ΑΒΑΤΟ: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 1/Μέρος Α) - Η Γένεσις

Κοίταξε γύρω του. Απέραντες πράσινες εκτάσεις ως εκεί που έφτανε να δει το ανθρώπινο μάτι. Εντούτοις εκείνος έβλεπε τα πάντα, γιατί δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν Θεός. Μοναχικός Θεός που κάθε μέρα περπατούσε ανάμεσα στα πυκνά δάση, επιβλέποντας τα δημιουργήματα της φύσης, που του κρατούσαν συντροφιά χρόνια τώρα, σε έναν κόσμο που αποτελούταν μονάχα από κάθε λογής δέντρα, μικρά και μεγάλα, και ατέλειωτα ποτάμια και θάλασσες. Δεν υπήρχε ίχνος έμβιων όντων κι Εκείνος υπήρχε ήδη από τον καιρό του απέραντου χάους. Τα χρόνια δηλαδή όπου ο πλανήτης μας σχηματιζόταν. Οι ώρες τού φαίνονταν αιώνας ή καλύτερα αιώνες. Την αλλαγή της ημέρας την ξεχώριζε μονάχα από τις κινήσεις του ήλιου και της σελήνης. Για Εκείνον ήταν οι μοναδικοί του φίλοι, καθώς τον ειδοποιούσαν για τις μέρες που περνούσαν.
 Μία ξάστερη νύχτα, καθώς βάδιζε στις όχθες μιας λίμνης κοιτώντας το μοναχικό του είδωλο, παρατήρησε πως ο ουρανός είχε κατακλυστεί από πεφταστέρια. Δεν ήταν ιδιαίτερα σύνηθες το φαινόμενο τούτο κι Εκείνος έσπευσε να το παρακολουθήσει. Η αστρική βροχή συνεχιζόταν για ώρες ρίχνοντας στη γη μία ασημένια σκόνη. Δίχως να χάσει χρόνο, ψηλάφισε το έδαφος και πήρε λίγη από τη σκόνη στα χέρια του. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα φύσηξε δυνατά, μεταδίδοντας σε αυτό το φύσημα σοφία και αγάπη. Μέσα από τη σκόνη σχηματίστηκε ένα πλάσμα λίγο μεγαλύτερο από την παλάμη τού χεριού του. Ήταν ό,τι ομορφότερο είχε δει ποτέ στη ζωή του. Ήταν ένα μωρό με ολόλευκα μαλλιά και καταπράσινα μάτια, που έλαμπαν στο σκοτάδι. Στο μέτωπό του καθώς και στην παλάμη τού ενός χεριού του, είχε ένα κόκκινο άστρο. Ο Γέροντας δεν μπορούσε λεπτό να πάρει τα μάτια του από πάνω του.
«Τζίλτα» ψιθύρισε. «Έτσι θα σε ονομάσω. Κι από σήμερα η θέση σου θα είναι δίπλα μου, στο βασίλειο του κόσμου, το Άβατο. Από τα αστέρια γεννήθηκες και θα είσαι ο Κύριός τους» είπε και τυλίγοντας το δημιούργημά του στον μεταξένιο μανδύα του, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Tο Άβατο αποτελούσε το ένα και μοναδικό Βασίλειο τού Γέροντα. Από την κορυφή του μπορούσε να δει όλα τα σημεία της γης. Βαστώντας το μωρό σφιχτά στην αγκαλιά του, το εναπόθεσε σε μία ασημένια κούνια την οποία δημιούργησε ο ίδιος με υλικό από τα άστρα, μόλις έπλασε τον υιό του. Άξαφνα αισθάνθηκε μια απίστευτη χαρά που το βασίλειό του απέκτησε επιτέλους ζωή. Αφήνοντας λοιπόν για λίγο το νεογέννητο στη γαλήνη της κούνιας του και χαμηλώνοντας το φως των κεριών, μπήκε στην αίθουσα του θρόνου και κοίταξε τους λευκούς τοίχους τριγύρω του.
