Η καρδιά σε θυμάται (Κεφάλαιο 1) – "ΦΕΥΓΩ"

Να κλαίει μες στην καρδιά μου και στην πόλη να βρέχει... Ποια να 'ν' αυτή που τρέχει; Η πίκρα ως την καρδιά μου; Ω, γλυκός ήχος της βροχής απ' τις σκεπές και καταγής! Για τον καημό μιανής ψυχής... Ω, το τραγούδι της βροχής! ---Πωλ Βερλαίν
Λένε πολλοί πως, όταν πληγώνεις την καρδιά, εκείνη πονά σαν μικρό παιδί. Σαν ένα παιδάκι που χτύπησε παίζοντας με την μπάλα. Μα ο πόνος... Ο πόνος της καρδιάς όμως είναι μεγαλύτερος! Όταν ο θυμός σε κυριεύει δεν σκέφτεσαι ορθά και δεν ακολουθείς τα σωστά μονοπάτια. Λένε πως, όταν πιστεύεις τους λάθος ανθρώπους, ξεγελιέσαι και εύκολα πέφτεις μέσα στο σκοτεινό βούρκο των ψεμάτων και του πόνου. Πώς μπορείς να σωθείς; Είναι δύσκολο γιατί η λογική πολλές φορές δεν σε βοηθά. Μα, ξέρεις κάτι; Έχεις εκείνη να σε καθοδηγεί. Έχεις την καρδιά σου. Γιατί, όσο πληγωμένη και αν είναι, όσα χρόνια και να περάσουν, εκείνη είναι παρούσα. Ποτέ δεν ξεχνά. Πάντα θυμάται. Θυμάται για ποιον χτύπησε πρώτη φόρα. Θυμάται για ποιον φτερούγισε σαν μικρό αγγελάκι και, φυσικά, για ποιον θα πέθαινε χωρίς δισταγμό.
Έτσι και ο Ιάσονας, κάλλιστα θα μπορούσε να την χωρίσει. Ή το ίδιο θα μπορούσε να κάνει κι εκείνη. Όμως δεν έκαναν τίποτα. Προτίμησαν να μείνουν σαν ξένοι παρά να χαθούν μια για πάντα. Γιατί η καρδιά τους ξέρει περισσότερα. Ο Ιάσονας έκανε το μοιραίο λάθος να πιστέψει το ψέμα. Όμως, θα έλεγε κάποιος, πώς θα μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν ψέμα; Η Μελίνα αναγκάστηκε να μεγαλώσει απότομα και να βιώσει την νύχτα εκείνη που την στιγμάτισε. Πώς μπορούσε να το ξεπεράσει; Έμενε δειλή και δεν μιλούσε, ακόμα και όταν έβλεπε τον Ιάσονα να απομακρύνεται. Όχι μόνο γιατί φοβόταν, αλλά γιατί εκείνος κινούσε τα νήματα. Ήταν πλέον κυρίαρχος στην ζωή του Ιάσονα αλλά και την δική της. Μη βιαστείτε να κρίνετε. Όχι πριν γνωρίσετε την πραγματική αλήθεια....
Ξημέρωσε πάλι! Άλλη μια μέρα την βρήκε ξαπλωμένη στο διπλό κρεβάτι, μόνη. Εδώ και δύο χρόνια κοιμόντουσαν σε ξεχωριστά δωμάτια. Ούτε αυτό δεν είχαν κουράγιο... Έτριψε τα μάτια της κουρασμένη. Ένιωθε όλο της το κορμί πιασμένο και το λαιμό της ξερό. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καλά το προηγούμενο βράδυ. Οι εφιάλτες είχαν επιστρέψει και ο ύπνος την είχε αποχωριστεί. Σηκώθηκε βαριεστημένα από το κρεβάτι αφήνοντας πίσω της τους εφιάλτες. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο θέλοντας να χαλαρώσει. Ο πόνος που ένιωθε στο σώμα ήταν σαφώς μικρότερος από εκείνον που ένιωθε στην καρδιά της. Μόλις τελείωσε ντύθηκε απλά. Μια φόρμα και μια μπλούζα ήταν αρκετές. Ευτυχώς το κρύο δεν είχε αρχίσει ακόμα.
