Ιστορίες από τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 2: Το τέλος του ονείρου (Κεφάλαιο 7) - "Το Τέλος του Ονείρου"


            

Η σφαίρα τον βρήκε εκεί στην καρδιά. Έπεσε βαρύς στις σκάλες, καθώς το τελευταίο φως του ήλιου χρωμάτιζε τον ορίζοντα. Το βαρύ κλειδί της πύλης έφυγε από το χέρι του και ο μεταλλικός ήχος για μια στιγμή έγινε ο μόνος ήχος στα αυτιά του. Ένα ελαφρύ μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη του.

«Τώρα δε θα χρειαστεί να ζητήσω έλεος για εκείνη…» ήταν η τελευταία του σκέψη, που μπερδεύτηκε με χίλιες άλλες, καθώς όλη η ζωή του συμπυκνώθηκε σε μια στιγμή. Αυτός που οι φίλοι του τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά Michelangelo, επειδή τόσο πολύ του άρεσε η Τέχνη του μεγάλου αυτού δασκάλου και προσπαθούσε και αυτός αδέξια να τον μιμηθεί… Για να γελάει εκείνη… «Η πτώση του Φαέθοντα» θα ήταν τόσο ταιριαστή τώρα. Ο καλύτερος φίλος του, ο μόνος δηλαδή που του είχε απομείνει, έσκυβε τώρα πάνω του.

«Φτωχέ μου φίλε, Michelangelo» ψιθύρισε, καθώς του χάιδευε τα μαλλιά. «Πού μας έφτασες, πού μας έφτασες… Και τώρα φεύγεις κι εσύ μαζί με το φως του ήλιου, μαζί μ’ αυτή την πόλη, μαζί με όλα…»
Αξιωματικοί, στρατιώτες και περίεργοι άρχισαν να μαζεύονται γύρω του, προσέχοντας συνάμα μην τους βρει και αυτούς καμιά σφαίρα, καθώς η μάχη μαινόταν.
«Κύριε» τον έβγαλαν από τις σκέψεις του «τι θα κάνουμε τώρα;»
Συνειδητοποίησε ότι ήταν πλέον στους δικούς του ώμους η ευθύνη. Αυτός ήταν ο πρώτος μετά τον Ένα, τον Θεό τους, που τον αγάπησαν παρά τον πίστεψαν. Θα ήθελε τόσο να φύγει, αλλά δεν μπορούσε να τους αφήσει στο έλεός τους. Άλλωστε είχε μια υπόσχεση να τηρήσει. Του την έδωσε, λάθος, τον ανάγκασε να τη δώσει, με το πρώτο φως του ήλιου, όταν πια είχαν καταλάβει ότι όλα ήταν χαμένα. Ζήτημα να άντεχαν μια μέρα ακόμα.
Σηκώθηκε και σκούπισε τα δάκρυά του.
«Θα παραδοθούμε!» φώναξε. «Τώρα, μήπως και δείξουν λίγο έλεος». Ανατρίχιασε καθώς σκέφτηκε τι είδους έλεος θα του επιφύλασσε ο στρατάρχης του Βασιλιά. Δεν αποκαλούσαν το Μαύρο Δούκα έτσι για τη φιλευσπλαχνία του. Μια σφαίρα στην πλάτη θα ήταν η καλύτερη περίπτωση. «Φρούραρχε, τώρα είπα! Πάρε το κλειδί της Πύλης!» φώναξε στον σαστισμένο αξιωματικό. «Αναλαμβάνεις από εδώ και πέρα» συμπλήρωσε κι έφυγε τρέχοντας. Ο χρόνος μετρούσε τώρα αντίστροφα.

