Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 5 - Μέρος 2ο)

«Κατάρα!» φώναξε ο κυνηγός.
Η Φιντέλμα άνοιξε τα μάτια της και σηκώθηκε από το κρεβάτι με τις τραχιές κουβέρτες. Έριξε μια βιαστική ματιά τριγύρω. Βρισκόταν ακόμη στο μικρό δωμάτιο του πανδοχείου του Μπλούμπερι, παρέα με τον μυστήριο άντρα που την κρατούσε αιχμάλωτη. Σηκώθηκε και περπάτησε αμίλητη προς τη μεριά του.

Ο Γκόραν απομακρύνθηκε από το παράθυρο και σωριάστηκε στην καρέκλα με την υφασμάτινη επένδυση. Πέρασε τα δάκτυλά του μέσα από τα μακριά, μπερδεμένα μαλλιά του και έπειτα χτύπησε με την γροθιά του το χέρι της καρέκλας.
Η Φιντέλμα έριξε μια ματιά έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Το θέαμα που αντίκρισε την έκανε να αναθεωρήσει για τις ικανότητες του μάγου με το όνομα Γουάφ· το χιόνι έπεφτε πυκνό σαν ασημένιος καταράκτης, ενώ ισχυροί άνεμοι φυσούσαν λυσσασμένα, δημιουργώντας μεγάλους χιονοστρόβιλους. Ο παγωμένος αέρας χτύπησε το πρόσωπό της με τέτοια δύναμη, που το πέπλο της λύθηκε, έπεσε στην πλάτη της και η κορυφή του κεφαλιού της έμεινε ακάλυπτη.
Οι Σνάουας χόρευαν στο χιόνι με ταχύτητα πονηρού τσακαλιού που κυνηγούσε τη λεία του. Περνούσαν σαν σίφουνες μπροστά από τα λαμπερά μάτια της, γελούσαν και τραγουδούσαν χαρωπά, έπαιζαν με τις νιφάδες και σκάρωναν φάρσες μεταξύ τους.
 Ένα από τα πνεύματα πέρασε μπροστά από το παράθυρο, φύσηξε με δύναμη, οδηγώντας έναν από τους στρόβιλους απευθείας μέσα στο δωμάτιο. Οι νιφάδες έσκασαν με δύναμη πάνω στην Φιντέλμα, η οποία βεβαίως δεν κατάλαβε τίποτα και συνεπώς δεν ενοχλήθηκε διόλου. Ο Γκόραν όμως έδειχνε αρκετά ενοχλημένος, καθώς ένα χοντρό στρώμα πάγου ήρθε να καλύψει το πάνω μέρος του σώματός του, από τα μαλλιά του μέχρι τους ώμους του.
Συγκράτησε ένα αθώο γέλιο με την ανάστροφη της παλάμης της –με αυτά τα στολίδια στο κεφάλι, ο κυνηγός θύμιζε πολύ τους στρουμπουλούς χιονάνθρωπους του  Μπλάστα- αλλά όχι για πολύ. Ένα κακό που έχει το γέλιο είναι ότι είναι αυθόρμητο σαν μικρό παιδί, και γρήγορο σαν τον χορό των Σνάουας. Εύκολα λοιπόν κατάφερε να ξεγλιστρήσει από το στόμα της Φιντέλμα, με αποτέλεσμα να κάνει τον Γκόραν να εκνευριστεί ακόμα πιο πολύ.
«Κλείσε αυτό το παράθυρο τώρα!» φώναξε ενώ το χιόνι τιναζόταν από τα μαλλιά του όπως η ζάχαρη από τα λαχταριστά γλυκά των νοικοκυρών της Γιουβέρνα.
Το σκανταλιάρικο και φασαριόζικο πνεύμα έφυγε γελώντας, βρίσκοντας προφανώς την αντίδραση του κυνηγού αστεία. Η Φιντέλμα αδυνατούσε να τσακώσει το γέλιο που είχε γλιστρήσει από το στόμα της σαν κλέφτης, και έτσι αντί να κλείσει το παράθυρο, συνέχιζε να γελά πιάνοντας την κοιλιά της.
Ο Γκόραν σηκώθηκε φουριόζος και έκλεισε μόνος του τα παραθυρόφυλλα, τινάζοντας τα υπολείμματα του χιονιού από πάνω του. Ύστερα στρώθηκε πάλι στην καρέκλα, ξεφυλλίζοντας νευρικά το σημειωματάριό του και βρίζοντας μέσα από τα δόντια του.
Η Φιντέλμα κατάφερε να πιάσει το γέλιο της. Σταμάτησε και κοίταξε τον άνθρωπο που καθόταν στην καρέκλα απέναντί της. Σκέφτηκε πως η χιονοθύελλα θα καθυστερούσε τα σχέδιά του, αλλά δυστυχώς κατ’ επέκταση και τα δικά της. Συνοφρυώθηκε ακουμπώντας στα κλειστά παραθυρόφυλλα. Μπορούσε να ακούει τα πνιχτά γέλια των πνευμάτων του χιονιού ακόμα και έτσι.
