M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 2) - You are no g♡♡d (μέρος 3ο)


Το πίσω μέρος του κτιρίου υποδοχής βγάζει σε ένα χαλικόστρωτο δρομάκι, πλάι σε ένα απεριποίητο γήπεδο. Το χορτάρι είναι τόσο ψηλό, που μοιάζει περισσότερο με εγκαταλελειμμένο οικόπεδο, παρά με αυλή σχολείου. Εντούτοις, ένας ξεφτισμένος πίνακας για τα σκορ, τα δίδυμα, σκουριασμένα τέρματα που στέκονται αντικριστά στις δυο άκρες και οι λιγοστές, στρεβλές, ετοιμόρροπες κερκίδες μαρτυρούν το αντίθετο.

Πίσω από το υποτιθέμενο γήπεδο, η υπάλληλος δείχνει σε εμένα και την κοκκινομάλλα τέσσερα αυστηρά κτίρια: Οι τσιμεντένιοι κοιτώνες τέρμα αριστερά, το πλυσταριό στα δεξιά και ανάμεσά τους η καφετέρια. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα αποκαρδιωτικά κατασκευάσματα που έχουν το θράσος να αποκαλούν «εγκαταστάσεις» θα πρέπει εγώ να αρκεστώ να ικανοποιώ όλες τις βιολογικές μου ανάγκες.
Την ανάγκη μου για στεγάζομαι, να κοιμάμαι και να τρέφομαι.
Την ανάγκη μου να πλένομαι και να αφοδεύω.
Την ανάγκη μου να ζω, να αναπνέω, καθώς και την όλο και αυξανόμενη ανάγκη μου να αυτοκτονήσω.
Ξαφνικά η παχύσαρκη γυναίκα ρίχνει μια ματιά στο ρολόι χειρός της και πανικοβάλλεται. Ισχυρίζεται πως από στιγμή σε στιγμή ξεκινάει η αγαπημένη της λατινοαμερικάνικη σαπουνόπερα, αν μάλιστα καθυστερήσουν λίγο με τις διαφημίσεις, ίσως προλάβει και το τραγούδι της αρχής!
«Μα…» κάνω να πω. «Πρέπει να δω και τα υπόλοιπα μέρη του Ιδρύματος προτού τελειώσει η ξενάγηση. Μόνο έτσι θα μάθω να κινούμαι στο νέο μου περιβάλλον με ευκολία».
Η Έντνα αναστενάζει βαθιά. «Και ο Χουανίτο με τον Φερναντίτο δε λος Καστίγιο ελ Αρμαντέρος πρέπει να μάθουν ποια είναι η πραγματική τους μητέρα, τώρα που ανακάλυψαν πως η Μαρία Λουίζα ντε λα Βέγκα είναι μια ελεεινή ψεύτρα και εκμεταλλεύτρια που δεν τους έφερε στον κόσμο, παρά μόνο παντρεύτηκε τον πατέρα τους, Λουίς Χοσέ, για την αμύθητη περιουσία του».
Η Μαρία Λουίζα ήταν απατεώνισσα; Τι λες τώρα!
«Με όλο το σεβασμό», αντιγυρίζω ενοχλημένη. «αλλά εμένα καρφί δεν μου καίγεται για τον Χουανίτο και τον Τσικιτίτο Αρμαντίλλος. Θέλω απλώς την πολιτισμένη ξενάγηση που δικαιούμαι».
«Μώρε για κοίτα εδώ ένα απαιτητικό παιδί!» σαρκάζει η Έντνα φέρνοντας το χέρι στον γοφό της, σύντομα όμως καταλαβαίνει ότι αν χαραμίσει κι άλλο από τον χρόνο της θα χάσει τελικά τον Χουανίτο και τον Ντολστεβίτο, οπότε τερματίζει επί τόπου την συνομιλία μας με το εξής: «Είμαι σίγουρη ότι η μικρή Μαρς θα αποδειχτεί εξαίρετη ξεναγός. Καλή δύναμη, στραβάδι».
