Αννάμεσα (Κεφάλαιο 10)

Η Φώφη έκλεισε άρον άρον το μπακάλικο, έστειλε τη μικρή της στην καλή της «φίλη» Κική και πήρε το καραβάκι για Σαλαμίνα. Θα τα έλεγε μια και καλή με αυτή τη βρώμα. Δε δυσκολεύτηκε να βρει το σπίτι. Όλη η Σαλαμίνα ήξερε που μένει η Άννα η τρύπια. Και άλλο παρατσούκλι, ένα ακόμη να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο. Επίθετο δεν είχε αυτή η γυναίκα, μόνο χαρακτηρισμούς.
Ανέβηκε τα πλατιά σκαλοπάτια και πριν χτυπήσει την πόρτα, λες και είδε όνειρο η Φώφη, παχιά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα αυλακωμένα της μάγουλα. Έφταιγε. Τώρα το έβλεπε. Έφταιγε. Πήρε αυτό το μικρό άβγαλτο κορίτσι και το θάμπωσε με τα λεφτά και τα κοπλιμάν μιας χρήσης και να τα τώρα τα χαΐρια της. Τέσσερα παιδιά μετά και κάτι χρόνια και η Ανά ακόμη έμπαζε στο σπίτι της βρωμιάριδες λιμενεργάτες και αποκαμωμένους από το πιοτό γέρους για ένα πεντοχίλιαρο.
Μα όχι, όσο και αν έπαιξε ρόλο στη ζωή αυτής της κοπέλας με τίποτα δεν μπορούσε να φανταστεί την πορεία που θα έπαιρνε. Δε συνετίστηκε λεπτό και η τρέλα που την έδερνε δεν ήταν επίκτητη. Με αυτήν πρέπει να είχε γεννηθεί η Άννα, μια λόξα αλλόκοτη, με ένα χτικιό δεμένο πάνω της με αλυσίδες της κολάσεως. Και κάθε φορά που έκανε ένα μικρό βήμα προς τον παράδεισο και τη γαλήνη η Άννα, τεντώνονταν οι αλυσίδες, έκαιγαν κάθε τι λογικό και τίναζαν τη σύνεση στον αέρα.
Χτύπησε την πόρτα και το μόνο που άκουσε ήταν βογγητά. Μπήκε μέσα.
Το σπίτι φαινόταν καθαρό. Ένα ανάκλιντρο στόλιζε το χολ και από πάνω ένας πελώριος πίνακας με τρείς γυμνές γυναίκες να κρατούν πιθάρια στους ώμους τους με τα στήθη τους σκεπασμένα με κισσό. Στα δεξιά η κουζίνα και μια μικρή λευκή πόρτα. Ευθεία ένας μεγάλος καθρέπτης.
Ξαφνικά ο καθρέφτης άνοιξε και βγήκε από μέσα του ένα κοντόσωμος, αξύριστος, μαυριδερός άντρας, μαζεύοντας τα παντελόνια του. Κοίταξε τη Φώφη και έφτυσε καθώς έβγαινε από την πόρτα. Μια αηδία ανέβηκε ως τον λαιμό της και θα την έπνιγε, εάν δεν εμφανιζόταν η κυρά Καίτη στα μουλωχτά.
Την τράβηξε απότομα από το μπράτσο και την οδήγησε στη μικρή λευκή πόρτα. Η πορτούλα έκλεισε πίσω τους και τότε η Φώφη είδε το μικρό γαλάζιο δωμάτιο. Κρεμασμένα γαλάζια, λούτρινα κουκλάκια στους τοίχους, ζωγραφισμένα συννεφάκια στο ταβάνι και δίπλα από το παράθυρα δύο μικρά γαλάζια κρεβατάκια.
Τα αγόρια κοιμόντουσαν γαλήνια και η Φώφη δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Έσκυψε πάνω τους, τα σταύρωσε και χαμογέλασε με αυτά τα δύο θαύματα της ζωής.
