Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 15)

Το γράμμα που έλαβε ο Μανώλης απ’ τη μάνα του το έλεγε ξεκάθαρα: ο πατέρας του ήταν άρρωστος. Κι η κυρά Άννα δεν συνήθιζε να λέει ψέματα. Ο άντρας της είχε κρυώσει άσχημα, καθώς φαίνεται, γυρνώντας μια μέρα με δυνατή βροχή απ’ το χωράφι του. Έπεσε στο κρεβάτι κι ο πυρετός τον έψηνε, ενώ ένας άγριος βήχας συντάραζε τα σωθικά του κάνοντάς την να καρδιοχτυπά τη μέρα και ν’ αναπηδά τρομαγμένη τη νύχτα. Ο γιατρός που τον εξέτασε τού έγραψε κάποια φάρμακα, μα που λεφτά να τ’ αγοράσει η γυναίκα; Περιορίστηκε αναγκαστικά στις εντριβές και τα γιατροσόφια, όμως η κατάσταση του Στρατή δεν έδειχνε να βελτιώνεται κι είχε αρχίσει να τρέμει τα χειρότερα – η πνευμονία ήταν θανατηφόρα.


Ταράχτηκε ο νέος. Δεν ήταν δυνατό να χάσει τον πατέρα του, τώρα που ο ίδιος είχε γλιτώσει απ’ του Χάρου τα δόντια κι επιθυμούσε να σφίξει τους γονείς στην αγκαλιά του. Μόλις πήρε εξιτήριο, ανέβηκε στο πρώτο τρένο για το Μπουτζά, αφήνοντας κατά μέρος τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Καθόλου δε σκέφτηκε ότι η πράξη αυτή συνιστούσε λιποταξία, κι ότι μπορεί να την πλήρωνε με την ίδια του τη ζωή. Τη δεδομένη στιγμή ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε. 

Νεκρική σιγή απλωμένη στη μικρή αυλή τους, η πόρτα ορθάνοιχτη·  μπήκε μέσα βαδίζοντας σιγά και βρήκε την Άννα σκυμμένη μπρος στο εικονοστάσι, με τα χέρια σταυρωμένα και μισόκλειστα τα μάτια. «Μανούλα…» πρόφερε αγγίζοντάς την τρυφερά στον ώμο. Εκείνη αλαφιάστηκε, μα σαν είδε το παιδί της πετάχτηκε ορθή και τον αγκάλιασε σφιχτά, καταφιλώντας του το πρόσωπο.

«Μανώλη μου! Παιδάκι μου!» πρόφερε με λαχτάρα μέσα απ’ τα δάκρυά της.

«Σύχασε, μάνα… Εδώ είμαι» την παρηγόρησε, φιλώντας την στοργικά στο μέτωπο.

«Τι σεκλέτι ηπήρα και για σένα, γιε μου!» στέναξε η Άννα. «Τουλάχιστον ζεις, είσαι καλά…»

Δεν της μίλησε για τη λαβωματιά ο Μανώλης, ή για το ότι κινδύνεψε να πεθάνει. Δεν ήθελε να την πικράνει πιότερο. Με το βλέμμα ρώτησε πού ήταν ο πατέρας του. Η Άννα, σιωπηλά κι αυτή, τον πήρε απ’ το χέρι και τον έφερε στην κάμαρά τους, όπου ακουγόταν βαριά η ανάσα του Στρατή. Μια θηλιά έσφιξε το λάρυγγά του. Πλησίασε το κρεβάτι κι ο Στρατής, σαν να αντιλήφθηκε την παρουσία του γιου του, γύρισε το κεφάλι και ρώτησε με κόπο: «Εσύ είσαι Μανωλιό;»

«Ναι πατέρα, εγώ είμαι» αποκρίθηκε και παίρνοντας το πατρικό του χέρι στη χούφτα του τ’ ασπάστηκε σεβαστικά.

