M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 2) - "You are no g♡♡d" (μέρος 1ο)

Αρκετά λεπτά αργότερα βρίσκω επιτέλους τον προθάλαμο όπου υποτίθεται ότι συγκεντρώνονται όλοι οι νεοφερμένοι για να λάβουν οδηγίες για τον τρόπο ζωής και τους κανονισμούς του Ντέιβις Πλέις. Φτάνω με καθυστέρηση γεγονός που δεν θα με ένοιαζε ιδιαίτερα αν η εύσωμη υπάλληλος με τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και το σφηνωμένο κάτω από την μασχάλη της σημειωματάριο δεν με αγριοκοίταζε. Αλλά το κάνει.
Ώσπου να φτάσω στο σωστό μέρος, είχα διαβεί την τεράστια σιδερένια πύλη επάνω στην οποία αναγράφεται με μεγάλα, σκουριασμένα και κάπως ανεμοδαρμένα γράμματα το τοπωνύμιο: Ντέιβις Πλέις. Είχα διασχίσει απρόθυμα τις ξεραμένες λωρίδες καστανοπράσινου γκαζόν που απλώνονταν παντού τριγύρω, και μετά από λίγη περιπλάνηση ανάμεσα από τα πολλά βοηθητικά κτήρια που ξεφύτρωναν σαν ζιζάνια σε κάθε γωνία, είχα φτάσει μπροστά σε ένα πελώριο κτήριο. Με το θεόρατο ύψος του και τα μακρόστενα παράθυρα που θυμίζουν εκκλησία, πρέπει να ήταν όμορφο κάποτε, ακόμα και αριστοκρατικό. Τώρα όμως τα σημάδια της εγκατάλειψης που το διατρέχει φωνάζουν από μακριά. Οι λευκές κολώνες που βρίσκονται στο μπροστινό μέρος του κεντρικού κτηρίου στέκονται σαν φρουροί, πλαισιώνοντας την είσοδο. Την οποία και πέρασα προ ολίγου.
«Όνομα», προστάζει η υπάλληλος με βραχνή μπάσα φωνή που με κάνει να αναρωτηθώ μήπως τελικά είναι άντρας. Απορρίπτω την ιδέα, μιας και μόνο μια γυναίκα θα τοποθετούσε το χέρι της στον γοφό της κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Απέναντι από την γυναίκα έχει παραταχθεί μια ομάδα τριών τροφίμων που στέκονται όλοι με τις πλάτες τους στραμμένες προς εμένα. Τρέχω βιαστικά προς τα ‘κει, αλλά παρά τον γδούπο των βημάτων μου κανείς τους δεν γυρνά να με κοιτάξει. Παραδόξως, αυτό με κάνει να νιώσω καλύτερα. Δεν μου αρέσει όταν ο προβολέας στρέφεται επάνω μου.
«Όνομα», βρυχιέται ξανά η υπάλληλος.
«Ε… με… με… λένε…». Μιλώ μέσα από κοφτές ρηχές ανάσες, καθώς είμαι πολύ λαχανιασμένη από την βιασύνη μου να τους βρω. «Δηλαδή, το όνομά μου…».
Η γυναίκα με κοιτάζει ανυπόμονα. «Είναι δύσκολο;», ρωτάει όλο χωλή.
«Άντριαν», λέω εκπνέοντας. «Αντριάννα Βάλενταϊν».
Αυτό την βρίσκει απροετοίμαστη και με κοιτάζει δύσπιστα πάνω από το σημειωματάριό της, μάλλον το χρησιμοποιεί σαν απουσιολόγιο. Το ψιλό-σαστισμένο βλέμμα της συνοδεύεται από τρία παρόμοια.
«Της γνωστής οικογένειας των Βάλενταϊν;», ρωτάει μια τρόφιμος. Είναι κοκαλιάρα με μακριά καστανά μαλλιά, πεταχτά καστανά μάτια και ένα φαρδύ πλεχτό μπεζ πουλόβερ με πουκάμισο από μέσα. Της έρχεται σαν τσουβάλι. Στην μύτη της στηρίζεται ένα ζευγάρι μυωπικά γυαλιά με χοντρούς φακούς σαν πατομπούκαλα.
