Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφαλαιο 9)

Τον Ιούνιο ξεκίνησε πλέον η εφόρμηση του στρατού στ’ ανατολικά, την οποία όλοι όσοι στήριζαν τις αποφάσεις της βενιζελικής κυβέρνησης, παλαιοελλαδίτες και Μικρασιάτες, χαιρέτησαν μ’ ενθουσιασμό. Μαζί τους θα πολεμούσε πλέον κι ο μεγάλος αδελφός της Βαγγελιώς, ο Δήμος.
Πριν εκκινήσουν οι επιχειρήσεις, ο Σταύρος κι η Ειρήνη Κοτζαμπάσογλου, οι γονείς της, αρραβώνιασαν την πρωτοκόρη τους τη Ζωή μ’ έναν φίλο και παλιό συμμαθητή του Δήμου, και νυν υποψήφιο συμπολεμιστή του, τον Πάνο, τον οποίο εκείνη αγαπούσε από καιρό. Φυσικά στη χαρά της κόρης τους δεν μπορούσαν να μην καλέσουν το Σίμο, που ήταν χρόνια φίλος τους όπως κι οι θυγατέρες τους, και την οικογένειά του. Βίωσαν όλοι μια υπέροχη βραδιά. Η εικοσάχρονη κοπέλα ακτινοβολούσε μέσα στο καλό της φόρεμα κι ο μνηστήρας της έδειχνε πολύ ερωτευμένος και τρυφερός μαζί της. Δε χόρταινε να τους κοιτάζει η Βαγγελιώ, κι η Κατίνα τη συνεριζόταν απόλυτα.
«Κοίτα τους βρε Κατίνα... Η αδελφούλα μου είναι τόσο ευτυχισμένη!» έλεγε.
«Ναι Βαγγελιώ μου... Κι ο αρραβωνιαστικός της πολύ έμορφος! Φαίνεται πολύ καλό παιδί» συμφωνούσε.
«Είναι! Μακάρι να ’χουμε κι εμείς τη τύχη της!» ευχήθηκε. Η Κατίνα έστρεψε για λίγο το βλέμμα της σ’ εκείνη καθώς καμάρωνε την αδελφή της και της χάριζε συνεχώς φωτεινά χαμόγελα. Σκέφτηκε ότι ίσως κάποια στιγμή έπρεπε να μιλήσει στη φίλη της για τον καημό που την παίδευε. Δεκαπέντε είκοσι μέρες είχε να δει το Μανώλη, από τότε που εξομολογήθηκαν την αγάπη τους, και της έλειπε ήδη τρομερά. Η θύμηση του φιλιού τους την έκανε ν’ αναστενάζει κρυφά κι υπήρχαν φορές που η επιθυμία της να τον δει και να τον αγγίξει την κρατούσαν ξάγρυπνη νύχτες ολόκληρες. Ωστόσο υπομόνευε, διότι ήξερε πόσο δύσκολη ήταν η σχέση τους, και διασκέδαζε τον εαυτό της μ’ άλλα πράγματα. Τούτη η ώρα όμως ανήκε σ’ αυτές που η φλόγα φούντωνε. Δεν καταλάβαινε αν έφταιγε η θέα του ερωτευμένου ζευγαριού την οποία αντάμωνε, ένιωθε πάντως την ανάγκη να εκφράσει σε κάποιον τα συναισθήματά της. Και ποιός ήταν πιο κατάλληλος γι’ αυτό από την κολλητή της; Η Βαγγελιώ δεν έμοιαζε με την πλειονότητα των κοριτσιών του Παρθεναγωγείου στα οποία κι η παραμικρή αναφορά, ακόμη κι ο υπαινιγμός για ερωτικά ζητήματα, προκαλούσε υπέρμετρες εκδηλώσεις σεμνοτυφίας ή σπασμωδικά χάχανα, ενώ άλλες ξεγλιστρούσαν σχεδόν τρομοκρατημένες. Της ξένιζε όλο αυτό της Κατίνας. Λες κι η λέξη άντρας ήταν κάτι το επικίνδυνο... Όχι, η φίλη της δεν είχε καμιά σχέση· πρόσχαρη, ευγενική κι εχέμυθη, θα την άκουγε σίγουρα- η μόνη της ένδοια ήταν πως θα ’παιρνε το γεγονός ότι αγαπούσε ένα φτωχό. Μα κι αυτό πάλι πόσο κακό μπορούσε να χαρακτηριστεί; Ο Μανώλης είχε αρετές που θα ζήλευαν δέκα άρχοντες... Γιατί λοιπόν να φοβόταν;
«Σταύρο να σου ζήσουνε! Και στις χαρές της Βαγγελιώς!» διέκοψε τις σκέψεις της ο Σίμος υψώνοντας το ποτήρι του κι η φιλενάδα της χαμογέλασε αθώα, δείχνοντας την οδοντοστοιχία της.
