Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 17)

Ο Κοσμάς μπήκε ως συνήθως στητός, φορώντας το κοστούμι του παρά τη ζέστη και μ’ ένα μπαστούνι στο δεξί του χέρι, χωρίς να ’χει πρόβλημα στη βάδιση – υιοθετούσε βλέπεις όλες τις ευρωπαϊκές νόρμες για το ντύσιμο των ανδρών της ηλικίας του. Έβγαλε το σκληρό του ημίψηλο, το οποίο κρέμασε αμέσως η Ανυσώ στον καλόγερο της εισόδου και χαιρέτησε το Σίμο, ενώ την ίδια ώρα η Κατίνα έτυχε να κατεβαίνει τη σκάλα για να πάει να σεργιανίσει στον κήπο, τα δεντράκια άλλωστε διψούσαν. Παραξενεύτηκε με την παρουσία του, ίσως να δυσαρεστήθηκε κιόλας, προσποιήθηκε όμως πως όλα ήταν εντάξει κι επέβαλε στον εαυτό της να τον καλησπερίσει τυπικά έστω, για να μη φανεί αγενής.


«Καλησπέρα κύριε Μπαξεβάνογλου» μουρμούρισε σχεδόν, παρατηρώντας με σιωπηλή αποστροφή το κορδωμένο του σουλούπι.

«Καλησπέρα παιδί μου» ανταπέδωσε εκείνος. «Έμαθον πως απεφοίτησες τον παρελθόντα Ιούνιον εκ του Γυμνασίου κι είμαι βέβαιος ότι ηρίστευσες...»

«Αρίστευσε, Κοσμά» επιβεβαίωσε ο Σίμος κοιτώντας την με καμάρι.  

«Εύγε, Αικατερίνη! Η μόρφωσις είναι μέγα αγαθόν διά την γυναίκα όσον και διά τον άνδρα... Και πάλι συγχαρητήρια! Και εις σε, φίλτατε, που έχεις μία τόσο χαριτόβρυτον και έξυπνον κόρη!» 

Οι μεγαλαυχίες του Κοσμά για την Κατίνα, απ’ το ’να αυτί της έμπαιναν κι από τ’ άλλο έβγαιναν. Λόγια ψεύτικα, υποκριτικά, που σίγουρα δεν εξέφραζαν καθόλου θαυμασμό κι εκτίμηση για το άτομό της. Πρόφερε μετά βίας ένα «ευχαριστώ», μασκαρεμένο κι αυτό, καθώς ο φίλος του πατέρα της τη ζύγιαζε με το βλέμμα του απ’ την κορφή ως τα νύχια.

«Δεσποινίς μου, θα μας επιτρέψετε» είπε ύστερα, πριν περάσουν με το Σίμο στη βεράντα. Ο απογευματινός ήλιος την άφηνε ανέγγιχτη, δημιουργώντας ένα δροσερό κι ευχάριστο περιβάλλον.

«Κάθισε, Κοσμά» του πρότεινε ο Σίμος. «Πως κι από δω; Καιρό έχουμε να σε δούμε… Θες ένα καφέ;»

«Ευχαριστώ πολύ, Σίμο, μα η επίσκεψίς μου δυστυχώς οφείλει να είναι σύντομος» αποκρίθηκε ο Κοσμάς. «Εντούτοις, παρά τη συντομία της, ήθελα να σου εκθέσω ορισμένα πράγματα. Θα γνωρίζεις βεβαίως ότι ο στρατός αποδιοργανούται, στρατιώται λιποτακτούν καθ’ εκάστην…»

«Κάτι έχω ακούσει. Μα αυτοί που το πράττουν, είναι δειλοί κατά τη γνώμη μου»

«Το έδαφος κοχλάζει κατ’ εμέ, φίλτατε» παρενέβη ο μεγαλύτερος άνδρας. «Δεν ηδυνάμεθα να είμαστε σίγουροι για τίποτα. Εγώ και η σύζυγός μου ήδη σκεπτόμεθα την αποδημίαν εις Ελλάδα…»

«Να φύγετε; Που να πάτε; Και ποιος θα κουμαντάρει τις επιχειρήσεις σου;» διέκοψε έκπληκτος ο Σίμος.