«Τα χρήματα που έχω αρκούν μονάχα για δυο βδομάδες» είπε ο Γκόραν σκεπτικός. Η Φιντέλμα γύρισε να τον δει· φαινόταν να μιλά περισσότερο στον εαυτό του. «Αν η χιονοθύελλα κρατήσει πάνω από δύο βδομάδες, θα αναγκαστούμε να μείνουμε στο δρόμο» συμπλήρωσε χωρίς να σηκώνει το βλέμμα από τις σημειώσεις του.
«Δύο βδομάδες;» επανέλαβε η Φιντέλμα. Αυτόματα έσφιξε στα χέρια της τις άκρες του πέπλου. Ο Γκόραν αρκέστηκε σε ένα ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού.
«Δεν μπορεί… Κάποια λύση θα υπάρχει» σκέφτηκε η Φιντέλμα. Πέρασε από το μυαλό της να παρακαλέσει τους Σνάουας να σταματήσουν τα παιχνίδια τους με το χιόνι πιο γρήγορα ή έστω να ελαττώσουν τη χιονοθύελλα, μα ήξερε ποια θα ήταν η απάντησή τους, έτσι δεν θα προσπαθούσε καθόλου.
Ο Γκόραν σηκώθηκε βάζοντας το τετράδιο στην τσέπη του. «Μην το κουνήσεις μέχρι να γυρίσω» είπε ξερά και έφυγε.
Η Φιντέλμα έμεινε μόνη της στο δωμάτιο. Κάθισε για λίγο στο παράθυρο με την σκέψη της να πετάει μία στον Κίαν και μία στις αδερφές της πίσω στο Ντεζιντέριο, την πόλη τους στο Άισλιγκ. Ανάμεσα σε αυτά τα φτερουγίσματα της σκέψης, το βλέμμα της έπεσε πάνω στο δερμάτινο σακίδιο του Γκόραν, ή όπως αλλιώς τον έλεγαν, που ήταν ακόμα χυμένο στο πάτωμα από το προηγούμενο βράδυ.
Πλησίασε, έσκυψε και το κοίταξε σκεπτική. Ξέζωσε το δερμάτινο λουρί του και το άνοιξε. Ψαχούλεψε στο εσωτερικό του και έπιασε ένα μικρό πουγκί γεμάτο χρυσά και ασημένια φλουριά. Πήρε ένα και το περιεργάστηκε. Ήταν στρογγυλό και στο κέντρο του ήταν χαραγμένο ένα σύμβολο που έμοιαζε με αναμμένο πυρσό. Το έβαλε πάλι πίσω, έκλεισε το πουγκί και συνέχισε το ψάξιμο. Πέρα από εκείνο το πουγκί και μερικά ελαφριά βιβλία, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Άνοιξε ένα από αυτά και το ξεφύλλισε. Ήταν γεμάτο περίεργα σχέδια και σύμβολα. Το έκλεισε και πήρε ένα άλλο. Στο οπισθόφυλλο έγραφε «Όντραν Μακ Λερ»
Η περιέργειά της φούντωσε ευθύς στην ανάγνωση του ονόματος, και ήταν έτοιμη να το ανοίξει, όταν ακούστηκαν βήματα πίσω από την πόρτα. Το έριξε μέσα στο σακίδιο, το έκλεισε και έτρεξε να καθίσει στο κρεβάτι της. Δύο χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα, και η Φιντέλμα περίμενε σιωπηλή.
«Κύριε Γκόραν; Η Τζερ είμαι, η πανδοχέας. Είστε μέσα;» ακούστηκε η φωνή της στρουμπουλής γυναίκας που είχε υποδεχτεί την προηγούμενη νύχτα τον κυνηγό, και κατ’ επέκταση την Φιντέλμα, χωρίς να το γνωρίζει. «Κύριε Γκόραν;» ρώτησε ξανά. Ύστερα από λίγο ακούστηκαν τα βήματά της στο διάδρομο να ξεμακραίνουν.
Το μυαλό της Φιντέλμα ταξίδεψε μία μέρα πίσω, όταν βρισκόταν ακόμα πάνω στο άλογο, με τον κυνηγό μπροστά της να το οδηγεί. Θυμήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο που αντέδρασε εκείνος όταν συνάντησε εκείνον τον ταξιδιώτη, που αναζητούσε το κάστρο της Χάνταπ και τον αφέντη του. Φαινόταν απόλυτα ήρεμος, αν εξαιρούσε κανείς το πρώτο ανεπαίσθητο νευρικό τίναγμα του κεφαλιού του.
Θυμήθηκε επίσης τον τρόπο που με άνεση αράδιασε εκείνα τα ψέματα στον ταξιδιώτη, οδηγώντας τον ολότελα μακριά από το κάστρο της Χάνταπ, στο οποίο μάλιστα ήταν άρχοντας η αφεντιά του. Τέλος, έλαμψε στο μυαλό της η ανάμνηση του κυνηγού να συστήνεται με ψεύτικο όνομα στην πανδοχέα ονόματι Τζερ.