«Θα δώσω ζωή σε αυτόν εδώ τον τόπο, ώστε το παιδί μου να έχει συντροφιά κι άλλα πλάσματα» σκέφτηκε και παίρνοντας στα χέρια του φύλλα και άνθη από τα νυχτολούλουδα, ξεκίνησε να ζωγραφίζει τον κόσμο πάνω στο λευκό χρώμα των τοίχων. Αρχικά ζωγράφισε τη δημιουργία του Τζίλτα κι έπειτα συνέχισε με τη ζωγραφική των ποταμών και των θαλασσών. «Μοιάζουν άδεια» είπε. «Τι το ομορφότερο από το να τα χαίρονται ζωντανά πλάσματα;» ψιθύρισε και ζωγράφισε την πρώτη μορφή υδάτινης ζωής. Η ζωγραφική συνεχίστηκε για πολλές ώρες κι όταν πλέον είχε τελειώσει και φώτισε την αίθουσα, εκείνη έμοιαζε με ένα υπέροχο έργο τέχνης ή ακόμη καλύτερα σαν τις σελίδες ενός παραμυθιού, όπου κάθε όνειρο μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Δάση και κοιλάδες όπου έτρεχαν λευκά, φτερωτά άλογα και ποταμοί με κάθε λογής ψάρια, βίδρες, κάστορες και πολλά ακόμη ζώα που ζούσαν κοντά στο υγρό στοιχείο.
Βγαίνοντας από την αίθουσα πλησίασε το μωρό που κοιμόταν γαλήνια.
«Θα αποκτήσεις αδέρφια. Μαζί  θα διοικήσετε τον κόσμο με σοφία και σύνεση, όπως ακριβώς θα σας διδάξω» τελείωσε και με το πρώτο φως της ημέρας ήξερε πως τον περίμενε πολλή δουλειά, καθώς θα έδινε επιτέλους μορφή σε όλα εκείνα τα πλάσματα που απεικονίζονταν στις ζωγραφιές του.

Πράγματι την επομένη το πρωί, βαστώντας τον μικρό Τζίλτα από το χέρι -καθώς εκείνος αναπτυσσόταν με υπερβολικά γρήγορο ρυθμό- κατέβηκε από το Βασίλειό του, διασχίζοντας τις πεδιάδες. Στον κάθε τόπο χρησιμοποιώντας χώμα, ηλιακή ενέργεια και νερό, έπλαθε ένα ένα τα ζώα ανάλογα με το περιβάλλον, δίνοντάς τους ταυτόχρονα την ικανότητα να συντηρούν τον εαυτό τους και να επιβιώνουν. Ο μικρός Τζίλτα φαινόταν να έχει ιδιαίτερη αδυναμία στα πλάσματα- δημιουργήματα τού Πατέρα του, ενώ κι εκείνα εκδήλωναν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκείνον. Έχοντας λοιπόν δώσει ζωή στη φύση, έκατσε να σκεφτεί και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα επιβίωναν. Τα δέντρα και τα φυτά για να αναπτυχθούν χρειάζονταν απαραιτήτως νερό. Από την άλλη ορισμένα ζώα είχαν υπερβολικά βαρύ τρίχωμα και δυσανασχετούσαν με τον διαρκή ήλιο. Εκείνη τη στιγμή ο Γέροντας ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να δημιουργήσει μία ποικιλία συνθηκών που θα ευχαριστούσε όλα τα πλάσματα. Η μία συνθήκη θα διαδεχόταν την άλλη, έτσι ώστε όλα τα όντα να είχαν χρόνο να τις απολαύσουν. Βαστώντας λοιπόν τον Τζίλτα, ανέβηκε την κεντρική σκάλα τού Βασιλείου του και στάθηκε ακριβώς στη μέση, καρφώνοντας τη ματιά του στο παιδί.