«Έλα δεν έχουμε πολύ χρόνο» άκουσε την κυρά Καίτη από πίσω να ψιθυρίζει.
«Ναι, δεν έχουμε. Το λοιπόν, η κόρη σου το έχει χάσει τελείως. Μας ζητά πίσω τα παιδιά. είναι με τα καλά της; Εάν της στείλω την πρόνοια θα της πάρω και τούτα δω».
«Σώπασε. Τα ξέρω όλα αυτά. Με το μέρος σας είμαι, αλλά...δεν είναι στα καλά της. Δεν μπορώ να την κουμαντάρω. Πρέπει να με βοηθήσετε να τη συνετίσουμε. Να δει το καλό των παιδιών… Αρχικά να τα δει σαν παιδιά. Γιατί τώρα τα βλέπει σαν ανταγωνιστές».
«Τι μου λες, κυρά Καίτη; Είναι αλήθεια λοιπόν τό ‘χει χάσει;»
«Ναι, παιδί μου, αυτό το πλάσμα που θα δεις σε λίγο δεν είναι η Άννα μου. Μίλησα και σε παπά και δε με πιστεύει κανείς. Αβοήθητη γυρνάω εδώ μέσα με το θυμιατό κρεμασμένο πάνω μου να διώξω τον σατανά. Αλλά αυτός βλέπεις τόσα χρόνια έχει απλώσει ρίζες σαν πλατάνι εκατόχρονο. Σε ικετεύω, τώρα που θα τη δεις πάρ’ την με το καλό. Πες ναι σε ό,τι σου πει και θα την καλμάρω εγώ. Είναι μια πάνω μια κάτω. Θα την πετύχω σε ώρα καλή και τη βάλω σε σειρά.
«Κυρά Καίτη, δεν μπορώ. Σε λυπάμαι, λυπάμαι και αυτήν δηλαδή, αλλά δεν μπορώ. Εγώ την Ευγενία μου τη μεγαλώνω με θυσίες, λαχτάρα και αγάπη τόση. Δεν μπορώ να της το κάνω αυτό. Δεν μπορώ να συμφωνήσω σε κάτι που θα της στοιχίσει το μέλλον της. Καταλαβαίνεις; Έχω ευθύνη απέναντι σε αυτή την αθώα ψυχούλα. Είναι αδύνατον. Εγώ σε αυτή τη ζαβή το παιδί δεν το δίνω».
«Για ποιο παιδί μιλάς, Φώφη, για αυτό που γέννησα εγώ;»
Η Άννα στεκόταν αναμαλλιασμένη στην πόρτα και το βλέμμα της δεν προμήνυε τίποτα καλό. Η Φώφη με την κυρά Καίτη γύρισαν παγωμένες και αντάμωσαν ένα πλάσμα αλλόκοτο. Η Άννα, αναψοκοκκινισμένη από την ολοκλήρωση της «εργασίας» της. με μία σατέν μπορντό ρόμπα ριγμένη πάνω της που άφηνε ακάλυπτα τα στήθη της, έστεκε στη χαμηλή πορτούλα και ήταν έτοιμη να ανάψει ένα τσιγάρο. Κοίταζε τις δύο γυναίκες με το λευκό των ματιών της, έτσι τους φάνηκε.
Καμιά τους δε μιλούσε .Μέσα στην παράξενη σιωπή μόνο οι χτύποι από τις καρδιές των δύο γυναικών ακούγονταν, λες και θα πηδούσαν έξω από τα σώματά τους οι καρδιές τους. Εκείνη έφερε ξανά το τσιγάρο στο στόμα της και το ξανάβγαλε βιαστικά ξεσπώντας σε γέλια.
«Καριόλα Φώφη» γέλασε. «Γέρασες ρε, χαίρομαι που σε βλέπω. Έλα στην κουζίνα πιούμε ένα καφέ να θυμηθούμε τα παλιά».