Τώρα ήταν σίγουρη ότι ο κυνηγός δεν άκουγε στο όνομα Γκόραν Κρόσμπον. Ήταν ο άρχοντας του κάστρου της Χάνταπ, δεν χωρούσε αμφιβολία. Αλλά για κάποιον λόγο έκρυβε την αληθινή του ταυτότητα. Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν, τόσο πιο σίγουρη ένιωθε. Και όσο περισσότερο σιγουρευόταν, τόσο πιο πολύ φούντωνε η περιέργεια μέσα της για εκείνον τον μυστήριο άνθρωπο.

***

Ο κυνηγός έφερε το ποτήρι στα χείλη του και κατέβασε μια γερή γουλιά. Η κανελομπύρα του Μπλούμπερι ήταν γεμάτη αρώματα. Κατέβασε το ποτήρι του και επικεντρώθηκε στον πάτο του, αγνοώντας τον κόσμο που ήταν μαζεμένος στα γύρω τραπέζια.
«Εδώ είστε, κύριε Γκόραν!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω του. Γύρισε ανόρεχτα. Ήταν η κυρία Τζερ. Τα μάγουλα και η μύτη της ήταν κατακόκκινα από το κρύο. «Χτύπησα πάνω για να δω αν χρειάζεστε τίποτα, αλλά δεν μου απάντησε κανείς. Οπότε σκέφτηκα ότι θα είστε κάτω. Μήπως χρειάζεστε τίποτα;»
Κούνησε το κεφάλι γυρίζοντας στο ποτήρι του. Κατέβασε άλλη μία γερή γουλιά, και τότε ήταν που είδε έναν ψηλό, ψαρομάλλη άντρα με βαρύ μαύρο παλτό και χοντρή, ξύλινη ράβδο που χρησιμοποιούσε σαν μαγκούρα. Ο άντρας κάθισε στο μικρό τραπέζι απέναντί του και φώναξε την Τζερ. Παρήγγειλε κάτι και έπειτα κάθισε ήρεμος και σκεπτικός, κοιτώντας τα μπλεγμένα του δάχτυλα. Τότε σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε κάτω από τα χοντρά, γκρίζα του φρύδια. Η κυρία Τζερ κατέφτασε με ένα ποτήρι γεμάτο κανελομπύρα. Την ευχαρίστησε ευγενικά, έπειτα σήκωσε το ποτήρι του προς τον κυνηγό. Αυτός τον μιμήθηκε, ενώ από μέσα του εκτόξευε κατάρες, όπως το συνήθιζε. Στο πράο παρουσιαστικό του άντρα με τα ψαρά μαλλιά και την ξύλινη ράβδο, αναγνώρισε τον φημισμένο μάγο του Μπλούμπερι, τον Γουάφ. Γύρισε στο ποτήρι του κατσουφιάζοντας. Το μυαλό του έτρεξε στην Ευχή που είχε κλειδωμένη στο δωμάτιο του πάνω ορόφου. Με το αίμα να σφυροκοπά στους κροτάφους του, σκέφτηκε την καθόλου ευχάριστη εκδοχή να ανακαλύψει το απόκτημά του και να προσπαθήσει να του το κλέψει. Ήταν φημισμένοι οι μάγοι για τις πανουργίες και την απληστία τους. Πόσες φορές βρέθηκε αντιμέτωπος με δαύτους, στο δρόμο για τα παζάρια; Πόσες φορές προσπάθησαν κάποιοι από αυτούς να πάρουν τα εμπορεύματά του με δόλο; Και οι μαγικές δυνάμεις τους συχνά τους έβγαζαν ασπροπρόσωπους.
Ήπιε το υπόλοιπο ποτό μονορούφι και ζήτησε από την Τζερ να του το γεμίσει ξανά. Όταν ήρθε η δεύτερη παρτίδα, βυθίστηκε και πάλι στον πάτο του ποτηριού του. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Έψαχνε να βρει τρόπους να ξεφορτωθεί τον μάγο προτού ανακαλύψει την Ευχή, αλλά κανένας δεν του φαινόταν καλός. Και αυτή η χιονοθύελλα δυσκόλευε τα πράγματα. Κοίταξε στο απέναντι τραπέζι, αλλά δεν ήταν πια εκεί. Γεμάτος νευρικότητα τον αναζήτησε με το βλέμμα του. Ανακουφισμένος, τον είδε να κάθεται με μια παρέα από δύο υπέρβαρους άντρες που γελούσαν δυνατά.
Είδε την Τζερ να κάθεται στον πάγκο και να κόβει ψωμί με ένα μαχαίρι με κίτρινο μανίκι και φαγωμένη λεπίδα. Πλησίασε και ακούμπησε στον πάγκο από την άλλη μεριά. Η Τζερ σταμάτησε την ασχολία της και τον κοίταξε. Δεν φαινόταν να τον συμπαθεί και πολύ, αλλά χαμογέλασε ευγενικά.
