Αννάμεσα (Κεφάλαιο 7)

Η θεία ανέθρεψε την Κυριακή –της έδωσε το όνομα της συγχωρεμένης της γιαγιάς της– καλύτερα και από βιολογικό της παιδί. Φρόντιζε επιμελώς να μην κυκλοφορεί σε δρόμους που μπορεί να έπεφτε μούρη με μούρη με την ανιψιά της. Μάθαινε τα νέα της απο τον περιπτερά. Άλλο που δεν ήθελε ο γερο-Σάββας να μοιράζει πρωτοσέλιδα απο στόμα σε στόμα για τα καμώματα της Άννας της ζαβής.
Έτσι η θεία της είχε μάθει και για το «σπίτι» και για τα λούσα της ανιψιάς της, αλλά και για μία ακόμη εγκυμοσύνη.
Ο Σάββας χτυπιόταν πως το παιδί το πούλησε, λέει, στην κυρά-Φώφη, γιατί ήταν ένα κορίτσι, το δεύτερο κορίτσι της Άννας. Γεννήθηκε πανέμορφη, καταξανθή, με πράσινα αμυγδαλωτά ματάκια. Την είδε, λέει, η κυρα-Φώφη και της σάλεψε. Φώναζε μέσα στο νοσοκομείο: «Μου τη χρωστάς, μωρή, την κόρη σου. Θα μου το δώσεις το μωρό να κλείσουμε λογαριασμούς!»
Για την Άννα αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Ήταν μία ακόμη «καταλάθος εγκυμοσύνη». Το πιασε σε ένα όργιο και ούτε ήξερε ποιους από όλους τους επιβήτορες ήταν ο πατέρας της πανέμορφης μικρής. Ούτε λόγος για συναίσθημα. Ούτε ένα μικρό σάλεμα μέσα στην άδεια της καρδιά δεν ένιωσε. Ίσα ίσα μπελά την έβλεπε. Μία ακόμη πολύμηνη καθυστέρηση για τη δουλειά. Το έδωσε το κορίτσι χωρίς δεύτερη σκέψη στην κυρα-Φώφη με την υπόσχεση να μην την αναζητήσει ποτέ.
Έχει όμως η ζωή δικούς της νόμους, δε δέχεται το άδικο, δε σηκώνει τη λιποταξία. Έσφαλες; Θα έρθει το πλήρωμα εκείνο που θα σου πάρει μία προς μία πίσω τις οφειλές σου.
Το δέυτερο κορίτσι της Άννας, η Ευγενία, μεγάλωνε σαν πριγκίπισσα στο αρχοντικό της κυρα-Φώφης. Που ­–ποιος να το περίμενε–, λες και το παιδί αυτό, δώρο αναπάντεχο απο κάποιον παράδεισο που δεν ξεχνά τους παραστρατισμένους, την άλλαξε, τη μαλάκωσε. Της έδωσε κίνητρο, πνοή, ζωή. Αλλά, κυρίως, της έδωσε συνείδηση.
Πριν συμπληρώσει η μικρή Ευγενία τον πρώτο της χρόνο, η κυρα-Φώφη είχε πουλήσει όλα τα μαγαζιά και είχε παραχωρήσει όλες τις «υπαλλήλους». Με τα λεφτά αγόρασε ένα μικρό μπακάλικο. Και μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε η κυρα-Φώφη εκεί, στο ταμείο του μικρού μπακάλικου τρισευτυχισμένη, ταπεινή και γεμάτη πια, μεγάλωνε τίμια το παιδί που έμελλε να της αλλάξει όχι μόνο τη ζωή της, αλλά την ψυχή της, την ίδια.


Για τη μάνα των κοριτσιών, την Άννα τη ζαβή, πέρναγαν νερό καυτό τα χρόνια από πάνω της. Της χάραζαν το κορμί, μα πιο πολύ το πρόσωπο. Και στα τριάντα δύο της πια ήταν σωστή γριά. Με μαλλί ξανθό καμένο από τις βαφές, με ένα φτηνό κόκκινο κραγιον πασαλειμμένο ως μέσα τα δόντια της και με κάτι ρούχα περασμένης εποχής, ξεφτισμένα από την ασωτία, λεκιασμένα από το στίγμα της το ίδιο, κυκλοφορούσε με βλέμμα γεμάτο αλαζονεία.
Ήτανε, νόμιζε, κοντέσα .Την προσκύναγαν, έλεγε, οι πάντες. Μόνο που δεν έβλεπε τον χλευασμό πίσω από την πλάτη της. Τα βλέμματα γεμάτα αποστροφή καθώς περπάταγε στις γειτονιές.
Το «σπίτι» της πια δεν είχε πέραση. Η ίδια δεν είχε πια κανέναν ενδιαφέρον για τους αρσενικούς, μιας και οι λίγοι εναπομείναντες που δεν την είχαν δοκιμάσει, απο τις περιγραφές και τις ιστορίες δεν ήθελαν ούτε απέξω να περάσουν.
Η Άννα καθόλου δεν έσκαγε. Είχε κάνει γερό κομπόδεμα. Είχε κιόλας αγοράσει και ένα εξοχικό απέναντι στη Σαλαμίνα. Και είχε ήδη σχέδιο να μεταφέρει εκεί τη δουλειά. Όλοι οι εργάτες θα έκαναν ουρά, για να απολάυσουν τις υπηρεσίες του «σπιτιού» της, που η φήμη του ήταν καλύτερη απο τα έργα που έπαιζαν εκεί μέσα.
Μια και δυο, πούλησε το σπίτι και μεταφέρθηκε με χαρές και πανηγύρια απέναντι. Έκανε και εγκαίνια. Και οι γειτόνισσες περνάγανε μπροστά απο το σημαιοστολισμένο αρχοντικό και έσκυβαν το κεφάλι, που τέτοια ντροπή φύτρωσε στη γειτονιά τους.
Μάζεψε όλες τις τελειωμένες ιερόδουλες. Δεν είχε καιρό ούτε για ψάξιμο και σίγουρα δεν ήταν διατεθειμένη να πληρώσει παραπάνω απο δύο χιλιάρικα το κεφάλι.
Δούλεψε έτσι για κάνα δυο χρόνια. Οι ντόπιοι φυσικά δεν πλησιάζανε. Κλειστή η κοινωνία και το στίγμα βαρύ και ασήκωτο. Έκανε δουλειά με τα καράβια.
Και έπαιρνε μέχρι και δέκα χιλιάρικα για ένα «απλό» και είχε φτάσει να πληρωθεί έως και εισοσιπέντε καφετιά για ένα όργιο.

Μάζευε λεφτά η Άννα. Τα μάζευε και τα λάτρευε, όπως ποτέ δε μάζεψε και δεν αγάπησε την ύπαρξη της την ίδια. Παιδιά δεν είχε, έλεγε, οι γονείς της πεθάναν, έλεγε. Και ήδη στα τριάντα εφτά της είχε αρχίσει να βουτάει μία στην αλήθεια και μια στην παράννοια.


Μαρία Π. Ψαθά