Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 1)

Άγγελος

Στον δρόμο του για τη δουλειά, περπατούσε αργά, σκυθρωπός και βυθισμένος σε μαύρες σκέψεις. Τα νέα δεν ήτανε καλά, για την ακρίβεια ήταν χειρότερα από τις προηγούμενες φορές. Δέκα, δεκαπέντε μέρες το πολύ. Το μόνο σίγουρο είναι, πως η μητέρα του, η κυρά Μαγδαληνή, δεν θα τον έβγαζε τον μήνα.
Φυσούσε και ξεφυσούσε όλο το βράδυ μπροστά στο εικονοστάσι της Παναγίας. Στο λιγοστό φως του καντηλιού που τρεμόπαιζε, μέσα στην ζεστή νύχτα, τα βογγητά της έσκιζαν την ησυχία της νύχτας και τη ψυχή του. Έμενε εκεί γονατιστός να παρακαλάει για ένα θαύμα. Ένα θαύμα όμως που δεν φαινότανε να έρχεται. Ένιωθε την καρδιά του να πλημμυρίζει από ανείπωτη οργή, μια καρδιά που κάποτε ξεχείλιζε μόνο από αγάπη και συμπόνια. Έσφιγγε τα χείλη του από αγανάκτηση, δε μπορούσε να δεχτεί πως το μοναδικό του στήριγμα στη ζωή θα τον εγκατέλειπε.

Δεν γνώρισε ποτέ πατέρα. Είχε πεθάνει πριν εκείνος γεννηθεί. Καπετάνιος στο επάγγελμα χάθηκε σε ένα ναυάγιο, σε κάποια ακτή στην Νότιο Αμερική. Νέα και μόνη, ξεριζώθηκε από τον τόπο της και ήρθε εδώ για ένα καλύτερο μέλλον για το παιδί της. Αγωνίστηκε και πάλεψε με χίλιες δυο στερήσεις να μεγαλώσει το αγγελούδι της, τον ανέστησε και τον έκανε άνθρωπο. Και τώρα αυτός, αδύναμος να κάνει οτιδήποτε, να τη βλέπει μέρα με τη μέρα να λιώνει και να αργοσβήνει.
Και όσο φούντωνε ο θυμός του που οι ικεσίες του δεν έβρισκαν ανταπόκριση τόσο τα δάκρυα έκαιγαν τα μάγουλά του. Ευθύς αμέσως όμως το μετάνιωνε, αυτό ήταν το σχέδιο του Θεού του υπενθύμιζε ο παπά Φώτης, ο πνευματικός του. Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου, μα αυτό δεν του αρκούσε. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε να δεχτεί πως η μητέρα του θα πέθαινε. Ήταν κάτι που δεν το άντεχε.
Οι λιγοστές στιγμές που είχε ελεύθερες ανάμεσα στην δουλειά του και τις ώρες της φροντίδας της μάνας του, όταν δεν μπορούσε η κυρά Δέσποινα τις αφιέρωνε σε ικεσίες είτε στην εκκλησία, είτε μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού του. Ανέκαθεν ήταν ασκητική μορφή. Ψηλός , λιγνός με χλωμό πρόσωπο και αυστηρά χαρακτηριστικά, είχε αποφασίσει να γίνει μοναχός και να παρατήσει τα εγκόσμια, παρά της έντονες αντιρρήσεις της μητέρας του. Πήρε την ευχή του πνευματικού του, ετοίμασε τη ψυχή και τον νου του, και ετοιμάστηκε να φύγει. Τότε ήταν που ήρθε στη ζωή τους η φοβερή εκείνη αρρώστια. Ανέβαλλε το ταξίδι του επ’ αόριστο εωσότου αναρρώσει. Η βελτίωση όμως, δεν ήρθε ποτέ. Θεώρησε το γεγονός σημάδι και παράτησε τα σχέδια του να αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό και τη διέθεσε στη φροντίδα εκείνης που τον γέννησε.
Ο παπά Φώτης ήταν τότε που του βρήκε τη δουλειά στο παλαιοβιβλιοπωλείο του γέρο Αβραάμ. Είχαν ανάγκη τα χρήματα γιατί η μάνα του πλέον δεν μπορούσε να συνεχίσει να δουλεύει σαν καθαρίστρια. Επιστρατεύτηκε και η κυρά Δέσποινα, γειτόνισσα και φίλη επί σειρά ετών, να τη φροντίζει όσο εκείνος θα έλειπε. Μια γυναίκα καλοσυνάτη που ποτέ δεν έλειψε από το πλευρό τους για οτιδήποτε χρειάστηκαν.
Μόλις επέστρεφε, καθότανε με τις ώρες πλάι της κρατώντας της το χέρι και μιλώντας της. Ήταν λίγες οι στιγμές της διαύγειάς της. Συνήθως έμενε σιωπηλή, κοιτώντας το ταβάνι. Άλλοτε πάλι, την έβλεπε που δάκρυζε και τότε γονάτιζε και προσευχότανε με μεγαλύτερη θέρμη.
Έσπρωξε τη δρύινη πόρτα του μαγαζιού και η γνώριμη μυρωδιά του παλιού χαρτιού, του ήρθε στην μύτη. Κατέβηκε τα τρία σκαλοπάτια και κάθισε πίσω από τον πάγκο χωρίς να ανάψει τα φώτα. Είχε μια όμορφη ησυχία, η φασαρία του δρόμου δεν έφτανε ως εκεί. Έκλεισε τα μάτια και άδραξε τη στιγμή. Έπειτα, ακούμπησε το κεφάλι του στα χέρια του και τον έπιασαν τα κλάματα.


Σωτήρης


Τέντωσε νωχελικά τα χέρια του καθώς άνοιξε τα μάτια. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησε, ήταν ότι βρισκότανε στο διαμέρισμά του. Χαμογέλασε. Μετά τη χτεσινή κραιπάλη, φοβήθηκε ότι θα βρισκότανε σε κάποιο άγνωστο μέρος με σβησμένες μνήμες να αναρωτιέται, που πως και γιατί. Όχι ότι θα ήταν η πρώτη φορά και σίγουρα δεν θα ήταν η τελευταία. Κοίταξε την άγνωστη ξανθιά αιθέρια ύπαρξη που κοιμότανε μπρούμυτα δίπλα του. Δεν είχε ιδέα ποια ήταν, μα δεν τον ενδιέφερε. Σηκώθηκε αργά και πήγε προς το παράθυρο. Ευτυχώς ο καιρός είχε πάρει να ανοίγει γιατί όλη αυτή η μαυρίλα και η βροχή του προκαλούσε κατάθλιψη. Άναψε τσιγάρο και απέμεινε να κοιτάει τον κόσμο που πηγαινοέρχονταν στον δρόμο.
─ Μωρό μου; είπε η άγνωστη καθώς το γυμνό κορμί της αγκάλιαζε το δικό του καλογυμνασμένο σώμα.
─ Καλημέρα, της είπε άκεφα χωρίς να γυρίσει.
Άρχισε να τον φιλάει πίσω από το αυτί, στον λαιμό. Σταμάτησε πάνω από τον δεξί του ώμο.
─ Τι σημάδι είναι αυτό; τον ρώτησε ναζιάρικα.
Τραβήχτηκε ενοχλημένος και χάιδεψε το παλιό του έγκαυμα.
─ Τίποτα, απάντησε προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος. Μια παλιά ανάμνηση…
Κούνησε το κεφάλι της.
─ Οκ, ότι πεις.
Μάζεψε τα ρούχα της από το πάτωμα και ντύθηκε.
─ Θα τα ξαναπούμε; τον ρώτησε καθώς άνοιγε την πόρτα για να φύγει.
─ Θα σου τηλεφωνήσω, της είπε χωρίς να το εννοεί.
Έμεινε μόνος. Ψαχούλεψε ξανά το παλιό του τραύμα. Το μυαλό του γύρισε είκοσι χρόνια πίσω, επανήλθαν μνήμες που δεν ήθελε, που νόμιζε ότι είχε απωθήσει από τον νου του. Ζούσε θαρρείς εκείνες τις στιγμές, στο παλιό τους σπίτι. Ο γέρος του, πεσμένος στο σαλόνι, ξερός από το μεθύσι και εκείνος στο δωμάτιο κουρνιασμένος σε μια γωνιά, τρομοκρατημένος να τσιρίζει για βοήθεια καθώς οι φλόγες κατέτρωγαν το παράλυτο σώμα της μάνας του. Θυμότανε ακόμα τα έντρομα μάτια στο αποστεωμένο της κρανίο που ίχνος δεν υπήρχε πια από την τρέλα που τη διακατείχε τόσα χρόνια. Θυμότανε τα απαίσια ουρλιαχτά της.