Και έτσι απλά… την κοπανάει !;!
Μπράβο σου Αντριάννα, σαρκάζω νοερά. Πολύ πυγμή έχεις, βρε. Μετράει ο λόγος σου! Τους επέτρεψες να σε ξυλοφορτώσουν, χουφτώσουν και διπλο-εγκαταλείψουν μέσα στα πρώτα σου είκοσι λεπτά στο Ντέιβις Πλέις. Τι θα τους αφήσεις να σου κάνουν μετά; Βραστά αυγά κάτω από τις μασχάλες;  
Παύω το εσωτερικό μου κατσάδιασμα, όταν καταλήγω στο συμπέρασμα πως δεν ευθύνομαι εγώ για το άδοξο καλωσόρισμα μου. Οι άνθρωποι εδώ είναι…. Είναι…
Γυρίζω προς την ανήλικη κατάδικο που ανέλαβε να με γυρίσει εδώ κι εκεί. «Μαρς;» λέω. «Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Ριχ’ το μου», μουρμουρίζει νωχελικά.
Διατυπώνω την ερώτηση, προτού προλάβω να αναρωτηθώ μήπως την βρει προσβλητική. «Είναι όλοι ζαβοί εδώ μέσα;»
Για κάμποσες στιγμές με κοιτάζει αμίλητη, ενώ ανοιγοκλείνει αργά τα σμαραγδένια μάτια της. Μετά βάζει τα γέλια. «Τι; Η Έντνα σου φαίνεται ζαβή;» αναρωτιέται φωναχτά. Το ύφος της είναι το τέλειο κράμα σοβαρότητας και σαστιμάρας, γαρνιρισμένο, ίσως, με λίγη ειρωνεία στο πλάι. «Που να γνωρίσεις και τους υπόλοιπους».
«Μπορώ να πω πως αυτό δεν με ενθαρρύνει ιδιαίτερα», ομολογώ μέσα στην αμηχανία μου.
«Έλα τώρα, Βάλενταϊν», με αποπαίρνει εύθυμα η Γκουέν Μαρς. Ξαφνικά με πιάνει αγκαζέ και κολλάει το μάγουλό της στο δικό μου. Δεν ξέρω ακριβώς αν είναι δολοφόνος, τρομοκράτης ή κοινή εγκληματίας, αλλά η στενή σωματική επαφή μας… με φρικάρει.
«Μην είσαι τόσο σνομπ», μου λέει. «Σε πειράζω».
Mετά αλλάζει γνώμη και προσθέτει: «Ή και όχι».


Περπατάω κοιτάζοντας γύρω μου. Όπως σε όλα τα λύκεια, έτσι κι εδώ υπάρχουν παντού ομάδες παιδιών στο προαύλιο. Οι ηλικίες, βέβαια, κυμαίνονται από δέκα έως δεκαοκτώ ετών και οι μαθητές είναι χωρισμένοι ανάλογα με τα γούστα τους: Οι αθλητές του Άσπεν αντικαθίστανται από φουσκωμένους μαντραχαλάδες τίγκα στα αναβολικά. Οι σπασίκλες με τα γυαλάκια, τις σημειώσεις και τα παραγεμισμένα σακίδια είναι ίδιοι παντού. Οι εγωκεντρικές Μπάρμπι που συναντούσα στο παλιό μου σχολείο ήταν ξανθές και όμορφες με ροζ μανικιούρ και άσπιλη επιδερμίδα σαν διαφήμιση του Κλερατζίλ. Οι εκδοχή του Ντέιβις Πλέις είναι ένα τσούρμο λατίνες έφηβες με ηλιοκαμένο δέρμα, φονικές, χυμώδεις καμπύλες, κακόγουστα animal print ρούχα, και φυσικά, είναι κραυγαλέα στολισμένες από την κορυφή ως τα νύχια σαν δαχτυλίδια της πεντάρας. Από το προαύλιο δεν λείπουν οι χασικλήδες, που ως είθισται, συνωστίζονται στην πιο απομακρυσμένη γωνία του προαυλίου. (Σε αυτή την γωνία αναφερόταν η Έντνα προηγουμένως; Έτσι νομίζω).