«Καθώς σε κοιτάζω, τα μάτια σου με ταξιδεύουν στους καταπράσινους και ολάνθιστους κάμπους, καθώς και στο χρώμα των φύλλων που λάμπουν κάτω από τις ζωηρές ηλιαχτίδες. Τα μαλλιά σου είναι ο λευκός αφρός του καταρράκτη που χτυπά με μανία στον βράχο. Είσαι η γιορτή της φύσης. Θα σου χαρίσω την εποχή που θα ονομάζεται Άνοιξη, γιατί εκείνη μου θυμίζεις και την ικανότητα να τιθασεύεις κάθε πλάσμα της φύσης, γιατί  από την αρχή σού έδειξαν αδυναμία κι εμπιστοσύνη» είπε κι ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο του Τζίλτα. Μία λάμψη τύλιξε το παιδί η οποία, όταν υποχώρησε, έκανε τα χαρακτηριστικά του να μοιάζουν ακόμη πιο τέλεια από πριν. Το δέρμα του είχε μία αλαβάστρινη όψη και τα μαλλιά του το άρωμα της φρέσκιας μέντας.
Ο Γέροντας έχοντας συλλέξει υλικά από κάθε γωνιά της γης, ξεκίνησε τη δημιουργία τριών ακόμη υιών που θα εκπροσωπούσαν τις άλλες τρεις εποχές. Με τη βοήθεια του νερού των θαλασσών και των ποταμών, έδωσε πνοή στον δεύτερο υιό του. Η μορφή του ήταν εξίσου τέλεια με του μεγαλύτερου αδερφού του. Τα μαλλιά του ήταν τραχιά κι έμοιαζαν με θαλάσσια φύκια, ενώ στο βλέμμα του καθρεπτιζόταν το βαθύ σκούρο μπλε των ωκεανών. Ο Γέροντας τον κοίταξε γεμάτος περηφάνια και είπε:
«Είθε να προστατεύεις την υδάτινη ζωή από άκρη σε άκρη σε όλον τον κόσμο. Το όνομά σου να γίνει τραγούδι μελωδικό και να σε εξυμνούν σαν προστάτη τους στο μέλλον οι ταξιδιώτες, που θα διασχίζουν τα άγρια νερά των ωκεανών. Η όψη σου ζωηρή, η μυρωδιά σου έχει τη θαλασσινή αλμύρα. Σου χαρίζω το Καλοκαίρι και ένα όνομα να σε συνδέει με το νερό, Ρίβερ Σέιν» τελείωσε. Aκουμπώντας το νεογέννητο δίπλα ακριβώς από τον αδερφό του, συνέχισε βαστώντας στα χέρια του και τα υπόλοιπα υλικά. «Τα δέντρα έχουν την ανάγκη να ξεκουράζονται, καθώς θα κουβαλούν τους καρπούς τους και το λαμπερό φύλλωμά τους και τις δύο προηγούμενες εποχές. Εσύ λοιπόν θα έρθεις για να ξεκουράσεις τη φύση και να δροσίσεις όλα τα πλάσματα. Οι λίμνες και οι ποταμοί θα σε καρτερούν για να ανέβει η στάθμη τους ξανά και την πλάση θα χρωματίσεις με τη χρυσαφένια σου λάμψη. Είσαι ο Κύριος του Φθινοπώρου και το όνομά σου θα είναι Ρόουεν».
Έχοντας λοιπόν δημιουργήσει και την Τρίτη εποχή ο Γέροντας σκέφτηκε να σταματήσει. Εξάλλου ποιος θα είχε ανάγκη μία συνθήκη κατά την οποία θα επικρατούσε το ψύχος; Και όμως! Μερικά είδη για να επιβιώσουν χρειάζονταν το κρύο. Το χιόνι θα έδινε μία όψη μαγική στη φύση, ντύνοντάς τη στα λευκά. Σκεπτικός καθώς ήταν, ο Γέροντας επέστρεψε στο παλάτι του μαζί με τα τρία παιδιά του. Ο Τζίλτα, καθώς ήταν ο μεγαλύτερος, αγωνιούσε να παίξει μαζί με τα αδέρφια του κι έτσι ο Γέροντας τους άφησε όλους στην αίθουσα που ήταν το προσωπικό του δωμάτιο, για να αποσυρθεί με τη σειρά του στον θρόνο, καθώς η δημιουργία του Χειμώνα απαιτούσε πολύ σκέψη. Μέσα στην ησυχία η μεγάλη πόρτα έτριξε.
