Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 12)

Τα αισθήματα του Αντώνη για την Μαρίτσα δεν άργησαν να φουντώσουν. Ο νέος άνδρας, στερημένος απ’ τη γυναικεία συντροφιά και στοργή, είδε στο πρόσωπό της έναν άγγελο, όπως τότε. Η κατάστασή της δεν του επέτρεπε πολλές κινήσεις, όμως η επιθυμία να τη νυμφευτεί άναψε μέσα του και τον έκαιγε. Έπρεπε να βρει τρόπο να μιλήσει πρώτα απ’ όλα στο Σίμο, αφού από κείνον θα εξαρτιόταν κατά πολύ η επιτυχία της απόφασής του – στις χήρες άλλωστε, οι μεγάλοι αδελφοί είχαν ένα είδος κηδεμονίας, πόσο μάλλον απ’ τη στιγμή που διέμενε στο πατρικό τους.


«Ο Αντώνης είναι παντρεμένος;» πέταξε δήθεν τυχαία ένα κυριακάτικο  απόγευμα η Μαρίτσα, όταν όλη η οικογένεια είχε συναχθεί στη σάλα: εκείνη κι η μάνα της κεντούσαν, ο Σίμος έπινε τον καφέ του διαβάζοντας εφημερίδα, η Κατίνα ακολουθούσε τη γιαγιά και τη θεία της, ενώ οι μικρές ξαδέλφες της έπαιζαν κι ο Σπύρος μελετούσε ένα βιβλίο. 

«Ποιός, ο γιατρός; Είχε παντρευτεί θαρρώ, πριν χρόνια. Χήρεψε όμως πριν προλάβει ν’ αποκτήσει παιδιά» αποκρίθηκε ο Σίμος. «Γιατί ρωτάς;»

«Τίποτις, απλά αναρωτιόμουν» είπε βιαστικά η Μαρίτσα  κι έσκυψε πάλι στο εργόχειρό της. Η Κατίνα πρόσεξε το ύφος της, το χέρι της που φάνηκε ν’ αποκτά μιαν αστάθεια. Έκανε πως συνέχιζε κι η ίδια να κεντάει, όμως το βλέμμα της συχνά πυκνά καρφωνόταν επάνω της. Κάτι έκρυβε η θεία της... Μήπως τυχόν είχε «προηγούμενα» μαζί του; Της ήρθε να γελάσει. Κι αν είχε, που τα θυμήθηκε τώρα, τριάντα πέντε χρόνων και χήρα; Αυτά είναι για τους νέους... Αμέσως μετάνιωσε για τη σκέψη της. Κοίταξε την όμορφη γυναίκα απέναντί της, που η ζωή τής είχε στερήσει τόσο πρόωρα το σύζυγό της, κι η καρδιά της γέμισε από συμπόνια. Δεν άξιζε άραγε μια δεύτερη ευκαιρία; Ένας άντρας σαν τον Αντώνη μπορούσε σίγουρα να της την προσφέρει. Τον θαύμαζε κι η ίδια, κι η εικόνα που κατέκλυσε το μυαλό της την έκανε να μειδιάσει. Θα έφτιαχναν καλό ζευγάρι οι δυο τους, κι ίσως...

Ένα μωρό, πήγε να σκεφτεί. Μα ο νους της γύρισε αυτόματα στη Μαριάνθη, και μελαγχόλησε. Τι να ’κανε ετούτη η καλή κοπέλα, πως έφερε το βάρος των σπλάγχνων της μαζί με της συνείδησής της; Κι ο Δαμιανός να μην ξέρει τίποτα... Ήταν κι αυτός ένας λόγος που τελευταία απέφευγε με πόνο ψυχής να συναντά το Μανώλη, προφασιζόμενη το κρύο του χειμώνα και τα μαθήματά της. Το μυστικό διατηρούταν τόσο νωπό μέσα της, που έτρεμε μη της ξεφύγει κάτι πάνω στην κουβέντα. Ο νέος δεν πειράχτηκε, έβρισκε λογικά τα λόγια της. Και καρτερούσε πότε να ’ρθει η άνοιξη, ν’ ανοίξει ο καιρός, να πάρει θάρρος και να ’ρχεται να τον βλέπει, αυτή που μόνο η σκέψη της του ’φερνε μια γλυκιά λιγωμάρα σ’ όλο του το κορμί.

Ήταν ένα συνηθισμένο πρωί του Μάρτη οπότε συνέβη αυτό που θ’ άλλαζε τελείως τη ζωή της Μαρίτσας και της οικογένειας ολόκληρης. Το ρόπτρο στην εξώθυρα ήχησε βαθύ κι η Ανυσώ έσπευσε ν’ ανοίξει, σκουπίζοντας γρήγορα τα χέρια της με την πετσέτα της κουζίνας.

«Έρχουμαι έρχουμαι!» είπε σαν άκουσε δεύτερη φορά το χτύπο κι ανοίγοντάς την βρέθηκε μπρος στον Αντώνη.

