Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 3)

Πίσω στο βιβλιοπωλείο, ο Άγγελος είχε καταπιαστεί με δουλειές του μαγαζιού για να ξεχαστεί λίγο. Το αφεντικό δεν είχε φανεί ακόμα και έτσι εκείνος ξεκίνησε να τακτοποιεί κάποιες νέες παραλαβές. Το καμπανάκι της πόρτας τον έκανε να γυρίσει. Στην πόρτα στεκότανε η Αγνή κάτι που τον έκανε να χαμογελάσει, μα όχι για πολύ. Έτρεξε να την προϋπαντήσει. Του χαμογέλασε με τη σειρά της και τον καλημέρισε.

─ Σου έφερα λίγη σούπα, του είπε. Για τη μητέρα σου.
Το πονούσε αυτό το κορίτσι, ήξερε τι πέρναγε και η καρδιά του θλίβονταν κάθε φορά που την έβλεπε. Ένιωθε για εκείνη αισθήματα συμπόνιας ανάμεικτα με αγάπη. Ίσως και να ήταν και ερωτευμένος μαζί της, μα αρνιότανε να το παραδεχτεί. Δεν είχε το δικαίωμα να έχει τέτοια συναισθήματα.
Η Αγνή τον είχε θεοποιήσει στα μάτια της. Ήταν ο μόνος που της είχε συμπαρασταθεί πραγματικά, που της είχε πει έστω και έναν ζεστό παρηγορητικό λόγο. Τον είχε εξιδανικεύσει και στα μάτια της φάνταζε αληθινός άγγελος. Όταν εκείνος μιλούσε, εκείνη απλά έμενε να κοιτά τα γαλάζια του μάτια εκστασιασμένη, το μυαλό της ταξίδευε, η ψυχή της γαλήνευε. Τον θεωρούσε κάτι περισσότερο από αποκούμπι, κάτι περισσότερο από τον αδερφό που ποτέ δεν είχε. Ήταν ερωτευμένη μαζί του μα χωρίς να τολμά να του το εκμυστηρευτεί. Της έφτανε που της έλεγε μια ζεστή κουβέντα που την καλημέριζε το πρωί, κάθε φορά που περνούσε από εκεί για να πάει στη δουλειά της, που την καληνύχτιζε όταν πέρναγε από εκεί για να πάει στο σπίτι της και που μερικές φορές αν τύχαινε και σχολούσε την ίδια ώρα, τη συνόδευε στο σπίτι. Πήρε το πλαστικό δοχείο και τα χέρια του ακούμπησαν τα δικά της. Στο άγγιγμα του, χαμήλωσε περισσότερο το κεφάλι και την πλημμύρισε μια θέρμη και ένα ρίγος. Κοκκίνισαν και οι δύο και βιάστηκαν να τα χωρίσουν.
Τότε ήταν που είδε τα σημάδια στο πρόσωπό της. Η οργή και η αγανάκτηση φούντωσε μέσα του.
─ Εκείνος σου το έκανε; είπε αφρίζοντας, αν και δεν χρειαζότανε να απαντήσει. Ήταν κοινό μυστικό πως ο Αρτέμης την κακομεταχειριζόταν.
─ Όχι, όχι, βιάστηκε να πει αποστρέφοντας το κεφάλι της. Έπεσα, χτύπησα.
Έπνιξε τον λυγμό της ενώ ο Άγγελος έσφιγγε θυμωμένος τις γροθιές του.
─ Έφερα τα ράσα του παπά Φώτη, είπε σκουπίζοντας βιαστικά τα μάτια της. Πέρασα από τα σπίτι του μα έλειπε.
Ακούμπησε το πακέτο στον πάγκο και έκανε να φύγει. Την έπιασε από το μπράτσο.
─ Αγνή, προσπάθησε να της πει, μα του στάθηκε κόμπος στο λαιμό.
Προσπάθησε να του χαμογελάσει μα δεν μπόρεσε. Του χάιδεψε τον ώμο και έφυγε. Απέμεινε να την κοιτά που απομακρυνότανε βιαστικά, ώσπου χάθηκε στη γωνία.
Επέστρεψε στο εσωτερικό φορτωμένος με περισσότερες πίκρες. Αισθανότανε άσχημα, τόσο ανίσχυρος που δεν μπορούσε να βοηθήσει κανέναν. Άρχισε πάλι να αναρωτιέται αν έχουν νόημα όλα αυτά, όλα πια του φάνταζαν μάταια. Έκλεισε τα μάτια του και προσευχήθηκε νοερά.
Το κρεμαστό κουδουνάκι της πόρτας χτύπησε ξανά. Αυτή την φορά, ένας νεαρός κούριερ εμφανίστηκε στην πόρτα, κρατώντας ένα χοντρό φάκελο. Ο Αβραάμ λάμβανε συχνά δέματα, μα το αλλόκοτο της υπόθεσης ήταν πως το δέμα προορίζονταν για εκείνον. Υπέγραψε παραξενεμένος και το αφού ο νεαρός έφυγε, το περιεργάστηκε. Το θέμα γινότανε όλο και πιο περίεργο όταν διαπίστωσε πως αποστολέας ήταν ο παπά Φώτης. Για ποιο λόγο να του στείλει οτιδήποτε, από τη στιγμή που– με εξαίρεση τις τελευταίες μέρες που έλειπε- ότι συναλλαγές είχανε, τις κάνανε αυτοπροσώπως;
Άνοιξε το φάκελο για να διαπιστώσει ότι μέσα βρισκότανε ένα δερματόδετο μαύρο σημειωματάριο. Στο μέσο του, μια στενή δερμάτινη λωρίδα ενός εκατοστού περίπου πλάτος με γράμματα που δεν βγάζανε κάποιο νόημα. Χάιδεψε την τραχιά επιφάνεια του εξώφυλλου. Βρισκότανε σε καλή κατάσταση αν και ταλαιπωρημένο. Το περιεργάστηκε και διαπίστωσε ότι οι σελίδες του ήτανε λευκές. Οι μόνες λέξεις που βρήκε, ήταν στην πρώτη σελίδα και έγραφε:
«Προς πεφωτισμένους εστί το ανάγνωσμα».
Έξυσε το κεφάλι του αμήχανα. Ξανακοίταξε τον φάκελο για να δει ότι δεν περιείχε τίποτα άλλο. Τσέκαρε τον αποστολέα και τον παραλήπτη.
─ Άλλο πάλι και τούτο, μουρμούρισε.
Είχε αποφασίσει να μην ασχοληθεί παραπάνω, εωσότου επέστρεφε ο πνευματικός του και να του δώσει εξηγήσεις, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του μαγαζιού. Ήταν η κυρά Δέσποινα. Ακούγοντας τη φωνή της, το μυαλό του πήγε στο χειρότερο, η καρδιά του σκίστηκε.
─ Η μάνα; είπε ξέψυχα. Είναι καλά;
─ Όχι γιε μου, του είπε εκείνη. Ο παπά Φώτης.
─ Τί ο παπά Φώτης;
Κόμπιασε μια στιγμή, μπορούσε να ακούει την κοφτή της ανάσα στην άλλη άκρη του ακουστικού.

─ Έγινε ένα ατύχημα αγόρι μου. Δεν τα κατάφερε…


Ηλίας Στεργίου