Το πιάνο στη σοφίτα (Κεφάλαιο 6)

Με αργές, άκρως προστατευτικές κινήσεις η Μάρκαινα απομάκρυνε κάθε κομμάτι υφάσματος από το ταλαιπωρημένο κορμί της Χρυσούλας.
     «Σώπα θα γιάνει. Σώπα θα γιάνει κοκόνα μου!» επαναλάμβανε
προσπαθώντας κατ' αυτόν τον τρόπο να συγκρατήσει όσο μπορούσε το τεράστιο κύμα οργής που ορθωνόταν και αποκτούσε σχεδόν γιγαντιαίες διαστάσεις. Μπορεί να είχε χάσει τα λογικά της, μα όχι και τη μνήμη της.
Πόσες φορές δεν είχε δεχτεί ανάλογες επιθέσεις από τότε που είχε "τρελαθεί"; Αλλά τούτο το άμοιρο το πλάσμα, τούτη η ηλιαχτίδα γιατί να υποστεί κάτι τέτοιο; Η γριά σφάλισε τα τσιμπλιασμένα μάτια της. «Άτιμη μνήμη» ψέλλισε. Ω ναι. Διέθετε τεράστια αποθέματα από δαύτη! Πόσο θα ΄θελε να την πατάξει, να την εξαφανίσει αν γινόταν! Τι στο καλό την  ήθελε τέτοια μνήμη; To μόνο που ήθελε να θυμάται  ήταν το γεγονός ότι κάποτε βύζαινε μωρά.... Τα παιδιά της. Δεν ήταν λίγες οι βραδιές όπου καμωνόταν πως κρατούσε ένα βρέφος στην αγκαλιά, το οποίο νανούριζε με το αυτοσχέδιο "Κοιμήσου εσύ μελένιο, κοιμήσου χρυσαφένιο, τα αστέρια σε σκεπάζουν και όνειρα σου τάζουν". Πού και πού η μνήμη της την κέντριζε με εικόνες γνώριμες. Εικόνες των παιδιών της να χαλούν τον κόσμο με τις φωνές τους, εικόνες των παιδιών της να της τραβούν σκανταλιάρικα τα φουστάνια, εικόνες των παιδιών της μες τα αίματα....Νεκρά. Πόσο θα 'θελε να κρατήσει τούτο το πλάσμα κοντά της! Μακάρι να μην ήταν εγγονή, μα κόρη της.
    Η πόρτα χτύπησε δύο φορές. Η μητέρα της Χρυσούλας σκούπισε τα γεμάτα αλεύρι χέρια της από την κεντημένη ποδιά της. Από την αγωνία της για την τύχη της Χρυσούλας έψηνε άνευ λόγου μανιωδώς ψωμάκια, παρόλο που το αλεύρι τους έβγαζε δεν τους έβγαζε τρεις μέρες.
    «Πού πας γυναίκα;» της έκανε αυστηρά ο Στέλιος. «Κάτσε στα αυγά σου θα ανοίξω εγώ. Αυτός ο χτύπος στην πόρτα γκεσταπίτικος μου μοιάζει!»
    Η γυναίκα έσκυψε πειθήνια το κεφάλι. Είχε μάθει από μικρή ότι το θηλυκό οφείλει να υπακούει τον άνδρα. Αυτό προσπαθούσε να περάσει και στις κόρες της κι εν μέρει τα είχε καταφέρει. Οι δύο μεγαλύτερες θυγατέρες της ακολουθούσαν τις οδηγίες της ευλαβικά. Σε ότι αφορούσε τώρα τη Χρυσούλα, εκείνη δήλωνε επαναστάτρια.

    «Ακούς εκεί η άτιμη να θεωρεί τον εαυτό της ανώτερο από τα αρσενικά» μονολογούσε τα βράδια με μια κρυφή δόση υπερηφάνειας, διότι κατά βάθος καμάρωνε για την τόλμη της.

