Ο Κυνηγός των ευχών (Κεφάλαιο 2 - Μέρος 1)

Ήταν χειμώνας και ολόκληρη η Γιουβέρνα είχε σκεπαστεί με μια παχυλή κουβέρτα σε λευκό. Από το Τάλαμ Ούισκε που περιβρεχόταν από τα αλμυρά νερά της θάλασσας του Μπι, μέχρι το Κάρικ με τους καθεδρικούς ναούς και τα επιβλητικά γοτθικά αρχοντικά του, και την Χάνταπ με τα στοιχειωμένα δάση της και τα ερημωμένα κάστρα, όλη η χώρα ήταν ένα λευκό σεντόνι. Οι δρόμοι άδειοι και μια ανησυχητική ακινησία πλανιόταν μέσα στην άχνα του χειμώνα. Οι νιφάδες έπεφταν η μια μετά την άλλη, προσθέτοντας η καθεμιά από ένα λιθαράκι σε αυτό το αριστούργημα, κάνοντας τη Γιουβέρνα ολάκερη να μοιάζει με πολιτεία κλεισμένη σε χιονόμπαλα ξεχασμένη σε κάποιο ράφι εποχιακού καταστήματος.

 Το Κάρικ ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Γιουβέρνα, η μοναδική στην οποία μπορούσε κανείς να δει τους διασημότερους κωμικούς και τους περισσότερο ακριβοπληρωμένους καλλιτέχνες του δρόμου. Κι αυτό γιατί οι κύριοι και οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας οργάνωναν συχνά χοροεσπερίδες στις οποίες πάντα ήταν ευπρόσδεκτες τέτοιες παραστάσεις.
 Έτσι και εκείνο το χειμώνα, η κυρία Έμχαϊρ, με το γνωστό υπεροπτικό της ύφος και τον ψηλό, σφιχτό κότσο στην κορυφή του τριγωνικού κεφαλιού της, υποδέχτηκε τους καλεσμένους της στην πελώρια σάλα του σπιτιού της, με την άνεση της οικοδέσποινας της αφρόκρεμας του Κάρικ. Ο σύζυγός της, ο κύριος Θόρφιν, αμίλητος και αγέλαστος όπως πάντα, κοιτούσε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν στη σάλα με το συνηθισμένο απαξιωτικό βλέμμα του, και το ελαφρό ζάρωμα στην άκρη της μύτης του που, αν το παρατηρούσε κανείς, θα έλεγε πως είχε μυρίσει ξινισμένο γάλα. Το φρύδι του τρεμόπαιξε μόλις ένα ζευγάρι γηραιές κυρίες πιασμένες αγκαζέ πέρασε από μπροστά του γελώντας και μουρμουρίζοντας. Θα έλεγε κανείς, πως, σε αντίθεση με την γυναίκα του, ο κύριος Θόρφιν μισούσε τα σουαρέ. Ή, για χάρη ειλικρίνειας, πως μισούσε κάθε είδους συναντήσεις με οποιοδήποτε ανθρώπινο ον.
 Η υπηρέτρια άνοιξε την πόρτα και ο κύριος Θόρφιν μόρφασε ξανά, κατόπιν στράφηκε στο μακρύ παραφορτωμένο τραπέζι και εφοδιάστηκε με ακόμα ένα ποτό. Ήταν ένα παιδί που χτυπούσε την πόρτα. Ένα αγόρι με φθαρμένα ρούχα και ένα παλιό, σκονισμένο καπέλο. Η κοπέλα αναζήτησε με το βλέμμα την κυρία της. Η κυρία Έμχαϊρ ανασήκωσε με νόημα τα φρύδια της από την άλλη άκρη της σάλας. Και τότε η υπηρέτρια έγνεψε υπάκουα, ψιθύρισε ενοχικά κάτι στο παιδί, αυτό έσκυψε ταπεινά το κεφάλι και έφυγε. Η κυρία Έμχαϊρ στράφηκε ικανοποιημένη στο σύζυγό της. Τότε η κοπέλα άνοιξε ξανά την πόρτα, φώναξε το παιδί με τα φθαρμένα ρούχα, του ψιθύρισε κάτι στα γρήγορα και εκείνο αναθάρρησε. Μέχρι να κλείσει την πόρτα νευρική, η κυρία της είχε πλησιάσει και την κοιτούσε με το γνωστό υπεροπτικό και καχύποπτο βλέμμα της.
 «Μα τι ήθελε πάλι αυτό το παιδί, Τρέα;» ρώτησε χαμηλά μη τυχόν και την ακούσει κάποιος από τους πολύτιμους καλεσμένους της.
 «Ένα πιάτο φαγητό, κυρία» αποκρίθηκε και σιώπησε.
 Η κυρία Έμχαϊρ έβγαλε έναν ήχο αποδοκιμασίας. Η Τρέα μισόκλεισε τα μάτια κάπως αηδιασμένη.