Ο κυνηγός έσκυψε συνομωτικά. «Δε μου λες» είπε χαμηλόφωνα. «Εκείνος, ο Γουάφ…» συνέχισε και έστρεψε τους βολβούς των ματιών του προς το μέρος του, «μένει εδώ;»
«Ο μάγος; Όχι βέβαια!» απάντησε η Τζερ με το ίδιο συνομωτικό ύφος. «Μένει στον πύργο του, στους πρόποδες του βουνού, στην άλλη άκρη της πόλης, μακριά από όλους. Όπως συνηθίζουν άλλωστε οι όμοιοί του»
«Και έρχεται συχνά εδώ;»
«Κάθε μέρα» απάντησε εκείνη και του έριξε μια γοργή ματιά. Ύστερα γύρισε στον κυνηγό. «Είναι καλόκαρδος. Όλους τους βοηθάει. Και εκπληκτικός μάντης. Τίποτα δεν του ξεφεύγει»
«Τίποτα, ε;» είπε εκείνος με τα φρύδια του να σμίγουν.
«Τίποτα. Δεν είδες την χιονοθύελλα που ξέσπασε αργά το βράδυ; Όλα τα βρίσκει σου λέω!» είπε ενθουσιασμένη η Τζερ.
«Και πότε συνήθως γυρνάει σπίτι του;»
«Δεν έχει συγκεκριμένη ώρα. Αλλά πάντα βρίσκεται πίσω μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα»
«Απόψε όμως με τέτοιο χαλασμό έξω θα περάσει το βράδυ εδώ, έτσι;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα.
«Σιγά!» έκανε εκείνη με μια χειρονομία του χεριού της. «Τίποτα δεν τον σταματάει αυτόν. Και φωτιά να έβρεχαν οι θεοί, δεν θα τον έπιανε. Άλλωστε σου είπα, γυρνάει πάντα στον πύργο του πριν τις δώδεκα»
Ο κυνηγός έτριψε τα γένια του σκεπτικός. «Σωστά» απάντησε. Ύστερα έφυγε χωρίς να πει λέξη και η Τζερ συνέχισε να κόβει το ψωμί με το κιτρινομάνικο μαχαίρι της.
Γύρισε στο τραπέζι του και συνέχισε το ποτό του, βυθισμένος στις σκέψεις. Ένα βαρύ χέρι άγγιξε τον ώμο του. Κοίταξε πίσω από τον ώμο του ενοχλημένος. Τα γκρίζα, καθαρά μάτια του μάγου τον κοιτούσαν με ευγένεια.
«Φαίνεται πως η κανελομπύρα της Τζερ και του Μοκ απέκτησαν και άλλον οπαδό» είπε με την βαθιά φωνή του. «Το δεύτερο ποτήρι;»
Ο κυνηγός έγνεψε καταφατικά και γύρισε μπροστά. Ο Γουάφ, ωστόσο, κάθισε στην απέναντι καρέκλα του στρογγυλού τραπεζιού απρόσκλητος.
«Η φυσιογωμία σου μοιάζει οικεία» είπε.
«Λάθος κάνεις. Πρώτη φορά έρχομαι εδώ» απάντησε εκείνος, και ήταν αλήθεια. Συνήθως, όταν πήγαινε στην αγορά του Ντόνα, έκανε τον κύκλο γύρω από τα βουνά, γιατί ήταν δύσβατα και δύσκολα θα έμπαιναν στην μέση επίδοξοι ληστές. Εκείνη όμως τη φορά, εξαιτίας του χοντρού χιονιού που είχε φέρει ο χειμώνας, είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τον κανονικό δρόμο που περνούσε μέσα από το Μπλούμπερι.
«Ίσως και να κάνω λάθος» συμφώνησε ο μάγος. «Γουάφ Θέρμιγκς» συστήθηκε και άπλωσε το χέρι του.
«Γκόραν Κρόσμπον» είπε εκείνος και ανταπέδωσε την χειραψία.
«Τρομερή χιονοθύελλα…» μονολόγησε ο Γουάφ στο άκουσμα του γρυλίσματος του αέρα που χτυπούσε την πόρτα.
«Ναι» απάντησε κοφτά ο κυνηγός.
«Δεν θα κρατήσει όσο συνήθως. Έξι μέρες το πολύ» Κοίταξε τον κυνηγό κατάματα. Έσμιξε τα γκρίζα του φρύδια σαν να είδε μόλις κάτι δυσοίωνο και το μέτωπό του ρυτίδιασε σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Έπειτα ηρέμησε και πάλι. «Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να φύγω» απολογήθηκε και σηκώθηκε. «Ίσως τα πούμε πάλι αύριο. Χάρηκα για την γνωριμία, Γκόραν» είπε χαμογελώντας.
