Το πιάνο στη σοφίτα (Κεφάλαιο 12)


           Ο μικρός Peter έδειχνε κατενθουσιασμένος! Αν δεν ήταν ο πατέρας του εκεί, σίγουρα θα έκανε τούμπες χαράς. Αντιθέτως ο μικρότερος αδελφός του ο Herbert ούτε που του έδωσε σημασία. Μα τι ευχαρίστηση θα μπορούσε να του δώσει ένα απλό πιάνο; Στα μάτια του ήταν ένα εντελώς άχρηστο, τεραστίων διαστάσεων αντικείμενο. Πιο πολύ τον τραβούσαν τα διάφορα όπλα που είχε ο πατέρας του, παρά αυτό το «τέρας» που έβγαζε ήχο.

            «Λοιπόν, για ποιο λόγο μας κουβάλησες αυτό το μαραφέτι, αγαπητή μου Marion;» ήταν η πρώτη του κουβέντα.
            Ο Peter κάτι πήγε να πει, μα η μητέρα του του έδωσε να καταλάβει με ένα μονάχα βλέμμα πως δεν έπρεπε να μιλήσει. Δεν ήταν ανάγκη να εκνευρίσουν κι άλλο αυτόν τον ώρες ώρες άπονο άνδρα.
            «Αγάπη μου, γι' αυτό το πιάνο πλήρωσα ψίχουλα, ενώ στην πραγματικότητα αξίζει πολλά! Δες το σαν επένδυση...»
            Η τελευταία πρόταση, η οποία είχε λεχθεί επίτηδες, μπόρεσε να κατευνάσει κάπως την οργή του.
            «Τέλος πάντων...» γρύλισε. «Αλλά μακριά από το σαλόνι μας! Βρες αλλού χώρο!»
«Μα το σαλόνι είναι το καλύτερο σημείο για ένα πιάνο! Εξάλλου είναι τόσο μεγάλο που θα χωρούσε άνετα δύο από αυτά!» του αντιγύρισε κάπως χαμηλόφωνα.
            O Wolfgang έσμιξε απειλητικά τα πυκνά του φρύδια.
«Είπα μια κουβέντα, Marion, και δε θα την επαναλάβω!»
Έτσι η Marion αναγκάστηκε να ζητήσει από τα δυο της αδέλφια, τα οποία ήταν και χειροδύναμα, να μεταφέρουν το πιάνο στη σοφίτα. Η σοφίτα είχε άπλετο χώρο μιας και ήταν σχεδόν άδεια. Η Marion δεν είχε ποτέ καταλάβει τον λόγο ύπαρξής της, αφού ήταν πάντα αχρησιμοποίητη. Την οποιαδήποτε «σαβούρα» ο Wolfgang φρόντιζε να την αποθηκεύει στο όχι και ιδιαίτερα φωτεινό κελάρι, το οποίο ασφυκτιούσε στην κυριολεξία!
Αρχικά η γυναίκα αδυνατούσε να συνηθίσει την ιδέα της τοποθέτησης αυτού του κομψοτεχνήματος σε μια άχαρη και κρύα σοφίτα. Μέρα με τη μέρα όμως συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε καμία σημασία πού βρισκόταν το πιάνο, αφού η χαρά και η γαλήνη που της χάριζε ήταν το κάτι άλλο! Ο Peter δεν άργησε να αισθανθεί κι αυτός τη μαγεία τού κάθε πλήκτρου ξεχωριστά. Τελικά η μητέρα του είχε απόλυτο δίκιο. Αυτό το πιάνο ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που υπήρχε στο πατρικό της. Κάτι επάνω του έμοιαζε μαγικό κι ανεξήγητο...
            «Peter, Herbert, πού είστε;»
Η Marion είχε ψάξει σε όλα τα δωμάτια. Δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους... παιχνίδια. Τα δύο αδέλφια ήταν τόσο αντίθετοι χαρακτήρες που σπανίως έκαναν μαζί σκανταλιές. Τα γέλια που ακούστηκαν από πάνω την έκαναν να καταλάβει αμέσως. Οι γιοι της βρίσκονταν στη σοφίτα! Kαι καλά ο Peter, το καταλάβαινε. Αλλά ο Herbert; Πώς και αποφάσισε να ανέβει εκεί επάνω; Από τότε που η σοφίτα φιλοξενούσε το πιάνο δεν την πλησίαζε καν, αφού είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον γι' αυτήν.
Καθώς ανέβαινε τα ξύλινα σκαλοπάτια, τα οποία έτριζαν ανεπαίσθητα, ο ήχος που έβγαζε το πιάνο γινόταν όλο και πιο καθαρός και σαφής. Το σίγουρο ήταν πως κάποιος πατούσε άτσαλα τα πλήκτρα, κάποιος που ερχόταν για πρώτη φορά σε επαφή μαζί του. Τον Peter τον απέκλειε βέβαια. Το αγόρι της είχε ήδη μάθει τα βασικά κι εξελισσόταν σε ταλέντο.
«Ίσως ο Herbert ...» μονολόγησε, αν και το θεωρούσε σχεδόν απίθανο. Η απορία της λύθηκε μόλις άνοιξε διάπλατα την κάπως στρογγυλεμένη, ξύλινη πόρτα.
«Κυρία Meier, με συγχωρείτε, νόμιζα πως λείπατε στη λαχαναγορά!»
Η νεαρή, αφράτη κοπέλα χαμήλωσε ντροπιασμένη το βλέμμα της. Η έντονη κοκκινίλα που θρονιάστηκε στα μάγουλά της, την έκανε να δείχνει αρκετά αστεία. Το δεξί της χέρι άρχισε να παίζει αμήχανα με δύο τριχούλες που είχαν ξεφύγει από τις κατά τα άλλα άψογες, χονδρές πλεξούδες της.
«Rosa, για ποιο πράγμα μου ζητάς συγγνώμη, καλή μου;» η Marion της χαμογέλασε πλατιά.
Το κορίτσι αναθάρρησε και βρήκε την τόλμη να απαντήσει στην κυρία του σπιτιού.
«Να, μου έκανε εντύπωση αυτό το πιάνο. Πρώτη φορά βλέπω κάτι ανάλογο. Αν και υπηρέτρια μού αρέσει η κλασική μουσική... Ξέρετε δεν είμαι καμία αμόρφωτη εγώ... Ο Peter μου είπε πως το πιάνο έχει και ουρά. Η αλήθεια είναι πως έβαλα τα γέλια. Πρώτη φορά ακούω για μουσικό όργανο με ουρά ... Λες και είναι σκύλος, χα χα χα!»
Ο Herbert έβαλε επίσης τα γέλια.
«Και; Τι άλλο έχεις να μου πεις;» έκανε λίγο πιο σοβαρά η Marion.
H νεαρή, που δούλευε ως πλύστρα στο σπίτι των Meier, ένιωσε άβολα.
«Κυρία Meier, ήθελα να μου μάθει o Peter να παίζω πιάνο. Προσφέρθηκε ο ίδιος και είπα... Χίλια συγγνώμη, δεν το ήθελα... Ειλικρινά...»
            Η Marion πλησίασε τον Peter.
            «Kαι δε μου λες, μικρέ μου δάσκαλε, τι έμαθες στη μαθήτριά σου;»
Ο γιος της φούσκωσε το στήθος του σαν παγώνι.
«Ω, πολλά πράγματα, μαμά, πάρα πολλά!»
«Όπως;» συνέχισε εκείνη. Πόσο το λάτρευε αυτό το παιδί!
«Ε να, ότι κάθε πλήκτρο έχει το δικό του ιδιαίτερο ηχόχρωμα, αφού αντιπροσωπεύει μια διαφορετική νότα. Νομίζω πως η Rosa μαθαίνει γρήγορα, αν και γελάει όλη την ώρα πράγμα που σημαίνει ότι της αποσπάται η προσοχή! Έτσι δε λες κι εσύ, μανούλα;»
«Ναι, καμάρι μου, έτσι είναι όπως τα λες».
Τους μήνες που ακολούθησαν η Rosa έπαιρνε μαθήματα πιάνου μια από τον Peter και μια από τη MarionHerbert κατά κάποιον τρόπο το διασκέδαζε και δε μαρτυρούσε τίποτα στον πατέρα του, όπως το είχε εξάλλου υποσχεθεί. Η Rosa ήταν πρόθυμη μαθήτρια, ωστόσο δεν είχε τα φόντα μιας πραγματικά καλής πιανίστριας.