«Δόξα τω Θεώ! Ζει τ’ ασλάνι μου!» ανεβόησε ο Στρατής πριν ένα ορμητικό, πνιγηρό κύμα βήχα του επιτεθεί, κόβοντας την πνοή του.

Άκουσε τη μάνα του να σιγοκλαίει κι η ψυχή του γιόμισε παράπονο. «Μην πεθάνεις, πατέρα» παρακάλεσε βουρκωμένος. «Σε χρειάζουμαι… Ο, τι μπορώ θα κάμω, φτάνει να μη σε χάσω…» Και βγήκε απ’ το δωμάτιο, μη θέλοντας να φανεί πως λύγισε, καθώς οι βρύσες των ματιών του έσταζαν πάνω στ’ ατημέλητα γένια.

Χρειάστηκε περίπου ένας μήνας μέχρι να καταφέρει ο Στρατής να σταθεί ξανά γερά στα πόδια του. Ο Μανώλης δεν έφυγε στιγμή απ’ το πλευρό της Άννας. Έκανε οικονομίες για να πάρει τα φάρμακα που θα επέτρεπαν στον πατέρα του να συνέλθει μια ώρα αρχύτερα, ανέλαβε ο ίδιος όλες τις βαριές δουλειές, βοηθούσε ακόμη και τη μάνα του στο νοικοκυριό. Τη σκλάβωνε η αφοσίωσή του, μα όλο του έλεγε να προσέχει τον εαυτό του, μην πάθει κανένα κακό. Είχε προσέξει την ουλή στο πλευρό του κι όταν άκουσε την ιστορία σταυροκοπήθηκε τρομαγμένη:

«Χριστός και Παναγία! Εσύ, τζιέρι μου, είδες το Χάρο με τα μάτια σου!» ξεφώνισε. «Άτιμο πράμα ο πόλεμος...»

«Έγινε κιόλας, μανούλα» την καθησύχασε. «Μη μου στενοχωριέσαι»

«Πρόσεχε, αγόρι μου, σ’ ικετεύω! Έναν  σ’ έχω... Θα σπάσει η καρδιά μου αν σε χάσω!»

«Έγνοια σου, μάνα! Δεν ήρχε ακόμα η ώρα μου... Θα ζήσω, χρόνους πολλούς, και θα σου κάμω εγγόνια και δισέγγονα. Κι εσύ θα ζεις για να τα ιδείς!

«Μακάρι... Μακάρι , Θε μου, να τελέψει αυτός ο λωλαμός, να νικήσουν οι Έλληνες, να ζήσουμε ήσυχοι κι ελεύθεροι!»

Πόση ειρωνεία τραγική υπήρχε στην ευχή της... Ήδη οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί, οι νίκες έπαιρναν ολοένα το μέρος των Τούρκων. Κι όχι μόνο οι νίκες, μα κι αυτές οι Μεγάλες Δυνάμεις που στήριξαν την Ελλάδα στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Γαλλία, Αγγλία , Ιταλία, ακόμα κι η ομόδοξη Ρωσία, παραχωρούσαν τα πάντα στον Κεμάλ: όπλα, εδάφη, ηθική και υλική υποστήριξη εναντίον των Ελλήνων. Κάθε μέρα που περνούσε θαρρείς πως έφερνε πιο κοντά στην καταστροφή, μια καταστροφή που θ’ άφηνε για χρόνια τα σημάδια της στις ψυχές των ανθρώπων. Των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι, αγνοώντας παντελώς τη μοίρα τους, συνέχιζαν να ζουν, να εργάζονται, να γλεντούν, να ερωτεύονται...

«Τι τύχη, Στρατή μου, που γίνηκες καλά πριν τον αρραβώνα τση Ελένης μας!» αναφώνησε χαρούμενη η Άννα ενώ τους σέρβιρε τη ζεστή τραχανόσουπα εκείνο το μουντό φθινοπωρινό μεσημέρι.