«Καλημέρα!» χαιρέτησε ευγενικά. «Ο αφέντης Χατζηγιάννογλου, αν δε κάμω λάθος;»

«Καλημέρα!» απάντησε. «Σωστά τα λες! Ο κύριός σου είναι εδώ;»

«Μάλιστα αφέντη»

«Χαίρομαι. Ήρθα να του μιλήσω, πες του»

«Στις διαταγές σας» αποκρίθηκε η κοπέλα κι ανέβηκε να ειδοποιήσει το Σίμο.

«Συμεών εφέντη!»

«Τι τρέχει Ανυσώ;» ρώτησε εκείνος.

«Έχουμε μουσαφίρη. Ο εφέντης Χατζηγιάννογλου, σε γυρεύει κάτου»

«Έρχομαι αμέσως» προθυμοποιήθηκε ο Σίμος κι έσιαξε το πέτο του.

«Φίλε Αντώνη, χαίρομαι που σε βλέπω!» αναφώνησε ευδιάθετος κι έσφιξε το χέρι του.

«Παρομοίως Σίμο» ανταπέδωσε.

«Κάθισε, μη στέκεις όρθιος» του πρόσφερε τη θέση στο στρογγυλό τραπέζι του σαλονιού. «Ανυσώ, φέρε καφέ!» πρόσταξε την υπηρέτριά του.   

«Λοιπόν, ποιός καλός άνεμος σε φέρνει στην πόρτα μας;» είπε ο Σίμος μετά τα τυπικά.

«Σίμο, θέλω να σου μιλήσω» υπέλαβε ο Αντώνης, αν κι ο δισταγμός του ήταν αρκετός. Η Ανυσώ μπήκε στο δωμάτιο και τους σέρβιρε τον καφέ, μαζί με λουκούμι και μοσχοβολιστά σμυρναίικα κουλουράκια που ’χε ετοιμάσει μόλις χθες με την κυρά της τη Φωτεινή, δίνοντάς του τον κατάλληλο χρόνο να ετοιμαστεί.

«Εξαιρετικός» επιδοκίμασε ρουφώντας μια γουλιά. «Πρέπει να ’ναι χρυσοχέρα η μικρή...»

«Εμ τόσα χρόνια δίπλα μας, την εκάμαμε ξεφτέρι!» περηφανεύτηκε ο Σίμος. «Και που να δεις τη Μαρίτσα τι καφέ έφτιαχνε! Τόση δα κοπέλα, κι όλοι οι συγγενείς την παίνευαν...»

«Γι’ αυτήν ήρθα να σου μιλήσω» μπήκε χωρίς περιστροφές στο ψητό ο Αντώνης, ακουμπώντας το φλιτζανάκι του καφέ στο τραπέζι.

«Μπα; Πως κι έτσι; Έχει κάτι η αδερφή μου;»

«Όχι Σίμο. Τούτη τη φορά το θέμα δεν είναι ιατρικό...»

Ο Σίμος άφησε με τη σειρά του το φλιτζάνι κι επικέντρωσε το βλέμμα στην όψη του, γεμάτος περιέργεια κι αδημονία. Πήρε μια βαθιά ανάσα ο Αντώνης. «Ξέρω, ίσως να φανεί αστείο...» ξεκίνησε να λέει. «Αυτά που λέω τώρα έπρεπε να τα ’χω πει χρόνια πριν... Όμως, Σίμο, θέλω να ξέρεις πως αγαπώ τη Μαρίτσα... Την αγάπησα σαν ήταν ανύπαντρη κοπέλα, και τώρα που την ξαναείδα, δεν ξέρω... κάτι σκίρτησε μέσα μου...»

Σώπασε να ζυγίσει την αντίδραση του συνομιλητή του. Στεκόταν σιωπηλός και κάπως παραξενεμένος, χωρίς ωστόσο να δείχνει δυσαρέσκεια, κι αυτό του έδωσε θάρρος.

«Δε μ’ αρέσουν τα πολλά λόγια, κι εδώ που φτάσαμε να μιλάμε ως άντρας προς άντρα, τολμώ να το πω...» συνέχισε μ’ αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Σίμο...» έκανε και σηκώθηκε. «Λαμβάνω την τιμή να ζητήσω το χέρι της αδερφής σου!» 

Ο Σίμος σηκώθηκε κι αυτός. Στάθηκε απέναντί του και τον μέτρησε με τα μάτια. «Αντώνη... Είσαι τίμιος άνθρωπος, κι αν όντως αγαπάς την αδερφή μου, θα ’ναι μεγάλη μου χαρά να σ’ τη δώκω. Μα αυτό δεν εξαρτάται πια τελείως από μένα. Είναι ώριμη γυναίκα, με παιδιά, και σέβουμαι τη γνώμη της...»

«Ποιός μίλησε για μένα;» πρόβαλε ξαφνικά η Μαρίτσα, η οποία είχε αντιληφθεί τις φωνές των δύο ανδρών. Μαρμάρωσε στη θέση της σαν είδε τον Αντώνη κι έσκυψε ντροπιασμένη το κεφάλι.