«Να ’σαι καλά Σίμο! Επίσης για την κόρη σου!» ανταπέδωσε ο Σταύρος κι η Κατίνα κοκκίνισε.
«Βαγγελιώ» πρόφερε συνωμοτικά ύστερα από λίγο ενώ όλοι οι υπόλοιποι έπιναν και κουβέντιαζαν, σφίγγοντας αμυδρά το μπράτσο της.
«Τι είναι;» απόρησε το κορίτσι.
«Πάμε λίγο έξω; Θέλω να σου μιλήσω» είπε κοντά στ’ αυτί της.
«Εντάξει» συγκατέθεσε εκείνη και βγήκαν μαζί στη βεράντα. Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα κι ένα γλυκό αεράκι έπνεε, σείοντας το φύλλωμα των δέντρων στον κήπο του σπιτιού τους, που απλωνόταν ακριβώς κάτω απ’ τα πόδια τους.
«Λοιπόν;» τη ρώτησε, με τους αγκώνες τους ν’ ακουμπούν στο μαρμάρινο περβάζι. «Τι σε βασανίζει;»
«Φιλενάδα...» πήγε να πει, μα ο δισταγμός τής έθετε φραγμό στο στόμα της.
«Τι είναι βρε Κατινιώ; Μίλα λεύτερα, φίλη σου είμαι!» την ενθάρρυνε.
«Εγώ...»
«Ναι;» έκανε μ’ αγωνία η Βαγγελιώ.
«Ερωτεύτηκα...» ξεστόμισε μέσα απ’ τα δόντια της.
«Τι; Μίλα πιο δυνατά! Δε δαγκώνω!» την πρόσταξε.
«Ερωτεύτηκα» επανέλαβε.
«Ε και; Κακό είναι αυτό;» κούνησε τους ώμους. «Τι το λες έτσι, λες κι έχεις κάμει έγκλημα;»
«Δίκιο έχεις, δεν είν’ κακό...» παραδέχτηκε αβέβαιη η Κατίνα.
«Και ποιός είναι ο τυχερός;» συνέχισε ακάθεκτη η Βαγγελιώ.
«Τυχερός;» αμφισβήτησε το χαρακτηρισμό της η κοπέλα.
«Τυχερός! Αφού ’σαι κούκλα!» την κολάκεψε.
«Υπερβάλλεις...»
«Δεν υπερβάλλω καθόλου! Το ’ξερα πως όλο και κάποιον θα πλάνευες!» την αντέκρουσε πονηρά. «Ποιός είναι, θα με πεις;»
Δάγκωνε αγχωμένη το κατωχείλι της, τα δάχτυλά της έσμιγαν και ξέσμιγαν ιδρωμένα - «Εεμμ...»
«Έστω τ’ όνομά του...» επέμεινε.
«Μανώλη τόνε λένε» εκμυστηρεύτηκε.
«Μάλιστα!» φάνηκε ικανοποιημένη η Βαγγελιώ. «Ποιανού είναι, ξεύρεις; Κανένας απ’ αυτούς του Αρρεναγωγείου;»
Κόμπιασε. «Όχι...»
«Τότε;» ο τόνος της φίλης της έγινε απότομα σοβαρός.
«Είναι... φτωχόπαιδο Βαγγελιώ» εξαπέλυσε τον πρώτο κεραυνό κι είδε την οφρύ της ν’ ανασηκώνεται μ’ έκπληξη.
«Τι είπες τώρα; Πως έγινε;» ψέλλισε.
«Έγινε... Ο μοναχογιός του κυρ - Στρατή του Ασλάνογλου, τον εγνώριζα απ’ όταν ήμασταν παιδιά... Τον είδα πέρυσι, στο πανηγύρι της Παναγιάς και...»
Σταμάτησε τη διήγησή της κι είδε τη φίλη της να τη θωρεί αποσβολωμένη. «Και τόσους μήνες... αγαπάς αυτόν;»
«Ναι» απάντησε. Η όψη της συναντούσε το δάπεδο, κι οι βρύσες των ματιών της ετοιμάζονταν να δακρύσουν.
