Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 47) - "Οι Συνέπειες"

Κίεβο, Σεπτέμβριος 1018

«Πώς τόλμησες;» ούρλιαξε ο Σβιατοπόλκ με όλο του το μένος, μόλις βρέθηκε μόνος με τη Ναντέζντα στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του.
«Πώς τόλμησα τι, μεγαλειότατε;» ρώτησε η Ναντέζντα με παροιμιώδη ψυχραιμία. Κατόρθωσε να κρύψει καλά το φόβο της, παρόλο που η όψη του Σβιατοπόλκ πραγματικά την έκανε να τρέμει.
«Σταμάτα τη γελοία υποκρισία, δε σε τιμά».
Είχε δίκιο. Στη Ναντέζντα δεν άρεσε καθόλου να υποκρίνεται. Κι αν το έκανε τώρα ήταν μονάχα επειδή έπρεπε να παραμείνει ζωντανή. Η περηφάνια της δέχτηκε ένα ισχυρό πλήγμα εξαιτίας της υπενθύμισης αυτής. Δεν ήθελε να παριστάνει την γλυκιά, υποταγμένη μικρή αδερφή, όταν θεωρούσε τον εαυτό της την προσωπική του νέμεση.
«Δεν καταλαβαίνω για πιο πράγμα μιλάτε, μεγαλειότατε», αποκρίθηκε με άφταστη πειστικότητα.

Ο Σβιατοπόλκ για μια στιγμή κλονίστηκε. Ήταν δυνατόν πραγματικά να μην είχε ιδέα; Ο αγγελιαφόρος που είχε στείλει δεν επέστρεψε ποτέ για αναφορά, αυτό του είχε διαφύγει μέχρι στιγμής. Θα μπορούσε λοιπόν να είχε πάθει κάτι στο δρόμο και να μην εκπλήρωσε την αποστολή του. Αλλά τι σημασία  είχε αυτό; Η Ναντέζντα ήξερε ότι έπρεπε να είχε επιστρέψει αμέσως μετά την ανακατάληψη της Πρεσλάβα, τα υπόλοιπα δεν ήταν μέρος της συμφωνίας. Αποφάσισε όμως, να της εξηγήσει έτσι κι αλλιώς.
«Δεν είχες δικαιοδοσία να διαπραγματευτείς με τους Πετσενέγους. Στο επισήμανα και εγγράφως».
«Λυπάμαι, μα δεν έλαβα κανενός είδους επιστολή. Και δεν καταλαβαίνω το λόγο της οργής σας. Υπερασπίστηκα σωστά τα συμφέροντα…»
«Πάψε με τις οικτρές δικαιολογίες σου!», βροντοφώνησε ο γιγαντόσωμος συνομιλητής της. Η Ναντέζντα μπορούσε να δει καθαρά στο βλέμμα του ότι θα ξεσπούσε θεομηνία. Ήταν ώρα να νιώσει στο πετσί της γιατί αυτόν τον άνθρωπο τον έτρεμαν απ’ άκρη σ’ άκρη του βασιλείου.
Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της, με το πρόσωπο πετρωμένο, ανέκφραστο. Μόνο τα μάτια του άστραφταν δυσοίωνα. Το χέρι του έπεσε βαρύ στο ευάλωτο πρόσωπό της, χωρίς προειδοποίηση.
«Αυτό είναι μόνο το πρώτο από αυτά που θα υποστείς εξαιτίας της ανεκδιήγητης ανυπακοής σου», την απείλησε.
Η Ναντέζντα κάλυψε με την παλάμη της το μάγουλό της, ένιωθε πως το δέρμα της είχε πάρει φωτιά. Όμως δεν ήταν αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημά της. Δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει την απειλή του. Τι σκόπευε να της κάνει;
Ήταν περισσότερη οργισμένη με τον εαυτό της παρά με τον Σβιατοπόλκ. Έπρεπε να το ξέρει ότι δε θα γλίτωνε τόσο εύκολα˙ της το υποδείξει και ο Στεφάν –αυτό πια κι αν την εξόργιζε– αλλά εκείνη είχε αρνηθεί πεισματικά να κάνει πίσω.  Βέβαια, ακόμα και τώρα, απ’ όσες πλευρές κι αν εξέταζε το ζήτημα δεν έβλεπε τι θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ναι, αν είχε την ευκαιρία θα το ξαναέκανε. Δε θα επέτρεπε στον Καταραμένο και το δογματισμό του να έχει τέτοια επιρροή πάνω της.