«Ν… ναι;», ψελλίζω αμήχανα.
Έτσι όπως την παρατηρώ, καταλήγω πως μοιάζει περισσότερο με μέλος σκακιστικής λέσχης παρά με κατάδικο. Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να γυρεύει ένα κορίτσι σαν κι αυτό σε ένα αναμορφωτήριο. 
«Δωδεκάτη Ιουλίου; Στο Μονρόε;», αναρωτιέται αναφέροντας την ημερομηνία και την τοποθεσία όπου όλα έλαβαν χώρα. «Γονείς βουλευτές του Ιερού Σκοπού; Τόμας και Αϊλίν Βάλενταϊν, σωστά;» κατονομάζει τους γονείς μου με τόσο νοσηρό ενδιαφέρον που η έξαψη της αστράφτει μέσα στα μάτια της σαν SOS. «Φονικό. Ματωμένο σκάνδαλο. Επιληπτική έφηβη; Ανεξιχνίαστη ανθρωποκτονία στην Νέα Υόρκη;», κάθε φορά που ξεφουρνίζει κάποια φράση των μίντια κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου.
Απομακρύνομαι πισωπατώντας. Το να είμαι η καινούρια είναι ήδη αρκετά κακό από μόνο του, το πώς θα ενσωματωθώ σε μια αυλή όπου όλοι έχουν κατ’ ουσίαν μεγαλώσει μαζί μου προκαλεί άγχος, αλλά το ενδεχόμενο να γίνω η νέα κακόφημη μασκότ του Ντέιβις Πλέις δεν νομίζω ότι μπορώ να το αντέξω.  
«Μία Βάλενταϊν; Αντριάννα Βάλενταϊν; Σατανικές δίδυμες;», συνεχίζει η παράξενη τρόφιμος.  
Αντιλαμβάνομαι πως οφείλω να φερθώ ευγενικά, έστω στοιχειωδώς για να τελειώνω, αλλά η αδιακρισία και η λογοδιάρροια της έχουν αρχίσει να μου την δίνουν στα νεύρα.
«Για δες. Η φήμη μου προηγείται», σχολιάζω πικρόχολα, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος σαν μουτρωμένο παιδάκι. «Τι καλά!»
Το κορίτσι κάνει άλλο ένα βήμα που μας φέρνει εξωφρενικά κοντά, σχεδόν μύτη με μύτη, σηκώνει το χέρι της και… με χαστουκίζει;
Περνάει μια στιγμή βουβής, μαγκωμένης σιωπής έως ότου συνειδητοποιώ ότι πράγματι το έκανε. Το χτύπημα που μου έδωσε ήταν γερό –απρόσμενα δυνατό για το αποστεωμένο της σώμα. Έκανε το κεφάλι μου να τιναχτεί στο πλάι και το μάγουλό μου να τσούξει. Οπισθοχωρώ κάμποσα βήματα και όταν γυρίζω να την κοιτάξω νιώθω έκπληκτη, σοκαρισμένη, ταπεινωμένη και θυμωμένη ταυτόχρονα.
Όλα σε ένα.
«Τι στο…;» απορώ και την παρατηρώ σαν χαμένη με το πίσω μέρος των ματιών μου να καίει από τον πόνο.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το επιχείρησε. Γιατί; Ποτέ πριν κανείς δεν έχει σηκώσει χέρι πάνω μου, ούτε καν οι γονείς μου.
Εκείνη απομακρύνεται από μένα κρατώντας το κεφάλι της ψηλά, υπερήφανη θαρρείς για την κίνησή της. Στέκομαι και την κοιτάζω αποσβολωμένη, πασχίζοντας να ξαναδώσω στην ανάσα μου ρυθμό.
Τι βλαμμένη!