Την ίδια στιγμή, ο Ιάσονας, έπινε τον καφέ του σιωπηλός στην κουζίνα. Σκεφτόταν μελαγχολικά. Σκεφτόταν το λάθος που τον είχαν υποχρεώσει να κάνει... Την είδε να κατεβαίνει. Για μια στιγμή η καρδιά του άρχισε να χτυπά χαρούμενη μα, γρήγορα ήρθε στο μυαλό του αυτό που έπρεπε να κάνει. Για άλλη μια φορά θα την πλήγωνε. Για άλλη μια φορά θα έπρεπε να προσποιηθεί.
«Φεύγω.» της ανακοίνωσε έπειτα από ώρα καθώς έπαιρνε τα πράγματα του.
«Πού θα πας;» πήρε τον λόγο εκείνη δαγκώνοντας το κάτω χείλος της. Ένιωθε αμηχανία όταν ήταν κοντά του.
«Διακοπές!» αναφώνησε εκείνος ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. Δεν της έδινε λογαριασμό. Έφευγε οπότε ήθελε και την άφηνε μόνη της να παλεύει. Αδιαφορούσε και δεν τον ένοιαζε.
«Μα, έχεις την εταιρία. Τι θα γίνει με τις συμφωνίες και...» θέλησε να τον ενημερώσει αλλά εκείνος δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται.
«Έχω πάρει άδεια. Το δικαιούμαι!» πρόλαβε να την σταματήσει πριν συνεχίσει να τον εκνευρίζει με τις ανόητες ερωτήσεις της.
Δύο χρόνια τώρα, σαν ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Εκείνος, μεγάλο στέλεχος στην πιο ακριβοπληρωμένη εταιρεία οικονομικών της χώρας. Εκείνη, έχοντας τελειώσει τις σπουδές της, ήθελε να αρχίσει να δουλεύει στο σχολείο της περιοχής. Είχε τελειώσει το Παιδαγωγικό με άριστα, της άρεσαν τα παιδιά και από μικρή ήθελε να ασχοληθεί με αυτό το επάγγελμα. Της άρεσε να τα βοηθάει και να τους παρέχει γνώσεις και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για την ζωή τους. Αλλά ο πατέρας της είχε αλλά σχέδια για εκείνη. Την έπεισε να δουλέψει κοντά του στη εταιρία με το πρόσχημα πως χρειαζόταν βοήθεια. Δεν του χάλασε χατίρι. Τόσα χρόνια κοντά του είχε μάθει την δουλειά. Στην αρχή δυσκολεύτηκε λίγο αλλά στην πορεία τα κατάφερε. Τώρα, δύο χρόνια αργότερα, είχε αποφασίσει να ασχολείται με την δουλειά από το σπίτι και μόνο όταν ήταν ανάγκη.
Με τον Ιάσονα γνωρίστηκαν σε μια εκδήλωση που διοργάνωνε η εταιρία του πατέρα της. Όταν εκείνη ήταν ακόμα είκοσι χρονών, στο άνθος της νιότης της, γνώρισε τον Ιάσονα που κόντευε τα τριάντα. Ο έρωτας τους χτύπησε χωρίς να το καταλάβουν και αμέσως δέθηκαν με τα δεσμά του. Στην αρχή όλα ήταν υπέροχα. Έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας. Όλοι της έλεγαν πως έκανε λάθος που παντρεύτηκε σε τόσο μικρή ηλικία, αλλά εκείνη πάντα τους απαντούσε χαμογελώντας. «Δεν υπάρχει μικρός ή μεγάλος. Όταν ο έρωτας σου χτυπάει την πόρτα, πρέπει να του τα δώσεις όλα!» συνήθιζε να λέει.
Οι γονείς της, από την πρώτη στιγμή που γνώρισαν τον Ιάσονα, ένιωσαν την προστασία που θα της πρόσφερε. Αν και αρκετά πιο μεγάλος από εκείνη, ήξεραν πως η κόρη τους θα ήταν καλά μαζί του. Ποιος να το περίμενε τότε ότι τώρα θα ήταν σαν δύο ξένοι;
Ζώντας σε ένα μεγάλο σπίτι, σπάνια αντάλλασσαν δύο κουβέντες και αυτές πάντα κατέληγαν σε τσακωμούς. Κανένας όμως δεν έκανε το βήμα να μιλήσει για χωρισμό. Ίσως κάπου, βαθιά μέσα στην καρδιά τους, να υπήρχει ακόμα αυτός ο έρωτας που τους έφερε κοντά. Ο Ιάσονας, όσο θυμωμένος και να ήταν, κατά βάθος την αγαπούσε ακόμα. Αλλά ο θυμός δεν τον άφηνε να σκεφτεί καθαρά.
