Ιστορίες από τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 2: Το τέλος του ονείρου (Κεφάλαιο 4) - "Σκοτάδι και Φως"


            «Συγγνώμη, Αουρέλια, αλλά νομίζω πως είσαι εδώ για τον αδερφό μου, όχι για μένα».
Η Λυδία είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Εντελώς ανεξήγητα τις τελευταίες μέρες η Αουρέλια δεν την είχε αφήσει σε ησυχία. Ενώ τόσο καιρό σχεδόν την αγνοούσε τώρα δεν την άφηνε στιγμή από τα μάτια της. Τουλάχιστον δεν ασχολούνταν με το Michelangelo, αλλά ενώ ήταν σίγουρη πως είχαν πετύχει το σκοπό τους τις τελευταίες μέρες την Αουρέλια έδειχνε να μην τη νοιάζει καθόλου η αδιαφορία του. Και είχε μεταφέρει όλο το ανανεωμένο ενδιαφέρον της σε αυτή.
            «Μα αφού αυτός δεν μου δίνει σημασία, τι να κάνω; Δυστυχώς η ζωή μιας βασίλισσας δεν είναι πάντα ρόδινη, αλλά θα υπομείνω για το καλό των αυτοκρατοριών μας. Να σου εκμυστηρευθώ και κάτι άλλο; Μάλλον τον έχω ερωτευτεί! Παρά τη συμπεριφορά του είναι τόσο τέλειος! Και τόσο αθώος, σαν παιδί… Με λίγη καθοδήγηση θα γίνει σπουδαίος βασιλιάς».
Η Λυδία πάγωσε. Το σχέδιό τους σχεδόν είχε τιναχτεί στον αέρα. Η δούκισσα ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει ο γάμος ό,τι και να έκανε ο αδελφός της. Και σίγουρα δεν ήθελε να ρισκάρει την οργή του βασιλιά αλλά και των Ορδενσιανών αρνούμενος ευθέως τον γάμο ή προσβάλλοντας την Αουρέλια. Το έμπειρο μάτι της Αουρέλιας παρατήρησε την αδυναμία της πριγκίπισσας και ετοιμάστηκε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα.
            «Αρκετά όμως με τα δικά μου. Εσύ τι σκέφτεσαι για το μέλλον; Υπάρχει κάποιος; Συγγνώμη αν γίνομαι αδιάκριτη, αλλά υποθέτω τώρα που είμαι κι εγώ μέλος της οικογένειας δεν πειράζει. Όσο είμαι εδώ πάντως δεν μπορώ να πω ότι είδα κάτι».
            «Ε, όχι, δεν… Δεν υπάρχει κάτι» είπε βιαστικά η Λυδία προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρει τρόπο να αλλάξει το θέμα της συζήτησης. Η Αουρέλια, όμως είχε οργανωμένο σχέδιο και δε θα άφηνε περιθώρια στο θύμα της.
            «Πολύ ωραία! Αυτό είναι ευχάριστο!» Η Λυδία την κοίταξε έκπληκτη. «Σου έχω ευχάριστα νέα» συνέχισε η Αουρέλια. «Επικοινώνησα με τη μητέρα και της μίλησα για σένα. Σε λίγες μέρες θα σε ζητήσει σε γάμο ο Πρώτος Ναύαρχος της αυτοκρατορίας μας! Τυχερή! Θα ταξιδεύεις σε όλο το σύμπαν!»
Το χτύπημα ήταν μεγαλύτερο απ' ότι άντεχε η Λυδία. Το φως έσβησε και το έδαφος χάθηκε κάτω από τα πόδια της. Σωριάστηκε στα χέρια της ακολουθίας της.
            «Καημενούλα» σχολίασε χαιρέκακα η Αουρέλια. «Δεν άντεξε την τόση ευτυχία». Με εσένα τελείωσα, είπε μέσα της, ο δρόμος για τον άλλο είναι τώρα ανοιχτός. Για πρώτη φορά από όταν έφτασε στο ανάκτορο ένα πλατύ χαμόγελο στόλιζε το πρόσωπο της Αουρέλιας.