Αφού καταγράφω νοερά όλες τις πιθανές μορφές που έχουν οι άλλοι οικότροφοι, επιστρέφω ξανά στην αποκωδικοποίηση του χώρου. Προσέχω δύο παρόμοια βιομηχανικά κουτιά με σιδερένια κάγκελα στα παράθυρα και τις πόρτες τους. Επάνω στους αλουμινένιους τοίχους τους έχουν γραφεί συνθήματα με σπρέι: «Φραγμό στους Δημοκρατικούς, Υπάρχει μια κόλαση και την λένε Ντέιβις Πλέις, Κ. Ντέιβις ψόφα όλοι ξέρουμε πως είσαι σκρόφα», και στο τέλος το άσχετο, «Λούι μ’ αρέσεις». Δεν έχω ιδέα σε τι χρησιμεύουν αυτά τα δύο προκάτ κουτιά, αλλά μοιάζουν με ιδανικά μέρη για μη καθωσπρέπει δραστηριότητες.
«Στα δεξιά σας, φίλτατη, συναντάτε τις υπερπολυτελείς σχολικές εγκαταστάσεις του Ιδρύματός μας», λέει η Γκουέν με ένα ένρινο τόνο, σαν ξεναγός.
«Α-αυτές είναι οι… οι τάξεις;» τραυλίζω.
«Ναι, ναι σαφώς», διατείνεται εκείνη περισπούδαστα. «Όπως μπορείτε να διακρίνεται και η ίδια, ο αρχιτέκτων μερίμνησε, ώστε οι αίθουσες διδασκαλίας να προσφέρουν στους νέους που φοιτούν εκεί θαλπωρή, έμπνευση και μια άσβηστη δίψα για μάθηση».
Ασυναίσθητα ξινίζω τα μούτρα μου. «Σαν φυλακή είναι».
«Τουλάχιστον δεν σου δίνουν φρούδες ελπίδες. Τα μαθήματα είναι ακόμα χειρότερα από τις κτιριακές υποδομές τους», με ενημερώνει με οδυνηρό ύφος. «Αν πηγαίνεις… θα σου ρουφήξουν την ψυχή!»
«Δεν μπορεί να ‘ναι τόσο άσχημα…» προσπαθώ, ανεπιτυχώς, να ακουστώ αισιόδοξη. Πρέπει να είμαι αισιόδοξη, διαφορετικά θα χάσω το μυαλό μου.
Η Γκουέν απαντά μ’ έναν καγχασμό περιφρόνησης. «Θα κάνω πως δεν το είπες αυτό, επειδή είσαι καινούρια και δεν ξέρεις πόσο μανιοκαταθλιπτική μπορεί να γίνει η νέα ζωή σου».
«Αν σήμερα έμαθα κάτι για ‘σένα, Γκουέν Μαρς, είναι ότι ξέρεις πώς να αναπτερώνεις ένα πεσμένο ηθικό», αντιγυρίζω ειρωνικά.
Λέει: «Είναι χάρισμα».
Στην αριστερή γωνία του προαυλίου ορθώνονται τα μόνα κτίσματα που είναι επιεικώς αξιοπρεπή. Δεν είναι από σκασμένο γκρι τσιμέντο, ούτε από κιτρινισμένο αλουμίνιο σαν χαλασμένα δόντια. Είναι διώροφα και ντυμένα με καστανοκόκκινα τούβλα, ενώ ο κισσός που αναρριχάται και τυλίγεται γύρω τους θα μπορούσε να κάνει μια ωραία χρωματική αντίθεση, αν τον πότιζε ποτέ κανείς. Επιπλέον, κάμποσα από τα παράθυρα έχουν σπάσει –ή μάλλον τα έχουν σπάσει- και τώρα καλύπτονται όπως όπως με παχιά χαρτόνια.
«Τι είναι αυτά;» ζητάω να μάθω. «Τα τούβλινα στα αριστερά».