«Ελπίζω να μην ξαναπατήσει το πόδι του εδώ» είπε με στόμφο, ενώ μόλις πέρασε από μπροστά της ο κύριος Τράινορ με την κόρη του, χαμογέλασε με όλη της την ευγένεια. «Θα έπρεπε να το έχει καταλάβει πια τόσο καιρό. Τα σκαλοπάτια του σπιτιού μας τα ανεβαίνουν μόνο επάξιοι άνθρωποι. Και την θύρα του σπιτιού μας τη χτυπούν μόνο οι όμοιοί μας» συμπλήρωσε. «Έτσι δεν είναι, χρυσό μου;» ρώτησε την Τρέα με έναν τόνο ειρωνίας.
 «Μάλιστα, κυρία» συμφώνησε εκείνη χαμηλώνοντας το βλέμμα.
 Η γυναίκα με το τριγωνικό κεφάλι χαμογέλασε ικανοποιημένη και πλησίασε τον κύριο Τράινορ. Εκείνος φίλησε το χέρι της σαν τζέντλεμαν που ήταν κάνοντάς της ταυτόχρονα ένα σωρό φιλοφρονήσεις. Έπειτα η οικοδέσποινα έκανε το ίδιο και με την κόρη του, την δεσποινίδα Ντέντρα, η οποία χαμογελούσε δήθεν ντροπαλά δεχόμενη τις φιλοφρονήσεις.
 Η Τρέα γρύλισε αθόρυβα μέσα από τα δόντια της, στο θέαμα που αντίκριζε, μα δεν τολμούσε να πει κουβέντα. Είχε κάποτε βρεθεί και εκείνη στη θέση του παιδιού που χτυπούσε την πόρτα της οικίας των Κέριγκαν για ένα κομμάτι ψωμί, οπότε δεν θα έκανε τίποτα που θα της κόστιζε την δουλειά της.
Επειδή όμως το πονούσε αυτό το παιδί, το επόμενο πρωί, ώρες πριν ξυπνήσουν οι αφέντες της, βγήκε στο κρύο δήθεν για να πετάξει τα σκουπίδια, κρατώντας μαζί της κι ένα πιάτο φορτωμένο με ψητό αρνί, βραστά λαχανικά, μια φρατζόλα ψωμί και ζελέ μανταρινιού.
 Εκεί, ανάμεσα στους ξύλινους κάδους, ένα μικρό παιδί κοιμόταν σκεπασμένο με μια τρύπια κουβέρτα. Η ανάσα του σχημάτιζε σύννεφα στον αέρα, ενώ το κορμί του έτρεμε από το κρύο.
 «Κίαν!» ψιθύρισε η Τρέα. Το παιδί δε σάλεψε. Η κοπέλα πλησίασε περισσότερο, τον έπιασε από τον ώμο. «Κίαν!»
 Το αγόρι τινάχτηκε απότομα, φωνάζοντας τη μητέρα του.
 «Σσσς… Εγώ είμαι, η Τρέα…» τον καθησύχασε.
 Το αγόρι την κοίταξε ανήσυχο, μη γνωρίζοντας πώς να αισθανθεί. Στα μάτια του ζωγραφίστηκε η θλίψη της απώλειας. Ήταν συνηθισμένο για εκείνον αυτό το βλέμμα, από τότε που έχασε την μητέρα του.
Η Φέρντια, η γυναίκα που είχε φέρει στον κόσμο το παιδί που λεγόταν Κίαν, είχε πεθάνει. Και έτσι, χωρίς κάποιον να τον φροντίζει, γιατί δεν είχε γνωρίσει ποτέ πατέρα αλλά ούτε άλλους συγγενείς, ο Κίαν έμενε από τότε μόνος του σε ένα φτωχοκάλυβο λίγο έξω από την πόλη του Κάρικ. Πότε πότε τον φρόντιζε ο ηγούμενος, που και που του έδινε και η Τρέα ένα πιάτο φαγητό ή καμιά παλιά κουβέρτα που θα κατέληγε στο τζάκι να καίγεται με τα κούτσουρα, αλλά όπως ήταν φυσικό, αυτά δεν αρκούσαν, ιδιαίτερα έναν τέτοιο παγωμένο χειμώνα.
 Ο Κίαν σηκώθηκε σφίγγοντας την κουβέρτα γύρω του, και δέχτηκε το πιάτο με ευγνωμοσύνη. Το περιεχόμενο εξαφανίστηκε μέσα σε ένα λεπτό, και η Τρέα χαμογέλασε και χάιδεψε το κεφάλι του πριν γυρίσει τρέχοντας στο σπίτι, προτού οι αφέντες της καταλάβουν τι είχε κάνει.
Ήταν κάθετοι προς αυτό: «Κανένας χαμερπής ζητιάνος δεν θα πάρει ψίχουλο από μας, ούτε και αυτό το παιδί!» είχε πει η κυρία Έμχαϊρ κουνώντας το δάχτυλο. Και η Τρέα δεν παράβαινε τον άγραφο κανόνα τους, γιατί ούτως ή άλλως, κάθε άλλο παρά ψίχουλα έδινε στο ορφανό.
 Έκλεισε την πόρτα και έτρεξε στην κουζίνα, για να πλύνει το πιάτο και να το βάλει στη θέση του προτού την δει κανείς. Λίγες ώρες μετά, αφού οι κύριοι του σπιτιού έπαιρναν το πρωινό τους στην κουζίνα, η κυρία Έμχαϊρ φώναξε την Τρέα. Η υπηρέτρια έτρεξε δίπλα της και γέμισε αμέσως το φλιτζάνι της με ζεστό τσάι.
 «Χρυσό μου,» είπε η κυρία με το συνηθισμένο ξινό της ύφος, «η δεσποινίς Λέιθ μου είπε πως είδε κάποιον με στολή υπηρετικού προσωπικού, να δίνει ένα πιάτο γεμάτο ακριβά εδέσματα σε αυτό το φτωχόπαιδο» είπε και έκανε μια δραματική παύση χωρίς καν να γυρίσει να την κοιτάξει. «Ελπίζω ειλικρινά αυτός ο κάποιος, να μην άκουγε στο όνομα Τρέα» συμπλήρωσε και γύρισε να την κοιτάξει αυτή τη φορά. Η υπηρέτρια ξεροκατάπιε όσο τα μάτια της κυρίας της καρφωνόταν πάνω της. «Γιατί αν μάθω πως γίνεται κάτι τέτοιο πίσω από την πλάτη μου, θα στενοχωρηθώ πολύ… Και ξέρεις πώς είμαι όταν στεναχωριέμαι…»
 Και βέβαια ήξερε. Την είχε δει πώς ήταν όταν «στεναχωριόταν». Και εκείνη την είχε δει, και όλο το υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό. Ποτέ δεν κατέληγε καλά αυτή η «ευσυγκινησία» της κυρίας της. Στην καλύτερη περίπτωση το σπίτι γέμιζε στριγκλιές και φασαρία, και πότε πότε οι ιθύνοντες πλήρωναν με μείωση του φαγητού ή και παραπάνω από τις συνηθισμένες αγγαρείες. Δεν ήθελε ούτε να θυμάται τι συνέβαινε στις χειρότερες περιπτώσεις.
 «Μάλιστα, κυρία» συμφώνησε άχρωμα.
 «Τρέα, γλυκιά μου. Εύχομαι να μην έχω έναν προδότη μέσα στο σπίτι μου. Γιατί αν συμβαίνει αυτό, δεν θα ευθύνομαι για ότι ακολουθήσει» είπε και γύρισε μπροστά, πίνοντας τον καφέ της ήρεμα και αθόρυβα, όπως όλες οι καθώς πρέπει κυρίες της τάξης της.
 Ο κύριος Θόρφιν άλλαξε σελίδα στην εφημερίδα του και δεν αντάλλαξε ούτε μια ματιά με την σύζυγό του, σαν να αγνοούσε οτιδήποτε γινόταν γύρω του. Συνέχισε σιωπηλός το διάβασμα, και ο μόνος ήχος που βγήκε από το στόμα του, ήταν ένα ελαφρύ βήξιμο για να καθαρίσει το λαιμό του.
 «Μάλιστα, κυρία» αποκρίθηκε η Τρέα. «Με χρειάζεστε τίποτε άλλο;»

 Ο κύριος Θόρφιν σήκωσε το φλιτζάνι του από το τραπέζι, περιμένοντάς το να γεμίσει αυτόματα. Η Τρέα γέμισε το φλιτζάνι με την σκούρα, σπάνια ποικιλία τσαγιού που είχαν αγοράσει οι κύριοί της από έναν έμπορο, σιωπηλή και με χέρι σταθερό, παρόλο που μέσα της έβραζε. Το φλιτζάνι γέμισε, και το τσάι άχνιζε μέσα στην πανάκριβη πορσελάνη. Έκανε ένα βήμα πίσω και περίμενε. Σίγουρα θα δεχόταν και κάποια άλλη εντολή από τους αφέντες της. Όσο περίμενε, παρατηρούσε τον ατμό του τσαγιού που ανέβαινε από το φλιτζάνι και διαλυόταν πολύ πριν φτάσει στο ψηλό ταβάνι. Χαμογέλασε πικρά καθώς σκεφτόταν ότι ήταν το μοναδικό ζεστό πράγμα μέσα σε αυτό το ψυχρό σπίτι.



Ιωάννα Τσιάκαλου