«Έχομεν εξασφαλίσει ένα ακίνητο εν Αθήναις. Όσο δια τας επιχειρήσεις, αύται επανίστανται. Διαθέτω πολλούς και εμπίστους συνεργάτας εις το εξωτερικόν, οίτινες είμαι σίγουρος πως θα με βοηθήσωσιν το ίδιο, όπως κι εάν ήμεθα εν Σμύρνη»

Ο Σίμος κοίταξε χαμηλά προβληματισμένος, τρίβοντας το πιγούνι του. «Τι να σου πω, φίλε μου» μίλησε. «Εγώ δε μπορώ να φύγω για την Ελλάδα. Δεν έχω τίποτα εκεί, όλο μου το βιος εδώ είναι: τα κτήματα των προγόνων μου, η μάνα μου, η κόρη μου, όλα…»

«Κατανοώ πως είναι δύσκολο, φίλτατε, ν’ αφήσεις πίσω σου τον κόπο μιας ζωής. Όμως εάν νικήσωσιν οι Τούρκοι, τι απ’ όλα αυτά θα σου ανήκει; Δια τούτο λέγω σοι, ίνα εξετάσεις καλύτερα το ενδεχόμενο να μετεγκατασταθείτε ησύχως εν Ελλάδι, εσύ, η μητέρα και η θυγατέρα σου»

«Ως τι, Κοσμά; Τι δουλειά θα κάμω εγώ στην Ελλάδα;»

«Συνεταίρος μου!» αναφώνησε ο Κοσμάς. «Και… εκτός από συνέταιρος»- συνέχισε εμπιστευτικά- «ίσως και τι άλλον…»

«Τι εννοείς;»

Ο Κοσμάς ξερόβηξε. «Προσφάτως ο υιός μου ο Ανδρέας μοι έγραψε απ’ το μέτωπον ότι, ελθόντων ημών εν Ελλάδι, επιθυμεί να νυμφευθεί, καθ’ ότι εγγίζει πλέον το τριακοστό έτος της ηλικίας του, το εικοστόν έβδομον δια την ακρίβειαν…»

«Καλώς να ορίσει ετούτη η ώρα! Μα τι σχέση έχει αυτό μ’ εμένα;» εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει ο Σίμος.

«Να… Πώς να σ’ το είπω;» προσποιήθηκε ότι δίσταζε ο Κοσμάς. «Ο Ανδρέας εξεδήλωσε την επιθυμία, μετά της συμφώνου σου γνώμης βεβαίως,… να αιτηθεί την χείρα της θυγατρός σου της Αικατερίνης!»

Εξαπέλυσε σαν Δίας τον κεραυνό του, χωρίς να ξέρει ότι χτυπούσε κατάστηθα το κορίτσι, που άκουγε με κομμένη την ανάσα και τα μέλη παγωμένα την δήλωσή του, κρυμμένη πίσω απ’ τον τοίχο της μπαλκονόπορτας… Μόλις πριν λίγο βρέθηκε να διασχίζει τη σάλα, αναρωτώμενη ποιό σκοπό είχε η επίσκεψή του.

«Τι υποκριτής κι αντιπαθητικός που ’ναι αυτός ο άνθρωπος! Ακόμα κι απ’ τη γλώσσα του το βλέπεις! Όλο καθαρευουσιάνικα» συλλογιζόταν. «Τι δουλειά έχει αυτός με τον πατέρα μου, ήθελα να ’ξερα; Σιγά τη φιλία! Για μπίζνες θα ’ρθε να του πει σίγουρα… Και να πεις ότι ταιριάζουν και στα χρόνια, να ’λεγα εντάξει. Μα ο μπαμπάς είναι σαράντα τριών χρονών, ενώ εκείνος κοντεύει τα εξήντα!»

Μ’ αυτές τις σκέψεις έφτασε πολύ κοντά τους, τόσο που μπορούσε να ξεχωρίζει όλα σχεδόν τα λόγια τους. Έπιασε η ακοή της τ’ όνομα του Αντρέα και κοντοστάθηκε, καθώς ο νους της την τσίγκλησε ανήσυχος. Παραβαίνοντας τους κανόνες καλής συμπεριφοράς, έστησε αυτί, να δει τι σόι κουβέντα έκαναν οι δυο τους κι ανέφερε ο Κοσμάς το γιο του. Μια πένθιμη καμπάνα ήχησε θαρρείς στο κεφάλι της, ακούγοντας τη φράση του:

«Να αιτηθεί την χείρα της θυγατρός σου της Αικατερίνης!»

Ο Αντρέας ο Μπαξεβάνογλου, ο αλαζόνας γιος του Κοσμά, ζητούσε το χέρι της… Ήθελε να τη νυμφευτεί…

«Όχι! Χριστέ μου, όχι!» ψιθύρισε, νιώθοντας καυτά δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της. «Το ’πε και το ’κανε! Ο άθλιος!» Κι ο νους της έτρεξε στη μέρα που το ποιόν του νεαρού άντρα της αποκαλύφθηκε ολόγυμνο…

Τέλη Μαΐου του 1921. Όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, έτσι και φέτος, ο ιππόδρομος στον Παράδεισο ήταν κατάμεστος απ’ τους κατοίκους της Σμύρνης και του Μπουτζά που ήρθαν για να παρακολουθήσουν τους ιππικούς αγώνες. Η αφρόκρεμα των κυρίων της πόλης, κουστουμαρισμένη, αγέρωχη, με τα ημίψηλα καπέλα τους , τα μυτερά λουστραρισμένα παπούτσια και τα φρεσκοχτενισμένα μουστάκια, συνοδευόμενοι απ’ τις κυρίες τους με τα μακριά βελούδινα ή μεταξωτά φουστάνια που θρόιζαν στο πέρασμά τους, το κοκκινάδι στα μάγουλα και τα χείλη και τα παρασόλια στα πολλές φορές γαντοφορεμένα ντελικάτα χέρια, αναμειγνύονταν με τους βρακοφόρους χωρικούς που το ηλιοκαμένο κεφάλι τους κάλυπταν μαύρα ή  κόκκινα φέσια και τις χωρικές με τις ταπεινές φούστες και τα τσεμπέρια να κρύβουν τα μαλλιά τους.  Ο πλανόδιος μικροπωλητής φίλευε τους παρευρισκόμενους τζιτζιμπίρα, ξηρούς καρπούς και πασατέμπο, ενώ τα λιγοστά παιδιά τριγύριζαν στον περιβάλλοντα χώρο παίζοντας και φωνάζοντας όσο οι διαγωνιζόμενοι ετοίμαζαν τα άλογά τους για τον αγώνα. Τα τάιζαν, τα πότιζαν, τοποθετούσαν επάνω τους σέλες, σπιρούνια, γκέμια, ελέγχοντας ότι ήτανε γερά κι ανθεκτικά. Το πιο ανεπιθύμητο πράγμα για τον αναβάτη είναι η πτώση, η οποία υπό ορισμένες συνθήκες ενδέχεται ν’ αποβεί μοιραία, κι ο κίνδυνος του σαμποτάζ υπήρχε πάντοτε σ’ αυτές τις ιπποδρομίες, όπου όλοι αγωνίζονταν τόσο για την δόξα που θα τους προσέδιδε η νίκη όσο και για το αξιόλογο χρηματικό έπαθλο το οποίο θ’ αποκόμιζαν.

Ήταν η πρώτη φορά που παρακολουθούσε το πανηγύρι αυτό η Κατίνα. Τα προηγούμενα χρόνια έμενε πάντα στο σπίτι με τη νενέ, διότι ο πατέρας της έλεγε πως ήταν μικρή για τέτοια θεάματα. Φέτος όμως, μετά από πολλά παρακάλια, τον κατάφερε να την πάρει μαζί του. Είχε άλλωστε την κρυφή ελπίδα ότι κάπου μέσα στον κόσμο μπορεί ν’ αντάμωνε το Μανώλη και ν’ αντάλλασσαν στα πεταχτά ένα βλέμμα, ένα φιλί. Ποιος ξέρει, μπορεί ακόμα να είχε αποφασίσει να συμμετάσχει κι ο ίδιος, και τότε να δεις χαρά! Φούσκωνε το στήθος της από έξαψη και περηφάνια όταν τον φανταζόταν καθισμένο πάνω στ’ άλογο, να περνάει σβέλτα όλα τα εμπόδια, να φτάνει στο τέρμα δεχόμενος τις ζητωκραυγές του πλήθους, και να την τοξεύει ύστερα από μακριά με τα μάτια του…

 «Συγκεντρώσου, Κατίνα» μάλωνε τη σκέψη της. «Φτωχό παιδί ο καλός σου, πώς να συναγωνιστεί ετούτους τους μοσχαναθρεμμένους που την ιππασία την έχουν ψωμοτύρι; Και το να ’χει πάει ακόμα εκεί πέρα ίσως είναι απίθανο…»

Έτρωγε ωστόσο με το βλέμμα της τον κόσμο μόλις έφτασαν και προχώρησαν στις χαμηλές κερκίδες με τους ξύλινους πάγκους, μήπως κατάφερνε να διακρίνει τη φιγούρα του. Είχε βάλει ένα στενό στη μέση και αέρινο στα πόδια απαλό ροζ φόρεμα, κάπως πιο κοντό απ’ ό, τι επέτασσαν οι γυναικείοι ενδυματολογικοί κώδικες, και τα μαλλιά της κρέμονταν λυτά στους ώμους μ’ ένα μικρό χτενάκι να συγκρατεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού της μερικές πυκνές τούφες. Έδειχνε πια μια μικρή γυναίκα, που ένιωθε τιμή να συνοδεύει τον πατέρα της σε κοσμικές εξόδους.