«Φυσικά! Εσύ ξέρεις!» ξεφύσησε και, χωρίς να μιλήσει άλλο, γύρισε από την άλλη κι ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο δωμάτιο της, όταν η φωνή του την έκανε να σταματήσει.
«Θα γυρίσω σε λίγες εβδομάδες. Να προσέχεις...» αποκρίθηκε εκείνος χαρίζοντας της ένα ζεστό χαμόγελο, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.
«Μην ανησυχείς. Έχω μάθει να φροντίζω τον εαυτό μου.» απάντησε εκείνη με ένα θλιμμένο ύφος στο τόνο της φωνής της. Μέσα της κάθε μέρα πονούσε. Δεν έπαψε να τον αγαπάει ούτε στιγμή αλλά, με την συμπεριφορά του, την ωθούσε μακριά του. Θεωρούσε υπεύθυνο τον εαυτό της όμως, στην πραγματικότητα, δεν ήταν κι η ίδια παρα ένα θύμα. Καταστράφηκε η ίδια της η ψυχή...
Αυτά τα δύο χρόνια είχε χάσει τον εαυτό της. Η παλιά Μελίνα θα χαμογελούσε με την πρώτη ευκαιρία και δεν θα σταματούσε να λέει στον Ιάσονα πόσο τον αγαπάει. Αλλά η Μελίνα του τώρα σπάνια μιλούσε, σπάνια χαμογελούσε και, ακόμα πιο σπάνια, περνούσε μία μέρα που να μην πονάει. Εκείνο το βράδυ είχε γίνει ο χειρότερος εφιάλτης της. Ακόμα και μετά από τόσο καιρό δεν μπορούσε να το ξεπεράσει. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε; Κρύβονταν πολλά από πίσω μα αδυνατούσε να μιλήσει. Κινδύνευε. Όχι μόνο αυτή αλλά και ο ίδιος ο Ιάσονας. Από εκείνο το βράδυ έπαψε να είναι η Μελίνα. Όλος της ο κόσμος λες και χάθηκε και τον αντικατέστησε ένα μουντός, θλιμμένος κόσμος. Ποτέ δεν του μίλησε. Είχε αποδεχτεί ότι τον έχασε και τίποτα δεν θα τον έκανε ξανά δικό της. Όλα είχαν χαθεί. Και η Μελίνα είχε μείνει μόνη της, να παλεύει με τους δαίμονες της.
«Καλά να περάσεις Ιάσονα!» του απάντησε με ένα αδύναμο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο χλωμό πρόσωπο της. Τον κοίταξε για ακόμα μια φορά και ύστερα έφυγε από το δωμάτιο αφήνοντας τον μόνο...
«Αχ ρε Μελίνα,μωρό μου...» ψιθύρισε εκείνος κλείνοντας για δευτερόλεπτα τα μάτια του.
Πήρε τον σάκο του κι έφυγε με ένα βάρος στην καρδιά. Ένα βάρος που κουβαλούσε εδώ και δυο χρόνια μαζί του. Φίλος καλός που δεν τον εγκατέλειπε λεπτό. Πώς είχαν γίνει έτσι; Γιατί; Σε δύο εβδομάδες θα ήταν πίσω. Πίσω στην πραγματικότητα...
Η Μελίνα μπήκε στο δωμάτιό της με την καρδιά διαλυμένη. Τον είδε να φεύγει, κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα. Έμπαινε στο αυτοκίνητό του την ώρα που γύρισε. Το βλέμμα του στράφηκε προς τα πάνω. Λες και είχε διαίσθηση πως η Μελίνα τον παρατηρούσε. Τα μάτια κλείδωσαν και οι καρδιές χτύπησαν... Απομάκρυνε το βλέμμα της σαν κυνηγημένη. Έκλεισε στα γρήγορα την κουρτίνα και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο πια να δακρύσει. Πλέον τα δάκρυα ήταν τρόπος εκτόνωσης και σινάμα τρόπος ζωής.
«Συγγνώμη...» ψέλλισε από μέσα του.
«Συγγνώμη...» ψέλλισε κι εκείνη από μέσα της.
Ένα συγγνώμη για όλα.

Ένα συγγνώμη που δεν ειπώθηκε φωναχτά.


Αναστασία Αλεξίου