Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 44) - "Σε σύγχυση"

Πατζινάκια, Αύγουστος 1020

Ξυπνώ με το πρώτο χάδι του ήλιου στο πρόσωπό μου. Πλέρια ευχαρίστηση. Αυτή είναι η πρώτη μου σκέψη για τη νέα μέρα που ανατέλλει. Ένα πλατύ χαμόγελο χαράζεται στο πρόσωπό μου, χωρίς να είμαι πολύ σίγουρη γιατί. Αλήθεια, γιατί έχω τόσο καλή διάθεση σήμερα;
Ξαφνικά ένας δυνατός πόνο με τρυπά. Άσχημος πονοκέφαλος. Τώρα όμως αρχίζω να θυμάμαι ψήγματα από τη χθεσινή νύχτα… Η συνθήκη, το ποτό… Πόσο ήπια άραγε; Πότε θα μάθω τι σημαίνει αυτοσυγκράτηση;

Κάνω να σηκωθώ από το κρεβάτι και συνειδητοποιώ ότι ένα αντρικό χέρι αγκαλιάζει σφιχτά τη μέση μου. Τρόμος με κυριεύει. Τι ακριβώς συνέβη χθες; Μήπως δε μέθυσα μόνο; Γυρνάω στα αριστερά μου, για να δω σε ποιανού το κρεβάτι κοιμήθηκα, και ο προηγούμενος τρόμος επιστρέφει στο δεκαπλάσιο. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και πλέον είμαι τελείως ξύπνια˙  δίπλα μου κοιμάται ο Στεφάν Ραντοσλάβιτς. Τώρα, όλες οι αναμνήσεις επανέρχονται στο ακέραιο κι εύχομαι να μην το έκαναν.
Εγώ, η Ναντέζντα Βλαντιμίροβα, του Βλαντιμίρ και της Ρογκνέντα, κοιμήθηκα με τον Στεφάν Ραντοσλάβιτς του Ραντοσλάβ και της Ντάρια. Τον άφησα να με αγγίξει, άφησα τα χείλη να φιλήσουν τα δικά μου, άφησα το κορμί του να αγκαλιάσει το δικό μου.
Αγγίζει τα όρια του υπερφυσικού. Βασικά, είναι η ίδια η προσωποποίηση του υπερφυσικού, του αλλόκοτου και του απροσδιόριστου μαζί.
Αισθάνομαι αναγούλα. Δεν είμαι καλά. Δεν ξέρω αν ευθύνεται η αηδία ή το πολύ αλκοόλ. Μάλλον και τα δύο.
Τότε ξαφνικά το συνειδητοποιώ: Κίεβο. Επιστρέφουμε στο Κίεβο σήμερα. Θα ξεκινούσαμε δύο ώρες μετά την ανατολή, έτσι δεν είναι; Κι ο ήλιος έχει ήδη ανατείλει.  
Πολύ προσεκτικά, γιατί δε θέλω να τον ξυπνήσω, ξεκολλώ το χέρι του από πάνω μου, σε μια προσπάθεια να απελευθερωθώ από τη σφιχτή αγκαλιά του. Μόλις σηκώνομαι μαζεύω το μεσοφόρι και το πράσινο φουστάνι μου με τα λευκά και κίτρινα λουλούδια από εκεί που το πέταξα χθες. Ή εκείνος το πέταξε; Εκείνος δε μου έβγαλε τα ρούχα;
Τον άφησα να με γδύσει! Ο εξευτελισμός υπήρξε τελειωτικός.  
Ντύνομαι με βιαστικές, σχεδόν σπασμωδικές κινήσεις. Για λίγες στιγμές στέκομαι και τον κοιτάζω που κοιμάται. Μοιάζει τόσο ήρεμος και γαλήνιος…
Να τον ξυπνήσω άραγε; Αν δε σηκωθεί, δε θα προλάβει να ετοιμαστεί. Κρίνοντας από τη θέση του ηλίου πρέπει να είμαστε έτοιμοι μέσα στα επόμενα σαράντα με εξήντα λεπτά.