Θυμόταν όσο έτρεχε. Όλα είχαν γίνει για εκείνη. Ήταν τόσο όμορφη, τόσο ευαίσθητη κι ο τρόπος που γέμιζαν φως τα μάτια της… Μπορούσε να τον καταλάβει, γι’ αυτό δεν έκανε και τίποτα να τον αποτρέψει. Αλλά έπρεπε, αλλιώς δεν θα είχαν φτάσει εδώ. «Η Λήδα κι ο κύκνος» δια χειρός Michelangelo, συνήθιζε αυτός να αστειεύεται, όταν ήταν και αυτή μπροστά. Λες και ο κύκνος στο θυρεό του ήταν και η κατάρα του. Χαιρόταν να σκέφτεται και τους δυο τους όπως ήταν στη δόξα τους, όταν αγκαλιασμένους τους έβρισκε στους κήπους, τόσο γεμάτους φως λες και ήταν οι ίδιοι ο ήλιος που έλαμπε. Πώς πίστεψε ότι δε θα προκαλούσαν την οργή του Βασιλιά; Αλλά έτσι ήταν, όταν βρισκόσουν κοντά τους. Ξεχνούσες όλα τα άλλα και ήθελες μόνο να τους ακολουθήσεις. Αυτός αλλά και πόλεις ολόκληρες. Λες και κρατούσαν ανάμεσα τους το κλειδί για τις ψυχές των ανθρώπων.

Γύρισε το κλειδί της κρυφής εισόδου και μπήκε σιγά στο δωμάτιο. Αυτή ήταν εκεί. Κοίταζε τον κήπο κάτω από το παράθυρό της. Γύρισε απότομα προς το μέρος του. Είδε τον τρόμο και την απόγνωση στο βλέμμα της. Τον πρόλαβε:
«Ο Michelangelo…»
Πόσο γλυκά έλεγε το όνομά του. Δεν μπόρεσε να της απαντήσει. Έσκυψε το κεφάλι. Εκείνη δεν αντέδρασε, δεν κατέρρευσε, δε φώναξε, μόνο δάκρυα καυτά άρχισαν να κυλούν από τα υπέροχα μάτια της. Την άφησε λίγη ώρα. Ω Θεοί, δείξτε έλεος, πώς μπόρεσε αυτός να υποσχεθεί κάτι τέτοιο, σκέφτηκε. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε.
«Έχεις ένα χρέος…» του είπε, έτσι τόσο απλά. Δεν μπορούσε, πώς θα μπορούσε να το κάνει…
«Ξέρεις…»
 «Ξέρω. Εγώ τον ανάγκασα χθες βράδυ να σου το ζητήσει. Και αν είσαι φίλος μέχρι το τέλος, αν πιστεύεις ότι ο Michelangelo κι εγώ δεν κάναμε τίποτα αισχρό, θα το κάνεις. Τώρα και χωρίς δισταγμό. Σε παρακαλώ…»
Πώς μπορούσε, πώς μπορούσε να πει όχι σε αυτή τη φωνή, σε αυτά τα υπέροχα δακρυσμένα μάτια; Χωρίς κουβέντα, μηχανικά πήρε το περίστροφο και έστειλε μια σφαίρα στην καρδιά της, στο ίδιο σημείο, έτσι όπως του το ζήτησε εκείνος. Την είδε να σωριάζεται με ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη. Άφησε πια ελεύθερα τα δάκρυά του να κυλήσουν.
Φωνές και φασαρία διέκοψαν το βουβό του θρήνο. Ο Μαύρος Δούκας πλησίαζε. Έκανε να τρέξει. Είχε το κλειδί για το μυστικό πέρασμα. Σταμάτησε πριν κάνει ένα ακόμα βήμα. Τι νόημα είχε πια… Αυτοί ήταν νεκροί… Αυτοί που τους λάτρεψαν και τους μίσησαν, αυτοί που ήταν τόσο όμορφοι, τόσο τέλειοι, τόσο υπέροχοι… Ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα του Βασιλείου, αδέλφια κι εραστές, θεοί και δαίμονες την ίδια στιγμή…
«Αλήθεια τι νόημα έχει πια…»
 Το φως είχε χαθεί πια. Χάρισε την τελευταία σφαίρα στον εαυτό του.

ΤΕΛΟΣ


Μιχάλης Κοτσαρίνης