Η Γκουέν ακολουθεί το βλέμμα μου. «Α, αυτά», λέει, με συρτή, μονότονη φωνή. «Είναι η βιβλιοθήκη και η εκκλησία. Η πρώτη είναι προαιρετική, η δεύτερη είναι υποχρεωτική. Κάθε Κυριακή μαζευόμαστε όλοι εκεί και πιασμένοι χέρι χέρι διαλαλούμαι πως είμαστε όλοι παιδιά του Ίδιου Πατέρα, μέχρι που κάποιοι “πιστοί” πλακώνονται στις φάπες και η Εκκλησία γίνεται μπουρδέ…»
«Εεε, κατάλαβα, κατάλαβα», σπεύδω να πω. Μα καλά, δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο; Πώς μιλάει έτσι για τα Θεία; Αναρωτιέμαι από μέσα μου. Αλλά, για μισό… εκείνη και ο αδερφός της δεν ήταν που ξεκλήρισαν έναν ολόκληρο ναό όσο ζούσαν στην Ιρλανδία; Μόλις το θυμάμαι αυτό, παύω να απορώ για τους ηθικούς φραγμούς «της νέας μου φίλης».
Μαθαίνω πως οι κάμαρες των υπαλλήλων, το σπίτι και το γκαράζ της Κονστάνς Ντέιβις, της διευθύντριας μας, βρίσκονται σε έναν άλλο χώρο. Ο χώρος αυτός συνορεύει μεν με το υπόλοιπο Ίδρυμα, είναι δε φυλασσόμενος και περιφραγμένος, έτσι ώστε να κρατάει τους εκδικητικούς ανήλικους βάνδαλους απ’ έξω.
Νομίζω πως αυτό είναι που τα λέει όλα. Διότι, κάτι περισσότερο θα ξέρει η Κονστάνς που δεν κοιμάται κάτω από την ίδια στέγη με τους τροφίμους. Την στέγη που θα μοιράζομαι εγώ μαζί τους.
Επιπρόσθετα, υπάρχει ένα –Ω, Θεούλη μου!- νεκροταφείο στην ράχη του λόφου, όπου είναι κτισμένο το Ίδρυμα. Έχει προοριστεί για το προσωπικό του Ντέιβις Πλέις, αλλά και για τους τροφίμους που δεν τα καταφέρνουν (οι περισσότεροι τάφοι ανήκουν σε εφήβους που, όπως λέει η Γκουέν, «τα τίναξαν» από υπερβολική δόση. Το γεγονός ότι διακινούνται ναρκωτικά εδώ μέσα, επιβεβαιώνει απλά τις υποψίες μου, πως ο έλεγχος, οι φύλακες και η Χαρτόκουτα με τα επικίνδυνα αντικείμενα, είναι μόνο… επιφανειακά).
Όταν ολοκληρώνουμε την ξενάγηση μου, κάνουμε μια μικρή ανάπαυλα και αράζουμε στα μαρμάρινα σκαλοπάτια της εισόδου, τα σκαλοπάτια του κεντρικού κτιρίου υποδοχής.
«Λοιπόν, Βάλενταϊν; Όλα με το τσιγκέλι θα στα βγάζω;» ρωτά η Γκουέν ακουμπώντας την πλάτης της στην παχιά, λευκή κολώνα της πυλωτής. «Εντυπώσεις θα μου πεις; Πώς τα βλέπεις; Πώς αισθάνεσαι;»
Πώς αισθάνομαι;
Δεν θέλω ν’ απαντήσω παρορμητικά, κι έτσι δίνω λίγο χρόνο στον εαυτό μου να σκεφτεί την απάντηση. Κοιτάζω το λασπώδες καφετί γκαζόν μπροστά απ’ τις σκάλες, έπειτα την ζοφερή, μουντή σαν ατσάλι συννεφιά του απογευματινού ουρανού. Σειρά έχει το αγκαθερό συρματόπλεγμα που αγκαλιάζει τα ψηλά μυτερά κάγκελα της περιμέτρου, και τέλος η καμπίνα του φύλακα στην είσοδο.