Αν όμως ξυπνήσει θα πρέπει να τον αντιμετωπίσω. Εγώ νιώθω το κεφάλι μου βαρύ σαν σίδερο, το μυαλό μου θολό, δε νομίζω πως είμαι σε θέση να κάνω μια σοβαρή συζήτηση. Κι εκτός αυτού, χθες βράδυ έπεσα στο κρεβάτι μαζί του σαν μια κοινή πόρνη.  Τώρα να του πω, τι;
Μάλιστα. Δεν πρόκειται να το ξυπνήσω. Για την ακρίβεια  νομίζω ότι θα αργήσω πολύ να του απευθύνω ξανά το λόγο.
Φεύγω λοιπόν, από την κάμαρά του, σαν τον κλέφτη.
Η Ναντέζντα έφτασε στο δωμάτιό της τρέχοντας. Δεν ήθελε να συναντήσει κανένα και να αναγκαστεί να εξηγήσει γιατί κυκλοφορούσε στο αρχοντικό τα ξημερώματα, με το φόρεμα της χθεσινής νύχτας και τα μαλλιά λυτά.
Μόλις μπήκε, αμέσως έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό της. Έπρεπε οπωσδήποτε να συνέλθει από το χθεσινό μεθύσι. Ήπιε μονορούφι δυο ποτήρια γεμάτα δροσερό νερό για να καταπολεμήσει την αφυδάτωση.
Άρχισε να αισθάνεται λίγο καλύτερα. Τότε λοιπόν, επιθεώρησε τα υπάρχοντά της για να δει αν ήταν όλα πακεταρισμένα. Τα λιγοστά ρούχα και πέπλα βρίσκονταν στις θέσεις τους, το ίδιο και όλα της τα κοσμήματα. Τα μόνα που δεν βρίσκονταν στο σάκο ήταν τα βότανα και τα όπλα της. Γρήγορα, τακτοποίησε την εκκρεμότητα.
Άφησε έξω μόνο το καφέ φόρεμα που θα φορούσε, μια κορδέλα για να μαζέψει τα μαλλιά της και λίγα βότανα για να φτιάξει ένα αφέψημα ιδανικό για να την καταπολέμηση του πονοκεφάλου. Πρόσθεσε όμως ένα βοτάνι για να τακτοποιήσει το γεγονός ότι έκανε έρωτα με τον Στεφάν χωρίς προφύλαξη. Δεν μπορούσε να επιτρέψει μία εγκυμοσύνη.
Άλλαξε ρούχα, έπλεξε τα μαλλιά της σε μια μόνο χοντρή πλεξούδα  και έβαλε τα βότανα να βράσουν σ’ ένα μικρό τσουκάλι. Αποφάσισε τελικά να βάλει το χρυσοΰφαντο πέπλο της, κι ας μην της άρεσε. Ας κρατούσε τους τύπους, μπροστά στον ξένο πρίγκιπα.
Όταν το μείγμα βοτάνων εκχυλίστηκε πλήρως, το στράγγισε κι έχυσε το ευωδιαστό ρόφημα σε μια πήλινη κούπα. Κάθισε στο κρεβάτι της ελέγχοντας για άλλη μια φορά, αν όλα βρίσκονταν στη σωστή τους θέση. Ήπιε την πρώτη γουλιά από το αφέψημά της, όλα ήταν εντάξει.
Μόνο τότε ένιωσε να ηρεμεί κάπως. Είχε ταραχτεί πολύ, αλλά τουλάχιστον το σφυροκόπημα στο κεφάλι της άρχισε να υποχωρεί.
Μα πώς συνέβη αυτό; Επειδή ήπια λίγο παραπάνω; Έχω κάνει πολύ χειρότερα μεθύσια, μα ποτέ δεν παραφέρθηκα έτσι.
Αν η μητέρα μου μάθαινε τι συνέβη… Η περήφανη και ακηλίδωτη Ρογκνέντα του Πόλοτσκ θα αισθανόταν βαρύτατη ντροπή για το στερνοπαίδι της.  Κι όμως, δεν είναι ότι πριν τη χθεσινή νύχτα ήμουν αθώα, άσπιλη και αμόλυντη. Πάει καιρός που έχασα αυτό που όλες οι νέες περιφρουρούν ως πολυτιμότερο αγαθό και αρετή. Άρα λοιπόν, είναι ασφαλές να υποθέσω ότι η μητέρα μου έχασε την πίστη της σε μένα χρόνια πριν.