Ο κυνηγός απλώς έγνεψε με το κεφάλι. Τον είδε να απομακρύνεται και να βγαίνει στη χιονοθύελλα, περπατώντας ατάραχος, καθώς δεν τον άγγιζε ούτε το χιόνι ούτε ο αέρας. Γύρισε στο ποτήρι του σιωπηλός. Ήπιε και την τελευταία γουλιά, άφησε ένα ασημένιο κέρμα στο τραπέζι και ανέβηκε τις σκάλες.

***

Η Φιντέλμα είχε μετρήσει την μέρα να διαδέχεται τη νύχτα δύο φορές. Τις δύο μέρες που είχαν περάσει στο πανδοχείο του Μπλούμπερι, τίποτα σπουδαίο δεν είχε συμβεί. Ο κυνηγός έφευγε για ώρες, εκείνη έμενε μόνη στο δωμάτιο και κοιτούσε τους Σνάουας να χορεύουν έξω από το παράθυρο. Όταν γύριζε, έπεφτε και κοιμόταν ή ξεφύλιζε το σημειωματάριό του.
Όταν ξημέρωσε για τρίτη φορά και αφού ο κυνηγός κατέβηκε κάτω με την γνωστή διαταγή «μην το κουνήσεις μέχρι να γυρίσω», η Φιντέλμα αποφάσισε να παραβεί τις εντολές του, γιατί κόντευε να τρελαθεί από την πλήξη. Άνοιξε την πόρτα και έβγαλε δειλά το κεφάλι της από το άνοιγμα. Κοίταξε πρώτα δεξιά, έπειτα αριστερά· δεν είδε κανέναν. Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω της και κατέβηκε τις σκάλες. Βρέθηκε στα μέσα της σκάλας όταν ο τοίχος παραμέρισε και η σάλα υποδοχής με τα γεμάτα τραπέζια φάνηκε στα δεξιά.
Έριξε προσεκτικά μια ματιά μισοκρυμμένη πίσω από τον βυσσινί τοίχο και είδε τον κυνηγό να κάθεται μόνος του σε ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι, πλάτη σε εκείνη. Καθόταν σκεπτικός με ένα ποτήρι στα χέρια του, και περιεργαζόταν το περιεχόμενό του σαν φυσιοδίφης που μελετά κάποιο νέο είδος φυτού.
Τα μάτια της περιηγήθηκαν στη σάλα περίεργα. Είδε την Τζερ να κάθεται πίσω από τον πάγκο και να γεμίζει μία ντουζίνα ξύλινα ποτήρια με ένα καφετί υγρό που άφριζε. Στα τραπέζια τριγύρω επικρατούσε φασαρία. Ήταν γεμάτα ασφυκτικά από άντρες και γυναίκες με απλά, μονόχρωμα συνήθως ρούχα και καπέλα, που φώναζαν και γελούσαν.
Οι τοίχοι ήταν φορτωμένοι με περίεργες εικόνες σε ξύλινα κάδρα. Σε μία από αυτές η Φιντέλμα διέκρινε έναν άντρα με κεφάλι κριαριού, ενώ δίπλα, μία γυναίκα με σώμα λιονταριού δέσποζε περήφανα πάνω από μία τάφρο.
Σε έναν από τους τοίχους βρισκόταν ένα πουλί με γαλάζιο φτέρωμα. Η Φιντέλμα απόρησε πώς δεν το είχε προσέξει την νύχτα που είχαν πρωτοέρθει. Είχε το ανάστημα ενός γλάρου, μόνο που τα μάτια του ήταν γαλάζια με μαύρες, μεγάλες κόρες και η ουρά του ήταν μεγάλη σαν της καρακάξας. Το πουλί έκρωξε χαρούμενα μόλις την είδε. Η Φιντέλμα του έκανε νόημα να σιωπήσει, αλλά αυτό δεν καταλάβαινε από παραινέσεις.
«Σώπα, Χάινμα!» φώναξε η Τζερ.
Το πουλί συμμορφώθηκε και έκρυψε το ράμφος του κάτω από την φτερούγα του ντροπιασμένο. Η Φιντέλμα χαμογέλασε καθότι το βρήκε πολύ χαριτωμένο. Τότε όμως διαπίστωσε ότι το κυανόφτερο πουλί με το όνομα Χάινμα ήταν δεμένο με μια μικρή αλυσίδα, η οποία δέσμευε το πόδι του και κατέληγε να τυλίγεται γύρω από έναν ξύλινο κύλινδρο, που κρατούσε το μεγάλο κοντάρι πάνω στο οποίο στεκόταν.
Η Ευχή έβγαλε έναν ήχο αποδοκιμασίας, γρήγορα όμως έκανε σιωπή γιατί φοβόταν μήπως την άκουγε κανείς. Κοίταξε τριγύρω, αλλά κανείς δεν έμοιαζε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της.
Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα της σάλας άνοιξε και ο κρύος αέρας παρέα με μία χούφτα από χιόνι εισήλθε στο δωμάτιο. Εκείνος ο καραφλός άντρας που τις προάλλες είχε περιλάβει την Ρόντα και την οδήγησε στον στάβλο, βγήκε έξω κρατώντας το καπέλο του για να μην του το πάρει ο αέρας. Η Φιντέλμα έριξε μια ματιά στον κυνηγό· κοιτούσε ακόμα το ποτήρι του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξε στο διάδρομο και γλίστρησε έξω στο χιόνι λίγο πριν κλείσει η πόρτα.