Βυθίζει το βλέμμα της στο δικό μου και αρχίζει να λέει με μια σιγανή, τραγουδιστή φωνή: «[1]Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Κάϊν· ποῦ ἐστιν Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου; καὶ εἶπεν· οὐ γινώσκω· μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμὶ ἐγώ;»
Καθώς ψάλει οι άλλοι δύο νεοφερμένοι τρόφιμοι που έχουν μείνει μέχρι ώρας στο περιθώριο την κοιτάζουν σαν να της παίρνουν μέτρα για ζουρλομανδύα. Τουλάχιστον αυτό δείχνει πως δεν είναι όλοι σαν ετούτην, αφού δεν την συνερίζονται.
Η παχουλή υπάλληλος φαίνεται να θυμάται ξαφνικά ότι βρίσκεται εδώ για να διασφαλίζει την τάξη. Κλείνει με μια κοφτή, αυστηρή κίνηση το ντοσιέ της και πιάνει να ωρύεται: «Μπένετ, Μπένετ αρκετά».
Το κορίτσι κάνει πως δεν την ακούει, φέρνει τον δείκτη της μπροστά από το πρόσωπό μου κινώντας τον επιδεκτικά, καθώς συνεχίζει το αλλόκοτο μοιρολόι της. «καί εἶπε Κύριος· τί πεποίηκας; φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς!»
Ολόκληρο το σώμα μου τσιτώνεται και παρακολουθώ ακατάπαυστα το χέρι της που ανεμίζει μπροστά μου, ούσα σε εγρήγορση, για να φυλαχτώ από ένα πιθανό, νέο χαστούκι.
«ΑΡΚΕΤΆ!» Τώρα η φωνή της υπαλλήλου ηχεί σαν βροντή στον άδειο διάδρομο. «Φτάνει με τις θρησκοληπτικές αηδίες σου. Μια ακόμα λέξη, Μπένετ, και θα σε πάω σούμπητη στην απομόνωση. Ακούς;»
Λες και αυτή η τελευταία λέξη, «απομόνωση», αγγίζει ξαφνικά μια αόρατη ευαίσθητη χορδή της, η τρελο-Μπένετ, μου πετάει ένα «Γένεσις 4:8, σκύλα», και παύει.
Στρέφεται πάλι προς την γυναίκα με το ντοσιέ και ανασηκώνει τα φρύδια της με ύφος εριστικό που μοιάζει να λέει: Ικανοποιήθηκες τώρα;
Σε απάντηση αυτή γρυλίζει. «Άντε. Δρόμο τώρα. Ουστ!». Κουνάει ανυπόμονα το χέρι της στο κορίτσι, σαν να διώχνει μια ενοχλητική μύγα και αυτό δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι πια ευπρόσδεκτο.
Απρόθυμα, η τρελο-Μπένετ αρχίζει να απομακρύνεται, αλλά προτού χαθεί πίσω από την στροφή των διαδρόμων κάνει μια χορευτική στροφή γύρω από τον εαυτό της και ουρλιάζει: «Καλώς ήρθες στην Κόλαση, Βάλενταϊν! Θα την λατρέψεις, πρέπει να είναι το φυσικό σου περιβάλλον».





[1] Γένεσις 4:8 έως 4:10. Ο Θεός ανακαλύπτει πως ο Κάιν έχει διαπράξει τον πρώτο φόνο, και μάλιστα σκοτώνοντας τον αδερφό του Άβελ. Ο Κυριος και Θεός ηρώτησε τον Καϊν· “που είναι ο αδελφός σου ο Αβελ;” Και εκείνος απήντησε· “δεν γνωρίζω· μήπως εγώ είμαι φύλακας του αδελφού μου;” Είπε δε ο Κυριος· “τι είναι αυτό που έκαμες; Η φωνή του αίματος του φονευθέντος αδελφού σου υψώνεται από την γην στον ουρανόν προς εμέ και βοά ζητούσα την τιμωρίαν σου.


Σβετλιν