Ίσως να εξιλεωθώ στα μάτια της αν καταφέρω επιτέλους να πάρω εκδίκηση. Ίσως τότε να μην πειράζει που ντρόπιασα το όνομά της. Αν και, το δικό της θάνατο δε θα μπορέσω να τον εκδικηθώ. Ο Βλαντιμίρ έχει πεθάνει προ πολλού και όχι από δικό μου χέρι…
Πάλι παρασύρομαι. Δε γίνεται κάθε σκέψη που κάνω να ξυπνά μέσα μου την ανάγκη της εκδίκησης. Αφού υποσχέθηκα στον εαυτό μου να αφήσω κατά μέρος τέτοιες επιθυμίες, γιατί αθετώ την υπόσχεση ξανά και ξανά;
Αν όμως, δεν αναλώνομαι στην εκδικητική μου μανία, ο Στεφάν είναι αυτός που διεκδικεί μαχητικά το μονοπώλιο των σκέψεων μου…
Τώρα θα το ξέρει κι αυτός. Σίγουρα το αντιλήφθηκε, κι ας μην το σχολίασε. Κι αν όχι, θα βεβαιωθεί, όταν ξυπνήσει και δεν δει αίμα στα σεντόνια. Αισθάνομαι άβολα και μόνο στην σκέψη. Δε  θέλω να ξέρω τι θα αρχίσει να πιστεύει για μένα. Αν και δε θα έπρεπε να με απασχολεί. Δεν έχει καμιά σημασία.
Μέχρι τα δεκάξι μου, δεν είχα πιει σταγόνα και δεν είχα δώσει ούτε φιλί στο μάγουλο. Η κατάντια μου ξεκίνησε όταν δραπέτευσα από τη φυλακή του Ραντοσλάβ…
Ήμουν μόνο δεκαεπτά ετών. Μονάχα ένας χρόνος είχε περάσει από τότε που ζούσα ευτυχισμένη με τον αδερφό μου. Κι όμως, ένιωθα λες και είχαν περάσει δύο, τρεις δεκαετίες. Μεγάλωσα απότομα, μέσα στο σκοτάδι, το κρύο και την υγρασία του κελιού, ενώ η προδοσία του Στεφάν με ανάγκασε να δω τον κόσμο με άλλα μάτια.
Πολύ γρήγορα κατάλαβα γιατί δεν έπρεπε να το σκάσω χωρίς να έχω εξασφαλίσει ένα μέρος για να μείνω, ιδίως μέσα στο καταχείμωνο. Δεν είχα πάρει μαζί μου ούτε τρόφιμα, ούτε νερό και δεν είχα τρόπο να ανάψω κάποια φωτιά. Και οι στρατιώτες του Ραντοσλάβ θα με κυνηγούσαν σίγουρα. Βρήκα καταφύγιο στη μεγάλη κουφάλα ενός γέρικου δέντρου. Τότε ήμουν ένα σωρός κόκκαλα σκεπασμένα με δέρμα˙ μπορούσα να χωρέσω σε πολύ περιορισμένα μέρη. Έτσι, προστατεύτηκα κάπως από το δριμύ ψύχος αλλά όχι από την πείνα και τη δίψα.
Το μόνο όφελος που προέκυψε από εκείνον του παλιόκαιρου και την σφοδρή χιονοθύελλα που ξέσπασε αίφνης, ήταν ότι τα ίχνη μου σκεπάστηκαν και η μυρωδιά μου εξαφανίστηκε από την ατμόσφαιρα. Έτσι, τα κυνηγετικά σκυλιά που έριξαν στο κατόπι μου μπόρεσαν να με εντοπίσουν.
Κάποια στιγμή πρέπει να κοιμήθηκα ή να λιποθύμησα από την αδυναμία, ξεχασμένη μέσα στην κουφάλα. Συνήλθα πολύ αργότερα, νιώθοντας ένα ζεστό υγρό στο χέρι μου.