«Της Ελένης; Ποιας Ελένης; Θα παντρευτεί η ξαδέλφη μου;» τινάχτηκε ο Μανώλης.

«Ναι, γιαβρί μου, με το που μπει ο χρόνος, αν θέλει ο Θιός» μίλησε η Άννα. «Τώρα κοντά τ’ Αϊ-Δημητριού θα γένει ο αρραβώνας... Με τόσα που ’γιναν, λησμόνησα να σ’ το ειπώ!»

«Μπρε την Ελένη...» μονολόγησε ενθουσιασμένος. «Και δε με λες, προξενιό... για κάνα αίστημα;»

«Προξενιό, Μανώλη. Μα είναι καλό και νέο παλικάρι. Θα τον συμπαθήσεις κι εσύ πολύ» απάντησε η μητέρα του. «Φάγε τώρα, θα κρυώσει ο τραχανάς!»

Το απόγευμα της γιορτής ο ήλιος, σαν να ’θελε να συμμετάσχει στη γήινη χαρά, βγήκε απ’ την κρυψώνα που του έφτιαχναν τα σύννεφα και στάθηκε περίλαμπρος στον ουρανό. Στο σπίτι της νύφης τα τραπέζια, φορτωμένα εδέσματα και πιοτά, περίμεναν τους συνδαιτυμόνες να τα δοκιμάσουν. Η Ελένη, σεμνή και ντροπαλή, ακτινοβολούσε την ώρα που ο παπάς ευλογούσε και περνούσε στα δάχτυλα τα δικά της και του μνηστήρα της τις βέρες, κι ο Μανώλης την κρυφοκαμάρωνε. Πόσο είχε μεγαλώσει η μικρή εξαδέλφη του, πρέπει να κόντευε τα είκοσι...

«Άντε, καρντάση, κι απόψε θα ’χουμε έμορφα κορίτσια εδώ πέρα, τσι φίλες τση Λενιώς!» τον σκούντηξε ο ξάδελφός του.

«Και τι με μέλει μπρε για τσι φίλες τσ’ αδερφής σου;» απόρησε.

«Τι σε μέλει; Σοβαρά μιλάς; Δεν τσι πρόσεξες καν, ε; Τέτοιος είσαι , καημένε, γι’ αυτό θα πάει  στράφι το σουλούπι σου!» τον επιτίμησε ο ξάδελφος. Έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας, μη θέλοντας να διαπληκτιστεί μαζί του για τέτοια θέματα. Σιγά μη μπορούσε ποτέ να του πει ότι η καρδιά του ανήκε σ’ άλλη, και ποια ήταν ετούτη η άλλη...

Οι εκλεκτοί μεζέδες και το γλυκό κρασί άνοιξαν γρήγορα τα στόματα των καλεσμένων και συνεπήραν τα πόδια τους στο χορό. Χόρεψαν ασταμάτητα όλους τους χορούς του τόπου τους: καρσιλαμά, ζεϊμπέκικο, συρτό, σμυρναίικο μπάλο... Μια η αψάδα του κρασιού, μια η ζάλη του χορού, είχαν αρχίσει να φέρνουν μια θολούρα στο νου του Μανώλη. Έμεινε λίγο πιο πίσω σαν έφυγαν οι γονείς του, για ν’ αποτελειώσουν το γλέντι με τα ξαδέλφια του, κι αφού αποχαιρετίστηκαν πήρε ο καθείς το δρόμο για το σπίτι του. Εκείνος ήταν μόνος. Τάχυνε το βήμα του να φτάσει σύντομα, παραπάτησε όμως κι αναγκάστηκε να στηριχτεί σ’ έναν τοίχο. Τόσο πολύ είχε πιεί για να τρεκλίσει; Μπα, δεν ήταν τίποτα, σκέφτηκε·  θα σκόνταψε σε καμιά πέτρα. Έκανε να συνεχίσει την πορεία του, όταν μια πόρτα άνοιξε κι η φωνή μιας γυναίκας ακούστηκε πίσω του:

«Για που το ’βαλες, Μανώλη, έτσι βιαστικός μες στη νύχτα;»

Στράφηκε να δει ποιός του μιλούσε. Ήταν η Ινώ, η νεαρή πόρνη του χωριού. Κάθε βράδυ στηνόταν στο παράθυρό της κι ίδια με ζώο αρπακτικό παραμόνευε τους άνδρες. Είκοσι με εικοσιπέντε χρονών κοπέλα, όμορφη, διαβολικά όμορφη, με μαλλιά ξανθά και σγουρά ως τους γοφούς της, με δυο στήθια τροφαντά, που ποιός ξέρει πόσοι πλήρωναν για να νιώσουν το χυμό τους... Η μάνα της, χηρεμένη νωρίς, αναγκεμένη για χρήμα και άγγιγμα αντρικό, είχε κληροδοτήσει στην κόρη της το επάγγελμα, που ήταν κι η ίδια καρπός κάποιας αμαρτωλής συνεύρεσης. Η Ινώ την ξεπέρασε στην τέχνη, και τώρα πια η πελατεία της δεν περιοριζόταν στους ενήλικους συντοπίτες της – πολλοί ανυπόμονοι έφηβοι είχαν ήδη «ανδρωθεί» στα χέρια της...

Έτσι και τώρα, φορώντας ένα ριχτό ολόσωμο νταντελένιο μεσοφόρι που καθόλου δε μείωνε την λαγνεία του κορμιού της, στεκόταν με τη γροθιά στη μέση της στο κατώφλι. Την κοίταξε με μισό μάτι και μια δύναμη μέσα του τον λάκτισε προειδοποιητικά. Τι γύρευε αυτός έξω απ’ το κονάκι της; Έπρεπε να φύγει και μάλιστα γρήγορα, όμως για κάποιον περίεργο λόγο τα σκέλια του έμεναν κολλημένα στη γη.

«Σπίτι μου πάω, Ινώ» άρθρωσε, ενώ εκείνη πλησίαζε προς το μέρος του.

«Σπίτι σου; Είσαι σίγουρος;» ρώτησε δήθεν η Ινώ.

«Απόλυτα» αποκρίθηκε κοφτά, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του. Βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής απέναντί του, έβλεπε τα παστωμένα με κοκκινάδι χείλη να κινούνται ηδονικά προφέροντας τις λέξεις, ο κόρφος της ανέδιδε ένα άρωμα βαρύ, ναρκωτικό, που φλόμωνε τα ρουθούνια του. Ένιωσε να παγιδεύεται.

«Δεν είναι κρίμα ένας τόσο όμορφος νέος να κοιμάται μόνος του;» σύριξε σαν οχιά η νεαρή πόρνη αγγίζοντας ξεδιάντροπα το μάγουλό του κι έσταζε μέλι δολερό το στόμα της.

«Φύγε, Ινώ. Είμαι κατάκοπος» κατάφερε να πει, ενώ το τρέμουλο που είχε απλωθεί στα μέλη του δυνάμωνε.

«Θα σ’ τη διώξω εγώ την κούραση, μη σε μέλει!» ξεστόμισε εκείνη τολμηρά. Τα χέρια της διόδευσαν το σώμα του φτάνοντας μέχρι πάνω απ’ τον καβάλο του που ’χε αρχίσει να τον στενεύει επικίνδυνα και νόμισε πως τον έδεναν αλυσίδες, αδύναμο ν’ αντισταθεί.

«Πλάγιασε μαζί μου!» ψιθύρισε μια άχνα στο λαιμό του. Κι η ξαναμμένη σάρκα υπερκέρασε το νου, τον παρέλυσε. Άφησε τα χείλη της Ινώς να φυλακίσουν τα δικά του, σ’ ένα φιλί που μόνο έρωτα δεν έδειχνε κι οι παλάμες του κινούνταν αχαλίνωτες στο σώμα της. Αιχμάλωτος στα χέρια της, ούτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκε να πέφτει μαζί της στο φθηνό κρεβάτι. Μα η άνομη ηδονή που τον κατέκλυσε έφερε απρόσμενα στη σκέψη του σαν συναγερμό τ’ αγαπημένο όνομα.