Ακολούθησε τον άντρα και ευτυχώς δεν χρειάστηκε να απομακρυνθούν πολύ, έτσι υπήρχαν μηδαμινές πιθανότητες να την αντιληφθεί  ο δράκος και να την κυνηγήσει. Μέτρησε μόλις δέκα βήματα, και βρίσκονταν στον στάβλο. Μπήκε μέσα χαρούμενη, γιατί οι Ευχές αγαπούσαν πολύ τα άλογα και τα τιμούσαν ιδιαίτερα. Η Ρόντα χλιμίντρισε χαρωπά όταν την είδε στην είσοδο.
«Ήρεμα κορίτσι μου!» ψιθύρισε τρυφερά.
Ο άντρας έβαλε καθαρό νερό στις ποτίστρες, έριξε και λίγο σανό και έπειτα έφυγε. Η Φιντέλμα έμεινε μόνη στο στάβλο με τα άλογα. Ήταν γύρω στα δέκα, ενώ στην παρέα τους υπήρχε και ένα πόνυ. Η Ρόντα βρισκόταν στο βάθος αριστερά. Πλησίασε και την χάιδεψε. Φαινόταν ξεκούραστη, αλλά κάπως παραπονεμένη. Η Φιντέλμα έριξε μια ματιά στους ένοικους του στάβλου του πανδοχείου. Μπορεί να είχαν τροφή και νερό, αλλά σίγουρα δεν τους άρεσε να τους ξεχνούν, ιδιαίτερα τα αφεντικά τους που με τόση αγάπη υπηρετούσαν. Φαινόταν στα μάτια τους και τα ανήσυχα χλιμιντρίσματά τους.
Είδε πως υπήρχε μία χοντρή βούρτσα στο δάπεδο, δίπλα από την ποτίστρα. Την πήρε με χαρά και άρχισε να βουρτσίζει το τρίχωμα της Ρόντα. Το περιποιήθηκε τόσο, που όταν είχε τελειώσει εκείνο γυάλιζε. Η Ρόντα κουνούσε την ουρά της ευχαριστημένη που κάποιος ασχολούνταν μαζί της. Έπειτα καθάρισε και τις οπλές της, και τέλος χτένισε την μακριά της χαίτη. Όταν την κοίταξε έπειτα από λίγη ώρα, δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα άλογα του Άισλιγκ που φρόντιζαν οι Ευχές. Μόνο που εκείνα είχαν και μακριές πλεξίδες με φιογκάκια και ρουμπίνια στις άκρες τους.
Το μικρό πόνυ δίπλα από την Ρόντα χτύπησε τις οπλές του στο δάπεδο. Χλιμίντρισε και στα αυτιά της ήχησε σαν επιδοκιμασία. Η Φιντέλμα αποφάσισε πως όλα τα άλογα που στεγάζονταν στον στάβλο άξιζαν λίγη παραπάνω προσοχή, οπότε τα φρόντισε όλα, ένα ένα. Πρώτα το μικρό καφετί πόνυ με την ξανθιά χαίτη, ύστερα όλα τα υπόλοιπα. Μόλις τελείωσε τη δουλειά, όλα ήταν περιποιημένα και τα δέρματά τους γυάλιζαν.
Έπειτα από λίγη ώρα, οι Σνάουας φύσηξαν με δύναμη και ο αέρας χτύπησε την πόρτα του στάβλου, μπαίνοντας ανά δεσμίδες μέσα από τις χαραμάδες. Τότε η Φιντέλμα θυμήθηκε ότι έπρεπε να φύγει γρήγορα, γιατί αν τυχόν ο κυνηγός αντιλαμβανόταν την απουσία της, θα κινούσε γη και ουρανό για να την βρει και όταν την έβρισκε τελικά, θα την έκανε να το μετανιώσει.
«Θα σας δω πάλι αύριο!» είπε τραγουδιστά και γλίστρησε ήσυχα έξω.
Μόλις βρέθηκε έξω από την πόρτα του πανδοχείου, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να μπει, γιατί αν άνοιγε μόνη της, θα κινούσε τις υποψίες των ενοίκων, οι οποίοι σαν άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να την δουν. Έστιψε το μυαλό της για να βρει μια έξυπνη λύση, όταν άκουσε τα γέλια των Σνάουας. Και τότε της ήρθε μια ιδέα. Πλησίασε μία ομάδα από τα πειραχτήρια πνεύματα και τους μίλησε. Εκείνα φάνηκαν να ενθουσιάζονται.