Ήταν τα σάλια ενός σκύλου που ανήκε σ’ ένα χωρικό που επέστρεφε από το Νόβγκορντ στο χωριό του. Η χιονοθύελλα είχε πια κοπάσει κι έτσι το σκυλί μπόρεσε να ανιχνεύσει τη μυρωδιά μου, ψάχνοντας για φωλιές λαγών ή αλεπούδων.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε ο αφέντης του σκύλου. Ένας ταλαιπωρημένος μεσήλικας με κουρελιασμένα ρούχα. «Είμαι ο Σεργκέι Μικαΐλοβιτς. Εσύ ποια είσαι; Τι γυρεύεις εδώ;»
Οι ερωτήσεις του ήρθαν η μία πίσω από την άλλη. Όλες δύσκολες και καλύτερα να έμεναν αναπάντητες. «Δεν, δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι».
Αμνησία. Όχι η εντιμότερη λύση, μα δεν μπορούσα φυσικά να του απαντήσω με ειλικρίνεια. Κι ήταν το καλύτερο ψέμα που μπορούσα να σκεφτώ εκείνη την στιγμή.
Ο άνθρωπος ευτυχώς με πίστεψε και με λυπήθηκε. Με βοήθησε να ανέβω στην άμαξά του, μου έδωσε μια μάλλινη κουβέρτα να τυλιχτώ και ένα κομμάτι ψωμί να φάω. Δεν είχε τίποτα περισσότερο αλλιώς θα μου έδινε. Με πήρε μαζί του, στο μικρό ορεινό χωριό όπου ζούσε. Δεν τον ρώτησα τίποτα πέρα από το τι μέρα ήταν. Είχα λοιπόν, περάσει δυο μέρες στο δάσος.
Ο Σεργκέι ήταν ο σωτήρας μου. Αν έμενα στο παγωμένο δάσος λίγο ακόμα, θα πέθαινα, εκτός αν με έβρισκαν οι φρουροί του Ραντοσλάβ πρώτα. Αρπάχτηκα από την ευκαιρία να βρω ένα μέρος να κρυφτώ.
Στο σύντομο διάστημα που έμεινα με τον Σεργκέι και την πολυμελή του οικογένειά του γνώρισα μια άλλη ζωή. Τη ζωή που ζούσαν οι απλοί πολίτες της πατρίδας μου, μακριά από τα παλάτια και τις πολυτέλειες. Έβλεπα ότι τα χρήματα δεν τους περίσσευαν για να ταΐζουν ένα επιπλέον στόμα, γι’ αυτό γρήγορα έμαθα να βοηθάω την Οξάνα τη γυναίκα του στις δουλειές του σπιτιού αλλά και στην εκτροφή των ζώων. Μαγείρεμα, ζύμωμα, άρμεγμα, καθάρισμα, πλύσιμο, σιδέρωμα τα πάντα. Αφού δεν μπορούσα να τους πληρώσω, ήθελα να τους αποζημιώσω για τα έξοδά τους με την εργασία μου. Εκείνοι βέβαια, επέμεναν ότι μπορούσα να μείνω μαζί τους όσο καιρό ήθελα˙ δεν τους πείραζε που δεν ήξεραν τίποτα για μένα, ούτε καν το όνομά μου. Με βάφτισαν Ρόζα, γιατί η Οξάνα έλεγε ότι ήμουν όμορφη σαν τριαντάφυλλο.
Η ζωή κυλούσε ήσυχα και αρμονικά και σχεδόν δεν καταλάβαμε ότι σκληρές μάχες είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στο Μεγάλο Πρίγκιπα και τον στασιαστή. Όταν μάλιστα πήρα λίγο βάρος, άρχισα να θυμίζω λίγο την παλιά Νάντια. Αλλά μέσα μου ένιωθα τελείως διαφορετική. Γι’ αυτό και αποφάσισα ότι δε απαντούσα ποτέ ξανά στο υποκοριστικό που μου έδωσε ο Γιαροσλάβ.
Όμως, δεν μπορούσα να τους επιβαρύνω άλλο με την παρουσία μου, κι έτσι, μόλις ο πόλεμος τελείωσε  με την εκτέλεση του Ραντοσλάβ και δεν υπήρχε πια φόβος να αιχμαλωτιστώ πάλι,  τους άφησα. Με αποχαιρέτησαν εγκάρδια σαν να ήμουν παιδί τους, μου έδωσαν και όσα χρήματα μπορούσαν να στερηθούν και δεν μπορώ να πω ότι δεν συγκινήθηκα λίγο. Ίσως γι’ αυτό να έφυγα κακήν κακώς από το σπιτικό τους. Φοβήθηκα ότι θα άρχιζα να τους νιώθω οικογένεια κι είχα πια ορκιστεί να ζω για την εκδίκηση.
