίνεις;»
«Νάντια, αν εξαφανιστείς, ο πατέρας μου είναι τελειωμένος».
«Από πού κι ως που;»
«Ο άρχοντας Ραντοσλάβ, εννοώ. Ξέρεις γιατί σε κρατά εδώ. Είσαι ο άσσος στο μανίκι του. Το τελευταίο μέσο διαπραγμάτευσης που διαθέτει. Σκοπεύει να σε χρησιμοποιήσει για να εξασφαλίσει ασυλία για κείνον και την οικογένειά…»
«Πάψε να μιλάς! Δεν είπες Ραντοσλάβ, είπες πατέρας. Και τα γνωρίζω όλα αυτά και καλύτερα από σένα. Δεν έχουν καμία σχέση με τον πατέρα σου.»
«Ο Ραντοσλάβ είναι ο πατέρας μου», με κεραυνοβόλησε. «Και σε χρειάζεται για να ζήσει. Αλλιώς ο δικός σου πατέρας θα τον εκτελέσει για προδοσία».
Ο κόσμος μου κατέρρευσε σε μια στιγμή. Η καρδιά μου συνθλίφθηκε και έσπασε σε κομμάτια για άλλη μια φορά. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Όμως… το πίστεψα. Και αηδίασα. Με τον Στεφάν, τον κόσμο ολόκληρο.
«Εξαφανίσου», είπα κοιτώντας τον σαν ήταν κάποιο βδελυρό έντομο.
«Νάντια…»
«Χάσου από μπροστά μου!», φώναξα με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια μου. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου όμως, δεν τα άφησα να κυλήσουν.
Έφυγε χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Έμεινα μόνη. Πάλι μόνη, στο παγωμένο και άδειο κελί. Μισούσα εκείνους τους τοίχους, εκείνα τα κάγκελα, τις αλυσίδες, το συνεχές σκοτάδι, αφού δεν υπήρχαν παράθυρα. Πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που είδα τον ουρανό, τον ήλιο; Δε θυμόμουν. Πολύς.
Τα ψέματα του Στεφάν έριξαν ακόμα περισσότερο δηλητήριο στην ψυχή μου. Μαύρισαν την καρδιά και την ψυχή μου. Με έκαναν την εκδικητική σκύλα που είμαι σήμερα. Έχασα και τα τελευταία ίχνη εμπιστοσύνης μου στην καλοσύνη των ανθρώπων. Τον μίσησα, κι εκείνον και τον πατέρα του, και τον  Σβιατοπόλκ και τον δικό μου πατέρα. Όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατό.
Όμως τότε δεν ευχήθηκα να πεθάνω, όπως είχα κάνει τόσες άλλες φορές στο παρελθόν. Όχι, μετά από την επώδυνη πίκρα της προδοσίας, μία νέα σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό μου. Μέσα στην απόγνωσή μου, η εκδίκηση έγινε δάσκαλός μου κι εγώ έμαθα καλά το μάθημά της. Δε θα τους έκανα τη χάρη να πεθάνω. Θα ζούσα αρκετά ώστε να τους εκδικηθώ.
Αλλά πρώτα, έπρεπε να δραπετεύσω.
Περίμενα να μου φέρουν ξανά το φαγητό μου. Εκτός από τα τρόφιμα που έφερνε καμιά φορά ο Στεφάν, μου παρείχαν ένα ζεστό γεύμα ανά δύο μέρες και ξερό ψωμί τρεις φορές την ημέρα. Συνήθως, ο φρουρός με παρακολουθούσε όταν έτρωγα. Κατάφερα όμως, και κράτησα το μαχαίρι με το οποίο έκοβα το κρέας, χωρίς να το προσέξει.  Κι έπειτα ανέμεινα την επιστροφή του Στεφάν. Γιατί θα επέστρεφε, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Κοφτό χτύπημα στην πόρτα. «Νάντια, θες να μιλήσουμε;»
Ευτυχώς, δεν ήμουν πια αλυσοδεμένη μέσα στο κελί οπότε μπόρεσα να πάω να σταθώ δίπλα στην πόρτα.
«Έλα. Όχι ότι θ’ ακούσω οτιδήποτε πεις!», είπα για να μην κινήσω υποψίες.
Η βαριά σιδερένια πόρτα άνοιξε μ’ ένα τρίξιμο. Όμως, εγώ ήμουν έτοιμη. Δεν έχασα χρόνο κι έμπηξα το μαχαίρι του φαγητού στο στέρνο του Στεφάν, λίγο πάνω από την καρδιά. Το τράβηξα και το πέταξα μέσα στο κελί. Εκείνος βόγκηξε, αλλά χτύπησα το κεφάλι του στον τοίχο, έτσι που έχασε τις αισθήσεις του. Δεν έπρεπε να με  ακούσουν.