Αργά μέσα στη νύχτα τα δύο αδέλφια και εραστές συναντήθηκαν με χίλιες προφυλάξεις.
            «Αγάπη μου».
            «Άγγελέ μου».
Τα χείλη τους ενώθηκαν και με δυσκολία συγκράτησαν τον πόθο που έκαιγε τα κορμιά τους.
            «Έχω φρικτά νέα! Όλα πάνε στραβά».
            «Τι έγινε, φως μου; Ανακάλυψε τίποτα η Αουρέλια;»
            «Όχι! Αλλά έχει βαλθεί να μας χωρίσει. Θέλει να με παντρέψει με το Ναύαρχό τους. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»
            «Ω, φως! Δεν είναι δυνατόν! Τι θα κάνουμε τώρα;»
            «Δεν ξέρω, δεν ξέρω… Αν εσύ δεν μπορείς να αρνηθείς το γάμο σου με την Αουρέλια, φαντάσου τη δική μου θέση».
            «Μήπως πρέπει να φύγουμε; Να εξαφανιστούμε μαζί; Να τα παρατήσουμε όλα και να ζήσουμε σαν δυο απλοί ερωτευμένοι;»
            «Και πώς θα αντέξουμε μια ζωή κυνηγημένοι; Σκέψου την οργή του πατέρα, την προσβολή στους Ορδενσιανούς… Αν μας επικυρήξουν; Νομίζεις θα περάσουμε απαρατήρητοι όπου και να πάμε; Είμαστε διάσημοι, ειδικά εσύ, το ξεχνάς;» Σιωπή απλώθηκε. Την κράτησε λίγο ακόμη στην αγκαλιά του και μετά πάλι κρυφά με πολλές προφυλάξεις χώρισαν.
Οι επόμενες μέρες ήταν απαίσιες. Ήταν λες και το φως τούς είχε εγκαταλείψει. Το χαμόγελο είχε σβήσει από τα χείλη τους. Μαζί τους υπέφεραν και όλοι στο ανάκτορο, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πει κάτι. Βουβά κουβαλούσαν μέσα τους τον πόνο και το βαρύ μυστικό. Επιπλέον με το μυαλό του Michelangelo και της Λυδίας απασχολημένο με τα προβλήματά τους η Αουρέλια άρχισε να επιβάλλεται στο ανάκτορο δίνοντάς τους μια πρόγευση για το τι τους επιφύλασσε το μέλλον.
Ένα βράδυ ο Άγγελος γύρισε κουρασμένος και απογοητευμένος στα διαμερίσματά του και αφού ετοιμάστηκε καληνύχτισε τους προσωπικούς του υπηρέτες και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Πηγαίνοντας στο κρεβάτι άκουσε έκπληκτος την πόρτα πίσω του να κλειδώνει. Γύρισε ξαφνιασμένος και πάγωσε. Μπροστά του στεκόταν η Αουρέλια ντυμένη ή μάλλον ημίγυμνη με προκλητικά εσώρουχα.
            «Τι κάνεις εδώ;» μπόρεσε να πει.
            «Εσύ τι λες;» του είπε κοροϊδευτικά. «Ήρθα να πάρω ό,τι δικαιωματικά μου ανήκει» κινήθηκε προκλητικά προς το μέρος του.
            «Σε παρακαλώ φύγε! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα, ούτε νιώθω το παραμικρό για σένα».
Ξαφνικά η Αουρέλια τινάχτηκε σαν τίγρης και ο Άγγελος σχεδόν δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε κάτω ακινητοποιημένος με το γόνατό της στην πλάτη του και το χέρι της να του τραβάει το κεφάλι από τα μαλλιά. Του μίλησε με μια σκληράδα στη φωνή που δεν είχε ακούσει ποτέ πριν.