Έκλεισε τα αυτιά του. Οι φωνές υπήρχαν ακόμα μέσα στο κεφάλι του, στα ρουθούνια του είχε ακόμα τη μυρωδιά της καμένης σάρκας. Κούνησε το κεφάλι κλείνοντας τα μάτια προσπαθώντας να διώξει τις σκέψεις που τον στοίχειωναν. Από την παιδική του ηλικία είχε μόνο άσχημα να θυμάται. Ένας πατέρας πάντα άνεργος, που το μόνο του μέλημα ήταν να του δώσουν πίστωση στην ταβέρνα για να πιεί. Η μητέρα του ήταν ασθενική από τότε που μπορούσε να τη θυμηθεί. Εκτός από τη σωματική παράλυση που ερχότανε αργά και ύπουλα με τα χρόνια, το χειρότερο ήταν η βαριάς μορφής ψύχωση που εκδήλωνε, με αποτέλεσμα την απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα. Η συμπεριφορά της γινότανε ιδιόρρυθμη και παράξενη, υπήρχε έλλειψη πνευματικής ισορροπίας.
Ώσπου μια μέρα, εκείνη απλά καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Συχνά, φώναζε χωρίς προφανή λόγο και μετά έκλαιγε ζητώντας του συγχώρεση. Ήταν μέρες που υπήρχε η ικανότητα μερικής αντίληψης και νόησης και ήταν σχετικά καλά. Μα ήταν σπάνιες εκείνες οι φορές και αναγκαζότανε να έχει τη φροντίδα και των δύο. Ντρεπότανε γι’ αυτό, το φορτίο που σήκωνε, ήταν δυσβάσταχτο για ένα παιδί δεκατριών χρονών. Και ύστερα ήρθε και η φωτιά…
Το ξερό κροτάλισμα του κινητού, του διέκοψε τις σκέψεις. Η κλήση ήτανε με απόκρυψη και αυτό μόνο καλό δεν θα μπορούσε να είναι. Πέταξε το τηλέφωνο σε μια γωνία και ξεκίνησε να ντύνεται.
Την είχε γλυτώσει πολύ φτηνά εκείνη την ημέρα, μονάχα κάτι εγκαύματα στην πλάτη. Ήταν οι γείτονες που τρέξανε για βοήθεια όταν ακούσανε τις φωνές τους. Για την πυρκαγιά θεωρήθηκε υπεύθυνος ο πατέρας του, μα ήταν τόσο τραγική η κατάσταση του, που δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Μονάχα όταν συνειδητοποίησε το κακό που είχε γίνει, έκλαιγε για τρεις μέρες συνέχεια, αρνούμενος να φάει και να πιεί οτιδήποτε. Τον βρήκανε νεκρό μέρες μετά σε ένα σοκάκι, ξαπλωμένο στο έδαφος σαν το σκυλί. Εκείνον τον συμμάζεψε μια θεία του, αδερφή του πατέρα του. Μια γυναίκα σκληρή, που το μόνο που κατέφερε ήταν να ατσαλώσει τον ήδη δριμύ χαρακτήρα του ανιψιού της. Παράτησε το σχολείο, μπλέχτηκε σε ύποπτες παρέες και από εκεί και πέρα η ζωή πήρε τον δρόμο της.
Το κινητό του ξαναχτύπησε διακόπτοντας πάλι τις σκέψεις του. Ήταν η Ζωή αυτή τη φορά. Σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει.
─ Έλα μωρό μου, της είπε προσπαθώντας να κρύψει το τσάκισμα στη φωνή του. Να βρεθούμε, γιατί όχι. Σε πόση ώρα;