Το κάρφωσε με το ατσάλινο βλέμμα της χωρίς ίχνος λιποψυχίας. «Έπραξα όπως έπραξα προς όφελος της Ρωσίας. Και ειλικρινά λυπάμαι αν η μεγαλειότητά του δεν είναι σε θέση να το δει αυτό», αποκρίθηκε με υπεροψία και για μια στιγμή άφησε να φανεί μια σκιά του πραγματικού εαυτού της. Της Ναντέζντα που δεν τρόμαζε, δεν υποχωρούσε και έπαιρνε πάντοτε αυτό που ήθελε χωρίς να νοιάζεται για το κόστος ή τις συνέπειες.
Το δεύτερο χαστούκι που της χάρισε ακούστηκε ηχηρότερο. Θα άφηνε σημάδι την επόμενη μέρα.
«Φρουροί!» ούρλιαξε έξαλλος. Την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν τρεις γεροδεμένοι ντρουζίνικ που υποκλίθηκαν στον Σβιατοπόλκ. «Σύρτε την στο μπουντρούμι, μέχρι να μάθει ποιος παίρνει τις αποφάσεις στη Ρωσία».
Έπρεπε να το ξέρω. Έπρεπε να ξέρω ότι ο άνθρωπος που αποκαλούν Καταραμένο δεν επρόκειτο να αφήσει μια προσβολή στο όνομά του να περάσει ατιμώρητη. Νομίζω ότι μερικές φορές η αλαζονεία με οδηγεί σε λανθασμένες αποφάσεις.
Τώρα λοιπόν, βρίσκομαι ξανά κλειδωμένη σ’ ένα κλειστοφοβικό κελί, στα έγκατα του κάστρου. Και κάτι μου λέει ότι ο Καταραμένος μόλις άρχισε να με τιμωρεί για το παράπτωμά μου.
Αν υποκριθώ μεταμέλεια για το ολίσθημα μου, ίσως να μετριάσω την οργή του, και να ελαφρύνω την ποινή μου. Τότε όμως, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι έσφαλα, ενώ ξέρω πολύ καλά πως οι πράξεις μου ήταν δίκαιες και είχαν στόχο το συλλογικό καλό. Δεν πρόκειται να αναιρέσω τις επιλογές μου. Δε θα ικετεύσω για έλεος. Θα υποστώ τις συνέπειες των ενεργειών μου με θάρρος και αξιοπρέπεια, όπως η μητέρα μου. Η Ρογκνέντα δε λύγισε ποτέ, ούτε όταν ο πρώην σύζυγός της διέταξε την εκτέλεσή της. παρέμεινε η περήφανη και δυναμική αρχόντισσα που ήταν πάντα και πέθανε έχοντας τη συνείδησή της καθαρή.
Πάντως ο Καταραμένος δεν έχει ιδέα από πολιτική. Είδε πως ο ρωσικός λαός με θεωρεί μια ηρωίδα. Με ποια λογική λοιπόν, με αιχμαλωτίζει τώρα, σαν να είμαι μια κοινή προδότης; Δε φοβάται τα δυσμενή αισθήματα των υπηκόων του; Ακόμα και οι βογιάροι του θα δουν καθαρά ότι η τιμωρία του είναι πέρα για πέρα άδικη. Μάλλον ο εγωισμός του τον τυφλώνει τόσο, που δε βλέπει τι έχει πραγματικά σημασία. Επισείει βαρύτατες ποινές σε ανθρώπους που ευεργετούν το έθνος, απλά και μόνο επειδή διαφώνησαν μαζί του. Επειδή τόλμησαν να αμφισβητήσουν  την κρίση του. Και αυτός ο κοντόφθαλμος, μίζερος άνθρωπος είναι μονοκράτορας στην πατρίδα μου! Είμαι παράλογη, που θέλω να τον εκθρονίσω;
Καλά αν δεν είχε δολοφονήσει τον αδερφό μου δεν ξέρω αν θα έμπαινα σ’ αυτή τη διαδικασία.
Δεν πρόκειται να αρχίσω να αμφιβάλλω για τον εαυτό μου. Ξέρω πολύ καλά για ποιους λόγους έκανα ό,τι έκανα και θα το επαναλάμβανα ευχαρίστως. Δεν πρόκειται να υποκύψω στα αυταρχικά του μέτρα, ό,τι κι αν μου επιφυλάσσει το μέλλον.
* * *
Η είδηση του εγκλεισμού της θαρραλέας πριγκίπισσας συντάραξαν ολόκληρο το Κίεβο. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι τόσο φοβερό είχε κάνει ώστε να αξίζει τέτοια μοίρα. Έτσι, διέρρευσε το γεγονός ότι η Ναντέζντα αρνήθηκε να υπακούσει στην προσταγή του Μεγάλου Πρίγκιπα να οπισθοχωρήσει. Όμως, το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητό. Αντί ο λαός να καταλάβει ότι η Ναντέζντα ήταν άξια της μοίρας της, συνειδητοποίησε ότι ο ηγεμόνας τους δεν ήταν μονάχα βάναυσος, ήταν τελείως παράλογος. Θα έπρεπε να την επιβραβεύσει για την αποφασιστικότητα και τη γενναιοψυχία της όχι να την υποβάλει σ’ αυτή τη δοκιμασία. Αυτή ήταν η κοινή γνώμη, και τη μοιράζονταν όλοι ανεξαιρέτως. Δε βρέθηκε ούτε ένας να δικαιολογήσει την αυθαιρεσία του Σβιατοπόλκ. Απεναντίας, όλοι τάχθηκαν υπέρ της  όμορφης πριγκίπισσας.
Κανένας όμως, από το κύκλο των έμπιστων συμβούλων του Σβιατοπόλκ δεν τόλμησε να εκφράσει καθαρά την αντίρρησή του. Προσπάθησαν όμως με πλάγιο τρόπο να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου, γνωστοποιώντας τις λαϊκές αντιδράσεις. Ο μονάρχης ήταν ανένδοτος: η Ναντέζντα είχε παραβεί τον νόμο κι έπρεπε να πληρώσει. Αγνόησε τα έμμεσα σχόλια των βογιάρων του, αγνόησε τις διαμαρτυρίες του λαού. Αντιθέτως έδειξε απαράμιλλο θράσος οργανώνοντας το πιο λαμπρό συμπόσιο για να εορταστεί η υπογραφή της συνθήκης ειρήνης, αλλά και για να δείξει στον Πρίγκιπα Μιέσκο πώς πραγματικά διασκεδάζουν στη Ρωσία. Θα πανηγύριζε, για ένα επίτευγμα το οποίο δεν ήταν δικό του. Για μια επιτυχία που όφειλε στις ενέργειες του Στεφάν και της Ναντέζντα, την οποία είχε ρίξει σ’ ένα κελί για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ήταν άδικος, ματαιόδοξος και με τις πράξεις του, αναιρούσε τον ίδιο τον εαυτό του. Πώς μπορούσαν οι πολίτες να εμπιστευτούν τις ζωές τους και την διακυβέρνησή του τόπου τους, σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο;
Κανένας από τους συνδαιτυμόνες δεν έμοιαζε να μοιράζεται την εορταστική διάθεση του πυργοδεσπότη. Η απουσία της γυναίκας που είχε τα εύσημα για την εθνική επιτυχία έμοιαζε με σκοτεινό σύννεφο που αιωρούταν πάνω από την αίθουσα, κάνοντας την ατμόσφαιρα βαρύθυμη και μελαγχολική. Μα φυσικά, κανείς δεν άρθρωσε ούτε μια λέξη για να την υπερασπιστεί. Ο φόβος για τον ηγεμόνα τους είχε εντυπωθεί καλά στις συνειδήσεις τους, και δεν επρόκειτο να διακινδυνεύσουν τις ζωές και τις περιουσίες τους για κανέναν, όσο δίκιο κι αν είχε.
Η Αναστασία ήταν εμβρόντητη. Δεν ένιωθε ούτε θλίψη ούτε θυμό, μονάχα έκπληξη. Ήταν αδιανόητο. Η Ναντέζντα δεν είχε φταίξει σε τίποτα. Με ποιο δικαίωμα ο Καταραμένος την κρατούσε αιχμάλωτη; Για ποιο παράπτωμα; Σαφώς είχε ακούσει το λόγο που ο Σβιατοπόλκ ήταν έξω φρενών μαζί της, αλλά η αντίδρασή του της  φαινόταν τουλάχιστον υπερβολική. Ο εξάδελφός της είχε παραφρονήσει, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση.
Αναζήτησε με το βλέμμα τον Στεφάν. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να βοηθήσει την αδερφή της. Κάποια στιγμή τον εντόπισε να κάθεται σκυθρωπός στη γωνία του τραπεζιού. Δίχως δεύτερη σκέψη, σηκώθηκε και τον πλησίασε.
Ο Στεφάν ήταν βυθισμένος σε θλιβερές σκέψεις. Ούτε εκείνος είχε δεχτεί καλά τις εξελίξεις. Το φοβόταν ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, το φοβόταν ότι η Ναντέζντα θα τιμωρούταν σκληρά για την αποκοτιά της. Για κάποιο λόγο όμως, ήλπιζε ότι θα γλίτωνε. Ότι ο Σβιατοπόλκ θα φαινόταν μεγαλόψυχος και θα την συγχωρούσε. Τώρα, θα γελούσε με την αφέλειά του, αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο τραγική.
«Κλείδωσε τη Ναντέζντα σ’ ένα κελί», ανακοίνωσε η Αναστασία εμφατικά, μόλις στάθηκε δίπλα του.
Η απότομη εμφάνισή της ξάφνιασε τον Στεφάν, ο οποίος στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε περίεργα. «Αρχόντισσα Αναστασία, έχεις την εντύπωση πως αγνοώ τι συμβαίνει;» ρώτησε ψυχρά.
«Και τι κάνεις γι’ αυτό;» εξακολούθησε επιθετικά.
Στον Στεφάν δεν άρεσε ο τόνος της καθόλου. Του ζητούσε το λόγο; Με ποιο δικαίωμα; Αρκετά υπεύθυνος αισθανόταν από μόνος του, που δεν είχε επιμείνει περισσότερο και πείστηκε να συναινέσει στο παράτολμο σχέδιό της. Δεν είχε ανάγκη την νέα, να του υπενθυμίζει το πόσο ανίκανος να την προστατεύσει, είχε αποδειχθεί.
«Τι θα ήθελες να κάνω;»
Η Αναστασία τα έχασε με την αναισθησία του. Πώς μπορούσε να είναι τόσο ψύχραιμος, όταν η Ναντέζντα ήταν αιχμάλωτη;
«Πες του να την ελευθερώσει, αμέσως!»
Τώρα του υποδείκνυε τι να κάνει. Δεν μπορούσε να του μιλά με αυτόν τον τρόπο. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για τη Ναντέζντα περισσότερο από εκείνον. Είχε σοβαρούς λόγους που έμενε άπραγος. Και φυσικά δεν ήταν επειδή φοβόταν να ορθώσει το ανάστημα του στον Καταραμένο.
«Μάλιστα. Και φυσικά, πριν προλάβω ν’ αποσώσω την κουβέντα μου, ο Σβιατοπόλκ θα τρέξει ο ίδιος στο υπόγειο, για να την ξεκλειδώσει κι έπειτα θα τη συνοδεύσει με τιμές στη δεξίωση και θα κάνει πρόποση προς τιμήν της».
«Με ειρωνεύεσαι;»
Ο Στεφάν αγνόησε το εριστικό της ύφος, αλλά αποφάσισε να της εξηγήσει γιατί αδρανούσε. «Τα πράγματα δεν είναι απλά. Ο Καταραμένος είναι ευέξαπτος, εύθικτος και κυκλοθυμικός. Αν επιχειρήσω να υπερασπιστώ τη Νάντια, κινδυνεύω να πυροδοτήσω μια έκρηξη θυμού και να κάνω τα πράγματα χειρότερα. Η αδερφή σου, έκανε μεγάλη απερισκεψία και τώρα πληρώνει το τίμημα».
Ήθελε να συμπληρώσει ότι πλήρωνε, επειδή δεν τον είχε ακούσει, όταν προσπάθησε να τη συνετίσει. Μα, δεν το έκανε.
«Και θα την αφήσουμε αβοήθητη; Θα την αφήσουμε έρημη στο σκοτεινό μπουντρούμι;»
Τότε ο Στεφάν κατάλαβε γιατί η Αναστασία είχε αυτή τη συμπεριφορά. Αγωνιούσε για την τύχη της Ναντέζντα, όπως κι αυτός. Αλλά εκείνη είχε αφήσει τα συναισθήματα να θολώσουν την κρίση της, και δεν έβλεπε την περιπλοκότητα της κατάστασης. Ήθελε απλά να σώσει την αδερφή της. Μεμιάς το ύφος του άλλαξε.