Κάθισαν πλάι στον Κοσμά και την Ιφιγένεια, τους οποίους συνόδευε η κόρη τους η Νιόβη. Οι Μπαξεβάνογλου φαίνονταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι και κάθε τρεις και λίγο κοιτούσαν την πίστα, όπου τα φρεσκοστρωμένα χώματα περίμεναν τις δυνατές οπλές των ζώων να τα οργώσουν.

«Αγωνίζονται σήμερον οι υιοί μας, ο Ανδρέας κι ο Λουκάς, όπως επίσης ο σύζυγος της Νιόβης, ο Νικόλαος!» ανακοίνωσε ο Κοσμάς χαμογελώντας πλατιά. «Τριπλή χαρά όπως καταλαβαίνεις, φίλτατε Σίμο, πολλώ δε μάλλον εάν τις εξ’ αυτών κερδίσει!»

Η Ιφιγένεια μιμήθηκε την έκφραση του συζύγου της, ενώ η Κατίνα διέκρινε ένα αμυδρό κοκκίνισμα στα μάγουλα της Νιόβης. Λοιπόν, μ’ ετούτη την κοπέλα, αν ήταν πιο κοντά στα χρόνια, θα μπορούσε να γίνει φίλη. Έμοιαζε τόσο καταδεκτική, σε αντίθεση με τους γονείς της κι ειδικά τον πατέρα της…

Η φωνή του αφέτη ανάγκασε την προσοχή όλων να στραφεί στην αρένα. Στις θέσεις τους, άλογα και αναβάτες περίμεναν το μπαμ του πιστολιού. Μόλις αυτό εκπυρσοκρότησε, χίμηξαν, αφήνοντας πίσω τους σύννεφα σκόνης. Το πλήθος αλάλαζε, υποστηρίζοντας ο καθένας το δικό του φαβορί. Δυο τρεις έπεσαν προσπαθώντας να περάσουν τα εμπόδια και κραυγές απογοήτευσης ήχησαν στο χώρο. Οι υπόλοιποι, διεκδικώντας με λύσσα την πρωτιά, σπιρούνιζαν ασταμάτητα τα άτια τους που τρέχανε σαν τον άνεμο. Οι ιαχές δυνάμωσαν καθώς πλησίαζαν στο τέρμα κι άρχισαν να διακρίνονται πλέον οι υποψήφιοι νικητές. Και να που ο Αντρέας περνάει πρώτος τη γραμμή! Ο Κοσμάς κι η γυναίκα του πετάγονται όρθιοι, αγκαλιάζονται, πανηγυρίζουν. Μεγάλη μέρα η σημερινή!

«Μπράβο αδελφέ μου!» φώναξε η Νιόβη μόλις οι τρεις νέοι τους πλησίασαν και κρεμάστηκε απ’ το λαιμό του, φιλώντας τον κρυφά στο μάγουλο. Έπειτα επανέλαβε την πράξη της με τον δεύτερο αδελφό της και στη συνέχεια έπεσε με λαχτάρα στην αγκαλιά του άντρα της.

«Εύγε Ανδρέα! Απέδειξες περίτρανα τι εστί Μπαξεβάνογλου!» καυχήθηκε ο Κοσμάς.

«Ευχαριστώ, πατέρα! Την είχα σίγουρη τη νίκη» απάντησε εκείνος με κάποια έπαρση. Έσφιξε το χέρι του Σίμου δεχόμενος τα συγχαρητήρια κι αμέσως μετά το βλέμμα του στάθηκε στην Κατίνα.

«Βρε βρε! Για δες! Η μικρή Σεκέρογλου!» έκανε με προσποιητό θαυμασμό. «Πως μεγάλωσες έτσι εσύ; Είσαι ακόμα πιο όμορφη από πέρυσι που σε γνώρισα!»

Η κοπέλα αισθάνθηκε υπερβολικά άβολα. Η ματιά του νεαρού άντρα, διεισδυτική και λάγνη, ήταν σαν να την έγδυνε. Ήθελε να τρέξει μακριά, να ξεφύγει απ’ τον δίποδο μελαχρινό θηρευτή απέναντί της.

 «Συγχαρητήρια, Αντρέα» πρόφερε βεβιασμένα, κρατώντας χαμηλά το κεφάλι.