Η Φώφη δεν τόλμησε να αρνηθεί την πρόταση της άσπονδης φίλης και βιολογικής μάνας του κοριτσιού της. Ήξερε από την αρχή ότι θα έπρεπε να πάει με τα νερά της. Όσο βρώμικα και παρανοϊκά και να της φαίνονταν έπρεπε να βουτήξει στον βούρκο, να κολυμπήσει ως την άκρη της λογικής, εκεί που θεριεύει το παράλογο και σε αυτή την ακτή τη δύσοσμη να συναντήσει την Άννα, μόνο έτσι θα είχε κάποια ευκαιρία.
Κάθισαν στο στρογγυλό φθαρμένο λευκό τραπεζάκι και η Άννα σέρβιρε ζεστό γαλλικό καφέ. πετώντας ένα πακέτο κρουασανάκια στο τραπέζι.
«Αννούλα μου, χαίρομαι τόσο που είσαι καλά» προσπάθησε να φανεί συγκαταβατική η Φώφη.
«Ναι, ξέρω. Δε θα μου πεις να μου ζήσουν;»
«Πως, πως... να σου ζήσουν σαν τα ψηλά βουνά οι γιοί σου».
«Και οι κόρες μου, Φώφη, και οι κόρες μου. Γι’ αυτό ήρθες άλλωστε. Άκου, αν θέλεις θα περάσουμε ένα σχεδόν φιλικό απόγευμα με καφέ και αναμνήσεις και την Τρίτη θα υπογράψεις τα χαρτιά. Αν πάλι όχι, θα φύγεις μετρώντας τα σκαλοπάτια από ‘δώ μέσα και την Τρίτη θα υπογράψεις τα χαρτιά. Λοιπόν, πώς τον πίνεις τον καφέ σου;»
Η Φώφη ανακάθισε στην καρέκλα της, στο μυαλό της έπαιζαν όλα τα πιθανά σενάρια. έπρεπε να βρει έναν τρόπο να συμφωνήσει η Άννα μαζί της. Κάτι που να μην μπορεί να αρνηθεί, κάτι δυνατό, κάτι… Το βλέμμα της άστραψε και χαμογελώντας πήρε το φλυτζάνι κοντά της. Κοίταξε την κοπέλα που κάποτε «έφτιαξε» αλλά τελικά τίποτα σωστό δεν είχε αφήσει πάνω της η ζωή.
«Άννα, λίγα λόγια και σταράτα. Εσύ τα παιδιά δεν μπορείς να τα ζήσεις. όχι γιατί δε θέλεις ή γιατί δεν είσαι άξια προς Θεού. Είσαι η καλύτερη εργάτρια που είχα ποτέ. Αλλά είσαι ακόμη στο άνθος σου. Εχεις μπόλικο ψωμί ακόμη και με τέσσερα κουτσούβελα εδώ μέσα, φοβάμαι, καλή μου, πως γρήγορα θα το κλείσεις το σπιτάκι σου. Προτείνω λοιπόν τα παιδιά να μείνουν εκεί που είναι. Μεγαλώνουν καλά και εσύ θα μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου. Μάλιστα, βλέποντας πόσο εργατική είσαι, σκέφτομαι να σου δώσω ένα ποσό να επεκτείνεις την «επιχείρηση», να ανοίξεις ένα μπάρ. Δε νοείται με τέτοια πελατεία και τόσο καλό όνομα να μην έχεις ένα μπαρ. Εκεί είναι τα λεφτά. Τα παιδιά σου θα είναι πάντα εκεί. όποτε θέλεις θα τα πάρεις. Λεφτά όμως δε θα μπορείς να βγάζεις πάντα. Άτιμος ο χρόνος, ρώτα και εμένα.