Η Βαγγελιώ δε μίλησε. Δεν άνοιξε το στόμα ούτε για να τη μαλώσει, ούτε για να την οικτίρει. Μοναχά, αμίλητη, πλησίασε κι αγκάλιασε θερμά τη φίλη της, βυθίζοντας την ίσια πυρόξανθη κόμη της στις σκουροκάστανές της μπούκλες.
«Κατινάκι...» είπε, κι έφερε την παλάμη στην παρειά της. Την κοίταξε παραπονεμένη.
«Μη μου στενοχωριέσαι» πρόσθεσε κι ένα γλυκό χαμόγελο σχημάτισε το στόμα της, με αποτέλεσμα κι η ίδια η Κατίνα ν’ αναθαρρήσει. «Δε θα ειπώ τίποτα...»
«Το ξέρω... Το ξέρω Βαγγελίτσα μου» αποκρίθηκε, σπογγίζοντας με τη γωνία του δείκτη της ένα δάκρυ που ’χε κρεμαστεί στις βλεφαρίδες της. «Για μια στιγμή φοβήθηκα πως θα με μάλωνες...»
«Εγώ να σε μαλώσω; Γιατί;» ψιθύρισε. «Ξέρω ποιόν λες, τον είχα δει κι εγώ τότε. Είναι παλικάρι, Κατίνα! Δεν απορώ που σε κέρδισε...»
«Αλήθεια» επηύξησε μ’ ένα ντροπαλό μειδίαμα.
«Έτσι σε θέλω, χαρούμενη! Του το ’χεις πει;»
«Με το ’πε εκείνος πρώτος, πριν λίγο καιρό... Μια νυχτιά, στο δάσος»
«Κοίτα να διείς! Σ’ αγαπά δηλαδή ο νιος!;»
«Μ’ αγαπά, φιλενάδα... Πολύ μ’ αγαπά» τη διαβεβαίωσε. Έκανε μια παύση.
«Με... με φίλησε κιόλας...» είπε ύστερα.
«Άντε!» γούρλωσε το μάτι η Βαγγελιώ. «Μπα σε καλό σου, φιλενάδα! Έχω μείνει πολύ πίσω!» γέλασε. «Και για πες, πως είν’ τα... φιλιά του λαού;»
«Γλυκά σαν πετιμέζι!» αποφάνθηκε ονειροπόλα η Κατίνα.
«Α ρε Κατινάκι! Ούτε μάγισσα σαν τη συνονόματή σου την Καραμάνου[1] να ’σουνα! Αλλά συ έχεις τα μάτια σου, τι να τα κάμεις, για, τα μαγικά!» κατέληξε ορμητικά η Βαγγελιώ και γέλασαν.
«Κορίτσια μου κοπιάστε, στρώθηκε το τραπέζι» διέκοψε την εύθυμη στιγμή η Ειρήνη κι οι δυο κοπέλες υπακούοντας στην εντολή της επέστρεψαν στο σαλόνι , όπου το γλέντι του αρραβώνα εξελισσόταν ατάραχο.
Προχωρούσε ο μήνας κι ο ελληνικός στρατός σημείωνε συνεχώς νίκες: Φιλαδέλφεια, Αρτάκη, Πάνορμος, Προύσα... Τα διάβαζε ο Στρατής στη γαζέτα και θριαμβολογούσε:
«Ορίστε! Να τοι οι Έλληνες! Ε ρε Βενιζέλε! Γεια σου μπρε Παρασκευόπουλε, Ζέρβα λεβέντη! Δε θα μείνει σπιθαμή για την Τουρκιά!» Κι η φιλήσυχη κυρά- Άννα σταυροκοπιόταν συγκινημένη.
«Τηράς μπρε Μανωλιό; Εκεί έπρεπε να ’σαι!» αποτεινόταν στο γιο του. «Υπάρχει τζάνεμ πιο έμορφο πράμα απ’ το να λευτερώνεις τη γη σ’ απ’ τον τύραννο; Σε δίνει δόξα μπρε!»
Έγνεφε δήθεν συγκαταβατικά ο Μανώλης. Εκτός απ’ το ότι προτιμούσε να μένει ήσυχα στον τόπο του πλάι στους γονείς του, τουλάχιστον μέχρις ότου τυχόν καλούσαν την κλάση του, του κάνανε πόλεμο τα μάτια της Κατίνας που τον λάβωναν χειρότερα από βόλι... Τόση πεθυμιά τον έπιανε να τα βλέπει, που είχε αρχίσει να συλλογιέται την αποκοτιά να περνά που και που κάτω απ’ το σπίτι του Σεκέρογλου, μήπως στεκόταν τυχερός να τη δει να προβάλει στο παραθύρι της. Θα σκότιζε τον ήλιο η ομορφιά της, κι εκείνος θα ’μενε αποχαυνωμένος μες στο δρόμο, να τη ρουφάει αχόρταγα και πάλι να διψάει...
