Αννάμεσα (Κεφάλαιο 5)

Μεσημέριασε στο υπόγειο και η Άννα ετοίμαζε το καθιερωμένο πικνίκ στο σαλόνι. Είχε μεγάλη χαρά γιατί σήμερα εκτάκτως θα ερχόταν και ο γαμπρός της πρωτότοκης κόρης της, ο Νάσος. Έσπαγε το κεφάλι της όλη νύχτα τι να μαγειρέψει να τους εντυπωσιάσει. Να τους ταχταρίσει. Να δει και αυτός ο γαμπρός της τι προκομένη πεθερά έχει. Όχι σαν κάτι άλλες που νοιάζονται μόνο για «μανικιούτ-πατικιούτ».
Το πήρε απόφαση. Θα έφτιαχνε κόκορα κρασάτο, σαλάτα με αγκινάρες και για γλυκό κορμό σοκολάτα που αρέσει στα μικρά. Έκανε στην άκρη το ντιβάνι, άπλωσε τακτικά τη ριγέ κουβέρτα στο μωσαϊκό και άρχισε να στολίζει το σερβίτσιο με τις φιγούρες κυριών εποχής και το χρυσό φινίρισμα. Τον κόκορα τον έβαλε σε ένα γυάλινο μπολ. Δίπλα ένα λαχανί ταπεράκι με τις αγκινάρες, και τον κορμό θα τον σέρβιρε αργότερα, για να είναι παγωμένος.
Γέμισε τα ποτήρια, οκτώ και ένα το δικό της, εννιά. Πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό για τα μικρά και κρασί λευκό για τους μεγάλους. Σηκώθηκε, πήγε στον σπασμένο καθρέφτη της παλιάς τουαλέτας, πήρε ένα κραγιόν που βρήκε πάνω στο καζανάκι, έβαψε τα χείλη της και τόσο δα, στην άκρη του δαχτύλου της, άπλωσε και στο μάγουλό της. Έσιαξε τα μαλλιά της και έτσι περιποιημένη, καλοδιάθετη και ευτυχισμένη, πήγε προς τα μέσα να ξεκινήσει το τσιμπούσι.
Στάθηκε ακίνητη. Η μύτη της ξεφτισμένης παντόφλας της ακουμπούσε το ρέλι της ριγέ κουβέρτας. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στα άδεια ποτήρια, στο άδειο μπολ, στις ανύπαρκτες αγκινάρες.
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, ο θυμός της ανέβαινε ως το λαιμό της και την έπνιγε με το ίδιο της το σάλιο. Το βλέμμα της άλλαξε. Έγινε βαθύ, σκοτεινό, απόκοσμο. Με μία κραυγή κλώτσησε το παλιό πορσελάνινο σερβίτσιο, έπιασε στον αέρα ένα κομμάτι και το πήρε τρόπαιο θαρρείς στα χέρια της.
«Κακορίζικοι! Τσογλάνια! Αναθεματισμένοι! Ήρθατε, φάγατε και φύγατε! Ούτε μια λέξη, ένα μπράβο, μια καλησπέρα... Στη μάνα σας... Αναθεματισμένοι!» φώναζε και έσφιγγε το κομματάκι της πορσελάνης στα χέρια της.

«Έξω, ρε! Έξω, ρε μαλακισμένα! Μην ξαναπατήσετε το πόδι σας στο αρχοντικό μου, ρε! Δε θέλω να σας ξαναδώ... Αναθέματα, ντροπές της κοινωνίας... Είστε εσείς δικά μου παιδιά; Πού είναι οι τρόποι σας, ρε; Πού είναι ο σεβασμός στη μάνα; Πού είναι η λαχτάρα και η αγάπη σας; Ου να μου χαθείτε, ζώα... Που σας έδωσα πνοή, για να με κοροϊδεύετε μες στα μούτρα μου! Κανένας σας, ρε... Κανένας σας... Ούτε στο μνήμα μου μην έρθετε... δε σας θέλω, ρε! Δε σας αξίζω, ρε τσογλάνια! Στον διάολο να πάτε! Στον διάολο, ρε!» ούρλιαξε και σωριάστηκε λιπόθυμη πάνω στο μωσαϊκό.


Μαρία Π. Ψαθά