«Όχι βέβαια!», τη διαβεβαίωσε. «Κατάλαβε όμως, πως αν δράσουμε πολύ γρήγορα κινδυνεύουμε να βρεθούμε στην ίδια μοίρα με τη Νάντια. Σε τι θα ωφελήσει αυτό; Τότε, σίγουρα δεν θα είμαστε σε θέση να τη βοηθήσουμε. Πρέπει να περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή. Μόνο έτσι, έχουμε πιθανότητες να την ελευθερώσουμε».
Τα λόγια του δεν άρεσαν στην κοπέλα, μα έπρεπε να παραδεχτεί πως ακούγονταν πολύ λογικά. Είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να κάνουν βιαστικές κινήσεις.
«Πιστεύεις ότι θ’ αντέξει μέχρι τότε;»
«Αναμφίβολα! Η Νάντια έχει ατσάλινες αντοχές. Θα αντέξει όσο χρειαστεί».
Ακουγόταν πολύ πιο σίγουρος απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα. Δεν μπορούσε όμως να εκμυστηρευτεί στη νεαρή Αναστασία πόσο φοβόταν για την τύχη της αγαπημένης του. Αυτό που ήθελε ήταν να  αποκεφαλίσει τον Σβιατοπόλκ εκεί που καθόταν, και να κατέβει στα μπουντρούμια να την ελευθερώσει, σκοτώνοντας οποιονδήποτε άλλο στεκόταν στον δρόμο του. Ήξερε όμως, πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Έπρεπε να ακολουθήσει ένα σχέδιο, μια στρατηγική, να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία, για να εισηγηθεί την ελευθερία της. Τι θα πετύχαινε με τη βίαιη δολοφονία του δυνάστη; Η ντρουζίνα του θα τον σκότωνε κι αυτόν προτού προλάβει να φτάσει ως την πόρτα της αίθουσας, πόσο μάλλον στα υπόγεια του παλατιού. Και  τότε θα επικρατούσε το απόλυτο χάος και η αναρχία και κανείς δεν μπορούσε να τον διαβεβαιώσει ότι η Ναντέζντα θα έβγαινε νικήτρια. Μια μετριοπαθής αντίδραση βασισμένη στη λογική και την ορθή σκέψη ήταν προτιμότερη.
«Εγώ τι μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω;» ρώτησε η Αναστασία, βλέποντάς τον σκεπτικό.
«Να παραμείνεις ψύχραιμη. Και φόρεσε ένα επινίκιο χαμόγελο. Δείξε του ότι είσαι αφοσιωμένη. Μόνο σε καλό θα σου βγει».
«Αυτό δεν είναι τίποτα», αντέδρασε η κοπέλα.  «Μιλώ για πραγματική βοήθεια».
«Κάνεις λάθος. Αν νομίζει πως του είσαι πιστή, τότε δε θα υποπτευθεί ότι συνωμοτείς εναντίον του. Κι αυτό είναι τα πάντα. Η Νάντια δε θα είναι για πάντα φυλακισμένη, κι όταν επιστρέψει κοντά μας θα χρειαστεί τη βοήθειά σου. Και δε θα μπορείς να κάνεις τίποτα αν βρίσκεσαι στο στόχαστρό του».
Η Αναστασία αναγκάστηκε και πάλι να δει την αλήθεια των λεγομένων του. Δεν μπόρεσε όμως να μην ρωτήσει, «Για πόσο θα υποκρινόμαστε; Πότε θα χτυπήσουμε εναντίον του;»
Ο Στεφάν ήθελε πολύ να ξέρει την απάντηση. Μα γνώριζε πως κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το μέλλον, πόσο μάλλον να το προκαθορίσει.
«Όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Κάνε υπομονή», είπε ζεστά, σφίγγοντας το χέρι της˙ ήθελε να της δώσει θάρρος. «Μια μέρα, θα πέσει, θα το δεις. Μια μέρα, η Νάντια θα φορά το στέμμα του».
Η Αναστασία δε δυσκολεύτηκε να τον πιστέψει. Το ήξερε ότι η αδερφή της ήταν πλασμένη για μεγαλειώδη πράγματα.

«Αμήν».

Σοφία Γκρέκα