«Μπας κι είσαι σεβνταλής γιαβρί μ’, και δε θες ν’ αποχωριστείς την κοπελιά σου; Με φαίνεσαι καμιά βολά σαν να ’χεις ντέρτι» τον πείραξε κάποτε μεταξύ σοβαρού κι αστείου, κι ο Μανώλης ξερόβηξε αιφνιδιασμένος.
«Όχι πατέρα» έσπευσε να δικαιολογηθεί. «Απλά δε θέλω να σας αφήκω. Του χρόνου αν με καλέσουν, θα πάγω» είπε κι ο Στρατής σώπασε ικανοποιημένος, ενώ η μάνα του τον κοίταξε τρυφερά με περηφάνια.
Την υλοποίησε τελικά την παράτολμη σκέψη του κι ο δρόμος του όλο και πιο συχνά κατέληγε έξω απ’ τ’ αρχοντικό. Μια δυο φορές η κοπέλα στάθηκε ταυτόχρονα ν’ ατενίσει τη θέα απ’ το παράθυρο, κι αντιλήφθηκε την παρουσία του. Την πρώτη φορά το σφάλισε ξαφνιασμένη, τη δεύτερη όμως τ’ άφησε λίγο, ρίχνοντάς του ένα βλέμμα όλο νάζι που τον τρέλανε. Της χαμογέλασε αχνά σαν υπνωτισμένος κι εκείνη ανταπέδωσε. Αυτό έγινε κάμποσες φορές, ώσπου κάποια στιγμή η Κατίνα έπαψε ν’ ανταποκρίνεται. Μαύρες σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό του. Τι να συνέβαινε άραγε; Μήπως τον είχε δει κανείς; Από την άλλη, σκέφτηκε, μπορεί ν’ ανησυχούσε άδικα, ίσως να ’ταν κάτι πολύ πιο απλό που την εμπόδιζε. Κι όμως η αγωνία τον έτρωγε και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
«Τι λες να ’χει μπρε Δαμιανέ;» εξέφραζε τον προβληματισμό του στο φίλο του.
«Που να ξεύρω καρντάση.... Δε γένεται να σε λησμόνησε» απαντούσε εκείνος. «Θα σου ’λεγα πάντως να κόψεις τα πολλά πηγαινέλα. Δε λέω, έμορφη η Κατίνα σου, μα μη ξεχνάς πως είναι αυτή που είναι, εκτός που ’ναι κορίτσι...»
Είχε δίκιο ο κολλητός του, σκέφτηκε, πως όμως μπορούσε ν’ απαρνηθεί το αίσθημά του; Πιο πολύ κι απ’ τη θωριά της, του έλειπε να βρεθεί κοντά της, ν’ αναπνεύσει τη μοσχοβολημένη ανάσα της, να νιώσει τ’ απαλό της δέρμα και να ζαλιστεί ολόκληρος γευόμενος τα χείλη της... Από την πρώτη στιγμή που τη φίλησε, αόρατα δίχτυα θαρρείς τον δέσανε κι η ύπαρξή του δόθηκε σ’ εκείνη. Όλες οι άλλες του φαίνονταν άσχημες, μόνο η μικρή αρχοντοπούλα διέταζε το λογισμό του, κι ας ήξερε μέσα του πως δεν είχε ελπίδα μαζί της...
Είχαν περάσει αρκετές μέρες, όταν ο Μανώλης δοκίμασε να τη ξαναδεί. Πάλι σφαλιστό το παράθυρο, κι ένιωσε να βουλιάζει στην απογοήτευση. Έκανε μεταβολή να φύγει, όμως ένας ήχος που έμοιαζε να φτάνει απ’ το περιβόλι του αρχοντόσπιτου τον σταμάτησε. Κοριτσίστικο τραγούδι θύμιζε· πλησίασε να δει καλύτερα. Μέσα στη σκιά των δέντρων διέκρινε την αγαπημένη του η οποία, ξυπόλητη, πότιζε τα ριζά των δέντρων μ’ ένα κεραμικό ποτιστήρι. Εξέπνευσε ανακουφισμένος. Την παρατηρούσε κρυμμένος, κι αμφιταλαντευόταν αν έπρεπε να την ενοχλήσει.
