Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 21) "Angel world"

Liliana’s POV

   Ξύπνησα δεμένη χειροπόδαρα σε ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι. Σήκωσα το φρύδι μου κοιτώντας τα δεσμά μου.
  «Σέξι»  ψιθύρισα στον εαυτό μου.
  «Δεν θα το χαρακτήριζα σέξι». Έστρεψα το κεφάλι μου στην κατεύθυνση της φωνής και είδα έναν καστανό άντρα να κάθεται σε μια καρέκλα. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Μην ανησυχείς, δεν σε πείραξε κανείς», γέλασα.
  «Ω, πίστεψε με. Αν το κάνατε θα γελούσαμε όλοι». Ο τύπος γέλασε.
  «Πραγματικά νομίζεις ότι μπορείς να μας βλάψεις έτσι;» Χαμογέλασα γλυκά και τον κοίταξα στα μάτια έντονα. Τον είδα να αποχαιρετά την αυτάρεσκη έκφραση του, το πρόσωπο του να σοβαρεύει και τα χείλη του να ανοίγουν ελάχιστα. Δάγκωσα το κάτω χείλος ελαφρά χαμογελώντας πονηρά και σηκώθηκε απο την καρέκλα του. Έγλειψα την άκρη των χειλιών μου και με πλησίασε. Τέντωσα τον λαιμό μου και έβαλε τα χέρια του στην άκρη του κρεβατιού και  πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό μου.
  «Τζέικ!» η πόρτα άνοιξε και ο άντρας που με είχε κοιμήσει στην τελευταία μας συνάντηση έμπαινε ορμητικά στο δωμάτιο. Ο Τζέικ, απο ότι είχα καταλάβει ότι τον έλεγαν, τεντώθηκε προς τα πίσω και ίσιωσε την πλάτη του. Ξεροκατάπιε και έσκυψε το κεφάλι του.
  «Άρχοντα μου, συγνώμη...» ξεκίνησε να ψελλίζει αλλά ο καστανός άντρας τον σταμάτησε.
  «Σώπα!» είπε με στόμφο και κάθισε στην καρέκλα απέναντι μου. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου και επέστρεψα το βλέμμα. Δεν είχα πέσει έξω την προηγούμενη φορά. Λίγο η κούραση, λίγο τα χτυπήματα... Αλλά εκείνος ήταν τόσο όμορφος όπως μου είχε φανεί την προηγούμενη φορά. Είχε μεγάλα πράσινα εκφραστικά μάτια, πυκνά καστανά μαλλιά και άγρια γένια. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι και ένα μαύρο κολλητό μπλουζάκι. Ήταν γεροδεμένος και φαινόταν ότι δεν είχα ελπίδα να παίξω με το μυαλό του. Έκανε νόημα στον Τζέικ να αποχωρήσει και εκείνος βγήκε τρέχοντας απο το δωμάτιο. Έβγαλε το σπαθί του απο το θηκάρι του και μια παραλληλόγραμμη πέτρα απο την τσέπη του. Άρχισε να ακονίζει την λάμα του γεμίζοντας το δωμάτιο με έναν οξύ, ανατριχιαστικό ήχο. Ένιωθα τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου ακόμα και όταν εγώ έστρεψα το βλέμμα μου αλλού. Άκουσα έναν ήχο σαν φρούτο που τεμαχίζεται και γύρισα να δω. Κρατούσε έναν περίεργο καρπό στο χέρι του και το τοποθετούσε στην άκρη της λάμας. Το έτεινε προς το μέρος μου.
  «Φρουτάκι;» με ρώτησε με ένα μεγάλο σαρδόνιο χαμόγελο. Γέλασα.
  «Θες να με κάνεις να πέσω;» του πέταξα απειλητικά. Εκείνος γέλασε. Ένα δυνατό γέλιο που γέμισε το δωμάτιο.
 «Ο Κάιλ σε δίδαξε καλά.» είπε μονάχα και πήρε τον καρπό και τον έφαγε. ένιωσα το αίμα να βράζει στις φλέβες μου.