«Μαρίτσα, έλα δω» την κάλεσε ο Σίμος, μ’ ένα αχνό μειδίαμα. Εκείνη πλησίασε αβέβαιη.

«Σ’ έχω πολύ ευχάριστα» ανακοίνωσε βάζοντας το χέρι του στον ώμο της.

«Τι ευχάριστα;» απόρησε, προσπαθώντας να μην κοκκινίζει κάτω απ’ το βλέμμα του νεότερου άνδρα που έκανε την καρδιά της να χτυπάει περίεργα.

«Θα της το πεις εσύ, Αντώνη, ή εγώ;» τον ρώτησε και μ’ ένα του νεύμα τού παραχώρησε τη άδεια.

«Τι έχεις να με πεις, Αντώνη;» έκανε με ελαφρά τρεμάμενη φωνή η γυναίκα.

«Μαρίτσα...» είπε εκείνος κι ήταν η πρώτη φορά που δε χρησιμοποιούσε το βαφτιστικό της. «Θα σου κάμω μια ερώτηση, κι αν δε θες μου αρνιέσαι...»

Πλησίασε κι άγγιξε το χέρι της. Ένα ρίγος τη διαπέρασε...
  
«Θέλεις να μοιραστείς την υπόλοιπη ζωή σου μαζί μου; Να γίνεις γυναίκα μου;»

Σιωπή έπεσε στο χώρο. Βαριά, ηλεκτρισμένη σιωπή. Περίμενε μ’ αγωνία την απάντησή της.

 «Αντώνη... Δεν... Δεν ηξεύρω...» ψέλλισε, ενώ πάσχιζε να συνειδητοποιήσει τα λόγια του.    

Ο Αντώνης την κοίταξε. Διέκρινε στα μάτια της έναν ανεξήγητο φόβο, μα και μια αδιόρατη θέληση. Ήταν αποφασισμένος να παλέψει μέχρι τέλους.

«Σίμο, μας αφήνεις λίγο μόνους με τη Μαρίτσα;» ζήτησε. Εκείνος στράφηκε στην αδελφή του που έγνεψε αδύναμα.

Έμειναν μόνοι στη σάλα οι δυο άνθρωποι. Η Μαρίτσα, με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος, κάθισε πάνω στο βελούδινο καναπέ. Ένιωθε αποκαμωμένη, σάμπως κανείς να της ζητούσε να πάρει απόφαση ζωής κι θανάτου. Το μυαλό της στριφογύριζε σαν σβούρα.

«Μαρία» απευθύνθηκε σ’ αυτήν ο Αντώνης ερχόμενος δίπλα της. «Κοίταξέ με» την παρακάλεσε πιάνοντας τους ώμους της. Γύρισε και τον είδε μ’ ένα κόμπο να της φράζει το λαιμό.

«Δεν ήρθα να σ’ αναστατώσω, ούτε ν’ ανακατευτώ στη ζωή σου. Αν μ’ αρνηθείς, θα φύγω αμέσως. Μα πριν το κάμεις, θέλω να μάθεις πως νιώθω για σένα εδώ και χρόνια...»

Τα συγκρατημένα δάκρυα της πίεσης που ήταν έτοιμα να κυλήσουν στέγνωσαν στις κόγχες της. Τον αντίκρισε έκπληκτη.

«Χρόνια; Τι εννοείς, Αντώνη;»

«Εννοώ...»- μίκρυνε την απόστασή τους- « πως σ’ αγαπούσα Μαρίτσα ... Από νέο παιδί, προτού παντρευτείς το Γιώργη...»

Στήλη άλατος έμεινε στα λόγια του. Κάρφωσε άλαλη το βλέμμα στο κενό, ενώ η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Θυμήθηκε το παρελθόν της, τότε που είχε δεχτεί αρκετά πρόθυμα το γάμο της με το Γιώργη. Τόσο πολύ τυφλώθηκε, που νόμιζε ότι τον αγαπούσε; Ούτε καν τον ήξερε καλά- καλά. Την είχε δει μια φορά σαν ήρθε απ’ τ’ Αϊδίνι, του άρεσε και την πήρε, αυτό ήταν όλο... Ενώ ο Αντώνης, τόσο πολύ κοντά της, και να αγνοεί πλήρως τα αισθήματά του;    

«Δε βρήκα το θάρρος να σ’ το ειπώ τότε...» πρόσθεσε με κάποιο παράπονο. «Πίστεψα ότι αυτή ήταν η μοίρα μας, κι έτσι έφτιαξα τη ζωή μου μ’ άλλη γυναίκα. Μα πέθανε νωρίς η έρμη και δεν κάναμε παιδιά...»

Τον άκουγε σιωπηλή, χωρίς να παρεμβαίνει. Το ότι της τα ’χε πει ο αδελφός της δε μείωνε καθόλου τα συναισθήματα που της γεννούσε η αφήγησή του, αντιθέτως διατράνωνε τον πόθο που ’χε αρχίσει να την πλημμυρίζει.         