Έτσι, μαζεύτηκαν όλα μαζί και έστησαν χορό, και άρχισαν να φωνάζουν και να τραγουδάνε, και έπειτα φύσηξαν με τέτοια ένταση, που ο μεγάλος ανεμοστρόβιλος άνοιξε την πόρτα με λύσσα. Οι νιφάδες εισήλθαν στη σάλα και ο τσουχτερός αέρας έκανε τους πάντες να τυλίξουν τα παλτά πάνω τους. Η Φιντέλμα βρήκε την ευκαιρία και έτρεξε μέχρι τις σκάλες, προτού προλάβει η Τζερ να κλείσει με κόπο την πόρτα. Έτρεξε στο δωμάτιο και περίμενε ήσυχα.
Ύστερα από λίγες ώρες, ο κυνηγός φάνηκε και ξάπλωσε κατευθείαν στο κρεβάτι της δυτικής μεριάς. Δεν είχε καταλάβει τίποτα.
Έτσι πέρασαν λοιπόν ακόμα δύο μέρες, με την Φιντέλμα να το σκάει κρυφά και να πηγαίνει στο στάβλο, όπου φρόντιζε τα άλογα με όλη της την αγάπη. Ούτε που είχε περάσει από το μυαλό του κυνηγού ότι η Ευχή είχε βρει έναν πιο ενδιαφέρον τρόπο να περνάει τις ώρες της από το να κάθεται ήσυχη και ασφαλής στο δωμάτιο.
Όσο για εκείνον, κατέβαινε κάτω, έτρωγε και έπινε, παρακολουθούσε πότε πότε και τον μάγο, και έπειτα γυρνούσε στο δωμάτιο και κοιμόταν. Για καλή του τύχη, ο Γουάφ τον χαιρετούσε από μακριά και έπειτα καθόταν με τις παρέες του, και ούτε που του ξαναμιλούσε. Είχε αρχίσει να ηρεμεί, σκεπτόμενος ότι ίσως και να κατάφερνε να φύγει από αυτήν την καταραμένη πόλη χωρίς ο μάγος να υποψιαστεί τον θησαυρό που έκρυβε στο δωμάτιό του.
Όλα κυλούσαν ήρεμα και ομαλά, μέχρι την πέμπτη μέρα της παραμονής τους. Ήταν μεσημέρι και ο κυνηγός είχε κατέβει στη σάλα. Είχε παραγγείλει ένα μεγάλο πιάτο με παστό κρέας και δύο φρατζόλες κριθαρόψωμο. Φυσικά από το τραπέζι του δεν έλειπε και ένα μεγάλο ποτήρι κανελομπύρας.
Η Φιντέλμα κατέβηκε αθόρυβα τις σκάλες, όπως συνήθιζε τις τελευταίες μέρες. Στάθηκε πίσω από τον τοίχο και κρυφοκοίταξε. Ο κυνηγός ήταν πλήρως αφοσιωμένος στο γεύμα του. Άκουσε την πόρτα να τρίζει, και με χαρά την είδε να ανοίγει. Ένας γηραιός κύριος με ψαρά μαλλιά μπήκε μέσα στηριζόμενος στην μαγκούρα του. Χωρίς να το σκεφτεί, έτρεξε και βγήκε από την πόρτα σαν σίφουνας.
Μπήκε στον στάβλο και άρχισε την δουλειά σιγοτραγουδώντας. Εκεί που βούρτσιζε την χαίτη της Ρόντα, άκουσε μια φωνή πίσω της. Σταμάτησε το τραγούδι και γύρισε. Ήταν ο ψαρομάλλης άντρας που της είχε ανοίξει την πόρτα.
«Καλά το είχα μαντέψει. Για δες, μια Ευχή!» είπε και έβγαλε το καπέλο του. «Δεν είχα την τιμή να δω πολλές σαν και την αφεντιά σας, δεσποινίς μου»
Η Φιντέλμα πάγωσε, δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει ποιος ήταν, αλλά όταν πρόσεξε ότι η μαγκούρα στην οποία στηριζόταν ήταν στην πραγματικότητα μία μαγική ράβδος, σιώπησε. Κοίταξε την πόρτα πίσω τους, έτοιμη να τρέξει μόλις της δοθεί η ευκαιρία.
«Μην φοβάστε, παρακαλώ» είπε ο άντρας. «Ονομάζομαι Γουάφ. Είχα την τύχη να συναντήσω τον αφέντη σας πριν λίγες μέρες, έναν κύριο ονόματι…» σκέφτηκε λίγο, «Γκόραν» απάντησε τελικά.
«Τι θες;» ρώτησε η Φιντέλμα βρίσκοντας τη φωνή της.
«Από εσάς, τίποτε» απάντησε ευγενικά ο Γουάφ.
«Τι γυρεύεις εδώ, τότε;» ξαναρώτησε δύσπιστη.
«Θα ήθελα να μιλήσουμε, αν έχετε την καλοσύνη»
Η Φιντέλμα χαλάρωσε, πέταξε και το αμυντικό ύφος από πάνω της και περίμενε υπομονετικά. Ήξερε πως ο μάγος έλεγε την αλήθεια, με τον ίδιο τρόπο που γνώριζε πως ο κυνηγός δεν λεγόταν Γκόραν και ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο άρχοντας Μακ Λερ, αφέντης του κάστρου της Χάνταπ.
