Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 4 - Μέρος 1)

Ο κυνηγός καθόταν στο σαλόνι του και απολάμβανε την γλυκιά μουσική ενός βιολιού που έπαιζε μόνο του. Το δοξάρι ανεβοκατέβαινε παίζοντας με τις μελωδίες και οι χορδές του βιολιού υπάκουγαν στις εντολές του. Κοιτούσε το χιόνι που έπεφτε έξω από το παράθυρό του. Οι νιφάδες έπεφταν συγχρονισμένες, άλλοτε απαλά και άλλοτε βίαια, ανάλογα με τις διαθέσεις του αέρα.

Ξαφνικά αντίκρισε μια μορφή μέσα στο χιόνι. Στένεψε τα μάτια, γάντζωσε τα νύχια του στην πολυθρόνα έτοιμος να σηκωθεί, αλλά έπειτα χαλάρωσε πάλι πίσω. Ήταν ένα από αυτά τα πνεύματα του χειμώνα, με τα λευκά μαλλιά και τα χιονισμένα πέπλα. Έτριψε το χρυσό δαχτυλίδι που στόλιζε το μεσαίο του δάχτυλο σκεπτικός. Γύρισε να κοιτάξει το βιολί. Έπαιζε την αγαπημένη του μελωδία, για εικοστή φορά. Χτύπησε τα δάχτυλά του και το μουσικό όργανο σταμάτησε σαν να υπάκουγε σε κάποια σιωπηλή εντολή.
Βγήκε από το σαλόνι και βρέθηκε στον διάδρομο με τα μαύρα χαλιά. Γλίστρησε και μπήκε σε ένα δωμάτιο γεμάτο ξεθωριασμένους πίνακες και σκισμένες κουρτίνες. Κοίταξε τον πίνακα που στεκόταν όρθιος στον τοίχο. Το πορτρέτο κοιτούσε τον κυνηγό με τα μικρά, καστανά του μάτια και ο κυνηγός κοιτούσε το πορτρέτο με τα δικά του. Του έμοιαζε πολύ ο άντρας στον πίνακα. Τουλάχιστον εμφανισιακά ήταν ίδιοι. Μόνο που ο άντρας στο πορτρέτο έμοιαζε περισσότερο ζωντανός από εκείνον.
Παραμέρισε τον πίνακα και μια ξύλινη πόρτα φάνηκε να φυτρώνει στον τοίχο. Τράβηξε τον σκουριασμένο σύρτη και την άνοιξε προς τα μέσα. Χάθηκε στον στενό διάδρομο της στοάς σχεδόν στα τυφλά, χωρίς να ανάψει κανέναν από τους δαυλούς που στηρίζονταν στα τοιχώματα. Όταν έφτασε στο τέλος του στενού διαδρόμου όπου χωριζόταν σε τρεις σκάλες, διάλεξε αυτήν στα αριστερά και την κατέβηκε. Εκεί που τελείωνε η σκάλα, μια μικρή πόρτα περίμενε κλειστή. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και έσκυψε για να μπει, γιατί δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο.
Το κελί ήταν άδειο και μουχλιασμένο. Μερικά κλουβιά με λυγισμένα κάγκελα και λίγα πιθάρια αναποδογυρισμένα έμεναν μόνο. Την τελευταία φορά που το είχε χρησιμοποιήσει, ήταν όταν είχε αιχμαλωτίσει τα τζίνι της ερήμου, για να τα πουλήσει στην αγορά. Κάποτε αιχμαλώτιζε Ευχές, αλλά εκείνες οι χρυσές μέρες είχαν εκλείψει. Έτριψε τα γένια στο σαγόνι του. Η τελευταία Ευχή είχε πιάσει ογδόντα χρυσά και ένα ρουμπίνι. Την είχε αγοράσει ένας έμπορος από το Τάλαμ Ούισκε και είχε φύγει πολύ ευχαριστημένος. Μάγια την λέγανε. Ή Μέια. Ή κάπως έτσι. Ήταν πάντως Ευχή της Τύχης.