«Όταν σ’ αντίκρισα ξανά έτσι απρόσμενα, ήταν σαν να ’λαμψε ο ήλιος στην ψυχή μου… Κατάλαβα πως ό, τι ένιωθα τότε δεν είχε σβήσει… Ακόμα σ’ αγαπώ, Μαρίτσα, και θα ’μαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου αν δεχτείς να με παντρευτείς…»

Η φωνή του ξεχείλιζε από λαχτάρα και η παλάμη της βρισκόταν κλεισμένη στις δικές του, ενώ πρόφερε αυτή του την εξομολόγηση. Εκείνη είχε αναστατωθεί, η επαφή της σάρκας της με τη δικιά του την έκαιγε.

«Δεν είναι εύκολο, Αντώνη» ψέλλισε. «Δεν είμαι πια είκοσι χρονών, έχω παιδιά και δεν ξεύρω πως θα το πάρουν…»

«Εγώ τα συμπαθώ πολύ τα παιδιά σου» της είπε. «Και τη μικρή την Παρίτσα και τα μεγάλα, το - »

«Το Σπύρο και τη Σμαρώ» συμπλήρωσε η Μαρίτσα.

«Το Σπύρο και τη Σμαρώ λοιπόν» επανέλαβε ο Αντώνης. «Θα τα υιοθετήσω, Μαρίτσα, και θα τους δώκω όλη μου την αγάπη, που δεν κατάφερα να δώσω σ’ ένα δικό μου παιδί… Δεν θα τα πιέσω, είμαι σίγουρος πως με τον καιρό θα με αποδεχτούν, έστω κι ως πατριό τους. Για τη μικρή σου ειδικά δεν έχω καμιά αμφιβολία»

Χαμογέλασε και το χαμόγελό του αντικατοπτρίστηκε στην όψη της Μαρίτσας. «Θα γίνεις καλός πατέρας για αυτά, Αντώνη. Θα σε θέλουν στο τέλος, ελπίζω…»

«Το θέμα είναι αν με θέλεις εσύ» επανέφερε το φλέγον ζήτημα ο Αντώνης.

Επικέντρωσε το βλέμμα της στο δικό του. «Δε θα σε πω ψέματα… Τότε πράγματι δεν είχε περάσει από το νου μου ότι μπορεί να αισθανόσουν κάτι για μένα, αφού δεν ένιωθα ούτε εγώ. Απ’ τη στιγμή όμως που αρρώστησε η μικρή κι ήρθες να τη δεις, κάτι μέσα μου… δεν ξεύρω…»

Έκανε μια μικρή παύση. Εκείνος την τηρούσε μ’ αγωνία.

«Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι εσύ είσαι ο άντρας που θα ’πρεπε να ’χα παντρευτεί εξαρχής, Αντώνη… Νιώθω σαν… σαν να ερωτεύομαι ξανά…»

«Αυτό σημαίνει ναι; Δέχεσαι;» τη ρώτησε και κρεμόταν απ’ τα χείλη της.

«Ναι» αποκρίθηκε σιγανά η Μαρίτσα κι ύστερα υψώνοντας τον κορμό της: «Δέχουμαι»

Μια ανείπωτη ευτυχία πλημμύρισε τα βάθη της ψυχής του. Πήρε πια και τα δυο της χέρια στα δικά του κι έμεινε να την κοιτά κατάματα, προσπαθώντας να εκφράσει μ’ αυτό όσα η γλώσσα του αδυνατούσε να πει. Μα και τα μάτια της είχαν αποκτήσει μια ισχνή λάμψη, συνοδευμένη απ’ τη γυαλάδα της συγκίνησης που άρχιζε να τα ποτίζει.

«Τώρα που σ’ έχω δικιά μου, άσε με να σου δώσω κάτι…»

«Τι;»

«Ένα φιλί» ξεστόμισε κι η γυναίκα αιφνιδιάστηκε.

«Αντώνη! Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι! Δε θέλω να μας διούν» αποπειράθηκε να αρνηθεί.

«Σε παρακαλώ, Μαρίτσα. Μια στιγμή μονάχα… Τόσα χρόνια το ήθελα» την ικέτεψε και μέσα στη θέρμη των συναισθημάτων που γέμιζαν το χώρο γύρω τους εκείνη υποχώρησε. Ο Αντώνης έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της και άγγιξε με τα χείλη του το στόμα της, για μια στιγμή, μια τόση δα στιγμή…

Ένιωσε να παραλύει. Τέτοιο θερμό φιλί δεν είχε πάρει ούτε στην πρώτη νιότη της… Να έφταιγε άραγε η τόση κρυμμένη αγάπη αυτού του άνδρα, που τώρα δα την έκανε να νιώσει ίδια με μια έφηβη;

«Σ’ αγαπώ πολύ, Μαρίτσα! Πάντοτε θα σ’ αγαπώ! Είσαι ο άγγελός μου» ψιθύρισε τρυφερά καλύπτοντας τα μάγουλά της με τις χούφτες του κι εκείνη δε μπόρεσε πλέον να συγκρατήσει τα ζεστά δάκρυα που κύλησαν αργά πάνω τους.