Όταν διάβηκα την μεγάλη, ηλεκτρονική καγκελόπορτα του Ντέιβις Πλέις, λίγες ώρες πριν, μίλησα στον φύλακα της εισόδου μέσα από το μικρόφωνο ενός λιγδιασμένου θυροτηλέφωνου. «Είμαι η Αντριάννα Βάλενταϊν», του είχα πει. «Με περιμένουν. Ανοίγετε;»
Τουλάχιστον, υπέθετα πως με περίμεναν. Ο φύλακας συμβουλεύτηκε μια λίστα και εντόπισε το όνομά μου. Πάτησε το κουμπί και η καγκελόπορτα έκανε ένα υπόκωφο «κλικ», προτού ανοίξει.  
Τώρα τραβάω απρόθυμα τα μάτια μου από τον φρουρό της πύλης και απαντώ στην ερώτηση που μου έθεσε το κορίτσι δίπλα μου: «Νιώθω σαν τον Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, όταν πρωτοέφτασε στο Νησί των Καταραμένων». Ορίστε, το είπα.
Προφανώς, η Γκουέν βρίσκει την απάντησή μου ξεκαρδιστική, αφού ρίχνει το κεφάλι της πίσω και το ειλικρινές, ζεστό, γάργαρο γέλιο της σμίγει με τους ήχους που κάνουν οι καρακάξες ολόγυρα, όπως καβγαδίζουν.
Είναι παράξενο, μα για μια στιγμή, για μια τόσο δα στιγμούλα, ξεχνιέμαι και αφήνω την εγγύτητα του γέλιου της Γκουέν να ζεστάνει το κρύο που περονιάζει το μέσα μου. Έτσι γελούσε και η Μία μου με τα κυνικά, ισοπεδωτικά σχόλια μου. Με το που περνά αυτή η σύντομη στιγμή, ατσαλώνομαι και μαλώνω τον εαυτό μου. Δεν είναι η αδερφή μου αυτή εδώ. Η αδερφή μου είναι νεκρή, πάει, πέθανε, ποτέ δεν θα γυρίσει πίσω, δεν θα ξαναγελάσει με τα αστεία μου. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω για αυτήν είναι να μην ατιμάσω την μνήμη της, αντικαθιστώντας την με την πρώτη ψυχοπαθή που με βρίσκει διασκεδαστική, μόνο και μόνο επειδή νιώθω μοναξιά. Σοβαρεύω.
Η Γκουέν με μιμείται. «Τι τρέχει; Τι σκέφτεσαι;»
«Σκέφτομαι ότι δεν κολλάω καθόλου εδώ πέρα, Μαρς. Μάλλον, ο Μπιλ κι εσύ δεν έχετε τις ίδιες φοβίες, αφού έχετε βγάλει «διαρκείας» για το μικρό μας Αναμορφωτήριο. Εγώ, όμως, είμαι αυτό που ονομάζουν «το καλό κορίτσι», είμαι «φλωράκι», «πρόβατο». Μεγάλωσα μέσα σε πανάκριβα, ιδιωτικά σχολεία, σχολές μπαλέτου και εκλεπτυσμένα ωδεία. Είμαι… αλλιώς. Δεν κολλάω εδώ, και δεν θέλω να κολλήσω», παραδέχομαι με κάθε ειλικρίνεια. «Ακόμα δεν ήρθα και θέλω να φύγω, να επιστρέψω στο σπίτι μου και στους…». Παύω με μιας όταν θυμάμαι τους γονείς μου. Όταν θυμάμαι πως δεν είναι το ζεστό, γλυκό ζευγάρι των ονείρων μου, γεμάτο καλοκάγαθες προθέσεις και οικογενειακή θαλπωρή, αλλά ένα ψυχρό, υπολογιστικό ανδρόγυνο που με παράτησε μόνη κι έρημη σαν την καλαμιά στον κάμπο.
«Στους δικούς σου;» με συμπληρώνει το κορίτσι, βλέποντας ότι αδυνατώ να προφέρω τις λέξεις. Νεύω.