Αφού βρέθηκα μόνη έπρεπε να αποφασίσω τι θα έκανα από εκεί και πέρα. Ότι δεν μπορούσα να αυτοκτονήσω ήταν βέβαιο. Έπρεπε να ζήσω όσο ο Σβιατοπόλκ υπέφερε στο κελί που ήταν κλεισμένος. Αυτό άλλωστε είχε ζητήσει ο Σλάβα. Και αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που δεν ταξίδεψα στο Κίεβο, για να μαχαιρώσω θανάσιμα τον Βλαντιμίρ. αυτό όμως, δεν έλυνε τα προβλήματα που είχα κληθεί να αντιμετωπίσω. Πώς θα έβγαζα τα προς το ζην; Πώς θα ζούσα ολομόναχη, χωρίς τον Σλάβα;
Η μόνη δουλειά που βρήκα στο Νόβγκοροντ ήταν σερβιτόρα σ’ ένα κακόφημο πανδοχείο. Να σερβίρω κρασί στους αργόσχολους θαμώνες ήταν εφιάλτης. Έσφιξα τα δόντια όμως και το έκανα για ένα πιάτο φαγητό και στέγη αφού ο πανδοχέας δεν ήθελε να μου δώσει νομίσματα.
Ωστόσο όλα άλλαξαν, όταν μια νύχτα, ενώ καθάριζα μετά το κλείσιμο τον είδα ξαφνικά μπροστά μου. Κάτι στο βλέμμα του με προειδοποίησε ότι δεν είχε φανεί για καλό. Το κάθαρμα με πλησίασε και με αγκάλιασε με τα βρωμόχερά του. Έσκυψε και με αγριότητα ρούφηξε το στόμα μου ενώ παράλληλα  προσπάθησε να ανεβάσει το λιωμένο φόρεμά μου. Κάθε κύτταρό μου επαναστάτησε σ’ αυτή την επαφή. Ευτυχώς που διατήρησα την ψυχραιμία μου. Άρπαξα το γυάλινο μπουκάλι που βρισκόταν στο τραπέζι δίπλα μου και χωρίς δισταγμό του το έφερα στο κεφάλι. Αμέσως μετά το έβαλα στα πόδια προτού προλάβει να με κυνηγήσει˙ το κεφάλι του είχε ανοίξει από το βαρύ χτύπημα κι ένα ρυάκι αίματος είχε θολώσει την όρασή του.
Δεν ξαναπάτησα το πόδι μου στο μαγαζί του, ούτε γύρεψα δουλειά σε παρόμοιο μέρος. Αυτό το επεισόδιο με τάραξε, με τρόμαξε. Ήξερα φυσικά, ότι πολλές φορές ένας άντρας αναγκάζει με τη βία μια γυναίκα να του δώσει κείνο που ποθεί, αλλά δεν πίστευα ότι αυτό θα συνέβαινε ποτέ σε μένα. Τότε θυμήθηκα ότι ο Γιαροσλάβ, συχνά έλεγε ότι είχε μια πολύ όμορφη αδερφή, που θα έκαιγε καρδιές όταν μεγάλωνε. Αν όμως, αυτό σήμαινε να είσαι όμορφη, εγώ προτιμούσα την ασχήμια. Δεν ήθελα να νιώσω το χέρι κανενός άντρα πάνω μου με αυτόν τον τρόπο.
Ήρθα αντιμέτωπη με το αδιέξοδο της ζωής μου. Δεν μπορούσα να επιβιώσω σ’ εκείνο τον σκληρό κόσμο. Υπήρχε βέβαια μια λύση, την οποία δεν ήθελα ούτε να σκέφτομαι.
Θα μπορούσα να χτυπήσω την πόρτα του μεγάλου πέτρινου κάστρου. Ο πατέρας μου είχε εγκατασταθεί εκεί για ένα διάστημα, αφού νίκησε το Ραντοσλάβ και τον στρατό του. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι όλα στο Νόβγκορντ είχαν επιστρέψει στο κανονικό. Θα φώναζα, θα χτυπιόμουν και οι ντρουζίνικ του θα με άφηναν να τον δω. Κι αν δε με άφηναν θα μπορούσα να κατασκηνώσω απ’ έξω, περιμένοντας ότι κάποια στιγμή θα τον έβλεπα.