  «Ο Κάιλ δεν μου έχει πει τίποτα για αυτό. Έχω διαβάσει Ελληνική μυθολογία». Ήθελα να μορφάσω και να κουκουλωθώ κάτω απο τα σκεπάσματα. Ένιωθα γυμνή κάτω απο το εξεταστικό του βλέμμα και δεν μπορούσα να τον νικήσω σε μια λεκτική μάχη. Φαινόταν ότι ήταν πιο έμπειρος απο εμένα σε αυτά. Ωστόσο, όσο και επιβλητική να ήταν η παρουσία του, εξάλλου ήταν ο αδερφός του Διαβόλου απο ότι είχα ακούσει, δεν ένιωθα απειλή. Ήξερα ότι δεν θα με έβλαπτε και το πιο σημαντικό... Ένιωθα ότι δεν ήθελε να με βλάψει. «Εσείς οι δύο, γνωρίζεστε καλά;» Με κοίταξε με περιέργεια. Στο τέλος μου χαμογέλασε στραβά.
 «Με τον Άδη και την Περσεφόνη; Μην πιστεύεις ότι ακούς μικρή». Με είδε ότι δεν σχολίασα και κατέβασε το βλέμμα. Είχε καταλάβει τι εννοούσα όσο και αν προσπαθούσε να το κρύψει. Ήμουν σίγουρη ότι δεν θα μου απαντούσε. Είχα περάσει τα όρια του και απο στιγμή σε στιγμή θα με έβαζε πάλι για ύπνο. Σαν μωρό. «Θα μπορούσες να μας πεις φίλους. Σε έναν άλλο κόσμο. Αιώνες πριν». Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα σοκαρισμένη απο το γεγονός ότι μου είχε απαντήσει. Δεν σχολίασα και προτίμησα να δοκιμάσω την τύχη μου λίγο ακόμα.
  «Τι έγινε;» ρώτησα χαμηλόφωνα.
  «Η Πτώση» μου απάντησε απλά σηκώνοντας τους ώμους. Ήθελα να βάλω τα κλάμματα. Και μετά να σπάσω τις αλυσίδες και να τον αγκαλιάσω. Ωχ. Είχα αρχίσει να αναπτύσω το σύνδρομο την Στοκχόλμης. Φαίνοταν θλιμμένος, έστι όπως κοιτούσε την λάμα του και την χάιδευε με τα ακροδάχτυλα του.
  «Δεν ήθελες να πέσεις έτσι;» τον ρώτησα ασυναίσθητα μετανιώνοντας την ίδια στιγμή. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε σηκώνοντας το φρύδι του.
  «Πως κατέληξες σε αυτό το συμπέρασμα;» με ρώτησε καχύποπτα. Θα τα έπαιζα όλα για όλα. Το πολύ πολύ να σηκώνοταν και να έφευγε.
  «Μπορώ να διακρίνω το κακό όταν το δω. Εσύ δεν είσαι κακός» και το εννοούσα. Με είχε προστατεύσει. Δυο φορές. Γιατί ένας δαίμονας να σώσει έναν άγγελο? Γιατί δεν πίστεψα ούτε στιγμή ότι δεν γνώριζε τι ήμουν.
  «Είμαι δαίμονας». Μου είπε απλά.
  «Όχι απο δική σου επιλογή όμως σωστά;» Με κοίταξε. «Έχεις καλοσύνη μέσα σου. Γιατί δεν επιστρέφεις;» Δεν είχα σκοπό να τον προσβάλλω. Η φωνή μου ήταν τόσο απαλή, τόσο σιγανή. Σαν να φοβόμουν να μην τον τρομάξω.
  «Προτιμάς να βλέπεις τα πράγματα με τον εύκολο τρόπο. Η ζωή όμως είναι σκληρή, κοριτσάκι». Χαμήλωσα το βλέμμα και γέλασα ειρωνικά. Αν κάποιος ήξερε απο σκληρή ζωή αυτός ήμουν εγώ. Αλλά δεν ήθελα να αναφερθώ στο παρελθόν μου
  «Γιατί επέλεξες να γίνεις σατανικός;» Άρχισε να γελάει δυνατά αλλά φαινόταν ότι δεν το εννοούσε. Η ευθυμία δεν ανέβηκε στα μάτια του.
  «Εσείς οι άνθρωποι έχετε μια φράση που λέει ‘ Όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια, φτιάξε λεμονάδα’, σωστά;» Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Ορίστε η απάντηση σου». Προσπάθησα να το επεξεργαστώ αλλά δεν μου έδωσε χρόνο. «Σειρά μου να ρωτήσω. Τι ακριβώς έχεις κάνει με τον Κάιλ;» Η ερώτηση του με έπιασε απροετοίμαστη και φάνηκε
  «Γιατί ρωτάς;» ρώτησα επιφυλακτικά και χαμογέλασε ύπουλα. Σηκώθηκε απο την καρέκλα και ήρθε και κάθσιε στο κρεβάτι απέναντι μου.
