Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 38)

Ξύπνησε απότομα. Δεν θυμόταν πόσες ώρες ήταν βυθισμένη σε εκείνο το περίεργο όνειρο που την έκανε να ιδρώσει. Το κορμί της το ένιωθε μολυβένιο, τόσο δύσκαμπτο που με δυσκολία κατάφερε να διώξει από πάνω της τα σεντόνια. Την πονούσε κι το χέρι της, το οποίο ήταν μελανιασμένο. Δεν θυμόταν πότε της είχαν αφαιρέσει τον ορό, αλλά ούτε την ενδιέφερε κιόλας.
Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να φύγει από εκεί μέσα. Το είχε δει στο μάτι του πως η τρέλα αν δεν είχε πλησιάσει ήταν πολύ κοντά. Προσπάθησε να σηκωθεί. Ένιωθε το πάτωμα να γλιστράει κάτω από τα πόδια της. Δεν μπορούσε να ισορροπήσει. Έπεσε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Έβαλε όση δύναμη μπορούσε στα χέρια της για να σηκωθεί.
Η πόρτα άνοιξε απροειδοποίητα. Μια μεσόκοπη γυναίκα μπήκε τρομαγμένη στο δωμάτιο, καθώς την είδε στο πάτωμα να σέρνεται στην κυριολεξία. Κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της και έτρεξε κοντά της να την βοηθήσει.
«Τι σου έκανε ο παλιάνθρωπος;» την ανασήκωσε στην αγκαλιά της και την τοποθέτησε με προσοχή στην ασφάλεια του κρεβατιού. «Περίμενε εδώ, φέρνω να φας κάτι», της χαμογέλασε στοργικά και μέσα στα επόμενα λεπτά επέστρεψε με ένα ζεστό πιάτο σούπας.
«Δεν πεινάω…» η Νεφέλη γύρισε αλλού το βλέμμα της για να αποφύγει την κουταλιά που ήταν έτοιμη να προσγειωθεί στο στόμα της.
«Πρέπει να φας κόρη μου. Δεν κάνει να μένεις νηστική, είσαι ήδη πολύ αδύναμη», της χάιδεψε τρυφερά το μάγουλό της. «Τι σου έκανε ο αλήτης;»
«Ποιος είναι; Τι θέλει από εμένα; Θέλω να πάω σπίτι μου», βούρκωσαν τα μάτια της καθώς θυμόταν τον πατέρα της και τον Φίλιππο.
«Φάε τώρα και ξεκουράσου», της άφησε την σούπα δίπλα της και σηκώθηκε. «Θα επιστρέφω σε λί…», πριν προλάβει να τελειώσει την φράση της, ένας δυνατός κρότος ακούστηκε.
Η Νεφέλη τινάχθηκε όρθια. Η γυναίκα έμεινε έντρομη να κοιτάζει την πόρτα. Κάποιος προσπαθούσε να μπει. Έβαλε το κορμί της μπροστά από την Νεφέλη. Δεύτερος κρότος και ένας τρίτος και η πόρτα άνοιξε. Εισέβαλε στον χώρο τρελαμένος ο Φρέντερικ βρίζοντας. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο και στο τέλος έριξε το βλέμμα του προς την Νεφέλη. Την κοίταξε για αρκετά δευτερόλεπτα και την πλησίασε με αργό βήμα.
«Μην την πειράξεις», τον παρακάλεσε κλαψιάρικα η γυναίκα.
«Σκάσε εσύ! Εσύ! Εσύ πρόσεξε πολύ καλά! Μην διανοηθείς να ξεφύγεις γιατί τότε δεν θα σε λυπηθώ. Θα σε σκοτώσω!» είπε απειλητικά προς την Νεφέλη και έφυγε νευριασμένος.
Τέταρτος κρότος ακούστηκε, αυτή την φορά από διαφορετική μεριά. Φωνές ακούστηκαν και γρήγορα βήματα. Ο επόμενος κρότος έμοιαζε με σπάσιμο τζαμιού. Τέσσερις πυροβολισμοί και μια πόρτα να χτυπά με δύναμη.
«Φοβάμαι», ψέλλισε η Νεφέλη με κομμένη ανάσα. Η γυναίκα κάθισε δίπλα της και προσπάθησε να την ηρεμήσει.
Ένας ψηλός άντρας μπήκε με φόρα στο δωμάτιο σπάζοντας την πόρτα. Έριξε μια γρήγορα ματιά προς την Νεφέλη και της πέταξε ένα σχοινί. Έστρεψε το όπλο προς το παράθυρο και με δύο βολές το έσπασε.