«Κατίνα..» μονολόγησε σιωπηλά. Κι ευθύς συνήλθε, αντικρίζοντας αντί για το αθώο της βλέμμα το πονηρό της Ινώς. Πετάχτηκε σιάζοντας το τσαλακωμένο ρούχο του, αφήνοντάς την σύξυλη στο στρώμα.

«Που πας;» φώναξε, καθώς ο Μανώλης ορμούσε προς την πόρτα.

«Πάψε! Πάψε, διαβολοθήλυκο!» βρόντηξε εκείνος. «Βρες άλλους να κολάσεις, όχι εμένα! Όργανο του Σατανά!» Και φτύνοντας στο χώμα, χύθηκε τρέχοντας στο δρόμο.

«Θεέ μου» αναλογίστηκε «τι έκαμα; Πήγα να την προδώσω! Να προδώσω τη μικρή μου...»      

Μ’ από κείνη τη νύχτα, που παραλίγο να ενδώσει στον πειρασμό της Ινώς, ο νους του τού έπαιζε συχνά πρωτόγνωρα παιχνίδια. Έβλεπε στον ύπνο του γυναίκες πολλές, ωραίες, προκλητικές, ν’ αποζητούν τ’ άγγιγμα του. Ώσπου ένα βράδυ, είδε μόνο μία. Στην αρχή δεν την ξεχώριζε, ήταν μια μακρινή αχλή. Έσμιξε τα βλέφαρα, να μη βλέπει τ’ αποκύημα της φαντασίας που ερχόταν να τον ερεθίσει. Μα σαν διέκρινε τη μορφή της, η καρδιά του σκίρτησε. Ήταν εκείνη... Βάδιζε στις μύτες των ποδιών, κι ένας αέρας φούσκωνε το λευκό χιτώνα που κάλυπτε το κορμί της. Εκείνος έμενε εκστατικός στη θέση του, όσο τον προσέγγιζε. Στάθηκε εμπρός του σοβαρή, λύνοντας με μια κίνηση τον κότσο στα μαλλιά της. Την επόμενη στιγμή, το εξώκοσμο ρούχο έπεσε, κι ο Μανώλης αντίκρισε με δέος το γυμνό παρθενικό κορμί. Σταύρωσε η Κατίνα τα μπράτσα σαν να κρύωνε, ίσως να ’θελε να καλύψει τα στήθια της. Γονάτισε και την αγκάλιασε απ’ τη μέση, ταξιδεύοντας τα χείλη του στο δέρμα της,  απ’ τον αφαλό μέχρι τη βάση των μαστών. Η κοπέλα τού χάιδεψε απαλά το μάγουλο, κι ύψωσε τα μάτια του στα δικά της. Πέτρωσε όμως συναντώντας τα. Ήταν θλιμμένα, σκοτεινά, κι όταν καλοκοίταξε είδε στις κόρες της σύννεφα μαύρους καπνούς μέχρι τον ουρανό. Πριν προλάβει να τη σταματήσει, η οπτασία δραπέτευσε μέσα απ’ τα χέρια του...

Ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα. Τι όνειρο ήτανε πάλι ετούτο, ερωτικό κι εφιαλτικό συνάμα; Ξάπλωσε ανάσκελα παίρνοντας βαθιές ανάσες σε μια απόπειρα να ηρεμήσει, να σκεφτεί λογικά. Δεν είχε αμφιβολία,  ο πειρασμός τού την έδειξε ολόγυμνη, για να του φυτιλίσει τα ένστικτα.