«Μου φαίνεται πως θα ’χουμε χαρές» επενέβη ο Σίμος, που εμφανίστηκε στη σάλα μειδιώντας.

«Ναι» επιβεβαίωσε ο Αντώνης, αφού συνήλθαν απ’ τη φόρτισή τους και σηκώθηκε κρατώντας το χέρι της Μαρίτσας. «Με τη Μαρίτσα θα παντρευτούμε, όπως το θέλησε κι η ίδια»

Ο Σίμος κινήθηκε με βήματα αργά προς το ζευγάρι. Αγκάλιασε θερμά την αδελφή του κι έσφιξε με τον ίδιο τρόπο το χέρι του Αντώνη.

«Να ζήσετε!» ευχήθηκε συγκινημένος. «Μαρίτσα μου, από σήμερα εσύ έχεις ένα νέο σύζυγο κι εγώ έναν αδελφό… Και σαν αδερφός, Αντώνη, σου ζητώ να προσέχεις και ν’ αγαπάς την αδερφή μου» αποτάθηκε διαδοχικά στους δύο τους.

«Μη σε μέλει Σίμο» τον καθησύχασε ο Αντώνης και κοίταξε τρυφερά τη γυναίκα που θα γινόταν σύντροφός του. «Μαζί με τη Μαρίτσα θα φροντίσω και τα παιδιά, τ’ ανίψια σου. Δεν ξέρεις πόσο πολύ τα συμπάθησα…»

«Πως θα τους το πούμε Σίμο;» ρώτησε η Μαρίτσα.

«Κάτσε ντε, τώρα όπου να ’ναι θαρρώ θα γυρίσουν απ’ το σχολειό» αποκρίθηκε. Πριν καλά καλά τελειώσει τη φράση του, χαρούμενο βουητό ακούστηκε απ’ τον κήπο.

«Πάνω στην ώρα!» αναφώνησε κι ευθύς τα τρία ανίψια του με την Κατίνα και την βάγια τους εισέβαλαν στο σαλόνι.

«Καλώς τα μελισσόπουλα!» τα προσφώνησε ο Σίμος φιλώντας τα κεφαλάκια τους.

«Θείε θείε! Να σου πω τι μάθαμε σήμερα;» πετάχτηκε ορμητική η Παρίτσα.

«Να μου πεις, Παριτσάκι μου. Όμως πρώτα πρέπει να σας πω εγώ κάτι. Ή μάλλον η μαμά σας…» είπε κι έδειξε την αδελφή του. Το κοριτσάκι πρόσεξε την παρουσία του Αντώνη δίπλα της κι ένα πέπλο απορίας κάλυψε το προσωπάκι του. Το ίδιο έδειχναν και τα μεγαλύτερα αδέλφια της, που στέκονταν σοβαρά και περιεργάζονταν το γιατρό. Μόνο η Κατίνα είχε αρχίσει κάτι να υποψιάζεται, κι ένα πονηρό χαμόγελο πήγαινε να φανεί στη γλυκιά της όψη.

«Τι κάνει εδώ ο κύριος γιατρός, μαμά;» απευθύνθηκε στη Μαρίτσα.

«Παρίτσα μου» άρθρωσε κι αφήνοντας το κράτημά του γονάτισε μπρος στη μικρή της κόρη, γραπώνοντας τα μπράτσα της. «Κοριτσάκι μου… Ο Αντώνης κι εγώ…»

«Τι μαμά;»

«Αποφασίσαμε να παντρευτούμε» της ανακοίνωσε, στρέφοντας με νόημα το βλέμμα της σ’ εκείνον.

«Να παντρευτείτε; Γιατί;»

«Θα σου εξηγήσω κάποια στιγμή, κορούλα μου, σαν μεγαλώσεις κι άλλο… Μα για την ώρα θα σου πω πως εγώ αγαπώ τον Αντώνη κι αυτός εμένα, και δέχτηκα να γίνω γυναίκα του»

Η μικρή ύψωσε τα καθαρά της μάτια κι ατένισε επίμονα τον Αντώνη. Ο Σπύρος κι η Σμαρώ, γεμάτοι αμηχανία, δεν ήξεραν αν έπρεπε να χαρούν ή να λυπηθούν. Η Κατίνα όμως, περήφανη που επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες της, παρατηρούσε με ένα κράμα συναισθημάτων τη θεία της και τον άνδρα στον οποίο επέλεξε να αφιερώσει τη ζωή της. Μέσα της τον είχε ήδη εγκρίνει.

«Θεία;!» είπε.

«Ναι Κατινάκι μου» έγνεψε κι ήρθε κοντά της. Κοιτάχτηκαν έντονα με απερίγραπτη συγκίνηση και δεν αντιστάθηκε στο να τη σφίξει στην αγκαλιά της.