   Ο Στέλιος άνοιξε την πόρτα. Όπως το περίμενε απέναντί του στεκόταν ένας βρομογερμαναράς. Ετούτον βέβαια τον συμπαθούσε αρκετά, παρόλα αυτά δεν έπαυε να είναι ένας μισητός εχθρός. «Κακό σημάδι» σκέφτηκε. Η πολύωρη απουσία της κόρης του τον έκανε να φαντάζεται χίλια δυο άσχημα πράγματα για την τύχη της. 
   Ο Peter Meier έδειχνε πολύ σφιγμένος. Αντί να κοιτάζει τον Στέλιο είχε χαμηλώσει το βλέμμα του προς τα κάτω. Ένα με το πάτωμα είχε γίνει.
   «Λοιπόν;» έκανε ο πατέρας της Χρυσούλας. «Θα περάσετε μέσα κύριε Meier;» 
Ο Γερμανός προχώρησε αμίλητος προς την κουζίνα χαμογελώντας αχνά στις γυναίκες του σπιτιού. Οι κόρες των ματιών του αναζητούσαν την εκλεκτή της καρδιάς του, την Καρυάτιδά του. Ήταν ανώφελο. Το κορίτσι δεν 
βρισκόταν στον χώρο.
    «Κύριε Πολίτη είστε όλοι συγκεντρωμένοι εδώ; Εννοώ...Λείπει κανείς από την οικογένειά σας;» Προσπαθούσε να εκμαιεύσει με τρόπο αν η Χρυσούλα είχε επιστρέψει και βρισκόταν κάπου εκεί τριγύρω ή αν δεν είχε γυρίσει καθόλου στο σπίτι της, πράγμα που θεωρούσε βέβαια απίθανο.
    «Ποιος είναι ο λόγος που ρωτάτε; Συμβαίνει κάτι;» ψέλλισε ξέπνοα η μητέρα.
    «Ναι ναι, υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Γνωρίζω πως έχετε κι άλλη μια κόρη σωστά;» Οι αδελφές κούνησαν ταυτοχρόνως το κεφάλι τους καταφατικά.
     «Η μικρή μου κόρη έχει για κάποιο λόγο καθυστερήσει και...» Η φράση του Στέλιου κόπηκε απότομα στη μέση. 
     Η Χρυσούλα φορούσε ένα τεράστιο κατάμαυρο φόρεμα και στεκόταν κοντά στην πόρτα. Τα μαλλιά της φαίνονταν λουσμένα ενώ ο λαιμός της και τα δάχτυλα της έφεραν μικροτραύματα. Λίγο ξεραμένο αίμα που είχε κολλήσει στα καλοσχηματισμένα χείλη της έκανε τους δικούς της να ανησυχήσουν ακόμη πιο πολύ.
     «Τι χάλια είναι αυτά Χρυσούλα και κυρίως... Πού ήσουν;» έκανε η μάνα της αγκαλιάζοντάς την προστατευτικά.
     «Σώπα μάνα και μη φοβάσαι. Εγώ... Είμαι μια χαρά. Μα να, έχασα το δρόμο, έπιασε και κακοκαιρία, γλίστρησα και χτύπησα. Ευτυχώς με βρήκε η Μάρκαινα, η γιαγιά και με περιποιήθηκε». Στο άκουσμα αυτού του ονόματος ο πατέρας της αναψοκοκκίνισε σαν πυρακτωμένο κάρβουνο.
    «Μην τολμήσεις να αναφέρεις ξανά αυτό το όνομα εδώ μέσα μ' ακούς; Και για να 'χουμε και το καλό ερώτημα...» 
   Ο Meier μετακινούσε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. Τα μηνίγγια του άρχισαν να τον σφυροκοπούν ανελέητα. Η εσωτερική του κλεψύδρα έχανε ολοένα και περισσότερη άμμο. Έπρεπε να δράσει. Αλλιώς  η Χρυσούλα θα πέθαινε ύστερα από δική του μάλιστα διαταγή. «Να πάρει η οργή να πάρει!» επαναλάμβανε 
διαρκώς από μέσα του. Αν και τον έτρωγε η περιέργεια να μάθει για ποιο λόγο η καλή του βρισκόταν σ' αυτή την άθλια κατάσταση, γνώριζε πολύ καλά ότι είχε τον χρόνο αντίπαλο. 