Ζωή


Ακουμπισμένη στον λευκό παγωμένο τοίχο, κοιτούσε τα χέρια της που έτρεμαν και προσπάθησε να ηρεμήσει.
─ Είσαι εντάξει; την ρώτησε ο Πέτρος σαν τη βρήκε να κάθεται στον διάδρομο.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
─ Όχι, δεν είμαι, του είπε ξέψυχα.
Της έπιασε τα χέρια και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.
─ Άκουσε με, δεν φταις εσύ για ότι έγινε εκεί μέσα, το καταλαβαίνεις αυτό;
Το βλέμμα της διάφανο, έπεφτε στο κενό. Την τράνταξε. Σαν να συνήλθε κάπως και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια με άγριο ύφος.
─ Στα χέρια μου όμως πέθανε, όχι στα δικά σου. Εσύ το καταλαβαίνεις αυτό;
Τίναξε τα χέρια του από πάνω της.
─ Αυτά συμβαίνουν στα χειρουργεία Ζωή, της είπε. Κόσμος πεθαίνει. Δεν είμαστε θεοί ξέρεις. Η κατάστασή της ήταν ήδη κρίσιμη όταν εισήχθη, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα παραπάνω.
─ Μπορούσα να τη σώσω!
Από το βάθος ακούστηκαν φωνές. Γύρισαν και οι δύο και είδαν μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, ξένη πιθανόν αν έκριναν σωστά από τα χαρακτηριστικά της, να έρχεται προς το μέρος τους. Με το ένα χέρι την έπιασε από το μανίκι της και με το άλλο χτυπούσε το στήθος κλαίγοντας. Της μιλούσε σε μια γλώσσα την οποία δεν καταλάβαινε μα δεν χρειαζότανε και διερμηνέας για να καταλάβει πως ήτανε η μάνα.
-Έκανα ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, της έλεγε προσπαθώντας να απαλλαγεί από εκείνη. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παραπάνω.
Την έσπρωξε για να ξεφύγει και απομακρύνθηκε τρέχοντας, ενώ εκείνη έμεινε να οδύρεται στα χέρια του Πέτρου. Κλείστηκε στην τουαλέτα και έριξε νερό στο πρόσωπό της να συνέλθει, μα άδικα. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς και σωριάστηκε στο πάτωμα. Στο νου της ήρθε η μέρα της ορκωμοσίας της, τότε που ορκίστηκε στον εαυτό της και στους συμφοιτητές της, να εργάζεται για το κοινό καλό και να αφιερώσει την ζωή της στην ανακούφιση των συνανθρώπων της.
Είχε πάντα αυτή την πιθανότητα στο πίσω μέρος του μυαλού της, ότι κάποτε θα μπορούσε να συμβεί. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να την προετοιμάσει για την πραγματικότητα. Ξέρασε.
Βγαίνοντας μετά από ώρα, με μάτια πρησμένα, έπεσε πάνω στον Πέτρο.
─ Είσαι καλύτερα;
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της με σοβαρό ύφος. Την πήρε παράμερα και της μίλησε με εμπιστευτικό τόνο.
─ Κοίταξε να δεις, η γυναίκα είναι πιθανόν λαθρομετανάστης. Σίγουρα μπήκανε παράνομα στην χώρα και η απέλαση της θα είναι θέμα ωρών πιστεύω. Θα πάρεις και εσύ μερικές μέρες άδεια και το θέμα θα ξεχαστεί.
─ Το λες λοιπόν και εσύ, ότι ήταν δικό μου το φταίξιμο.
─ Για τον Θεό πια! διαμαρτυρήθηκε. Δεν είπα κάτι τέτοιο, εγώ για σένα το λέω!
─ Πόσο χρονών ήτανε Πέτρο; Δέκα; Δώδεκα;
─ Ζωή, κοίταξε να συνέλθεις. Μάζεψε τα κομμάτια σου και τα λέμε μετά τον δεκαπενταύγουστο.
─ Δεν πάω πουθενά.
─ Δεν είναι παράκληση, είναι διαταγή. Στην κατάσταση που είσαι δεν ωφελείς το νοσοκομείο και ακόμα περισσότερο τον εαυτό σου. Μάζεψε τα πράγματα σου και εξαφανίσου!
Το ήξερε ότι ήταν απόλυτος και δεν σήκωνε αντίρρηση στα λεγόμενα του. Έριξε τα μούτρα και την περηφάνια της πήρε το σακίδιο της και έφυγε από το νοσοκομείο. Είχε ξημερώσει ήδη και ο κόσμος ήταν στο πόδι. Περπατούσε ανάμεσα στο πλήθος και είχε την αίσθηση πως όλοι την κοιτούσαν με κατακριτέο ύφος. Έσκυψε το κεφάλι της και τάχυνε το βήμα της ενοχλημένη. Μπήκε στο διαμέρισμα της, κλείδωσε την πόρτα και μπήκε στη μπανιέρα. Σφουγγάρισε τα χέρια της με δύναμη. Τα έτριβε να καθαρίσουν από το αίμα που νόμιζε ότι έβλεπε πάνω τους, το αίμα της μικρής. Τελικά είχε δίκιο, έπρεπε να φύγει από όλα αυτά, να ξεχαστεί. Αν έμενε κι άλλο εδώ, νόμιζε πως θα τρελαινότανε.
Πήρε το κινητό της και σχημάτισε τον γνωστό αριθμό.
─ Σωτήρη; είπε με πνιγμένη φωνή. Εγώ είμαι, η Ζωή….