«Δεν υπάρχει δικαστική απόφαση που να μου επιτάσσει να βρίσκομαι εδώ», της εξηγώ. «Εκείνοι με έφεραν. Τους έχει καρφωθεί η τρελή ιδέα ότι με κάποιον τρόπο συνέβαλα στον θάνατο της Μία, της δίδυμής μου. Πράγμα ανήκουστο, επειδή, κανονικά, αν λείπει σε κάποιον, λείπε σε εμένα. Δεν θα της έκανα ποτέ κακό…», ψελλίζω στο τέλος.
«Και τότε», το ενδιαφέρον της Γκουέν Μαρς είναι γνήσιο. «Τι συνέβη;» με ρωτάει. «Διότι στα κανάλια, η κάθε κυράτσα έλεγε τα δικά της».    
Στιγμιαία, η ερώτησή της πυροδοτεί κάτι μέσα μου, κάτι σαν τσουνάμι αναμνήσεων. Εικόνες από το βράδυ της δωδεκάτης Ιουλίου κατακλύζουν ορμητικά το νου μου. Τα φώτα της οροφής που τρεμόσβηναν φρενιασμένα. Ο παλιός πίνακας Ουίτζα στο πάτωμα της σοφίτας. Τα ποδοπατημένα τενεκεδάκια μπύρα. Τα παχιά δάκρυα του Κάι. Η σωρός της Μία που είχε καταρρεύσει επάνω στις σκονισμένες, ξύλινες σανίδες σαν μαριονέτα που της έκοψες στα σχοινιά.
Ανατριχιάζω άθελά μου και αγκαλιάζω τα πλευρά μου με τα μπράτσα μου. «Δεν ξέρω», της πετάω ορθά κοφτά. «Κανείς δεν ξέρει. Το μόνο που ξέρω είναι πως ο πατερούλης και η μητερούλα μου με έστειλαν διακοπές στον ένατο κύκλο της Κόλασης».  
«Βασικά… σε έστειλαν μάλλον στον όγδοο κύκλο της. Αν υποθέσουμε πως σε έχουν κρίνει ψεύτρα. Ή, ναι, βασικά μπορεί και στον ένατο αν σε κατηγορούν για προδοσία συγγενούς». Έπειτα σταματάει και αναστενάζει δραματικά. «Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα, σωστά; Δεν μας νοιάζει η μορφολογία της Κόλασης. Το πρόβλημά σου, όπως και των περισσότερων τροφίμων, είναι ότι κάποιος με περισσότερη εξουσία από εσένα, σε θεωρεί αγκάθι στα πλευρά του και γι’ αυτό σου κρέμασε την ταμπελίτσα της «κακιάς» και σε αλυσόδεσε σε αυτή την φυλακή». 
Η περιγραφή της αναφορικά με τον εγκλεισμό μου είναι τόσο πλήρης και γλαφυρή που υποπτεύομαι πως η Γκουέν ακούει το ίδιο, σπαραξικάρδιο παρατράγουδο από όλους τους νεοφερμένους.
«Φαντάζομαι ότι όλα τα στραβάδια τσαμπουνάμε τα ίδια, ε;»
«Τα ίδια και απαράλλακτα», συναινεί εκείνη. «Μα αυτό το στραβάδι», με δείχνει παιδιάστικα με το δάχτυλο, με έναν τρόπο που στον έξω κόσμο θα θεωρούνταν αγενής. «Το πιστεύω. Δεν νομίζω ότι ανήκεις εδώ μέσα κορίτσι-που-δεν-ξέρει-να-φτιάχνει-μια-ναπαλμ-της-προκοπής». 
Χαμογελάω με μισή καρδιά. «Νιώθεις κι εσύ έτσι καμιά φορά;» την ρωτάω. «Σαν να θες να δραπετεύσεις από αυτούς τους τοίχους που σε κρατάνε δέσμια;»
Σε απάντηση με κοιτάζει σαν να της μιλάω Κινέζικα. «Μπα…», αποκρίνεται ξερά.