«Είναι λίγο ντροπαλό το κορίτσι μας» τη δικαιολόγησε η Ιφιγένεια μελιστάλαχτα.

«Εμένα ντρέπεσαι; Μα δεν υπάρχει λόγος!» είπε ο Αντρέας κι όπως άνοιξε το στόμα του σ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, τα δόντια του άστραψαν ως του λύκου. Φοβήθηκε η Κατίνα. Την ώρα που αποχωρούσαν σιγά-σιγά απ’ τον ιππόδρομο, προσπάθησε να βρίσκεται κοντά στον πατέρα της που συζητούσε ανίδεος για την ταραχή της κόρης του με γνωστούς και φίλους, όμως ξαφνικά, μόλις λιγάκι απομονώθηκε άθελά της, ένα άλλο χέρι άρπαξε το δικό της και βρέθηκαν αντιμέτωποι.

«Τι κάνεις εδώ; Άσε με!» τον πρόσταξε.

«Γιατί; Φοβάσαι;» τη ρώτησε ειρωνικά ο Αντρέας. Την έσυρε στον πιο κοντινό τοίχο και κάρφωσε επίμονα το βλέμμα της στο δικό του. Η ανάσα του, δρακόντεια, ποτισμένη με τον καπνό βαριού ανατολίτικου τσιγάρου, ερχόταν κατευθείαν πάνω της και της έκαιγε το πρόσωπο. Ένιωσε ν’ ασφυκτιά, να πνίγεται.

«Κρίμα δεν είναι μια τόσο όμορφη κοπέλα σαν κι εσένα να μην έχει κάποιον δίπλα της; Έναν αληθινό άντρα, όχι κανένα νιάνιαρο…»

«Έχω κάποιον!» πήγε να του πει, αλλά το λογικό της τη χαλίνωσε.

«Ε, Κατίνα;» πρόσθεσε συρίζοντας. Αποτραβήχτηκε ξιπασμένη.

«Κατίνα με λέει μόνο ο πατέρας μου κι η νενέ» δήλωσε κοφτά. Τι θράσος ήταν αυτό που έδειχνε;

«Θέλω να σε λέω κι εγώ» συνέχισε απτόητος. «Κατίνα, Κατινάκι, Κατινιώ… Μ’ αρέσεις πολύ, ειλικρινά μ’ αρέσεις!» Κι έκανε ν’ αγγίξει την παρειά της. Πως βρήκε τη δύναμη τότε να του δώσει μια στο χέρι, ούτε που κατάλαβε. Τον είδε να μορφάζει και πίστεψε ότι γλίτωσε, όμως αμέσως της γράπωσε βίαια τον καρπό κι η αγριεμένη του ματιά, πιο μαύρη από πριν, την κεραύνωσε.

«Άκου να σου πω! Καμιά γυναίκα δεν το παίζει σκληρή σ’ εμένα! Κατάλαβες, κοριτσάκι; Καμία!»

Δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της, είχαν παραλύσει. Ο Αντρέας, ισχυρός μέσα στο πείσμα του, εγκλώβισε στα μπράτσα του τη μέση της, πασχίζοντας να κολλήσει τα χείλη του στα δικά της, ενώ εκείνη σπαρταρούσε σαν το ψάρι μες στο δίχτυ.

«Παράτα με! Φύγε!» φώναζε απωθώντας τον. Βλέποντας το θύμα του ν’ αντιστέκεται επίμονα, ο νέος γυναικάς το ελευθέρωσε, κοιτώντας το έντονα κι απειλητικά στα μάτια.

«Έννοια σου, Κατίνα, και θα ’ρθει η ώρα που δε θα μπορείς να μου αντισταθείς» είπε και θύμιζαν τα λόγια του ζοφερή προφητεία. «Εγώ, όταν θέλω κάτι, το παίρνω... Πάντοτε το παίρνω... »

«Άι στο διάολο!» έβρισε από μέσα της ενώ εκείνος απομακρυνόταν και ντράπηκε ευθύς για τον εαυτό της. Δάκρυα αναστάτωσης πότισαν τις βλεφαρίδες της. Πόσο θα ’θελε να ’ναι εκεί ο Μανώλης, να χωθεί στην αγκαλιά του, να ηρεμήσει με τα χάδια του! Ο έρωτας ο αληθινός, η τρυφερή αγάπη που της έφερε η ζωή, για ν’ ανθίσει μ’ αυτήν σαν το λούλουδο...