«Κύριε γιατρέ» μίλησε η Παρίτσα προσεγγίζοντας τον Αντώνη.

«Τι είναι μικρή μου;»

«Θα παντρευτείς τη μαμά μου;»

«Ναι, Παρίτσα, αν το θες κι εσύ…»

«Εγώ το θέλω» είπε ντροπαλά. «Μου λείπει ο μπαμπάς μου…»

Χαμήλωσε το κεφαλάκι της κι ο Αντώνης, λυγίζοντας τα σκέλη για να τη φτάνει, σκέπασε τους αδύνατους παιδικούς της ώμους με τα χέρια του.

«Το ξέρω γλυκιά μου. Έχασα κι εγώ τον πατέρα μου, μεγάλος όμως…»

«Αλήθεια;» άνοιξε διάπλατα τα όμματα το κοριτσάκι.

«Ναι»

«Θα γίνεις μπαμπάς μου, κύριε γιατρέ;» ξαναρώτησε έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα η Παρίτσα κι ο τρόπος που πρόφερε τη λέξη συγκλόνισε την ψυχή του Αντώνη.

«Φυσικά και θα γίνω! Θα είμαι ο μπαμπάς σου, τζιέρι μου!» απάντησε κι έκλεισε τη μικρή στην αγκαλιά του, ενώ εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του, και χάιδεψε το ξανθό κεφαλάκι, στεγνώνοντας μέσα του τα ρυάκια που έτρεχαν στις παρειές του. Η Μαρίτσα ήταν έτοιμη να κλάψει, βλέποντας με πόση αγάπη περιέβαλλε το στερνοπαίδι της.

«Μη μ’ αφήσεις μπαμπά Αντώνη! Τ’ ακούς; Ποτέ μη μ’ αφήσεις!»

«Ποτέ! Δε θα σ’ αφήσω! Είσαι η κόρη μου!» ανταποκρίθηκε ο Αντώνης στη σχεδόν σπαρακτική έκκληση της μικρής και τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.

«Όλα σας είστε παιδιά μου» συνέχισε και κοίταξε τα δύο άλλα υποψήφια προγόνια του. Ο δεκατριάχρονος Σπύρος διατηρούσε μια αξεδιάλυτη έκφραση στο πρόσωπό του.

«Ξέρετε» πήγε να πει η εντεκάχρονη αδελφή του « εγώ… πάντα μου ’λειπε ο πατέρας…»

Ένας βουβός λυγμός έπνιξε τα λόγια της και ρούφηξε ελαφρά τη μύτη της. «Κορίτσι μου» την πλησίασε ο Αντώνης. «Πονάει πολύ, πίστεψέ με. Μα είμαι έτοιμος να παίξω αυτό το ρόλο, αν μ’ αφήσετε»

«Εντάξει» έκανε η Σμαρώ πιο ήρεμη. «Πώς να σας φωνάζω;»

«Όπως θες. Μόνο, αν μπορείς, να μου μιλάς στον ενικό» της πρότεινε κι ανασηκώθηκαν τα κοραλλένια της χειλάκια. Στάθηκε ύστερα μπροστά στο νεαρό αγόρι:

«Σπύρο, μ’ αφήνεις να παντρευτώ τη μάνα σου;» τον ρώτησε, με σοβαρότητα που ταίριαζε ν’ απευθυνθεί σε ενήλικα. Η Μαρίτσα κοίταξε παρακλητικά και με μια δόση αγωνίας το γιο της. Μπορεί να μην ήταν παρά μόνο ένα παιδί ακόμα, φαίνεται όμως πως η γνώμη του μετρούσε. Άλλωστε ήτανε στην προεφηβεία, κι η μητέρα του αντιλαμβανόταν ότι θα δυσκολευόταν πιο πολύ απ’ όλους να δει τον Αντώνη ως πατέρα, έχοντας ζήσει τόσο καιρό με το Γιώργη.

«Άμα σε θέλει παρ’ τηνε» ανασήκωσε τους ώμους. Ο Αντώνης έριξε μια ματιά στη μέλλουσα γυναίκα του, που ένευσε καθησυχαστικά. Θα μαλάκωνε με τον καιρό το παιδί της, ήταν βέβαιη.

«Εκτός από τρία παιδιά, θ’ αποκτήσω και μια όμορφη ανιψιά... Τύχη βουνό» έκανε εύθυμα τη φιλοφρόνηση στην Κατίνα κι η κοπέλα χαμογέλασε αχνά με συστολή.

«Πότε να κανονίσουμε το γάμο;» ρώτησε ο Σίμος.

«Όσο το δυνατόν πιο γρήγορα » απάντησε ο Αντώνης λαμβάνοντας σιωπηλά τη συναίνεση απ’ το πρόσωπο της Μαρίτσας.  

«Όπως αγαπάτε» συμφώνησε ο Σίμος.

«Για γάμους ήκουσα, τι τρέχει;» ήλθε στο προσκήνιο η κυρά Φωτεινή, κατεβαίνοντας με βήμα αργό, βεβαρημένο, προς το μέρος τους.