   «Ακούστε με» φώναξε σε τόνο επίτηδες αυστηρό. «Ότι λεχθεί από μένα ισοδυναμεί με διαταγή. Όποιος αρνηθεί, επαναλαμβάνω όποιος αρνηθεί να εφαρμόσει ότι του ζητηθεί θα θανατωθεί επί τόπου». Ήθελε να ακουστεί σκληρός κι αμείλικτος, ένας σωστός Ες Ες και μάλλον το είχε καταφέρει, αφού η οικογένεια Πολίτη είχε στην κυριολεξία μαζευτεί κουβάρι. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τους σώσει παρά μονάχα αυτός που είχε κατά νου. Μπορεί να ήταν ένα σχέδιο αυθόρμητο κι όχι καλά μελετημένο μα πίστευε σε αυτό. Μπορούσε να πετύχει. «Σύμφωνα με την εντολή που έχω λάβει οφείλετε να απομακρυνθείτε από αυτόν τον χώρο άμεσα. Κι όχι μόνο 
αυτό. Θα γίνει και μια μικρή... μετακόμιση. Αν μπορώ να την χαρακτηρίσω έτσι. Μη με ρωτήσετε τι και πώς, διότι δεν είμαι υποχρεωμένος να σας απαντήσω. Είμαι ο κατακτητής και είστε οι κατακτημένοι, αυτό τα λέει όλα! Συνεννοηθήκαμε οικογένεια Πολίτη; Alle schnell raus aus dem Haus!(Όλοι γρήγορα έξω από το σπίτι!)».
    Ένας ένας σαν υπνωτισμένοι περνούσαν τη χαμηλή εξώπορτα. Αφού συνεννοήθηκε μέσω ασύρματου μέσα σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε το όχημα, το οποίο οδηγούσε ο έμπιστος συνεργάτης του. Αυτός θα μετέφερε την οικογένεια κάπου αλλού, μακριά από τον θάνατο. Κι ενώ είχαν όλοι επιβιβαστεί η ασυμβίβαστη Χρυσούλα άλλαξε γνώμη. Πηδώντας έξω από το αμάξι έτρεξε προς το σπίτι. Ο Peter Meier της φώναξε να υπακούσει μα ήταν μάταιος κόπος. Η μικρή ταμπουρώθηκε πεισματικά μέσα στους τέσσερις τοίχους. Κανείς δεν θα την έδιωχνε από την εστία της, ούτε ο ίδιος ο Θεός! Είχε ήδη υποστεί έναν σωματικό βιασμό. Δεν θα ανεχόταν κι έναν δεύτερο, ψυχικό βιασμό και μάλιστα από έναν Ναζί τον οποίο παραλίγο και να ερωτευτεί.
   Ο Meier ήταν έτοιμος να σπάσει την πόρτα, όταν κάποιο χέρι τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
    «Λοιπόν αγαπητέ μου είναι κι άλλοι μέσα; Για ποιο λόγο βρίσκεσαι έξω από την πόρτα;» Ο Peter τον κοιτούσε σαν χάνος. «Κάτι σε ρώτησα!» έκανε ο Stefan Linz, γνωστός και με το προσωνύμιο Vivaldi, διότι κάθε φορά που γινόταν 
κάποια μαζική εκτέλεση την οποία επόπτευε αυτός οι "Τέσσερις εποχές" του συνθέτη Vivaldi ηχούσαν από τα μεγάφωνα της κεντρικής πλατείας. Με το σχιζοφρενικό του μυαλό θεωρούσε πως μ' αυτόν τον τρόπο έδειχνε πόσο πολιτισμένος και συναισθηματικός είναι. Πίστευε πως οι ψυχές αυτών των μιασμάτων που έπεφταν από τις λυτρωτικές γερμανικές σφαίρες θα οδηγούνταν τουλάχιστον γαλήνια προς την κόλαση, υπό τους θείους ήχους του μεγάλου συνθέτη. 
   Η Χρυσούλα δεν άκουσε τους πυροβολισμούς. Άκουσε όμως τις "Τέσσερις εποχές" από τα μεγάφωνα της πλατείας.


Χριστίνα Καρρά