«Μανώλη μου! Μανώλη μου, σε χάνω!» Η ίδια απόγνωση την έπνιξε, καθώς στηριζόταν ζαλισμένη στο κρύο κι άψυχο ντουβάρι που έμοιαζε τώρα η πιο ζεστή φωλιά. Έκρυψε την όψη στις παλάμες  και αφέθηκε να γλιστρήσει στο πάτωμα. Δεν ήξερε πόση ώρα έκλαιγε, όταν το απαλό χάδι της γιαγιάς της τη συνέφερε.

« Τι έχεις, τζιέρι μου; Γιατί κλαις;» μίλησε θορυβημένη η κυρά Φωτεινή. Τι να της εξηγούσε; Ότι κρυφάκουγε τη συζήτησή τους, ή ότι ο Κοσμάς πρότεινε στον πατέρα της έναν ανεπιθύμητο, μισητό για κείνη γάμο;

«Τίποτα, νενέ μου... Τίποτα» ψέλλισε.

«Πονείς πουθενά; Για δε με λες;»

«Όχι, δεν πονώ. Συμπάθα με» κατέληξε κι έτρεξε να κρυφτεί στον οντά της.

«Μνήσθητί μου, Κύριε!» σταυροκοπήθηκε η ηλικιωμένη. «Τι του ηκάμανε του παιδιού και βαλάντωσε στα καλά καθούμενα;»

 Αχ και να ’ξερες, κόνα Φωφώ, τι σχεδίαζαν κάποιοι για την εγγονή σου! Και πολύ περισσότερο, τι σας φύλαγε και των δυο η άσπλαχνη μοίρα...

Έξω στο μπαλκόνι ο Σίμος, ακούγοντας το αίτημα του Αντρέα μεσολαβημένο απ’ το στόμα του πατέρα του, έμεινε για λίγο ενεός. Κοίταζε τον Κοσμά προσπαθώντας να βρει τις λέξεις, του ’χε φανεί πολύ απότομη αυτή η εκδήλωση ενδιαφέροντος του νέου για τη μοναχοκόρη του.

«Να αιτηθεί τη χείρα της; Εννοείς δηλαδή ότι... ο Αντρέας θέλει να παντρευτεί την Κατίνα μου;»

«Προφανώς, φίλτατε!» κατένευσε εύθυμα ο Κοσμάς. Ο Σίμος παρέμεινε σιωπηλός.

«Καλά, πότε πρόλαβε να επιθυμήσει για γυναίκα του την κόρη μου; Αφού την ξέρει ελάχιστα» αναρωτήθηκε έπειτα.

«Λησμονείς, Σίμο, ότι συνηντήθησαν ξανά τα τέκνα μας, προ της στρατολογήσεως του Ανδρέου; Δεν αποκλείω το ενδεχόμενον ν’ ανεπτύχθη εν τω μεταξύ αίσθημα εκ μέρους του διά την θυγατέρα σου... Άλλωστε η Αικατερίνη είναι τω όντι καλλίστη νεαρά!»

«Ναι θυμούμαι» αποκρίθηκε ο πατέρας της. «Όμως, Κοσμά, και να με συμπαθάς, μου ήρθε πολύ ξαφνικό όλο αυτό. Η Κατίνα είναι το μοναχοπαίδι μου, δεν είχα σκοπό να τη δώσω τόσο γρήγορα. Εξάλλου κι εκείνη μόλις τέλειωσε το σχολείο, δεν πρέπει να της έχει περάσει καν απ’ το μυαλό η ιδέα του γάμου...»

«Η κόρη σου είναι ήδη δεκαοκταέτις, Σίμο. Εις την ίδιαν ηλικίαν ήτο, αν δεν απατώμαι, και η σύζυγός σου, όταν ηρραβωνίσθητε.  Πόσα έτη χρήζουν να παρέλθωσιν, όπως τη θεωρήσεις ώριμη διά τούτο;»

«Δεν ηξέρω... Ίσως και να ’χεις δίκιο» έκανε αβέβαιος.

«Δεν σοι λέγω ν’ αποφασίσεις αμέσως» έσκυψε προς το μέρος του ο Κοσμάς ενώ είχε βυθιστεί στις σκέψεις. «Σκέψαι όσον νομίζεις απαραίτητον επ’ αμφότερα κι ενημέρωσόν με. Είμαι βέβαιος ότι, αν της μιλήσεις, θα συμβιβαστεί»

«Θα το σκεφτώ, Κοσμά. Σ’ ευχαριστώ» απάντησε. Οι δύο άνδρες αποχαιρετίστηκαν κι ο Σίμος, συλλογισμένος, αφού περιδιάβηκε για μερικά λεπτά το πλακόστρωτο της βεράντας, μπήκε στο σπίτι.