            «Άκου με προσεκτικά, γιατί μια φορά θα το πω. Δεν με ενδιαφέρει στο ελάχιστο τι νιώθεις για μένα. Θα γίνω η βασίλισσά σου και αυτό να το χωνέψεις καλά! Και τώρα κάνε μου έρωτα όπως θα κάνεις όποτε σου ζητάω από εδώ και μπρος, γιατί αλλιώς θα φύγω και θα μάθουν όλοι ότι είσαι ένας ανίκανος που αρνείσαι τη γυναίκα σου για χάρη ποιος ξέρει ποιων! Και τότε θα αντιμετωπίσεις την οργή του πατέρα μου, εσύ κι όλο σου το βασίλειο! Κατάλαβες «καλλιτέχνη»;
Ο Άγγελος είχε παραλύσει. Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Τι σατανικό πλάσμα ήταν αυτή η γυναίκα;
            «Ναι» ψιθύρισε τελικά παραδομένος.
Τον άφησε απότομα και πήγε στο κρεβάτι.
            «Έλα!» τον διέταξε.
Πήγε και τα βήματά του ήταν σαν να ανήκαν σε άλλον. Πού ήταν το φως, πού ήταν η αγαπημένη του τώρα που τη χρειαζόταν; Απρόθυμα την αγκάλιασε και προσπάθησε να μη σκέφτεται. Δεν περίμενε άλλωστε πολλά από αυτόν. Έκανε το κορμί του παιχνίδι της. Δεν υπήρχε καμία ομορφιά στην πράξη τους μόνο δύναμη και βία. Εκεί στο σκοτάδι χωρίς φως, χωρίς ελπίδα τον έκανε δικό της. Κάποια στιγμή μετά από ώρα που φάνηκε αιώνας, αφού είχε πάρει ό,τι ήθελε, τον άφησε.
            «Έχω πάει με πολύ καλύτερους» του πέταξε περιφρονητικά. Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου της έριξε ένα χαστούκι. Αυτή χαμογέλασε. «Ίσως έχεις λίγο ζωντάνια μέσα σου. Μπορεί να περάσουμε και καλά» του έκλεισε το μάτι κι έφυγε.
Ένιωσε ναυτία. Πήγε στο μπάνιο. Κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη δεν άντεξε και έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε μέχρι το πρωί.



Είχε μεσημεριάσει όταν πήρε απόφαση να βγει στο ανάκτορο. Σχεδόν αμέσως η Λυδία έτρεξε κοντά του.
«Άγγελε, πώς είσαι έτσι; Τι έγινε;»
Ανακάλυψε ότι ντρεπόταν να την κοιτάξει στα μάτια. Τι να της έλεγε; Ότι δεν ήταν αρκετά δυνατά τα αισθήματά του για εκείνη και υπέκυψε στον ωμό εκβιασμό; Ότι φοβήθηκε; Ότι την απάτησε με μια γυναίκα που μισούσε;
«Τίποτα, απλά είμαι κουρασμένος» προσπάθησε να χαμογελάσει.
Η Λυδία έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε. Δεν τολμούσαν να ανοιχτούν περισσότερο δημόσια. Ο Άγγελος προσπάθησε να αποφύγει να τη συναντήσει ιδιαιτέρως, δεν είχε τι να της πει. Και η Αουρέλια ήρθε ξανά και ξανά και κάθε φορά εξαγόραζε την ανοχή της παραδίνοντας το κορμί του και κρύβοντας την ψυχή του. Μέσα του είχε σβήσει το φως. Όλο και περισσότερο βυθιζόταν στη θλίψη και την παράδοση. Η καρδιά της Λυδίας γινόταν κομμάτια να τον βλέπει σε αυτή την κατάσταση, αλλά αυτός την απέφευγε. Δε γινόταν να συνεχίσει έτσι. Δεν μπορούσε να αφήσει το φως, τον έρωτά τους να σβήσει έτσι.