«Κατίνα» τη φώναξε εν τέλει όσο πιο σιγά γινόταν, σκύβοντας πάνω σ’ ένα σημείο όπου ο τοίχος χαμήλωνε και μπορούσε να τη βλέπει.
«Κατίνα!» ξανάπε κι η κόρη σαστισμένη στράφηκε να δει ποιός της μιλούσε.
«Μανώλη! Με κοψοχόλιασες!» τον επέπληξε, προσεγγίζοντας τη μάντρα. «Τι κάμεις εδώ; Φύγε πριν σε διεί ο κύρης μου!»
«Γιατί με διώχνεις Κατινιώ;» παραπονέθηκε. «Τόσες βολές επέρασα και δεν πρόβανες... Τι γίνηκε; Μη και σε μαλώσανε;»
Το κορίτσι έσκυψε το βλέμμα του στο χώμα, μη μπορώντας να βρει τρόπο ν’ απαντήσει. «Πες με ένα λόγο... Εγώ για σένα νοιάζουμαι» την ικέτεψε. «Αν με πεις να μην περνώ, το δέχουμαι. Μόνο να μη σ’ αγαπώ μη γυρέψεις, γιατί δε γένεται...»
«Δε φταις εσύ Μανώλη... Εγώ το θέλω να περνάς» βράχνιασε. «Αλλιώς δε θα στεκόμουν... Μα τσι προάλλες η νενέ μου είπε πως πρέπει να προσέχω, πως δεν πρέπει οι νιες ν’ αγναντεύουν στο παράθυρο... Κι εγώ μαζεύτηκα...»
«Κι εμένα Κατινιώ μου; Εμένα δε με σκέφτηκες; Καλά όλα αυτά, μα δε θα ’χανες δα και την τιμή σου» αντείπε.
«Δεν ημπορώ Μανώλη μου... Καλλιό ’ναι να προσέχομε» δήλωσε. Χάιδεψε τις άκρες των δαχτύλων της, που ’χαν γαντζωθεί στον τοίχο.
«Δε σου ’χω δώσει ένα φιλί... Πάει πολύς καιρός» έστρεψε αλλού την έγνοια του.
«Το ξέρω» ψιθύρισε. «Κι εμέ μου λείπει...»
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. «Έχω μια ιδέα. Έλα αύριο τ’ απόγιομα όξω απ’ την εκκλησιά- τέτοια ώρα δεν διαβαίνουν πολύ οι χωριανοί...» πρότεινε ο Μανώλης.
«Και τι θα πω τση νόνας μου;» αναρωτήθηκε τάχα η Κατίνα, όμως η όψη της πρόδιδε την έξαψή της.
«Πως πας ίσαμε την εκκλησιά να προσκυνήσεις» της έλυσε την “απορία” ο Μανώλης.
«Εντάξει» συμφώνησε ζωηρά.
«Σε περιμένω» της είπε με νόημα κι αντάλλαξαν ένα βαθύ βλέμμα πριν φύγει.
Το φως του ήλιου ήταν ακόμη θερμό κι εκτυφλωτικό, όταν έφτασε η Κατίνα στο προαύλιο του ναού. Μπήκε μέσα και προσκύνησε μ’ ευλάβεια τις εικόνες, αφήνοντας ένα κερί στο μανουάλι. Ύστερα κάθισε στο ασπρισμένο πεζούλι, και περίμενε. Η καρδιά της πετάριζε ανυπόμονα. Σε λίγο άκουσε καλπασμό και χλιμίντρισμα αλόγου, κι είδε το Μανώλη να ξεπεζεύει ένα καστανό επιβήτορα. Σηκώθηκε κι έκανε δυο βήματα, ενώ εκείνος ήρθε προς το μέρος της.
«Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που ’χω δει» της είπε κι άπλωσε την παλάμη στο δεξί της μάγουλο. Εκείνη ρίγησε.
«Τι το θες το άτι;» τον ρώτησε.
«Ήθελα να σε κάμω μιαν έκπληξη» αποκρίθηκε, ενώ θώπευε τη χαίτη του.
«Τι έκπληξη; Που θα με πας;»
«Θα διείς. Έλα, ανέβα τώρα» την παρότρυνε τείνοντάς της το χέρι.