Ήτανε η μέρα των γενεθλίων της Rosa. Η Marion και ο Peter της είχαν ήδη μάθει να παίζει στο πιάνο ένα ευχετήριο τραγουδάκι γενεθλίων. Το σπίτι ήταν άδειο, αφού η οικογένεια Meier έλειπε σε επίσκεψη. Τα χέρια της ταξίδεψαν με άνεση πάνω σ' όλο το πιάνο. Πρώτη φορά το έκανε αυτό, αφού τώρα ήταν εντελώς μόνη στο σπίτι κι αισθανόταν επιτέλους ελεύθερη.
Απέναντί της στεκόταν η λευκή σκιά, η σκιά της Rosa, την οποία φυσικά δεν μπορούσε να δει. Η σκιά την παρατηρούσε προσεκτικά. Κατά κάποιον τρόπο της θύμιζε λίγο τον εαυτό της. Ω ναι, η Rosa θα μπορούσε να είναι η αδελφή της. Η αδελφή της Sabrina Giannini, της γυναίκας που πριν από εκατοντάδες χρόνια την είχε δολοφονήσει ο σύζυγός της Giorgio πάνω σ' αυτό το πιάνο...



Βενετία εκατοντάδες χρόνια πριν
Οι γόνδολες λικνίζονταν νωχελικά στα κάπως μουντά νερά. Κάποιοι γλάροι τους έκαναν έντονο κόρτε με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο, κάνοντας αέναους κύκλους από πάνω τους. Ένας μάλιστα είχε το «θράσος» να θωπεύσει τη μεγαλύτερη και λαμπερότερη με τα κατάλευκα φτερά του.
Η κοπέλα αγνάντευε από το ψηλό μπαλκόνι όλη την ομορφιά που απλωνόταν μπροστά της. Τα πύρινα μαλλιά της έπεφταν σαν λιλιπούτειες φλογίτσες πάνω στους λεπτούς της ώμους. Τα ανοιχτόχρωμα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Η Sabrina Simoni θα ένιωθε τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα...



Χριστίνα Καρρά