Είχε ένα ακριβό στιλέτο περασμένο στη ζώνη του, και φορούσε μια ζεστή γούνα ελαφιού. Έσκυψα πάνω από το λιπόθυμο Στεφάν για να τα πάρω και τα δύο. Καθώς όμως έβγαζα το μαχαίρι από τη θήκη του, είδα ότι η αριστερή τσέπη του παντελονιού του ήταν εξογκωμένη. Από περιέργεια την έψαξα και είδα το μενταγιόν της μητέρας μου. Δεν είχα χρόνο να αναρωτηθώ τι γύρευε πάνω του. Θυμόμουν μόνο ότι μου το είχε πάρει ο Ραντοσλάβ.  Το πέρασα γύρω από το λαιμό μου, φόρεσα τη γούνα και κράτησα γερά στα χέρια μου το μικρό όπλο. Πάνω στην ταραχή και την βιασύνη ξέχασα να πάρω και τη θήκη.  
Άρχισα να τρέχω σαν τρελή προς την έξοδο. Εξαρτιόταν η ζωή μου από αυτό. Υπήρχαν στοές που διέσχιζαν υπογείως όχι μόνο το κάστρο αλλά και ολόκληρη την πόλη δημιουργώντας ένα δαιδαλώδη  λαβύρινθο. Μόνο ένα συγκεκριμένο τμήμα χρησιμοποιούταν για τις φυλακές. Οι υπόλοιπες στοές ήταν κατά βάση κενές. Έτρεχα μέσα στους στενούς, γλιστερούς δρόμους χωρίς να κοιτάω πίσω.
Όμως, σε μια στροφή, είδα ένα φρουρό να έρχεται προς το μέρος μου. Ο πέτρινος τοίχος έκανε γωνία σ’ εκείνο το σημείο, κι έτσι μπόρεσα να κρυφτώ. Αλλά για πόσο; Ερχόταν και αναπόφευκτα θα περνούσε ακριβώς δίπλα μου. Μπορούσα να ακούσω την αναπνοή του. Έσφιξα το στιλέτο στην παλάμη μου και ετοιμάστηκα. Τον κάρφωσα στο θώρακα χωρίς να διστάσω. Το αίμα που πετάχτηκε έγινε ένα με το αίμα του Στεφάν που ήδη λέκιαζε το κουρέλι που φορούσα. Δεν στάθηκα να δω, αν ανέπνεε ακόμα. Ίσως να τον σκότωσα, ίσως πάλι όχι. Αλλά δεν είχα την πολυτέλεια να το εξακριβώσω. Έπρεπε να σωθώ.
Στο δρόμο συνάντησα κι άλλους φρουρούς, όμως στάθηκα τυχερή, δε χρειάστηκε να πληγώσω κανένα. Τύχαινε και έβρισκα κρυψώνα σε διάφορες εσοχές των τοίχων. Λογικά με έψαχναν, αλλά μέσα στο λαβύρινθο, δεν είχαν πολλές πιθανότητες.
Δεν σταμάτησα παρά μόνο όταν έφτασα στο βορειότερο σημείο, όπου υπήρχε ένας μεταλλικός μοχλός. Έπρεπε να ξέρει κανείς για να τον βρει. Όμως εγώ, η αδερφή του πρώην κυρίου του κάστρου, ήξερα και πολύ καλά μάλιστα. Τον σήκωσα προς τα πάνω, και ένα παράθυρο άνοιξε στην οροφή ενώ μια σκάλα από σκοινί έπεσε. Ανέβηκα με σίγουρες κινήσεις, και βρέθηκα έξω από το κάστρο, έξω από τα τείχη της πόλης. Η στοά, και η μυστική έξοδος είχαν φτιαχτεί για να αποτελέσει πλεονέκτημα σε περίπτωση πολιορκίας. Έτσι οι στρατιώτες θα μπορούσαν να χτυπήσουν τους πολιορκητές αιφνιδιαστικά. Εφεύρεση του Βλαντιμίρ στα χρόνια της ηγεσίας του στο Νόβγκοροντ.
Ανέπνευσα τον καθαρό αέρα γύρω μου κι ένιωσα το βρισκόμουν στον παράδεισο. Χιόνιζε. Ήταν λες και δεν είχε περάσει ούτε μέρα από την εποχή που ζούσα με τον αδερφό  μου, ευτυχισμένη… Είχαν περάσει 13 μήνες και 26 ημέρες. Τις είχα μετρήσει μία μία. Ήταν Φεβρουάριος του 1011.
Ελεύθερη, ναι ήμουν ελεύθερη. Και είχα περάσει στη σκοτεινή πλευρά.
Το μόνο που έδινε κουράγιο στη Ναντέζντα ήταν οι νίκες που μετρούσε ο ρωσικός στρατός. Λίγο ακόμα και θα έδιωχναν τους καταραμένους Πετσενέγους από τη γη τους. Είχαν πια φτάσει κοντά στα σύνορα της Ρωσίας με τη λωρίδα γης που εξουσίαζαν εκείνοι.