«Τζίλτα… Με αφήνεις μονάχο μου για λίγο;» ακούστηκε η φωνή του Γέροντα κι ο μικρός Τζίλτα αποχώρησε ενοχλημένος, καθώς δε θα ήταν παρών για πρώτη φορά στη γέννηση του τελευταίου του αδερφού.
«Τι το ξεχωριστό διέθετε;» αναρωτήθηκε ο μικρός, εντούτοις δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπακούσει τον Πατέρα του.
Ο Γέροντας μην έχοντας άλλα υλικά της φύσης από τα οποία θα μπορούσε να πλάσει τον τέταρτο υιό του είπε:
«Θα σου δώσω υλικά από εμένα τον ίδιο, έτσι ώστε να μπορείς με σύνεση να διαχειρίζεσαι την πιο δύσκολη εποχή από όλες και να χρησιμοποιήσεις κάποτε τις γνώσεις σου για καλό σκοπό» είπε. Ωστόσο όνομα δεν του είχε δώσει ακόμη. Για λίγο δίστασε και με τα λεπτά, ρυτιδιασμένα δάχτυλα τού χεριού του, ψηλάφισε ένα μεταλλικό μενταγιόν που βρισκόταν κρεμασμένο στο στήθος του. Το τράβηξε έξω απαλά καθώς πάντοτε το έκρυβαν τα ρούχα του και του έριξε μία διεισδυτική ματιά. Πάνω του ήταν σκαλισμένη η εικόνα ενός δένδρου με απλωμένα τα κλαδιά του. Ήταν τέσσερα. Όσες και οι δυνάμεις της γης. Όσες και οι τέσσερις εποχές. Αντικατόπτριζε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που χρειαζόταν κάποιος για είναι άξιος να ονομάζεται υπέρτατος Θεός. Το έκρυψε και πάλι και συνέχισε το τελετουργικό του. Μία λάμψη εμφανίστηκε που τύλιξε όλη την αίθουσα και η οποία, όταν υποχώρησε, του αποκάλυψε την πιο όμορφη εικόνα που είχε δει ως τότε. Δύο μάγουλα κόκκινα σαν ρόδα, μαλλιά σκούρα σαν τον έβενο και μάτια που απεικόνιζαν τον γκρίζο καιρό στο σκοτάδι και το ολόλευκο χιόνι στο φως. Δύο μικρά χεράκια τεντώθηκαν για να τον αγκαλιάσουν κι ο Γέροντας είπε γλυκά:
«Σούλφους, αυτό θα είναι το όνομά σου και ο Χειμώνας η εποχή σου. Σκόρπισε το λευκό σου και δάμασε τις καταιγίδες. Σφίξε στη γροθιά σου με δύναμη τον κεραυνό και παγίδευσε τον άνεμο. Με το θάρρος σου ο χειμώνας θα είναι η εποχή που όλοι θα περιμένουν την χαρά της πρώτης νιφάδας» είπε χαμογελώντας. Τη στιγμή που τελείωνε η δημιουργία, ο Γέροντας με μία κίνηση του χεριού του έφτιαξε ένα μικρό μενταγιόν διαφορετικό βέβαια από το δικό του. Διέθετε μονάχα ένα κομμάτι. «Ετούτο σου ανήκει, για να θυμάσαι πάντοτε πως είσαι ξεχωριστός. Διαθέτεις ατόφια μία από τις δυνάμεις της γης, καθώς φτιάχτηκες με υλικό από εμένα τον ίδιο» τελείωσε. Το μωρό αποκοιμήθηκε αμέσως στην αγκαλιά του κι ο Γέροντας το εναπόθεσε τρυφερά σε μία λευκή κούνια δίπλα από τα αδέρφια του. «Έχω πολλή δουλειά μαζί σου...» σκέφτηκε, ενώ από την άκρη της αίθουσας ο Τζίλτα κοιτούσε επιφυλακτικά το νέο μέλος, το οποίο σε αντίθεση με τα αδέρφια του, δημιουργήθηκε με απόλυτη μυστικότητα από μέρους του Γέροντα και μάλιστα με υλικά από τον ίδιο.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη