Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 6)

Το καλοκαίρι έδωσε τη θέση του στο φθινόπωρο κι η φύση αφού ανακάτεψε στην παλέτα της τα ομορφότερα θερμά της χρώματα - κίτρινα, κόκκινα, πορτοκαλιά- πήρε να βάφει τα δημιουργήματά της. Οι Μπουτζαλήδες ετοιμάζονταν κι αυτοί για το χειμώνα. Είχε έρθει η ώρα του τρύγου κι ο Στρατής καμάρωνε τ’ αμπέλια που λυγούσαν κάτω απ’ το βάρος των τσαμπιών τους. «Τήρα γιε μου» έλεγε βαστώντας στην παλάμη του τις βαθυκόκκινες ρώγες πριν τις ρίξει στο καλάθι. «Δεν είν’ έμορφα;» συνέχιζε με καμάρι.
«Έμορφα ’ναι πατέρα» συμφώνησε ο Μανώλης στεκόμενος να ξεκουράσει τη μέση του.
«Σαν του κοριτσιού τ’ αχείλι» επέκτεινε το χαρακτηρισμό ο πατέρας του και μειδίασε με νόημα κάτω απ' τις γκριζωπές τρίχες του μουστακιού του, στρέφοντας τα όμματα στις νεαρές κοπέλες οι οποίες μάζευαν γελώντας τον καρπό με τα χέρια τους.
Δεν απάντησε ο Μανώλης. Παλιότερα θα μιμούνταν κι ο ίδιος πολλές φορές την κίνησή του, κι ένα πιο τολμηρό βλέμμα εκ μέρους τους θ’ άνοιγε διάπλατα τους πόρους του εφηβικού του κορμιού. Τώρα όμως, καθώς τις κοίταξε, το πρόσωπο της Κατίνας ήρθε απρόσκλητο να θρονιαστεί στο νου του. Τη φαντάστηκε ανάμεσά τους να τρυγά με τα λεπτά της δάχτυλα και περιστρέφοντας το κεφάλι πάνω απ’ το σβέρκο της να του χαμογελά με συστολή, όπως πριν λίγο καιρό στο πανηγύρι. Και ξάφνου του φάνηκε πολύ ταιριαστή τούτη η εικόνα. Δεν ήταν φτιαγμένη γι’ αρχόντισσα, δικιά τους έπρεπε να ’ναι, απλή κοπέλα του χωριού...
«Πάλι αχμάκης γίνεσαι» σκέφτηκε κι ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Πως ήταν δυνατό ν’ αποφασίζει αυτός, ο ταπεινός κι ανάξιος, ποια μοίρα ταίριαζε στον καθένα; Μόνο ο Θεός τα διόριζε αυτά και την κόρη την είχε στήσει ψηλά, ενώ τον ίδιο τον είχε αφήσει χαμηλά. Κι εκεί που βρισκόταν εκείνη δεν έπρεπε ποτέ να υψώσει τα μάτια του...
Η Κατίνα, πάλι, ξεκινούσε γι' άλλη μια χρονιά το Παρθεναγωγείο. Δεν ήθελε ο Σίμος να στερήσει απ’ τη μονάκριβη κόρη του τη μόρφωση. Μέχρι τα δεκαοκτώ της θα την έστελνε στο γυμνάσιο, ύστερα θα ’παιρνε κι αυτή το δρόμο της. Της άρεσε της Κατίνας το σχολείο. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα φιλολογικά μαθήματα και, αν δεν της είχε θέσει περιορισμό ο πατέρας της, θα ’φευγε να σπουδάσει καθηγήτρια με το που τέλειωνε. Για την ώρα πάντως απολάμβανε την παρέα της με τη Βαγγελιώ και τ’ άλλα κορίτσια, όπως κάθε χρόνο. Ωστόσο κάτι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει. Μερικές φορές, όταν τυχόν αφαιρούνταν στο μάθημα -ειδικά στα μαθηματικά και τη φυσική που τ’ απεχθανόταν σχεδόν-, την ώρα εκείνη λοιπόν, ενώ ο καθηγητής αράδιαζε τις (όπως έλεγε) ασυναρτησίες του κι ατένιζε έξω απ’ το παράθυρο της αίθουσας ακουμπισμένη στην άκρη του χεριού της, έρχονταν ξαφνικά στο μυαλό της, ζωγραφισμένα θαρρείς στο γαλάζιο τ’ ουρανού, τα μάτια του Μανώλη και την αναστάτωναν. «Ηρέμησε Κατίνα... Ένα φτωχόπαιδο είναι μόνο» επιβαλλόταν στον εαυτό της κι έβαζε τ’ ακροδάχτυλα στις παρειές της, φοβούμενη μη την προδώσει το ερύθημα που ένιωθε ν’ απλώνεται πάνω τους. «Που ταξιδεύεις;» τη σκουντούσε η Βαγγελιώ κι έσπευδε να χαμογελάσει αμήχανα. «Τίποτις... Κάτι σκεφτόμουν» δικαιολογούνταν. «Σε νιώθω» ψιθύριζε η φίλη της. «Βαριέμαι κι εγώ τρελά» συμπλήρωνε κι η Κατίνα έγνεφε δήθεν καταφατικά.
Πρωί Σαββάτου, καθόταν άπραγη στην κάμαρή της. Είχε εκτείνει τα πόδια της στο κρεβάτι και προσπαθούσε ν’ απασχολήσει τον εαυτό της μ’ ένα βιβλίο, του οποίου διέτρεχε τις σελίδες χωρίς να τις διαβάζει. Για μελέτη ούτε λόγος, μόλις χθες είχε τελειώσει μια κουραστική εβδομάδα κι οτιδήποτε το σχολικό της φαινόταν εκείνη τη στιγμή απωθητικό, και σαν να μην έφτανε αυτό, ο ασυνήθιστος φθινοπωρινός ήλιος έκανε την έξοδο απ’ το σπίτι ακόμα πιο δελεαστική. Αναστέναξε φυλλομετρώντας τις υπόλοιπες σελίδες κι αποφάσισε να βάλει πρώτα το βιβλίο στη θέση του κι έπειτα να κατέβει να δει τη γιαγιά της, αφού ήταν η μόνη ελπίδα της ν’ ασχοληθεί με κάτι δημιουργικό.
«Γεια σου γιαγιούλα μου» τη χαιρέτησε κι η κυρά Φωτεινή μεταθέτοντας την προσοχή της απ' το κέντημα που κρατούσε σ' εκείνη άνοιξε τον αριστερό της βραχίονα και περιέβαλε τη μέση της, σαν ήρθε κοντά της.
«Καλώς το τζιέρι μου» μίλησε ακουμπώντας τα χείλη της στο δροσερό της μάγουλο.
«Τι κάμεις;» τη ρώτησε.
«Δε βλέπεις; Κεντώ» αποκρίθηκε.
«Τουλάχιστον εσύ έχεις τι να κάμεις» ξεφύσηξε η Κατίνα κι οι γλουτοί της επιτέθηκαν με ορμή στο στρώμα του καναπέ απέναντί της, πλακώνοντας τα δάχτυλα κάτω απ’ τα μεριά της. «Άουτς» έκανε.
«Δεν πας στον μπαξέ να ποτίσεις τα λούλουδα; Έχει ωραία μέρα σήμερο» πρότεινε η κυρά Φωτεινή.
«Μπα» είπε, μασώντας το νύχι του αντίχειρά της. «Θα ’βγαινα για σεργιάνι με τη Βαγγελιώ... Μα είναι άρρωστη» πρόσθεσε απογοητευμένη.
«Θες να βγεις όξω ε;» κατανόησε η γιαγιά της κι η κοπέλα επιβεβαίωσε μ’ έναν άηχο λαρυγγισμό, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι.
«Τι να σε κάμω γιαβρί μ’... Είναι κι ο κύρης σ’ αυστηρός» ανασήκωσε τους ώμους η ηλικιωμένη κρατώντας στο κλείσιμο των χειλιών της μια βελόνα. «Πφφ» σούφρωσε τα δικά της η μικρή ελευθερώνοντας τον αέρα και πήρε στα γόνατα ένα μαξιλαράκι, περιεργαζόμενη τα περίτεχνα σχέδια που το διακοσμούσαν – δυο παγόνια έσμιγαν τις μούρες τους στην κορυφή, ενώ γύρω τους πλέκονταν κλαδιά με φύλλα και άνθη...
«Αααα! Τήρα να διείς! Σ’ ήβρα τι θα κάμεις!» αναφώνησε κάποια στιγμή η γερόντισσα.
«Αλήθεια;» απόρησε.
«Αμέ! Τώρα θυμήθηκα πως έχω μια δουλειά... Ανυσώ!» φώναξε.
«Ορίστε καλέ κυρά» αντήχησε μια φωνή κι ευθύς στη σάλα πρόβαλε μια μικροκαμωμένη υπηρέτρια, δε θα ’ταν πάνω από δεκαοκτώ χρονών, με μια σφιχτή πλεξίδα και την άσπρη ποδιά στο ταπεινό της φόρεμα. Πέντε χρόνια δούλευε στο σπίτι τους· καταγόταν απ’ το Γκέλβερι της Καππαδοκίας και κουβαλούσε μια τραγική ιστορία. Με το ξέσπασμα του πολέμου, ξεκληρίστηκε η οικογένειά της: οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα της κι ατίμασαν μπρος στα μάτια της τη μάνα της, που άφησε την τελευταία της πνοή στα βέβηλα χέρια τους, ενώ ο μεγάλος της αδερφός οδηγήθηκε στ’ Αμελέ Ταμπούρια. Τ’ άλλα αδέρφια της δεν ήξερε τι απέγιναν. Εκείνη την έφερε στο Μπουτζά ένας θείος της κι επειδή δεν είχε να τη θρέψει την έθεσε υπό την προστασία του Σίμου, ως παρακόρη στο σπίτι του. Ήρθε λοιπόν η Ανυσώ πεντάρφανη, τρομαγμένη, χωρίς να μπορεί να σταυρώσει λέξη σχεδόν ελληνικά κι έγινε σύντομα αντικείμενο του χλευασμού απ’ τις υπόλοιπες. Επειδή ακριβώς δεν ήξερε καλά τη γλώσσα, της ήταν δυσνόητα τα λόγια τους κι αυτές αγανακτούσαν με τα λάθη της. Έβρισκαν κιόλας πάτημα για ρατσιστικά σχόλια εναντίον της: Μεμέτισσα την ανέβαζαν, Τουρκί την κατέβαζαν. «Ντιπ ζεβζέκα[1]» ψουψούριζαν άλλες. Όλο αυτό το σκηνικό παρήλθε στην αρχή απαρατήρητο απ' το Σίμο, που ούτως ή άλλως είχε άλλου είδους έγνοιες· άλλωστε κι οι ίδιες οι υπηρέτριες το απέκρυπταν επιμελώς. Έπεσε όμως στην αντίληψη της μάνας του που κατ’ αρχάς τις μάλωσε κι ανέθεσε ύστερα την κηδεμονία της Ανυσώς σε μια έμπιστή της, την Ευτυχία, η οποία συμμόρφωσε το κορίτσι, του έμαθε ελληνικά και σε λίγο καιρό η Ανυσώ έγινε τόσο σβέλτη, ώστε αυτές που την κορόιδευαν δεν πίστευαν στα μάτια τους. Γι' αυτό χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη η κοπέλα στις δυο γυναίκες. Έλεγε και ξανάλεγε πως η Ευτυχία ήταν η μάνα της, κι η κυρά Φωτεινή η νενέ της. Και δεν παρέλειπε στιγμή να τους το δείχνει. Πρόθυμη να καταπιαστεί με όλα, το φαΐ, το γλυκό, το σίδερο, τη λάτρα...
«Σύρε παιδί μου στο τσαρσί[2] να με πάρεις δυο κουβάρια μαλλί και κάτι υφάσματα που ’θελα... Να, πάρε και το Κατινιώ μαζί, που αποθύμησε σεργιάνι» παρήγγειλε η κυρά Φωτεινή κοιτώντας με νόημα την εγγονή της.
«Γιαγιά!;» αντέδρασε εκείνη.
«Μον πρόσεξε μη μου τήνε κλέψουν» συνέχισε απτόητη.
«Δηλαδή... μ’ αφήνεις να πάγω στο τσαρσί με την Ανυσώ;» ρώτησε η Κατίνα.
«Εμ αυτό δε σε λέγω τόσην ώρα; Πάαινε να ξεσκάσεις!» την προέτρεψε.
«Αχ νόνα μου σ' ευχαριστώ! Σ' ευχαριστώ πάρα μα πάρα πολύ!» την αγκάλιασε ενθουσιασμένη.
«Άντε σύρε» είπε. «Κι αν με ρωτήσει ο πατέρας σου μην ανησυχείς... Θα του ειπώ ότι είσαι απάνου» πρόλαβε τον τελευταίο τυχόν ενδοιασμό της. «Ανυσώ όπως σ' είπα! Το νου σου στο κορίτσι!»
«Έγνοια σου κυρά!» απάντησε η κοπέλα γελώντας με νάζι.
Αν για την Ανυσώ η Ευτυχία κι η κυρά της ήταν μάνα και γιαγιά αντίστοιχα, τότε η εγγονή της δεύτερης ήταν αδελφή της. Η μικρή σχετικά διαφορά ηλικίας τους και το γεγονός ότι η Ανυσώ ήταν μεγαλύτερη, τις είχε κάνει να μη βλέπουν η μία την άλλη ως αφέντρα και υπήκοο, αλλά ως φίλη. Η Κατίνα ήταν που τη βοήθησε να μάθει καλά τα ελληνικά, συμπληρώνοντας την Ευτυχία με τις γνώσεις που αποκόμιζε απ’ το σχολείο. Κι η Ανυσώ με τη σειρά της δε χόρταινε ν' αφηγείται ιστορίες απ’ το χωριό της, που έκαναν το βλέμμα της να πλανάται με νοσταλγία. Όταν εγκαταστάθηκαν σπίτι τους η θεία και τα ξαδέρφια της, εκείνη δεν έχασε τη θέση που κατείχε ως τότε στην καρδιά της Κατίνας. Ίσα ίσα που λάτρεψε κι η ίδια τα παιδιά της Μαρίτσας. Κι εκείνα όμως συμπάθησαν την Ανυσώ η οποία από την πρώτη κιόλας στιγμή βρισκόταν στις ''υπηρεσίες'' τους. «Τι γλυκά που είναι... Με θυμίζουν τ’ αδέρφια μου στο Γκέλβερι» εκμυστηρεύτηκε στην Κατίνα ένα βράδυ την ώρα που τα ’χε βάλει για ύπνο. «Που να ’ναι τώρα...» είχε συλλογιστεί λυπημένη.
Έτσι λοιπόν οι δυο κοπέλες κίνησαν μαζί για την αγορά. Η Κατίνα σκέπαζε τα μαλλιά της μ’ ένα μαντήλι, το οποίο θα χρησίμευε ως κάλυμμα, σε περίπτωση που έπαιρνε το μάτι της κάποιον που γνώριζε ότι δεν έπρεπε να τη δει εκεί, μαζί με μια υπηρέτρια(όση κι αν ήταν η συγκατάβαση της γιαγιάς της, όσο κι αν χαιρόταν την παρέα της Ανυσώς, τ’ αδιάκριτα μάτια κυκλοφορούσαν παντού και το τελευταίο που ήθελε ήταν να δώσει λαβή για κουτσομπολιά). Η Ανυσώ απ’ την άλλη ροβολούσε δίπλα της πρόσχαρη κι ομιλητική, ανοίγοντάς της το κέφι και δεν κατάλαβε για πότε φτάσανε. Μπήκαν μέσα κι η νεαρή υπηρέτρια προχώρησε στον πάγκο του μαγαζάτορα για να εκτελέσει την παραγγελία της κυρά- Φωτεινής, ενώ η Κατίνα χάζευε τις χρωματιστές κλωστές και τα ποικίλα υφάσματα, τα οποία άγγιζε που και που για να αισθανθεί την υφή τους.
«Καλημέρα μάστορα!» άκουσε κάποιον να λέει, ενώ εξέταζε ένα, σκεφτόμενη να ζητήσει μια ποσότητα για να της ράψει η γιαγιά ένα φόρεμα. Γνωστή της φάνηκε η φωνή κι ανασήκωσε το μέτωπο να δει σε ποιόν ανήκε.
«Καλώς το παιδί!» χαιρέτησε ο ιδιοκτήτης κι η Κατίνα βιάστηκε να σκύψει πιο πολύ πάνω απ’ το ύφασμα, έχοντας αντικρίσει φευγαλέα το πρόσωπο του Μανώλη.
«Ήφερες τσ’ αλατζάδες που σε γύρεψε η μάνα μου;» ρώτησε ο νέος.
«Θαρρώ πως ναι... Κάτσε να διω» αποκρίθηκε. «Μισό λεφτό κοπελιά» ζήτησε την άδεια απ’ την Ανυσώ.
«Ταμάμ» συμφώνησε ο Μανώλης. Τότε οι οφθαλμοί του συνέλαβαν μια κίνηση δεξιά του. Παραξενεμένος στράφηκε να δει καλύτερα. Κάτι του θύμιζαν αυτά τα γυναικεία μαλλιά που διέκρινε πίσω απ’ τις σειρές τα υφάσματα. Προχώρησε λίγα βήματα και-
«Κατίνα;...» μίλησε. Εκείνη τινάχτηκε.
«Μανώλη!» είπε. «Με τρόμαξες! Πως κι από δω;»
«Συγγνώμη αν σε τρόμαξα...» απολογήθηκε. «Πέρασα για ένα θέλημα τση μάνας μου...»
«Μπράβο, είσαι καλός γιος» επιδοκίμασε. Η φωνή του, ήρεμη και βαθιά, της γαργαλούσε τ’ αυτιά.
«Σ' ευχαριστώ» χαμογέλασε. «Εσύ όμως πως κι από δω; Δε σ’ έχουν πει πως τα κορίτσια σαν κι εσένανε δεν τριγυρνούνε μόνα τως;»
«Το... το ξεύρω» αντείπε, παίζοντας αμήχανα μ' ένα κουβαράκι που έτυχε να βρίσκεται δίπλα. «Μα δεν είμαι μόνη μου... Είμαι με την παρακόρη μας την Ανυσώ... Μ’ έστειλε η νενέ μου για τσάρκα» εξήγησε δείχνοντας τη σύντροφό της.
«Ωραία τσάρκα!» σάρκασε καλοπροαίρετα ο Μανώλης κι ένα μικρό κύμα γέλιου ξέφυγε απ’ τα στόματά τους. Το κουβάρι κύλησε απ’ τα χέρια της Κατίνας κι έπεσε στο πάτωμα. Κι όπως έσκυψαν ταυτόχρονα να το πιάσουν, τ’ ακροδάχτυλά του συνάντησαν τα δικά της, τα πρόσωπά τους ήρθαν επικίνδυνα κοντά. Μυρμήγκιασαν στο άγγιγμα κι η αναπάντεχη αίσθηση τους έκανε να κοιταχτούν κατάματα. Πάλι αυτό το μούδιασμα... Κι αυτή η φλόγα που τρεμόπαιξε στις κόρες τους...
«Σχώρα με» τραβήχτηκε το παλικάρι σαν να τον άγγιξε φωτιά.
«Έτοιμα Μανώλ’!» ακούστηκε μακρινή η φωνή του υφασματά.
«Δεν πειράζει» ψιθύρισε ξεψυχισμένα η κοπέλα.
«Μανώλ’!» ξανάπε.
«Έρχουμαι!» απάντησε. Την κοίταξε ξανά. Κάτι πήγε να πει, μα το στόμα του δεν άνοιγε. Απομακρύνθηκε κι έμεινε με το βλέμμα καρφωμένο πάνω του και το χέρι στην καρδιά της, που πετάριζε σαν πουλί γοργόφτερο. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι είχε φύγει πια απ’ το μαγαζί, βγήκε απ' την κρυψώνα της και προχώρησε σαν ζαλισμένη προς τη μεριά της Ανυσώς που είχε πληρώσει τα ψώνια τους κι ετοιμαζόταν ν’ αποχωρήσει.
«Άντε καλέ και σ’ έψαχνα!» είπε εκείνη. «Θα ’φευγα δίχως σου και μετά ποιος την ακούει την κυρά!»
Η Κατίνα δεν απάντησε. Ασυναίσθητα, η ματιά της έπεφτε στην πόρτα, εκεί απ’ όπου είχε μπει εκείνος για να προκαλέσει ταραχή στην ψυχή της.
«Ποιος ήταν αυτός;» θέλησε να μάθει η Ανυσώ την ώρα που επέστρεφαν.
«Ποιος;» έκανε η Κατίνα, αν και ήξερε πολύ καλά για ποιόν μίλαγε.
«Αυτός ντε! Το παιδί, που μπήκε μετά από μας... Μανώλη τον φώναξε νομίζω» διευκρίνισε η άλλη.
«Αααα.... Ναι» είπε αόριστα, έχοντας νιώσει ένα κάψιμο στα μάγουλα με τ’ όνομά του. «Ε να... Είναι γιος ενός αγρότη εδώ απ' το Μπουτζά, του κυρ – Στρατή του Ασλάνογλου. Τον ξεύρω από μικρή» εξήγησε κι ευχόταν από μέσα της να μη ρωτήσει άλλα.
«Γκιουζέλ ολάν[3]!» σχολίασε τούρκικα η Ανυσώ.
«Ναι... Τσοκ[4] γκιουζέλ» επηύξησε αφηρημένη.
«Πονήρω!» την πείραξε κι άπλωσε φιλικά το χέρι στον ώμο της. «Εσέ θα σου διαλέξει πιο έμορφο ο πατέρας σου» ψιθύρισε. Συννέφιασε ανεπαίσθητα η Κατίνα. Θυμήθηκε τη θέση της, τη δικιά του θέση... Κανονικά θα ’πρεπε ν’ αποστρέφει τελείως την όψη της, να μη τον αφήνει καν να της μιλάει. Τι ήταν εξάλλου; Ένας φτωχός ρεσπέρης, που ’βγαζε τη ζωή του μεροδούλι μεροφάι, τώρα με τους γονείς του κι αργότερα ίσως με μια γυναίκα και κάμποσα κουτσούβελα. Ενώ η ίδια έπρεπε να αισθάνεται χαρούμενη κι ευλογημένη που ο Θεός της έδωσε έναν πλούσιο πατέρα, ο οποίος σίγουρα θα της έβρισκε έναν άξιο σύζυγο... Τότε λοιπόν γιατί τον σκεφτόταν; Γιατί δυνάμωσε ο σφυγμός της και μαγνήτισε το βλέμμα της, όταν τόλμησε ν’ αγγίξει τα δάχτυλά της; Γιατί του επέτρεψε να την κοιτάει, ενώ μια σοβαρή κοπέλα θα τον είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού;
Η ίδια πάλη τριβέλιζε το μυαλό του Μανώλη. Όσο κι αν έπρεπε να την απωθεί, την τραβούσε δίπλα του. Όσο πίεζε τον εαυτό του να σκύψει το κεφάλι, τόσο ανέβαινε στο ύψος της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έσμιγε τα βλέφαρα και βαρούσε το κούτελο, όταν οι ίριδές της σκέπαζαν σαν πέπλο εβένινο το νου του. Μα ήταν ανώφελο. Τη γύρευε η σκέψη του, κι η σκέψη η δικιά της σ’ ετούτον τριγύριζε. Ώσπου στο τέλος παραδόθηκαν. Ό, τι αρνούνταν, άρχισαν να το επιδιώκουν. Οι ματιές τους πλήθυναν. Κι άναβαν σιγά σιγά φλογίτσες, μικροί σπινθήρες, προμήνυμα μεγάλης πυρκαγιάς, έτοιμης να δεχτεί ολοκαύτωμα τις αγνές καρδιές τους και να τους παρασύρει σ’ έναν έρωτα πέρα από κάθε σύμβαση...







[1] Ζεβζέκης= χαζός, αργόστροφος

[2] Ο χώρος όπου συγκεντρωνόταν η εμπορική κίνηση του Μπουτζά, η αγορά.

[3] Όμορφο αγόρι

[4] τσοκ(επίρρ.)= πολύ

Λίνα Δώρου