«Θεέ μου, σε παρακαλώ, μη μ’ αφήκεις να κάμω κάτι που θα μετανιώσω... Είναι τόσο μικρή, τόσο αγνή η Κατίνα μου...» προσευχήθηκε. Όμως η φαντασίωσή του επέμενε, του τσιγκλούσε συνεχώς το μυαλό, στέλνοντας ρίγη στο κορμί του. Είχε πειστεί πως θα την έχανε, πως δε θα κατάφερνε ποτέ να την κάνει γυναίκα του, μα δεν θ’ άντεχε να ζήσει ξέροντας ότι θα διαφέντευε την ύπαρξή της άλλος. Κι αυτή η φωτιά που διέκρινε στο βλέμμα της, καταστροφή μεγάλη ένιωσε πως προμήνυε... Μήπως λοιπόν έπρεπε με κάποιο τρόπο να την αποκτήσει; Να ξέρει πως κατιτίς δικό της του ανήκε;

Ο ύπνος δεν μπόρεσε να του σφαλίσει ξανά τα βλέφαρα. Σηκώθηκε νυχοπατώντας και βγήκε στους έρημους, σκοτεινούς δρόμους του χωριού. Μόλις έφτασε κάτω απ’ το παράθυρό της, κοντοστάθηκε δίβουλος. Δίστασε για μια στιγμή. Την επόμενη, τσαντισμένος με το συλλογικό του, τίναξε το κεφάλι κι έκλεισε στη χούφτα του μερικά  χαλικάκια, που κείτονταν αδέσποτα στο έδαφος. Σημάδεψε το παράθυρο, τα πετραδάκια έκρουσαν τις κλειστές γρίλιες. Μια, δυο, τρεις φορές... Στον τρίτο χτύπο μισάνοιξε το παντζούρι και μαζί του όλοι οι πόροι του κορμιού του Μανώλη. Αιώνες του φάνηκαν τα ελάχιστα λεπτά που χρειάστηκε η Κατίνα να βρεθεί σιμά του, ίσα για να ρίξει ένα σάλι στους ώμους της που θα την προφύλασσε απ’ το κρύο της νύχτας. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή.

«Μανώλη! Γύρισες!» ψιθύρισε ενώ ήθελε να φωνάξει. Το παλικάρι την άρπαξε στην αγκαλιά του, ρουφώντας διψασμένο τα χείλη της. Μα είχε κάτι αυτό το ερωτικό του ξέσπασμα που έκανε την κοπέλα να αναστατωθεί. 

«Γιατί με φιλάς έτσι; Τι έγινε;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε.

«Κατίνα!» έκανε μόλις κατόρθωσε να μιλήσει. «Δεν αντέχω!» 

«Τι δεν αντέχεις;»

«Να μη σ’ έχω! Κατίνα...»

Πήρε το κοριτσίστικο πρόσωπο στα χέρια του, που τον κοιτούσε συγχυσμένο. Εισέπνευσε κοφτά και εξέπνευσε, λευτερώνοντας την πολυπόθητη φράση που ’χε σταθεί στη γλώσσα του:

«Γίνε δικιά μου!»

«Τι πράμα;» γούρλωσε τα μάτια η Κατίνα, ενώ τα μαύρα αραιά της φρύδια σούφρωναν μ’ απορία.

«Έλα να σμίξουμε, αγάπη μου, έστω για μια φορά!..» επέμεινε.

Χλόμιασε η μικρή απονήρευτη παρθένα. Ψιλός ιδρώτας την περιέλουσε, κατανοώντας τι της ζητούσε ο καλός της.

«Τι λες, Μανώλη; Χωρίς να ’μαι γυναίκα σου;»

«Πες πως είσαι, για ένα βράδυ !»

«Δεν πρέπει χωρίς στεφάνι…»

«Ποιο στεφάνι Κατίνα; Ξέρεις τι λες;» έκανε απελπισμένος, βαστώντας γερά τους καρπούς της. «Το δικό μας το στεφάνι δε θα μπει ποτέ, κατάλαβέ το! Όνειρο έμορφο και κακό είδα απόψε…»

«Τι σόι όνειρο ήταν τούτο; Πες μου!»