Αγνή


Έτριψε τον αυχένα της καθώς σήκωνε το κεφάλι της από τη ραπτομηχανή. Είχε ξημερώσει χωρίς να το καταλάβει. Πέρασε όλη τη νύχτα σκυφτή φτιάχνοντας τα καινούργια ράσα του παπά Φώτη που της είχε παραγγείλει. Της πήρε σχεδόν μια βδομάδα μα ευτυχώς είχε τελειώσει. Το επιπλέον αυτό μεροκάματο τους ήτανε απαραίτητο και δυστυχώς οι ώρες της ημέρας δεν της έφταναν πλέον.
Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της και ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ, πιάνοντας την κούπα με τα δυο της χέρια. Η ματιά της πλανήθηκε στο μικρό της σπιτικό. Είδε τις κουρτίνες που είχε ράψει μόνη της, τα ριχτάρια και το λινό της τραπεζομάντηλο. Έπειτα η ματιά της έπεσε στον μεγάλο ραγισμένο καθρέφτη πάνω στο κομοδίνο. Παρατήρησε την παραμορφωμένη αντανάκλαση του εαυτού της και ασυναίσθητα χάιδεψε το πρόσωπό της. Παρά τα τριάντα δύο της χρόνια έμοιαζε γερασμένη, ένιωθε γερασμένη. Τα μακριά καστανά της μαλλιά ήταν πιασμένα κότσο ψηλά, τα μάτια της μαύρα και πρησμένα. Το άλλοτε σφιχτό και ροδαλό της δέρμα είχε γίνει γκρίζο, με ρυτίδες και μαύρους κύκλους. Τα νιάτα της έφυγαν και κύλησαν μέσα από τα χέρια της σαν νερό. Τίποτα δεν χάρηκε στη ζωή της.
Έζησε μέσα στη φτώχεια. Οι γονείς της βιοπαλαιστές και δεν ήταν λίγες οι φορές που περνούσανε βδομάδες ολόκληρες χωρίς ούτε ένα μεροκάματο. Αναγκάστηκε από μικρή να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα. Από τη μητέρα της έμαθε ότι ήξερε από μοδιστρική και αποδείχτηκε ότι είχε επιδέξια δάχτυλα. Από την φύση της ήσυχη και εσωστρεφής , δούλευε αγόγγυστα και με πείσμα μέρα νύχτα στην παλιά ραπτομηχανή, εκεί στο παράθυρο, δίπλα στον δρόμο.
Όταν πέθανε ο πατέρας της πριν τρία χρόνια, τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο. Η μάνα της, μεγάλης ηλικίας πια, με χέρια αγκυλωμένα και πλάτη κατεστραμμένη, στηριζότανε αποκλειστικά σε εκείνη. Τότε ήταν που ενέτεινε τις προσπάθειές της. Έπιασε δουλειά σε ένα μικρό ραφείο και το βράδυ έπαιρνε δουλειά στο σπίτι. Μέρα με τη μέρα έλιωνε σαν το κερί, μα δεν το έβαζε κάτω.