«Ήρθα για να σε σώσω. Φύγε! Τρέξε Νεφέλη και μην κοιτάξεις πίσω σου», την διέταξε και η Νεφέλη προσπάθησε να βρει την ισορροπία της για να φύγει. Το ήθελε κι αυτή τόσο πολύ να ξεφύγει από αυτόν τον εφιάλτη αλλά τα πόδια της δεν ακολουθούσαν τις εντολές του εγκεφάλου. «Γαμώτο! Δεν έχουμε χρόνο» αναστέναξε ο ξένος άντρας και την πήρε αγκαλιά.
Λίγο πριν προλάβει να κρεμαστεί από το σχοινί, ακούστηκαν άλλοι δύο πυροβολισμοί και μια κραυγή πόνου. Ο Φρέντερικ είχε μπει μέσα στο δωμάτιο και με στραμένο το όπλο προς τον ξένο άντρα που κρατούσε την Νεφέλη αγκαλιά, πλησίαζε αργά αλλά σταθερά.
«Πουλημένε!» κάγχασε προς τον άγνωστο άντρα.
«Τέλειωνε Φρέντερικ με θύμα αυτούς που φταίνε. Άσε την Νεφέλη να φύγει», ήταν μάλλον γνωστοί.
«Σε μισώ Άγγελε! Σε εμπιστεύτηκα και εσύ… ερωτεύτηκες. Μαζί θα σας σκοτώσω», τράβηξε την λαβή και με το ένα δάχτυλο στην σκανδάλη σημάδευσε προς το μέρος τους.
Η Νεφέλη έκλεισε ενστικτωδώς τα μάτια της και περίμενε το τέλος. Ήταν σίγουρη πως δεν θα γλίτωνε αυτή την φορά. Ένα μακρόσυρτο «όχι» ακούστηκε και κάποιος εισέβαλε στο δωμάτιο. Άνοιξε τα μάτια της και είδε τον Φίλιππο να παλεύει με τον Φρέντερικ στο πάτωμα, ενώ ο πατέρας της μόλις που κατέφθασε.
Ο Ντίνος είχε καταφέρει να αποσυντονίσει τον Φρέντερικ και τον είχε ρίξει στο πάτωμα προσπαθώντας να του πάρει το όπλο. Ξαφνικά κάτι μέσα στο κεφάλι του ξύπνησε και κοίταξε την Νεφέλη. Για εκείνη ήταν εκεί, εκείνη ήθελε να σώσει.
«Φύγε! Φύγε Νεφέλη!» της φώναξε με όση δύναμη είχε κι αυτό ήταν κι το λάθος του.
Ο Φρέντερικ βρήκε την ευκαιρία και άρπαξε το όπλο, σέρνοντας το σώμα του πιο πέρα. Έπιασε τον Ντίνο από τον λαιμό.
«Αν φύγεις, θα του τινάξω τα μυαλά στον αέρα. Κανείς δεν θα φύγει απόψε, τουλάχιστον όχι ζωντανός», έλεγε νευρικά, ενώ έτρεχε αίμα από την μύτη και το στόμα του.
«Τελείωσε Φρέντερικ!» του είπε ο Άγγελος που κρατούσε ακόμα την Νεφέλη στην αγκαλιά του. «Παραδώσου και μην κάνεις καμιά…»
«Θα το κάνω! Θα σας σκοτώσω όλους! Τώρα! Εδώ!» έλεγε ενώ έσφιγγε το κεφάλι του Ντίνου πάνω στο όπλο του.
«Εσύ θα σκοτώσεις εμάς κι εγώ εσένα», του είπε ο Άγγελος και έστρεψε το όπλο του προς τον Φρέντερικ.
Με μια απότομη κίνηση το όπλο του στράφηκε προς τον Αλέξανδρο, ο οποίος είχε σηκώσει τα χέρια του ψηλά.
«Εσύ φταις για όλα», έλεγε ο Φρέντερικ σαν να έφτυνε τα λόγια του.
Ένας πυροβολισμός ακούστηκε έξω από την πόρτα. Ο Φρέντερικ έπεσε στο πάτωμα αιμόφυρτος, ενώ το χέρι του είχε πατήσει ήδη την σκανδάλη του όπλου του που ήταν στραμμένη προς τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος έπεσε κι αυτός στο πάτωμα με το αίμα να βάφει κόκκινα τα ρούχα του.
«Μηηηηηηηη», φώναξε η Νεφέλη και ξέσπασε σε λυγμούς.
Η Χριστίνα μπήκε στο δωμάτιο έντρομη. Κοίταξε τον Ντίνο με απολογητικό ύφος και έτρεξε προς τον Αλέξανδρο. Έδωσε και στους δύο τις πρώτες βοήθειες και λίγο αργότερα κατέφτασε το ασθενοφόρο.

Η Νεφέλη πάλευε να ξεφύγει από τα χέρια του Άγγελου για να τρέξει στον πατέρα της. Ήταν άραγε ζωντανός; Τσίριζε και έκλαιγε. Ένας γιατρός πήρε την Νεφέλη και της έβαλε μια ένεση, πριν την βάλει στο ασθενοφόρο. Λίγα λεπτά μετά όλα ήταν μαύρα…

Βασιλική Κυργιαφίνη