«Να… Φιλούσα λέει το κορμί σου, κι ήταν τόσο απαλό, τόσο ζεστό… Μα σαν σήκωσα να δω τα μάτια σου, είδα φωτιά και καπνό πολύ, σκέτη κόλαση…»

«Με τρομάζεις…»

Την κόλλησε επάνω του, έτσι που τα νεανικά τους σώματα συνθλίβονταν σχεδόν στα πιο απόκρυφα σημεία. Η κοπέλα λίγωσε, η έξαψή του μεταδιδότανε θαρρείς στην ίδια μαζί με την ανάσα του που φλόγιζε τις παρειές της, κάνοντας και τη δική της να βγαίνει γοργή, κοφτή, όπως ο άτακτος παλμός της καρδιάς της.

«Άσε με να σ’ αγγίξω μια φορά, κι ύστερα ας πεθάνω! Σ’ αγαπώ, σε θέλω!» ψιθύρισε με πάθος. Ένα φιλί όλο θέρμη συντρόφεψε τα λόγια του, κι ένιωσαν να καίγονται τα χείλη τους.

«Μανώλη… Δε γίνεται» αρνήθηκε ωστόσο η Κατίνα. «Φοβάμαι…»

«Τι φοβάσαι;»

«Όλα, τα πάντα. Τον κύρη μου, εμάς τους ίδιους..»

Χαλάρωσε το κράτημά του. Στάθηκε απέναντι βουβός, προσπαθώντας να διακρίνει στο αμυδρό φεγγαρόφωτο μια έκφραση στο πρόσωπό της, το οποίο, γερμένο, κρύφτηκε στο χείμαρρο των λυτών μαλλιών της.

«Δεν ημπορώ… Συγχώρα με» ψέλλισε κι αμέσως σκέπασε τα μάτια.

Εξανεμίστηκε μεμιάς ο πόθος του, μαντεύοντας το σιγανό της κλάμα. Έμοιαζε τόσο ασθενική, τόσο ευάλωτη… Ήθελε να την κανακέψει πια σαν να ’τανε παιδούλα, όχι να την κατακτήσει ως γυναίκα. Μα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Ένα φιλί στο μάγουλο μόνο κι ένα χάδι απαλό στο κεφάλι, ήταν η παρηγοριά του.

«Καλή σου νύχτα αγάπη μου» είπε πριν χαθεί στο σκοτάδι. «Θα σ’ αγαπώ για πάντα!»

Με βήματα βαριά, απρόθυμα, ανέβηκε η Κατίνα τη σκάλα που οδηγούσε στην κάμαρή της. Στο θολωμένο της μυαλό αντιπάλευαν δεκάδες σκέψεις. Γιατί τον άφησε να φύγει, αφού στο βάθος θέλησε να ενωθεί μαζί του; Έφταιγαν άραγε οι αυστηρές αρχές με τις οποίες είχε μεγαλώσει, η θηλυκή αιδώς ή ο παράλογος φόβος ότι, αν αποξεχνιόνταν και την έβρισκε η αυγή στην αγκαλιά του, δε θα ’ταν μόνο το δοσμένο αγαθό που θα ’βαφε κόκκινο το κρεβάτι; Κι αν… η κοιλιά της κάρπιζε; Όχι, καλύτερα που δεν τον έμπασε, κι ας το ποθούσε τόσο…

Την επόμενη μέρα στο σπίτι του Μανώλη φάνηκε ένας αξιωματικός. Έτρεξε η κυρά Άννα ν’ ανοίξει, θαρρώντας πως ήταν κανένας συγγενής τους, αλλά μόλις είδε τον ψηλό άντρα με το βλοσυρό ύφος και τη στρατιωτική αμφίεση ένα σύγκρυο διαπέρασε τη ράχη της.

«Εδώ είναι η οικία του Εμμανουήλ Ασλάνογλου;» είπε κοφτά εκείνος.