Και μια μέρα, ήρθε στη ζωή της ο Αρτέμης. Ένας νέος, γοητευτικός και πολλά υποσχόμενα γόης. Η Αγνή δεν είχε ποτέ στο μυαλό της το γάμο δεν είχε ούτε τον χρόνο μα ούτε και τη διάθεση να το σκεφτεί. Ήταν η μάνα της που τα κανόνισε. Ήξερε πως κάποια στιγμή θα έφευγε και δεν ήθελε να κλείσει τα μάτια της πριν τη δει τακτοποιημένη. Ήταν ένα προξενιό που δέχτηκε απρόθυμα και μόνο για χάρη της. Κατά βάθος όμως προσδοκούσε πως αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο, ήλπιζε πως θα μπορέσει να χαμογελάσει.
Δυστυχώς όμως, όπως αποδείχτηκε το όμορφο χαμόγελο έκρυβε από πίσω του τρομερή ασχήμια. Ο Αρτέμης ήταν ένας άνθρωπος ανεύθυνος, σκληρός και επιπόλαιος. Δεν έδινε δεκάρα για εκείνη, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η δική του καλοπέραση. Δεν ήταν μόνο ότι την αγνοούσε, ήταν επίσης και ένας τεμπέλης και χαραμοφάης γυναικάς που ξόδευε αλόγιστα και τα λίγα που έβγαζε η Αγνή. Της φερότανε βάναυσα, σαν σκουπίδι και δεν δίσταζε ακόμη να σηκώνει και χέρι κάθε φορά που δεν είχε να του δώσει χρήματα.
Στη μάνα της δεν τολμούσε να πει τίποτα, δεν ήθελε να της φορτώσει τις δικές της έννοιες. Ήταν κατάκοιτη και έμενε μαζί τους στην πίσω μικρή κάμαρη. Όποτε την έβλεπε, προσπαθούσε να χαμογελάει για να μην καταλάβει τίποτα. Και όλο πιο πολύ ριχνότανε στη δουλειά και όλο και πιο πολύ μαράζωνε. Ώσπου μια μέρα, ένα μεσημέρι έκλεισε τα μάτια της και δεν τα ξανά άνοιξε. Πέθανε γαλήνια θεωρώντας πως άφηνε την κόρη της τακτοποιημένη. Έκλαψε γοερά εκείνη την ημέρα, όπως δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή της. Τουλάχιστον αυτή, γλύτωσε.
Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και η καρδιά της σφίχτηκε. Στην πόρτα φάνηκε ο άντρας της, κρατούσε το σακάκι του στα χέρια και είχε το πουκάμισο ξεκούμπωτο ως την μέση. Βρωμούσε πατσουλί και τρέκλιζε ελαφρώς. Την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια και εκείνη έπιασε ασυναίσθητα τον σταυρό στο στήθος της.
─ Θα χρειαστώ χρήματα, της είπε ξερά.
─ Δεν έχω, του είπε τρομοκρατημένη.
Αγρίεψε. Την έπιασε από τα μαλλιά και χτύπησε το κεφάλι της με δύναμη στον τοίχο.
─ Άκουσες τι σου είπα; της είπε με λύσσα. Δεν με νοιάζει τι θα κάνεις, μέχρι το βράδυ τα θέλω!
Την άφησε να σωριαστεί στο πάτωμα αιμόφυρτη.
─ Πφφφ, ηλίθια σκύλα. Κανόνισε να τα βρεις γιατί αλλιώς αλίμονο σου!

Την παράτησε και πήγε να ξεραθεί στην κρεβατοκάμαρα. Έπιασε τα γόνατα της και κουλουριασμένη εκεί στο πάτωμα, την πιάσανε τα κλάματα.


Ηλίας Στεργίου