  «Θέλω να δω αν κατάφερες να βάλεις σε Πειρασμό τον παλιό μου φίλο. Τον έριξες;» Η ευθύτητα του με σόκαρε αλλά έπρεπε να το περιμένω. Στην τελική ήταν δαίμονας.
  «Αν η ερώτηση σου είναι αν κοιμήθηκα μαζί του, η απάντηση είναι όχι». Τον είδα να απογοητεύεται. «Απλά φιληθήκαμε». Τα μάτια του γούρλωσαν για ένα μακρύ δευτερόλεπτο. Δεν το περίμενε αυτό.
  «Τότε θα έρθει να σε σώσει» είπε με σιγουριά.
  «Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;»
  «Τον δελέασες. Μπορεί να μην υπέπεσε αλλά είναι κοντά. Θα έρθει να σε βρει».
  «Θα τον σκοτώσεις;» ρώτησα με την καρδιά μου να βαράει τρελά.
  «Εξαρτάται απο εκείνον» είπε αδιάφορα και στη συνέχεια άρχισε να γελάει υστερικά. Έκλεισε το πρόσωπο του στις παλάμες του. «Δεν το πιστεύω ότι τον δελέασες!» Θίχτηκα.
  «Τι είναι τόσο αστείο;» τον ρώτησε τσαντισμένα.
  «Δεν είσαι κάτι τόσο ιδιαίτερο». Άνοιξα το στόμα μου προσβεβλημένη.
  «Δηλαδή πιστεύεις ότι εσένα δεν μπορώ να σε δελεάσω;»
  «Μικρή μου, ξέρω ότι δεν μπορείς να με δελεάσεις».
  «Τότε γιατί δεν με λύνεις αφού δεν με φοβάσαι;»
  «Γιατί θα προσπαθείς να το σκάσεις και δεν έχω όρεξη να σε κυνηγάω». Κοκκίνισα.
  «Δεν ξέρω πως φεύγω απο εδώ» είπε χαμηλόφωνα.
  «Έχεις φτερά άρα μπορείς να δοκιμάσεις». Κοκκίνισα περισσότερο.
  «Δεν ξέρω πως να πετάω» μουρμούρισα και προσπάθησε να κρύψει το γέλιο του.
  «Δεν είναι δύσκολο».
  «Εσύ έχεις φτερά;»
  «Φυσικά. Τι νόμιζες ότι τηλεμεταφερόμαστε;» Τον κοίταξα σοβαρά.
  «Ο δαίμονας που μου επιτέθηκε...»
  «11ου επιπέδου. Αυτοί όντως τηλεμεταφέρονται. Έξυπνη παρατήρηση». Χαμογέλασα ευχαριστημένη αλλά το έκρυψα γρήγορα. Όχι αρκετά γρήγορα όμως. Το σπαθί του ακουμπούσε τα πόδια μου και έμεινα να το κοιτάω σκεπτική.
  «Θα με σκοτώσεις;» ρώτησα τελικά μετά απο ώρα.
  «Γιατί να το κάνω αυτό;»
  «Σου είμαι άχρηστη».
  «Όχι τόσο όσο νομίζεις». Σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω. «Εξάλλου έχω άλλα σχέδια για σένα». Χαμογελούσε επικίνδυνα.
  «Να με κάνεις να πέσω;» ρώτησα μπερδεμένη. «Γιατί; Τι θα κερδίσεις;»
  «Θα κάνω τον Μιχαήλ να υποφέρει ακόμα περισσότερο». Άρα εκείνος τον είχε λαβώσει;
  «Δεν θα απαρνηθώ τα φτερά μου» του είπα πεισματικά.
  «Νόμιζα ότι δεν τα ήθελες».
  «Και έτσι να είναι, δεν θα πέσω». Τον είδα να σηκώνεται και να μου χαμογελά.
  «Ω, θα πέσεις. Μπορείς να επιλέξεις να μη φας τους καρπούς της κόλασης αλλά αργά ή γρήγορα θα αρχίσεις να τους ποθείς».
  «Θα πεθάνω αν δεν φάω;» με κοίταξε σοβαρά.
  «Ναι» μου απάντησε ψυχρά. «Αλλά ας ελπίσουμε να μη χρειαστεί να φτάσουμε σε τέτοιο σημείο...»

Nadia