«Μάλιστα» απάντησε κουμπωμένη η γυναίκα. «Τι τον εθέλετε;»

«Κυρία μου, σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε, ο υιός σας λιποτακτεί» δήλωσε ο αξιωματικός. «Αδικαιολογήτως δεν επαρουσιάσθη εις το στράτευμα μετά την ανάρρωσίν του…»

«Τι είναι αυτά που μου λέτε; Ο άντρας μου ήταν άρρωστος βαριά κι ήθελε να τον διει!» αντέδρασε η κυρά Άννα.

«Αυτό δεν δικαιολογεί την απόφασίν του, κυρία Ασλάνογλου! Εν καιρώ πολέμου όφειλε να ευρίσκεται εις το πεδίον της μάχης! Γνωρίζετε πιστεύω ποία ποινή επισύρει τοιαύτη ενέργεια, εάν συλληφθεί από τους ιθύνοντας…»

Χαμήλωσε ντροπιασμένη το κεφάλι η μητέρα του χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη για να τον δικαιολογήσει. Μέσα της όμως τον δικαίωνε. «Το χρέος του ήκαμε το παιδί μου… Κι αυτό δεν είναι ο πόλεμος» μουρμούρισε τόσο σιγανά ώστε να μην ακουστεί.

«Μεταβιβάστε του αυτό σας παρακαλώ» μίλησε πάλι ο ανώτερος δίνοντάς της ένα τηλεγράφημα. «Οφείλει να παρουσιασθεί στο αρχηγείο δια να λάβει φύλλον πορείας εντός τριών ημερών. Διαφορετικά θ’ αναγκασθούμε να πράξουμε βιαίως…»

Με το χαρτί στα χέρια της, η Άννα σωριάστηκε στον κατώφλι, ακουμπώντας τη ράχη στον παραστάτη της πόρτας και πήρε να κουνάει το κορμί μπρος πίσω σαν να μοιρολογούσε. Άκουσε τους στεναγμούς ο Μανώλης και μόλις την είδε τρόμαξε.

«Μάνα τι έγινε; Μην πέθανε κανείς;» τη ρώτησε σκύβοντας πλάι της. Αμίλητη εκείνη του έδειξε το τηλεγράφημα. Το κράτησε στα δάχτυλά του τεντωμένο κι η όψη του σκοτείνιασε καθώς το διάβαζε.

«Γιόκα μου, Μανωλιό μου… Μην τους ακούς τζιέρι μου... Δεν είσαι λιποτάκτης! Για το καλό του κύρη σου το ήκαμες… Δεν είσαι κιοτής!» μονολογούσε.

«Κοίταξέ με, μάνα» την προέτρεψε ο γιος της. Αφέθηκε να τη στήσει όρθια κι ύστερα αναμετρήθηκαν με το βλέμμα.

«Αν δεν εκπληρώσω το καθήκον μου, με περιμένει ο θάνατος… Προτιμάς να με σκοτώσουν ως άνανδρο, ή να πέσω με τη θέλησή μου ηρωικά στη μάχη;»

«Δεν ήταν άναντρο, γιε μου, που νοιάστηκες τον πατέρα σου!» αντέλεξε η Άννα.

«Το ξεύρω πως δεν ήταν. Μα δυστυχώς άλλοι ορίζουν τη μοίρα μας…»

Η Άννα έγειρε στο στήθος του Μανώλη κι εκείνος χάιδεψε στοργικά τα γκριζαρισμένα της μαλλιά που μισόκρυβε το τσεμπέρι. «Κάμε κουράγιο, μάνα» είπε. «Να ξεύρεις πως ό, τι κάμω το κάμω για σας και την πατρίδα, για κανέναν άλλο! Και για τους συντρόφους, που αντέχουν ακόμα να πολεμούν τον Κεμάλ… Κάμε κουράγιο, μάνα, κι ευχήσου να νικήσουμε…»


Λίνα Δώρου