Την ώρα του δείπνου πατέρας και κόρη προσπαθούσαν ν’ αποκρύψουν επιμελώς ο ένας απ’ τον άλλο αυτά που ένιωθαν, ο μεν τον προβληματισμό του, η δε τη στεναχώρια της. Τα συναισθήματα όμως, όσο μένουν μέσα μας θαμμένα τη μέρα, βρικολακιάζουν θαρρείς και στοιχειώνουν τη νύχτα μας, εμποδίζοντας τον Μορφέα να μας πάρει στις αγκάλες του. Έτσι συνέβη και στο Σίμο. Στριφογύριζε ξάγρυπνος στο στρώμα του, διχαζόμενος αν έπρεπε να δεχτεί την πρόταση του Κοσμά ή όχι. Κι αν ναι, πως θα μιλούσε γι’ αυτήν στη θυγατέρα του;

Στο διπλανό δωμάτιο, η Κατίνα ξαγρυπνούσε κι αυτή, βλέποντας με θλίψη κι απαισιοδοξία τα όνειρά της να γκρεμίζονται. Ήταν δυνατόν ο πατέρας της, που την υπεραγαπούσε, να δεχτεί να την κάνει νύφη των Μπαξεβάνογλου και σκλάβα του Αντρέα; Διότι ήταν σίγουρη πως μόνο αυτό τον ενδιέφερε: να καμαρώνει πως τη δάμασε, την υποδούλωσε, ότι είχε πλέον μια επίσημη κατάκτηση, όταν θα έστεκε πικραμένη δίπλα του, με την ψυχή κατάμαυρη μες στο λευκό φουστάνι. Όσο για το Μανώλη, τον φανταζόταν ήδη με τρόμο ν’ αυτοχειριάζεται μπροστά στην εκκλησιά, διακηρύττοντας με βογγητά εις επήκοον όλων την αγάπη του, και τον εαυτό της να καταρρέει κλαίγοντας επάνω στο κορμί του – ίσως τότε να σκοτωνόταν κι η ίδια, πριν καταλήξει στανικά στο νυφικό κρεβάτι...

Η κλίνη της δε τη χωρούσε άλλο. Το κορμί της, ιδρωμένο, αποζητούσε τη δροσιά του βραδινού αγέρα. Σηκώθηκε και πατώντας στις μύτες των ποδιών της, βρέθηκε στο πισινό μπαλκόνι που έβλεπε στον κήπο. Κάτω απ’ το ασήμι του φεγγαριού διέκρινε μ’ έκπληξη τη σιλουέτα του πατέρα της. Τι να ’κανε έξω τέτοια ώρα;

«Μπαμπά...» άρθρωσε. Ο Σίμος στράφηκε προς το μέρος της.

«Τι κάμεις εδώ;» τον ρώτησε.

«Δεν έχεις ύπνο, Κατινιώ;» ανταπέδωσε, επίσης ξαφνιασμένος.

«Όχι, πατέρα... Ούτε συ απ’ ό, τι βλέπω» σχολίασε ψιθυριστά πάντα.

«Έλα σιμά μου» της είπε. Η Κατίνα έγειρε πάνω στο μάρμαρο του κιγκλιδώματος κι ατένιζε τις σκιές των δέντρων, περιμένοντάς τον να μιλήσει.

«Ψες τ’ απόγιομα, που ’ρθε από δω ο Κοσμάς... μ’ εμίλησε για σένα-»

«Τ’ άκουσα όλα, μπαμπά» τον έκοψε κι ανόρθωσε τον κορμό της. «Ο Αντρέας... Ζήτησε να με παντρευτεί !»

Δεν πρόλαβε ο Σίμος να την επιπλήξει για το γεγονός ότι κρυφάκουγε. Τον κοίταξε στα μάτια και με φωνή τρεμάμενη του είπε:

«Σε παρακαλώ, πατέρα, μη δεχτείς αυτό το γάμο! Σ’ ικετεύω!»

Έμεινε εμβρόντητος, γεμάτος υποψίες. Κάτι συνέβαινε για ν’ αντιδρά τόσο, κι έπρεπε πάση θυσία να το εξακριβώσει, αν δεν ήθελε να βλάψει το σπλάχνο του.    

«Γιατί παιδί μου αρνείσαι έτσι; Είναι κακό να σε γυρεύει ένας νέος και μάλιστα από γνωστή οικογένεια;»

«Όχι αυτός ο νέος, πατέρα!..»