«Ναι μάνα, καλά άκουσες» μίλησε ο γιος της. «Γάμο θα ’χουμε. Το γάμο της Μαρίτσας μας, με τον Αντώνη!..»


Έγινε λίγο αργότερα, προτού αρχίσει η Σαρακοστή. Η Μαρίτσα δε φόρεσε νυφικό, ούτε άφησε την Κατίνα να της βάψει τα νύχια και τις άκρες των μαλλιών της με κινά, όπως συνηθιζόταν. «Αυτά είναι για τα νέα κορίτσια σαν κι εσένα, Κατινάκι μου» δικαιολογήθηκε κι η μικρή το σεβάστηκε. Στόλισε το κεφάλι της με λίγους λεμονανθούς κι ύστερα θεία κι ανιψιά αγκαλιάστηκαν επί ώρα με τεράστια συγκίνηση.

«Και στα δικά σου Κατινιώ» της ευχήθηκε η κυρά – Φωτεινή, αφού αγκάλιασε κι αυτή την κόρη της. «Μαρίτσα μου πάμε; Μια βολά αργεί η νύφη!» είπε κι οι δυο νεαρές γυναίκες συμφώνησαν γελώντας.

Μόνο ο άμεσός τους περίγυρος παρευρέθηκε στην τέλεση του μυστηρίου. Οι  δύο μεγαλύτερες θείες της Κατίνας εδώ και μέρες δεν πρόφταιναν να ρωτούν τι και πως, έχοντας ξαφνιαστεί ευχάριστα με την τύχη της μικρότερης αδελφής. Μακάριζαν τη Μαρίτσα που η ζωή την έφερε στο δρόμο ενός τόσο καλού κι ευγενικού άνδρα, χωρίς την παραμικρή ζήλια, και καμάρωναν τον νέο τους “αδελφό”. Η ευτυχία ζωγράφιζε τα πρόσωπα των νυμφευομένων ενώ ο παπάς διάβαζε τα ιερά λόγια κι όταν έφτασε η ώρα της στέψης, όλοι δάκρυσαν. Η Κατίνα θα τη θυμόταν για πάντα εκείνη τη σκηνή.

Το γλέντι που ακολούθησε ήταν απ’ τα πιο χαρμόσυνα που είχε γνωρίσει ποτέ το σπιτικό τους. Οι δουλεύτρες τους ετοίμασαν τα πιο νόστιμα κι γιορτινά φαγιά: σουτζουκάκια, το περίφημο σμυρναίικο πιλάφι, τζιεράκια[1], κατιμέρια[2], μπακλαβάδες... Οι ευωδιές πλημμύρισαν το σπίτι. Ο Σίμος κερνούσε τους πάντες κρασί και ρακί και το δασύτριχο μαύρο του μουστάκι δε σταματούσε να χαμογελάει, ενώ οι νιόπαντροι αντάλλασαν βλέμματα τρυφερά, μέσα στα οποία έλαμπε η σπίθα ενός ώριμου έρωτα.

«Στην υγειά της αδελφής μου της Μαρίτσας» ύψωσε το ποτήρι του ο Σίμος κάνοντας την πρόποση κι εκείνη τον κοίταξε περήφανη

«-και του εξαίρετου συζύγου της, του Αντώνη» στράφηκε στο γαμπρό του με απεριόριστη εκτίμηση. «Να ζήσουν!»

«Να ’σαι καλά αδελφέ μου! Και στις χαρές της κόρης σου!» τον μιμήθηκε ο Αντώνης.

Ύστερα πλησίασε τους παιχνιδιατόρους, μουρμούρισε κάτι εμπιστευτικά στον αρχηγό της ζυγιάς κι αφήνοντάς του ένα χαρτονόμισμα επέστρεψε στη γυναίκα του, ενώ οι πρώτες νότες απ’ το “Γιαρούμπι” έπαλλαν τον αέρα.

«Θεία μου, το τραγούδι σου!» έκανε μ’ ενθουσιασμό η Κατίνα.

«Μαρίτσα, θα χορέψουμε σαν παντρεμένοι;» είπε ο Αντώνης. Αμίλητη εκείνη, σηκώθηκε κι έπιασε την άκρη του μαντηλιού που της πρόταξε. Σταδιακά ο κύκλος μεγάλωσε κι όλοι θαύμαζαν το ταιριαστό ζευγάρι που έσερνε το χορό ευτυχισμένο.   

«Ποια θάλασσα, ποιός ποταμός, ποια βρύση δε θολώνει/ ποιός έχει αγάπη στην καρδιά και δε τη φανερώνει;» Πόσο ταίριαζαν αλήθεια αυτοί οι λόγοι στην περίπτωσή τους... Παρατηρώντας τους η Κατίνα είχε πιστέψει πλέον ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, κι ότι η ζωή θα τους έδενε κάποια στιγμή. Τι κι αν ετούτο έγινε λίγο πριν τα σαράντα τους, εφόσον κι οι δυο είχαν ήδη παντρευτεί και χηρέψει; Την έπειθε η απέραντη, ατέλειωτη χαρά τους, που τους έκανε να μοιάζουν στον ανθό της νιότης τους.