Είχαν περάσει πολλές Ευχές από αυτό το κελί. Ευχές των Δώρων, της Επιτυχίας, της Χαράς, της Ομορφιάς, και τόσες άλλες. Στην ουσία, τα περισσότερα αποκτήματά του τα είχε αποκτήσει χάρη σε αυτά τα πνεύματα που πουλούσε στα παζάρια όπου σύχναζαν οι έμποροι και οι μάγοι. Οι έμποροι φυσικά δεν μπορούσαν να τις δουν, αλλά το έμπειρο αυτί τους μπορούσε να ακούει τις αιθέριες φωνές τους. Οι μάγοι, πάλι, μπορούσαν να βλέπουν τα πάντα, έτσι το εξασκημένο μάτι τους ήταν ικανό να αντιλαμβάνεται την ομορφιά τους.
Όσο για τον κυνηγό, δεν είχε ούτε το εξασκημένο αυτί των άπληστων εμπόρων, ούτε τις ξεχωριστές ικανότητες των μάγων. Εκείνος μπορούσε να αντιλαμβάνεται τα μαγικά πλάσματα που ήταν αόρατα στους ανθρώπους, με τη βοήθεια του χρυσού δαχτυλιδιού που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του.
Το μαγεμένο δαχτυλίδι που φορούσε πάντα στο μεσαίο του δάχτυλο και δεν αποχωριζόταν ποτέ, ήταν εκείνο που του έδινε την δυνατότητα να βλέπει τα πνεύματα. Γι’ αυτό το φυλούσε σαν τα μάτια του, γιατί αν το έχανε, δεν θα μπορούσε πια να αιχμαλωτίζει μαγικά πλάσματα και να τα πουλά σαν σκλάβους στα παζάρια.
«Ένα τετράφυλλο τριφύλλι, για καλή τύχη. Μία κυκλική πέτρα με τρύπα στη μέση ερχόμενη από τις όχθες ενός παρθένου ποταμού, για να δεις αυτό που δεν μπορείς. Και μια σταγόνα αίμα από το πιο αθώο πλάσμα του μαγικού κόσμου, για να έχεις την δύναμη να φυλακίσεις την μαγεία» έλεγε μια αχνή γυναικεία φωνή μέσα του, με απόλυτη σιγουριά. Αυτά ήταν τα μυστικά συστατικά που κρύβονταν στα βάθη της μελανής πέτρας του κοσμήματος. Το ήξερε, παρόλο που δεν αναγνώριζε την φωνή, ούτε θυμόταν πότε του είχε αποκαλύψει αυτό το μυστικό.
Ωστόσο, η τύχη δεν του χαμογελούσε πολύ τελευταία, και έτσι για μήνες έπιανε πότε πότε κανέναν καλικάντζαρο - τους οποίους όμως δύσκολα αγόραζε κανείς γιατί ήταν πολύ άτακτοι και διόλου υπάκουοι- και κανένα τζίνι. Είχε σχεδόν ένα χρόνο να βρει κάποια Ευχή. Φαίνεται πως ο κόσμος είχε σταματήσει πια να εύχεται.
Έσπαγε το κεφάλι του να βρει μια λύση. Έτριψε το χρυσό του δαχτυλίδι καθώς σκεφτόταν. Θα μπορούσε να πιάσει αυτά τα πνεύματα του χιονιού, αλλά πώς θα τα πουλούσε; Με την πρώτη ζεστή μέρα θα λιώνανε. Θα μπορούσε να πιάσει πάλι νεράιδες των λουλουδιών, αλλά πάλι δύσκολα θα τις αγόραζε κάποιος μάγος ή έμπορος. Από την άλλη, αυτά τα Κέλπις, τα λευκά άλογα του νερού, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνα και μοχθηρά και δεν υπάκουγαν σε αφέντες.
Ύστερα από πολλή σκέψη, αποφάσισε πως η μόνη λύση ήταν να βγει στο δάσος και να ψάξει. Εκεί όλο και κάτι θα έβρισκε. Στα δάση πάντα τριγυρνούσαν πνεύματα κάθε λογής. Τα αγαπούσαν ιδιαίτερα, γιατί εκεί ήταν προστατευμένα.
Κρέμασε το ασημόχορδο τόξο του στην πλάτη του, έβαλε τα βέλη του στην φαρέτρα που έζωσε στη μέση του, φόρεσε και το χοντρό παλτό του και βγήκε στο χιόνι. Πήρε το δρόμο για το ελατόδασος της Χάνταπ, εκεί που δεν πατούσαν άνθρωποι γιατί φοβούνταν τους Γούλβερς, που όπως έλεγαν, ήταν άγριοι στην όψη και έμοιαζαν με λύκους.
Ο δρόμος για το ελατόδασος δεν ήταν ιδιαίτερα μακρύς· μόλις δύο μίλια. Όσο περισσότερο πλησίαζε, τόσο πιο δυνατά ακούγονταν τα ουρλιαχτά των Γούλβερς. Ο ίδιος ήξερε ότι δεν ήταν τόσο μοχθηρά όσο πίστευαν οι χωρικοί, αλλά το γεγονός ότι ο χειμώνας είχε πέσει και δύσκολα θα έβρισκαν θηράματα, του προκαλούσε εκνευρισμό. Είχε στο θηκάρι του και ένα μικρό εγχειρίδιο, αλλά αν συναντούσε κάποιον από εκείνους, δύσκολα θα γύριζε σπίτι ολόκληρος.
Είχε έρθει αντιμέτωπος με πέντε από δαύτους κάποτε, και ακόμα θυμόταν εκείνη την άτυχη, χειμερινή νύχτα. Άλλωστε η τεράστια, βαθιά ουλή που στόλιζε το δεξί μέρος του προσώπου του, έμενε να του τη θυμίζει. Ασυναίσθητα, τα δάχτυλά του πέρασαν πάνω από το σημάδι.
Έφτασε στις παρυφές του δάσους πριν το καταλάβει. Πέρασε πάνω από τα πεσμένα, γυμνά κλαδιά και αυτά κροτάλισαν κάτω από τις μπότες του. Τα ουρλιαχτά είχαν πάψει να ακούγονται, αλλά αυτό δεν τον καθησύχασε. Προχωρούσε ανάμεσα στα ασπρομάλλικα δέντρα με το χέρι του στο θηκάρι. Κάτι σάλεψε στα αριστερά του, τινάχτηκε με το αίμα να σφυροκοπά στους κροτάφους του και ξέζωσε το εγχειρίδιο. Με ανακούφιση είδε πως ήταν απλά ένα από εκείνα τα πνεύματα που έφερναν τον χειμώνα. Το πνεύμα έβγαλε έναν ήχο αποδοκιμασίας και απομακρύνθηκε ενοχλημένο, για μια περισσότερο ήρεμη γωνιά του δάσους.
Ωστόσο δεν πρόλαβε να βάλει το μικρό ξίφος στη θέση του και ακούστηκε πίσω του ένα τρίξιμο, σαν να έσπαγαν ξερά κλαδιά. Γύρισε αργά και κοίταξε πίσω από την πλάτη του. Δεν ήταν κανείς. Συνέχισε να προχωράει αθόρυβα, κοιτώντας καχύποπτα γύρω του.
Η νύχτα άρχιζε να πέφτει, και ο κυνηγός δεν είχε βρει τίποτα ακόμη. Όταν άρχισαν να διαγράφουν και τα πρώτα αστέρια, αποφάσισε απογοητευμένος πως είχε έρθει η ώρα να φύγει, γιατί βρισκόταν ήδη στα τρίσβαθα του δάσους και θα χρειαζόταν αρκετή ώρα για να βρεθεί στο δρόμο. Και η αλήθεια ήταν πως δεν του καλοφαινόταν η ιδέα να περάσει τη νύχτα στο ελατόδασος της Χάνταπ.
Γύρισε, λοιπόν, την πλάτη του να φύγει, εκείνη τη στιγμή όμως του φάνηκε πως άκουσε θόρυβο και κοντοστάθηκε. Από κάπου ακουγόταν μια μελωδική, γυναικεία φωνή. Έκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε. Ερχόταν από τα ανατολικά. Άλλαξε κατεύθυνση και την ακολούθησε αθόρυβα.
Ήταν μια υπερβολικά μελωδική φωνή. Και ακουγόταν τόσο αιθέρια, που θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί πως ήταν απλώς ο άνεμος που σφύριζε. Καποιος άλλος όμως. Γιατί ο κυνηγός ήξερε πως ανθρώπινο στόμα δεν μπορεί να βγάλει τέτοια θεσπέσια λαλιά. Αν το ένστικτό του ήταν σωστό, σε λίγα μέτρα, πίσω από κάποια δεντροστοιχία, τα μάτια του θα συναντούσαν κάποιο πλάσμα της μαγείας.
Και δεν έκανε λάθος. Πίσω από μια συστάδα ελάτων και σφενδάμων, ξεπρόβαλλε ένα ον της φαντασίας. Ήταν μια ψηλή, λυγερή γυναίκα με λευκά ρούχα και λευκό πέπλο, που σκέπαζε το κεφάλι της και άφηνε τα μισά μαλλιά της να χύνονται κατάμαυρα, όπως πέφτει η νύχτα, μέχρι το χιόνι.
Οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος θα ένιωθε φόβο και δέος στη θέα του όμορφου μαγικού πλάσματος, ο κυνηγός όμως δεν ένιωσε τίποτε από τα δύο. Εκείνος έτριψε απλά τα χέρια του. Δεν μπορούσε να πιστέψει την τύχη του. Γιατί στην αλλόκοσμη μοφή της γυναίκας αναγνώρισε μια Ευχή.
«Η τύχη μου χαμογέλασε ξανά. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για σένα!» σκέφτηκε και χάραξε στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο. Όχι το γλυκό, αληθινό χαμόγελο κάποιου που χαίρεται, αλλά το χαμόγελο του κυνηγού που μόλις εντόπισε τη λεία του. Εκείνη τη στιγμή δεν διέφερε και πολύ στην όψη από τους Γούλβερς, στην εποχή της μεγάλης τους πείνας.
Έβγαλε αθόρυβα ένα από τα βέλη της φαρέτρας του, πήρε το τόξο με την ασημένια χορδή και σημάδεψε την Ευχή που τραγουδούσε. Το χρυσό δαχτυλίδι τρεμούλιασε, ενώ η κατάμαυρη πέτρα του γυάλισε. Ένα μελανό πέπλο βγήκε από το κέντρο της σαν σκιά, πέταξε σαν σαλάχι και τύλιξε το χέρι του. Από τα δάχτυλά του κύλησε στο βέλος σαν μαύρος κεραυνός.
Το βέλος τινάχτηκε με δύναμη, πέρασε κατάμαυρο ανάμεσα από τις νιφάδες του χιονιού τόσο γρήγορα που προκάλεσε μικρή αναταραχή, και οι Σνάουας ούρλιαξαν τρομαγμένοι. Ο κυνηγός το παρακολουθούσε να κατευθύνεται ίσια προς την καρδιά της άτυχης Ευχής που αμέριμνη τραγουδούσε, και τα λυκίσια μάτια του έλαμπαν από την προσμονή. Από τη στιγμή που η μύτη του καταραμένου βέλους θα ακουμπούσε στην καρδιά της, η Ευχή θα ήταν δική του, μέχρι τουλάχιστον να βρει τον επόμενο αφέντη της.
Περίμενε λοιπόν ο κυνηγός και παρατηρούσε το βέλος να σχίζει τον αέρα. Πάνω όμως που πλησίαζε την ανύποπτη Ευχή, τότε ήταν που άρχισαν τα πνεύματα του χειμώνα να τσιρίζουν και όλος αυτός ο θόρυβος τράβηξε την προσοχή της. Έτσι το είδε τελευταία στιγμή να κατευθύνεται πάνω της και έτρεξε μακριά πριν προλάβει να την αγγίξει.