«Τι έχει δηλαδή; Επειδή σε περνά εννέα χρόνια; Μέχρι που ο Κοσμάς μ’ έλεγε ότι μπορεί... να έχει αισθήματα για σένα!

«Αισθήματα;;; Πατέρα μου τι λες;» ξεσπάθωσε η Κατίνα. «Μόνο αισθήματα δε γίνεται να ’χει για με ο Αντρέας!»

Η αδυναμία την κυρίευσε. Έσκυψε το κεφάλι, μη θέλοντας να δει ότι βούρκωσε, μα το ρουθούνισμα κι οι σπασμοί των ώμων της την πρόδωσαν.

«Κατίνα μου... Είσαι καλά; Τι σ’ ήπιασε;» ανησύχησε ο Σίμος.

«Δεν τόνε θες; Σ ’έκαμε κάτι; Πε με, γιαβρί μου! Το καλό σου θέλω!» επέμεινε, καθώς εκείνη σιωπούσε.

«Αν μου ’καμε λέει...» μουρμούρισε. Ο πατέρας την αγκάλιασε και κάθισαν μαζί στο ψάθινο καναπεδάκι που υπήρχε δίπλα τους.

«Έλα» την παρότρυνε θωπεύοντας το χέρι της. «Μη φοβάσαι, κύρης σου είμαι. Πες με, σ’ ακούω» Κι η Κατίνα του εξιστόρησε με το νι και με το σίγμα πως της είχε συμπεριφερθεί ο Αντρέας τη μέρα εκείνη στις ιπποδρομίες. Τσιμουδιά φυσικά για τον έρωτά της με το Μανώλη.

«Τι λες, κορούλα μου; Σε πείραξε ο άτιμος; Και σ ’είπε τέτοια λόγια;» έκανε ο Σίμος μόλις τελείωσε τη διήγησή της.

«Ναι, πατέρα, σ’ ορκίζουμαι! Γι’ αυτό σε λέγω, μη δεχτείς! Δε μ’ αγαπάει ο Αντρέας, σκλάβα του με θέλει!»

«Μπρε που να τους φάει ολουνούς το φίδι! Έπρεπε να με το πεις εξαρχής, Κατινάκι μου! Θα ’χα ξεκόψει μαζί τως, αν ήξευρα πως ο γιος σ’ ενόχλησε...»

«Που να ’ξερα κι εγώ, μπαμπάκα μου, πως θα ’φτανε ως εδώ... Είπα στον εαυτό μου ξέχνα το, ένα καπρίτσιο ήταν, θα βρει άλλη να ρίξει τα δίχτυα του. Μα, όπως φαίνεται, εκείνος δεν ξέχασε» υπέλαβε η Κατίνα με παράπονο.

«Σύχασε κόρη μου... Δε θ’ αφήσω κανέναν να σε κάμει δυστυχισμένη με το έτσι θέλω» την παρηγόρησε φιλώντας τη χωρίστρα της. Η κοπέλα κούρνιασε στο πλευρό του με το δυνατό του μπράτσο να περιβάλλει τον αυχένα της κι ακούμπησε το μέτωπο στο στήθος του.

«Θα φροντίσω να σε βρω τον καλύτερο, σαν φτάσει η ώρα σου να παντρευτείς. Κι αν πάλι κάποιον πεθυμά η καρδιά σου, εγώ θα τον δεχτώ, αρκεί να ’ναι τίμιος και ντόμπρος, και να ξεύρω πως η κόρη μου θα φάει γλυκό ψωμί μαζί του...»

Αναθάρρησε η Κατίνα. Η ελπίδα, που μέχρι πριν λίγο έμοιαζε χαμένη, ζωντάνεψε ξανά μέσα της. Τελικά ο πατέρας της είχε πτυχές του χαρακτήρα του τις οποίες δε γνώριζε... Άραγε, με τις απαιτήσεις που έθετε για τον μέλλοντα γαμπρό του, θα μπορούσε αυτός να γίνει ο φτωχός αγαπημένος της; Μα τούτο προϋπέθετε πρώτον ότι θα είχε την τόλμη να τη ζητήσει... Εκείνος την είχε αυτή την τόλμη; Κι οι γονείς του πως θα το ’παιρναν, αν μάθαιναν ότι θα συγγενέψουν με άρχοντα;

Δεν θα προλάβαινε ποτέ να μάθει πως είχε σκοπό να ενεργήσει ο Μανώλης, ή ποια στάση θα τηρούσε απέναντί του ο Σίμος. Η ιστορία, αφηνιασμένο άτι, τους πρόφτασε, ποδοπατώντας αλύπητα τη ζωή τους...

     
Λίνα Δώρου