Οδηγούσε εκείνη, όπως κάθε φορά μετά τον τραυματισμό του Στεφάν. Είχαν πάψει πια να διαμαρτύρονται γι’ αυτό. Χτύπησαν τους Πετσενέγους αλύπητα με την ορμή ενός τυφώνα. Τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν ακόμα πιο βαθιά. Εκείνη την ημέρα πάτησαν τα σύνορα. Σαν είδε τους στρατιώτες να νικούν η καρδιά της πλημμύρισε από ευτυχία, κι ένα αίσθημα περηφάνιας. Ένιωθε βαθιά ικανοποίηση που είχε βοηθήσει κι εκείνη γι’ αυτόν τον σκοπό. Η Ρωσία ήταν πια ελεύθερη. Τουλάχιστον, από ξένους εχθρούς.
Αν μπορούσαν να στήσουν γλέντι θα το έκαναν. Προς το παρόν όμως όλοι αρκέστηκαν να απολαύσουν τη χαρά της νίκης
Επέστρεψε στην σκηνή της χαρούμενη. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της. Άφησε τα όπλα της κι έπειτα, έτρεξε στην σκηνή του Στεφάν. Έπρεπε να δει πώς ήταν. Τον αντίκρισε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
«Στεφάν…»
«Πες μου είναι αλήθεια;», ρώτησε ο τραυματίας εναγωνίως. Άκουγε τα γέλια, τις φωνές και τα συχαρίκια μα δεν ήταν απόλυτα βέβαιος για την αιτία. Αν και, είχε μια ιδέα.
Εκείνη πήγε και κάθισε στην άκρη του στρώματος. «Ναι Στεφάν. Νικήσαμε! Τη διώξαμε την καταραμένη φάρα τους από τη γη μας!»
«Βρήκατε την ώρα! Τώρα που πήρα ν’ αναρρώνω», αστειεύτηκε. Ένιωσε τόσο περήφανος για τη γυναίκα που αγαπούσε, είχε σταθεί άξιος καπετάνιος στη φουρτούνα. Είχε δίκιο που πίστευε ότι ήταν ξεχωριστή.
«Μην παραπονιέσαι. Είσαι τυχερός που ζεις», τον επέπληξε χωρίς να δίνει σημασία στο στοργικό του βλέμμα. Είχε πια μάθει να αγνοεί όποιες αντιδράσεις του την ενοχλούσαν.
«Αλήθεια τώρα; Επιστρέφουμε στο Κίεβο;», συνέχισε ο Στεφάν.
«Όχι ακόμα… Μα σύντομα;»
«Ωραία! Επιτέλους, καλά νέα».
«Ναι!»
Είχε πολύ καιρό να τη δει να χαμογελά. Κι ήταν κρίμα γιατί είχε το ωραιότερο χαμόγελο στον κόσμο –όταν έβγαινε από την καρδιά της και δεν προσποιούταν. Ασυναίσθητα της έπιασε το χέρι. Κι εκείνη τραβήχτηκε στο άγγιγμα του, όπως συνήθιζε. Αλλά όχι ακριβώς. Δεν το έκανε ενστικτωδώς. Απλά δεν ήθελε να περιπλέξει την κατάσταση.
«Στεφάν…», ξεκίνησε διστακτικά. Δεν άντεχε άλλο τις αμφιβολίες που τριγύριζαν στο κεφάλι της, σαν ενοχλητικό σμήνος από μέλισσες. Τι εννοούσε όταν παραμιλούσε; Τι ήθελε να της πει τόσον καιρό που εκείνη δεν τον άφηνε; Ήταν μήπως υπερβολική; Μήπως έπρεπε να ακούσει και τη δική του οπτική γωνία;
Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να ελευθερωθεί και να πάψει να βασανίζεται από τις αναμνήσεις. Να τον ρωτήσει ξεκάθαρα για εκείνο που πάντα υποψιαζόταν αλλά ήλπιζε ότι δεν ήταν αλήθεια. Δεν άντεχε πια να αμφιβάλλει.
«Ήξερες ποια ήμουν όταν με έσωσες; Βοήθησες κι εσύ τον πατέρα σου να με φυλακίσει;»
Ορίστε. Το ξεστόμισε επιτέλους.
Ο Στεφάν την κοίταξε ξαφνιασμένος, απορημένος. Τόσο καιρό περίμενε για μια ευκαιρία να της μιλήσει και τώρα… ξαφνικά δεν είχε λόγια. Αυτό του καταλόγιζε όλα αυτά τα χρόνια; Γι’ αυτό τον μισούσε τόσο;
«Όχι».

Αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να σκεφτεί. Κι όμως, ίσως να ήταν αρκετό. 

Σοφία Γκρέκα