Τ’ όμορφο ζώο, με τους δυο νέους στη ράχη του, κάλπασε γρήγορα έξω απ’ το χωριό, εκεί που ο Μέλης ποταμός κυλούσε αργά τα νερά του δίπλα στα ερείπια του ρωμαϊκού υδραγωγείου, τις Καμάρες, και τη Γέφυρα των Καραβανιών, που ένωνε τη Σμύρνη με τα περίχωρά της. Τράβηξε τα γκέμια ο Μανώλης, σταματώντας το μπρος στην όχθη. Κατέβηκε πρώτος κι έπιασε το λαφρύ ανάστημα της Κατίνας πάνω απ’ τη μέση, απιθώνοντάς την στο χώμα. Τόση συγκίνηση ένιωθε, που άγγιζε το σώμα της... Κι η κοπέλα όμως μούδιασε ολόκληρη στην επαφή τους...
«Εδώ είμαστε;» μίλησε πρώτη. «Ναι» ένευσε εκείνος. Χαμογέλασε πλατιά και πλησίασε το ρου του ποταμού, με το Μανώλη να βαστά χαλαρά το χέρι της.
«Τι όμορφα...» στοχάστηκε, γονατίζοντας. Έκλινε τον κορμό της για να μαζέψει λίγο νερό στις χούφτες της, το οποίο έχυσε ξανά τελετουργικά, δροσίζοντας με τα υπολείμματά του το λαιμό και το πρόσωπό της. Άστραφταν οι σταγόνες στη σταρένια της επιδερμίδα, κάποιες διέγραφαν ρυάκια μέχρι το στήθος της βρέχοντας το μπούστο του φορέματός της, κι ο Μανώλης χωρίς να το ελέγχει ξάναβε. Σκέψεις ήταν μόνο, μα φάνταζε τόσο αγνή η κοπελίτσα, που έλεγες πως θα τη μόλυναν...
«Τι σκέφτεσαι, Μανώλη;» τον ρώτησε μ’ αφοπλιστική αφέλεια καθώς τη χάζευε.
«Σκέφτουμαι... ότι είσαι πανέμορφη» απέκρυψε τις παραφορές του νου του και πήγε σιμά της. Οι ματιές τους κλείδωσαν.
«Με με τηράς έτσι, ζαλίζουμαι» άρθρωσε η Κατίνα.
«Να σε κάμω να ζαλιστείς κι άλλο;» παιχνίδισε ο Μανώλης και πριν καν προλάβει ν’ αναρωτηθεί την ανύψωσε κολλημένη στο στέρνο του.
«Μανώλη τι...; Σταμάτα!» τον απέτρεψε. Εκείνος απτόητος.
«Σταμάτα σε λέγω! Φοβούμαι» τσίριζε μέσα σ’ ασυγκράτητα γέλια, ενώ ο νέος τη στριφογύριζε στον αέρα.
Λαχανιασμένη, εδέησε να την αφήσει. Κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό του, ενώ ο λάρυγγάς της εξέπεμπε ακόμη ριπές γέλιου. «Με τρόμαξες...»
«Βρε χαζό» την επιτίμησε τρυφερά. «Θ’ άφηνα γω να πάθεις κάτι; Αστεία το ’καμα...»
Έγνεψε ότι κατάλαβε. Και την παιγνιώδη ατμόσφαιρα διαδέχθηκε ο ηλεκτρισμός. Μια έλξη ισχυρή έσπρωχνε τα χείλη τους να σμίξουν...
«Κατινάκι...» έκανε ο Μανώλης, μπλέκοντας τα δάχτυλά τους. «Σ’ αγαπώ καρδιά μου!»
Το πρόσωπό του έγειρε στο δικό της, τα χείλη έλιωσαν στο φλογερό συναπάντημα. Φιλιόνταν ατελεύτητα, λησμόνησαν που βρίσκονταν, ποιοί ήταν... Ο κόσμος ήτανε το πλέγμα που σχημάτιζε η αγκαλιά τους, τίποτα άλλο... Κι ένα παραλήρημα συνόδευε τη δίνη των φιλιών τους:
«Μανωλιό μου!»
«Κατίνα μου!»
«Αγάπη μου»
«Αγάπη μου...»
Δεκάδες, χιλιάδες “σ’ αγαπώ”, με μαύρο κάρβουνο σε γαλανό ουρανό...



[1] Ο λόγος για την Κατίνα Σερμπέτογλου-Καραμάνου, τη διάσημη μάγισσα, η ζωή της οποίας έγινε το αντικείμενο του μυθιστορήματος της Μάρας Μεϊμαρίδη «Οι μάγισσες της Σμύρνης»
Λίνα Δώρου