Το λοιπόν, κρατάμε τις μικρές και σου δίνω και πέντε εκατομμύρια να ανοίξεις το μαγαζί. Και όταν τελέψεις πια με τα αλισβερίσια, τότε πάρε και τα παιδιά κοντά σου, τι λες;»
Η Φώφη, αν και γερασμένη, είχε ακόμη το ταλέντο να ζυγίζει τους ανθρώπους. Πόσο μάλλον αυτήν, που σμιλεύτηκε μπροστά στα μάτια της. Όλες οι λέξεις που χρησιμοποίησε ήταν διαλεγμένες με το ζύγι, ήξερε ότι, εάν είχε μία πιθανότητα να κερδίσει, θα έπρεπε να κοστολογηθεί πολύ ακριβά. Για την Άννα πάντα μέτραγε το χρήμα. Ένιωθε σίγουρη. Τελείωσε την πρότασή της και ακούμπησε πίσω στην καρέκλα να πιεί τον καφέ της.
Η Άννα σηκώθηκε νευρικά από τη δική της και κάνοντας δυο τρείς βόλτες πάνω κάτω στο μικρό κουζινάκι τη μία γέλαγε μόνη της και την άλλη σούρωνε τα χείλη της κακιωμένη.
Είχε ένα διάλογο μέσα στο μυαλό της, έπαιζαν σκηνές του μέλλοντος κυρίως. Έβλεπε πάλι το εαυτό της στα μεγαλεία, τώρα κακά τα ψέματα, με ένα δυο καράβια που έρχονταν την εβδομάδα ίσα ίσα πλήρωνε τις κοπέλες και έβγαζε ένα πενιχρό χαρτζιλίκι. Η πρόταση της Φώφης δεν ήταν κακή, καθόλου. Την προβλημάτιζε μόνο ότι στη Σαλαμίνα και μπαρ να έκανε δε θα είχε την απαιτούμενη δουλειά. Πέντε εκατομμύρια όμως δεν ήταν λίγα. Στην τελική θα έκανε μία επέκταση στο σπίτι και θα έκανε εκεί ένα παράνομο μπάρ .Θα έδινε γύρω στο ενα εκατομμύριο και τα άλλα τέσσερα στην τσέπη.
Για τις κόρες της ούτε που περνούσε η παραμικρή σκέψη. Θαρρείς και σαν σφουγγάρι νωπό από τον ίδιο της τον βούρκο πέρασαν τα εκατομμύρια πάνω από τον πίνακα της ζωής και όπως ήταν γραμμένα με κιμωλία τα ονόματα των κοριτσιών μεμιάς τα έσβησαν. Κοίταξε την Φώφη.
«Μετρητά;»
«Αύριο κιόλας θα σ’ τα στείλω με τον ταχυδρόμο».
«Ναι, ρε Φώφη, έχεις δίκιο. Τα παιδιά δε χάνονται, οι ευκαιρίες όμως ναι. Σκέφτομαι να επεκτείνω το σπίτι εδώ και να βάλω μέσα μπαρ, εσύ τι λες;»
Το υπόλοιπο απόγευμα πέρασε με τη Φώφη να μετράει τις κουβέντες της μη τυχόν και αλλάξει γνώμη η ζαβή και την Άννα να μονολογεί για τη διακόσμηση του μπαρ και τις υπηρεσίες που θα παρείχε.



Στο υπόγειο της Βεϊκου τριάντα χρόνια μετά η Άννα δε θυμόταν τίποτα από όλα αυτά. Είχε μόνο απαιτήσεις και δικαιώματα. Είχε μόνο να λαβαίνει από τα παιδιά της, έτσι νόμιζε, έτσι φώναζε, για αυτό έχανε τα λογικά της. Στη διαστρεβλωμένη της πραγματικότητα εκείνη υπήρξε υπόδειγμα μάνας και τα παιδιά της, πάντα αχάριστα και αγνώμονες, την έβαζαν στο περιθώριο.


Μαρία Π. Ψαθά