«Καταραμένα πνεύματα του χειμώνα!» φώναξε θυμωμένος και έτρεξε πίσω της.
Τα πνεύματα όμως δεν είχαν σκοπό να τον αφήσουν να κάνει κακό στην άδολη Ευχή, έτσι πέταξαν γύρω του και σκόρπισαν τις νιφάδες που έπεφταν στο διάβα του, δημιούργησαν θύελλα και τον έκλεισαν μέσα σε έναν μανιασμένο ανεμοστρόβιλο από χιόνι. Ο κυνηγός, μη μπορώντας να δει, έχασε την Ευχή από τα μάτια του. Ούρλιαξε όλο θυμό και άνοιξε δρόμο μέσα από τον στρόβιλο με τα γυμνά του χέρια, αποφασισμένος να την αιχμαλωτίσει πάσει θυσία. Τα πνεύματα του χειμώνα προσπάθησαν να τον εμποδίσουν, αλλά σύντομα τον έχασαν.
Ο κυνηγός βρήκε και πάλι την Ευχή, έριξε το βέλος του και αυτή τη φορά πρόφτασε και την χτύπησε κατάστηθα, εκείνη όμως συνέχισε να τρέχει πληγωμένη. Το αίμα της έρεε άφθονο, χρυσό από την πληγή της και πότιζε το χιόνι. Έτσι εκείνος μπόρεσε να την ακολουθήσει πριν την χάσει ξανά. Το κυνήγι κράτησε αρκετή ώρα, ώσπου το σκοτάδι έπεσε για τα καλά, και ο άντρας ίσα που έβλεπε το χρυσό μονοπάτι στο χιόνι. Τελικά, όταν το φεγγάρι υψώθηκε για τα καλά στον ουρανό, κατάφερε να την εγκλωβίσει σε ένα αδιέξοδο. 
Η Ευχή κάθισε στο χιόνι και περίμενε την καταδίκη της, έχοντας για προσκεφάλι της εκείνο τον πελώριο βράχο που της είχε κόψει τον δρόμο. Δεν έκανε άλλη προσπάθεια για να ξεφύγει, άλλωστε το δηλητήριο που είχε ξεχυθεί από το δαχτυλίδι είχε αρχίσει πια να δρα και η όμορφη νεράιδα δεν ήταν πια ελεύθερο πλάσμα. Ήταν αιχμάλωτη του κυνηγού της.
Ο άντρας πλησίασε και γονάτισε στο χιόνι, δίπλα στο μαγικό πλάσμα. Δεν έκλαιγε, ούτε έδειχνε να πονάει. Απλά έκλεινε τα μάτια της και έμοιαζε να κοιμάται. Αυτός είχε πάψει πια να χαμογελά σαν ανθρωπόμορφος λύκος, και τα μάτια του δεν γυάλιζαν πια σαν αρπακτικού.
Τα ουρλιαχτά των Γούλβερς ξέσκισαν τον νυχτερινό αέρα ενώ λαχανιασμένες, βαριές ανάσες και βήματα ακούγονταν τριγύρω. Ο κυνηγός πήρε στα χέρια του την Ευχή και κίνησε αθόρυβα να βρει τον δρόμο. Για καλή του τύχη, κατάφερε να βρει την έξοδο πριν βρεθεί αντιμέτωπος μαζί τους. Αναγνώρισε πράγματι το πόσο τυχερός στάθηκε, γιατί οι Γούλβερς δεν ήταν ανεκτικοί με τους ανθρώπους που έβλαπταν άλλα μαγικά πλάσματα.

Κίνησε για το σπίτι του με την πληγωμένη και αναίσθητη Ευχή στην αγκαλιά του, ενώ το αίμα της έρεε σαν χρυσό ρυάκι πάνω στην κουβέρτα του χιονιού.

Ιωάννα Τσιάκαλου