Μπα; Είπε μπα; Την ατενίζω δύσπιστα, σαν να έχει πάθει κάποια εγκεφαλική βλάβη. Έπειτα, όμως, αναλογίζομαι πόσα λίγα ξέρω για τους Μαρς και το αμαυρωμένο παρελθόν τους. Αυτά τα παιδιά πρέπει να προέρχονται από ένα πραγματικά διαλυμένο σπιτικό αν προτιμάνε να μπαινοβγαίνουν σε αστυνομικά τμήματα, δικαστικές αίθουσες, ιδρύματα, αναμορφωτήρια και φυλακές ανηλίκων. Αυτή είναι η αιτία που οι Μαρς επισκέπτονται το Ντέιβις Πλέις με την συχνότητα που οι ματσωμένοι συνταξιούχοι επισκέπτονται τα πεντάστερα ξενοδοχεία;    
«Ο Μπιλ κι εγώ είμαστε εδώ οικειοθελώς», αποκρίνεται. Αυτή η πρόταση θα μπορούσε να επιβεβαιώνει την αβάσιμη εικασία μου περί «ρημαγμένης οικογένειας», εάν η Γκουέν δεν έσπευδε να προσθέσει:  «Είμαστε σε αποστολή, βλέπεις».
Ε; Αποφασίζω πως μάλλον η Γκουέν με δουλεύει ψιλό γαζί. Ακόμα κι αν λέει αλήθεια και τα αδέρφια έχουν κάποιο έργο να φέρουν εις πέρας, δεν θα μπω στον πειρασμό να ρωτήσω, αφού μάλλον αυτό περιμένει εκείνη. «Μάλισταααα», λέω αργά.
«Είναι καλά εδώ». Η Γκουέν αποτινάσσει από πάνω της την προηγούμενη κρυψίνοια και αλλάζει γραμμή πορείας πλεύσης. «Αν ακολουθείς τους κανόνες και μάθεις τους νόμους της μικρής, κλειστής μας κοινωνίας θα ‘σαι κομπλέ. Αν καταλάβεις νωρίς τι πρέπει να κάνεις, τι να μην κάνεις, και τι να μην μάθουν οι φύλακες ότι κάνεις… θα τα πας θαυμάσια, Βαλ».
Αγγίζει τον ώμο μου και με ταρακουνάει φιλικά σε μια προσπάθεια να με κάνει να νιώσω λιγότερο παρείσακτη. Την ανταμείβω με άλλο ένα μισό-ξινό-άψυχο χαμόγελο. Είναι το καλύτερο που μπορώ να σχηματίσω δεδομένων των συνθηκών.
«Σωστό μου ακούγεται αυτό», προσπαθώ να ακουστώ ευγνώμων, αλλά η Γκουέν καταλαβαίνει πόσο χολωμένη είμαι κατά βάθος. Οπότε εγκαταλείπω την προσπάθεια και ομολογώ πως: «Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μου, όμως. Δεν νομίζω πως θέλω να ενσωματωθώ στην μικρή, κλειστή σας κοινωνία. Αυτό θα σήμαινε ότι αποδέχομαι την φυλάκισή μου σαν μια μόνιμη κατάσταση. Φυσιολογική». 

Η Γκουέν σφίγγει τον ώμο μου μια τελευταία φορά και μετά τον αφήνει. «Σεβαστό», λέει. «Όμως είτε σου αρέσει είτε όχι, είσαι εδώ τώρα και αυτή είναι η ζωή σου. Δεν έχει γαλλικά και πιάνο, δεν έχει τένις και μπαλέτο, ούτε βάφλες κάθε Τετάρτη για πρωινό. Μα σου προέκυψε και είναι στο χέρι σου να την διευκολύνεις ή να την δυσκολέψεις όσο θέλεις εσύ. Να θυμάσαι, όμως», λέει εν κατακλείδι, και τα πράσινα μάτια της αστράφτουν προειδοποιητικά. «Αν δεν κολυμπήσεις… θα πνιγείς». 

Σβετλιν