Ένα βράδυ αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει. Δε θα τον άφηνε έτσι. Με πολλές προφυλάξεις έφτασε στα διαμερίσματά του. Ευτυχώς δε συνάντησε κανέναν. Πήγε να χτυπήσει την πόρτα του υπνοδωματίου και πάγωσε. Αυτά που άκουγε από μέσα δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο. Και ήταν απόλυτα σίγουρη ποια ήταν μέσα. Ένιωσε προδομένη. Όλα γκρεμίστηκαν μέσα της. Πώς μπόρεσε να της το κάνει αυτό; Γι' αυτό την απέφευγε; Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της. Γύρισε να φύγει, αλλά πριν κάνει δυο βήματα η οργή ξεχείλισε από μέσα της και σταμάτησε. Όχι, αυτό θα τελειώσει εδώ και τώρα, σκέφτηκε.
Άνοιξε απότομα την πόρτα του δωματίου προετοιμασμένη για όλα. Και τους είδε και την είδαν. Και είδε την ντροπή στα μάτια του και είδε την περιφρόνηση στα μάτια της άλλης. Και είδαν τη φλόγα της οργής που ζητά δικαίωση στα δικά της. Και είδε την πράξη τους που δεν είχε ούτε ομορφιά, ούτε αγάπη, ούτε ποίηση. Και είδαν την μορφή της που φωτιζόταν σαν άγγελος τιμωρός.
            «Τι συμβαίνει εδώ;» φώναξε. «Δεν ντρέπεσαι; Γι' αυτό δεν μου μιλούσες;»
Η Αουρέλια είχε μείνει άναυδη. Τι δουλειά είχε αυτή; Και τι ασυναρτησίες ήταν αυτές; Είδε τον Άγγελο να μαζεύεται και να ψελλίζει:
            «Θα σου εξηγήσω, συγγνώμη, απλά δεν μπορούσα…»
Η Αουρέλια συνήλθε από την έκπληξη.
            «Τι συμβαίνει εδώ; Εσύ πώς τολμάς να μπαίνεις στο υπνοδωμάτιό μας! Και τι ασυναρτησίες είναι αυτές; Τι ρόλο παίζεις;»
            «Θέλω αύριο να φύγεις από εδώ! Αρκετή ζημιά έκανες! Βρες άλλο βασίλειο να κυβερνήσεις! Αφού δεν τον αγαπάς!»
            «Από πότε η αδελφή του διαδόχου παρεμβαίνει σε ότι κάνει με τη γυναίκα του;»
Η Λυδία γύρισε στον Άγγελο.
            «Άγγελε, είναι αυτή η γυναίκα σου;» Αυτός έσκυψε το κεφάλι. «Απάντησέ μου! Πες μου ότι την αγαπάς έστω και στο ελάχιστο, ότι βλέπεις το φως στα μάτια της και δε θα σας ενοχλήσω άλλο. Ποτέ!»
            «Όχι» ψιθύρισε. «Εσύ είσαι η μόνη γυναίκα που αγάπησα και λυπάμαι που δεν είχα το θάρρος να αντισταθώ…»
Η Αουρέλια έμεινε στήλη άλατος. Αυτό δεν μπορούσε να το διανοηθεί.
            «Τι λέτε; Είστε τρελοί; Μεταξύ σας δύο αδέλφια; Είναι κάποιο κόλπο;»
Ο Άγγελος αγκάλιασε και φίλησε με πάθος τη Λυδία.
            «Άκουσες την αδελφή μου» της είπε. «Φύγε!»
            «Εκτός αν θες να δεις με τα μάτια σου την απόδειξη του έρωτά μας» είπε η Λυδία.
Η Αουρέλια τους είδε μαζί, είδε το φως στη ματιά τους, τον τρόπο που χαμογελούσαν και κατάλαβε ότι έλεγαν αλήθεια.
            «Φεύγω. Κρατήστε τον άνομο έρωτά σας. Αλλά να είστε προετοιμασμένοι για το τίμημα». Έφυγε τρέχοντας μέσα στη νύχτα. Στο μυαλό της στριφογύριζαν δεκάδες επιλογές και σενάρια.
            «Και τώρα;» ρώτησε ο Άγγελος
Η Λυδία απλά τον φίλησε και ο έρωτάς τους ξανάνθισε σαν το φως που ανέτειλε.



Μιχάλης Κοτσαρίνης