Από τα βάθη της ψυχής μου  ανέβλυσε μια επίμονη άρνηση σ’ εκείνη την προοπτική. Δε με ένοιαζε αν πέθαινα. Από το βιαστή και φονιά της μητέρας μου βοήθεια, δε θα ζητούσα.
Αποφάσισα να κάνω αυτό που έκανε κι η μητέρα μου, όταν έχασε τα πάντα, να αποσυρθώ σε ένα μοναστήρι -όχι ως μοναχή, φυσικά. Το ερώτημα ήταν πού; Σε ποιο μοναστήρι, σε ποια ηγεμονία; Ήθελα να φύγω από το Νόβγκοροντ και δεν ήθελα να είμαι κοντά στο Κίεβο. Έπρεπε να πάω σ’ ένα απομακρυσμένο και να χαθώ από τον κόσμο. Τελικά, επέλεξα στην τύχη, το πιο ανατολικό άκρο της ηγεμονίας του Τσερνίγκοφ.
Το ταξίδι ήταν μακρύ και γεμάτο κακουχίες. Όμως, εμένα ποτέ δε με τρόμαξε το άγνωστο. Έκανα διάφορες δουλειές του ποδαριού, ζητιάνεψα όταν βρέθηκα σε απόλυτη ανάγκη, μα τελικά κατάφερα μέσα σε λίγους μήνες να φτάσω στη μονή της Αγίας Όλγας. Κι εκεί, οι μοναχές μου έδωσαν στέγη και δουλειά.
Ωστόσο, την πραγματική εξαθλίωση την έζησα στο πλευρό του Μιστισλάβ. Τότε, που αναγκάστηκα να πουλήσω το κορμί μου για το δικό του όφελος. Το περίεργο; Δεν θυμάμαι καν ποια ήταν η πρώτη φορά.  Δε θυμάμαι ούτε το όνομα, ούτε την ηλικία, ούτε την εμφάνιση του άντρα εκείνου. Μόνο την αηδία και την αποστροφή που ένιωσα.
Ήταν δύσκολο, αλλά το έκανα. Ξανά και ξανά. Και τελικά το συνήθισα. Δε με ενοχλούσε πια η επαφή με άγνωστους άντρες. Την επιδίωκα, γιατί πίστευα ότι αν ήμουν αρκετά καλή, και έμενε ευχαριστημένος μαζί μου ο Μιστισλάβ, θα αποφάσιζε γρηγορότερα να εξεγερθεί.  Είχα μπει πια για τα καλά στο βούρκο, δεν υπήρχε πια επιστροφή.
Με τον Στεφάν δεν ήταν έτσι. Τώρα που το συλλογίζομαι είναι η πρώτη φορά που κοιμάμαι με κάποιον χωρίς να έχω απώτερο σκοπό. Είναι πράγματι γελοίο˙ ο γιος του εχθρού μου είναι αυτός που με κάνει να φέρομαι σαν συνηθισμένη γυναίκα, με καρδιά κι αισθήματα για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Μισό λεπτό; Αισθήματα; Δεν ήταν αυτό συναίσθημα. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της μέθης, της εξάντλησης και του στιγμιαίου παροξυσμού. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά της.
Αλλά γι’ αυτόν τι να πει κανείς; είναι σοβαρός; Πώς του ήρθε να με φιλήσει, την ώρα που του έλεγα πόσο πολύ τον μισούσα και του εξηγούσα ότι μου είχε καταστρέψει τη ζωή; Ήταν σίγουρα, μεθυσμένος.
Θα ρίξω το φταίξιμο στο αλκοόλ και το θέμα θα λήξει εκεί. Θα θαφτεί, θα διαγραφεί από μνήμης. Δε θα του επιτρέψω να το αναφέρει ποτέ. Θα το ξεχάσω και θα προχωρήσω παρακάτω και θα αναγκάσω τον Στεφάν να κάνει το ίδιο. Θα πάψω να αναρωτιέμαι τι είδους αλλόκοτη δύναμη με κυρίευσε χθες και με ώθησε να του παραδοθώ. Θα πάψω να τον σκέφτομαι, εντελώς.



Σοφία Γκρέκα