Η νύχτα προχωρούσε και τ’ ανδρόγυνο σηκώθηκε, έτοιμο να χαιρετήσει τους συγγενείς, για να πάνε ύστερα στο σπίτι του Αντώνη, όπου θα ’μενε στο εξής η Μαρίτσα. Τα παιδιά της όμως δίστασαν, αρνήθηκαν να τους συνοδέψουν. Ακόμα κι η Παρίτσα που ’χε αποδεχθεί τόσο γρήγορα τον πατριό της, λούφαξε τούτη τη στιγμή στο πλάι της γιαγιάς της, λέγοντας πως ήθελε αυτή και την ξαδέλφη της.

«Ασ’ τα Μαρίτσα» παρενέβη ο Αντώνης διακρίνοντας την ελαφρά απογοήτευση της γυναίκας του. «Ας μείνουν για λίγο καιρό με τη μάνα σου και το Σίμο, μέχρι να συνηθίσουν, κι ύστερα έρχονται...»

«Δεν ημπορώ να τ’ αφήκω, Αντώνη» παραπονέθηκε.

«Έχει δίκιο ο άντρας σου» τον υπερασπίστηκε ο Σίμος. «Δεν είναι ακόμη έτοιμα. Θα τα κρατήσουμε δυο τρεις μέρες κι όταν αρχίσουν να σε ζητούνε, θα μετακομίσουν κοντά σας»

Υποχώρησε η Μαρίτσα. Έβλεπε πως είχαν όντως δίκιο οι δύο άντρες. Έσκυψε κι φίλησε ένα ένα τα σπλάγχνα της, μιλώντας τους τρυφερά:

«Τζιέρια μου μη με λησμονήσετε... Αύριο μεθαύριο, ελάτε! Δε θα τον χάσετε το θείο Σίμο, μήτε τη γιαγιά, μήτε την Κατίνα μας! Εδώ παρακάτου θα μένουμε... Ναι γλυκά μου;»

«Εντάξει» είπαν τα κοριτσάκια, χωρίς όμως ν’ ακούγονται και τόσο βέβαια.

«Μάνα, εγώ άλλαξα γνώμη» ακούστηκε ο Σπύρος. «Θέλω να ’ρθω μαζί σου»

Κοίταξε σαστισμένη το γιο της. «Σπύρο μου αλήθεια λες;»

«Ναι, μάνα» απάντησε.

«Κι οι αδελφούλες σου;»

Το αγόρι τις πλησίασε και σκύβοντας στ’ αυτί τούς ψιθύρισε κάτι. Η Σμαρώ έδειξε να κατανοεί αμέσως, ενώ η Παρίτσα μετά από μια αναλαμπή στο πρόσωπό της-

«Θέλω την κούκλα μου!» δήλωσε κι όρμησε στο εσωτερικό του σπιτιού, απ’ όπου βγήκε λίγα λεπτά αργότερα  κρατώντας γερά στην αγκαλιά της το εύθραυστο παιχνίδι. Τα τρία παιδιά στοιχήθηκαν δίπλα στη μητέρα τους, αποφασιστικά, η οποία τα κοιτούσε με ευγνωμοσύνη κι έκπληξη, μέχρι που αγκάλιασαν μαζί τη μέση της.

«Παιδάκια μου! Αγαπούλες μου!» παραληρούσε.

«Να πάτε στο καλό» τους κατευόδωσε ο Σίμος. Η Κατίνα ήταν έτοιμη να δακρύσει. Το θέαμα που αντίκριζε, με τη θεία κι τον καινούριο θείο της να έχουν εκτείνει προστατευτικά τα χέρια τους γύρω απ’ τα μικρά, έμοιαζε μ’ αληθινή, ευτυχισμένη οικογένεια...

«Πάλι οι τρεις μας μείναμε, πατερούλη» μονολόγησε γέρνοντας στον ώμο του, την ώρα που η μικρή κουστωδία απομακρυνόταν. «Εσύ, εγώ κι η νενέ»

«Μη στενοχωριέσαι Κατίνα μου» την παρηγόρησε ο Σίμος. «Είναι χαρούμενη η θειά σου»

«Το ξέρω. Και δεν στενοχωριέμαι» είπε βλεφαρίζοντας. «Απλά να, σκέφτηκα κι εσένα...»

«Για μένα μη σκοτίζεσαι» την ασπάστηκε ζεστά. «Εσύ είσαι κόρη μου, γιος και κληρονόμος μου. Δε χρειάζουμαι κανέναν άλλο!»

«Δε θα φύγω ποτέ από κοντά σου, πατέρα!» ανταπέδωσε κι έκλεισε στα χέρια της το σβέρκο του.  
    







[1] Τηγανητό συκώτι

[2] Γλυκό ταψιού με διπλωμένα φύλλα και αυγό

Λίνα Δώρου