«Σας ακούω…» είπε εκείνη ψύχραιμα.
«Πρόσεξα ότι τρέξατε να βγείτε από την σάλα την ώρα που άνοιξα την πόρτα· τρέξατε με τόση βιασύνη, που δεν προσέξατε πως σας είχα δει. Σε άλλη περίπτωση δεν θα σας ενοχλούσα, μα τώρα νομίζω πως είναι ανάγκη. Ξέρετε, δεν είναι σοφό να το σκάτε στα κρυφά ενώ ο αφέντης σας γευματίζει στη σάλα. Τι θα γίνει όταν συνειδητοποιήσει αυτό που κάνετε;»
«Δεν είναι αφέντης μου»
«Σίγουρα όχι, αλλά εκείνος έτσι πιστεύει, και δρα αναλόγως. Άλλωστε, αν δεν γελιέμαι, σας κρατά δέσμια με κάποιο μαγικό ξόρκι»
Η Φιντέλμα δεν απάντησε, μόνο τον κοίταξε κατάματα.
«Επιτρέψτε μου να σας δώσω μια συμβουλή, δεσποινίς. Μην το επαναλάβετε, γιατί θα έχετε άσχημα ξεμπερδέματα όταν σας καταλάβει»
Η Φιντέλμα αγνόησε την συμβουλή του και συνέχισε να βουρτσίζει το άλογο χωρίς να μιλά, όπως και πριν που ήταν μόνη της.
«Για το καλό σας το λέω…» συμπλήρωσε ο Γουάφ.
Η Φιντέλμα συνέχιζε να ασχολείται με την φροντίδα της Ρόντα, σαν να μην τον άκουγε πια.
«Φαίνεται πως η παρουσία μου είναι κάπως ανεπιθύμητη… Συγχωρέστε με» είπε τελικά και κίνησε να φύγει.
«Γουάφ…» μίλησε η Φιντέλμα μόλις εκείνος άνοιξε την πόρτα. «Μην φύγεις, σε παρακαλώ»
Ο μάγος έκλεισε την πόρτα και γύρισε δίπλα της. Η Φιντέλμα τον παρακίνησε σιωπηλά να καθίσει δίπλα της στο πεζούλι. Στηρίχτηκε στην ράβδο του και κάθισε αργά.
«Είχα καιρό να συναντήσω κάποιο φιλικό πρόσωπο…» είπε. Η Ρόντα διαμαρτυρήθηκε με ένα χλιμίντρισμα. «Εκτός από την Ρόντα και τους υπόλοιπους φίλους μου εδώ μέσα…» συμπλήρωσε γελώντας.
Ο Γουάφ ανταποκρίθηκε με ένα φωτεινό χαμόγελο. Τα γκρίζα, καλοσυνάτα μάτια του γελούσαν και αυτά.
«Τι συνέβη; Πώς βρέθηκες αιχμάλωτη του κυνηγού;»
«Ήμουν στο ελατόδασος της Χάνταπ… Τραγουδούσα και οι Σνάουας συνόδευαν το τραγούδι μου για να μην νιώθω μοναξιά… Και τότε, ξαφνικά, εμφανίστηκε εκείνος και άρχισε να με κυνηγάει. Λέει πως θα με πουλήσει στην αγορά του Ντόνα…» είπε και τα μάτια της βούρκωσαν για ένα λεπτό.
«Πώς βρέθηκες στην Χάνταπ;»
«Ήμουν στον δρόμο για τον άνθρωπό μου… Τον Κίαν… Είναι πολύ καλό παιδί, Γουάφ. Και με χρειάζεται…» Λέγοντας αυτά, τα δάκρυα χύθηκαν ποτάμι στα μάγουλά της.
«Μην κλαις κορίτσι μου… Σώπα…» την καθησύχασε ο μάγος και την πήρε στην αγκαλιά του.
«Εσύ μπορείς να με βοηθήσεις να φύγω;» ρώτησε η Φιντέλμα ενώ σκούπιζε τα δάκρυά της στο φόρεμά της.
Ο μάγος φάνηκε να σκέφτεται σοβαρά. «Δεν ξέρω, κορίτσι μου…»
«Σε παρακαλώ… Ο Κίαν με χρειάζεται… Πρέπει να πάω κοντά του…» τον παρακάλεσε.
Ο μάγος χάιδεψε τα εβένινα μαλλιά της, ενώ την κοιτούσε με συμπόνια. «Δεν ξέρω… Ίσως σκεφτώ κάτι… Θα προσπαθήσω… Αλλά δεν σου υπόσχομαι τίποτα» είπε τελικά.
«Σε ευχαριστώ! Δεν ξέρεις πόσο χαρούμενη με κάνεις!» φώναξε η Φιντέλμα λάμποντας από χαρά, ενώ έπεφτε στην αγκαλιά του. Ο Γουάφ τη συμβούλεψε να κάνει ησυχία και εκείνη μαζεύτηκε. «Ευχαριστώ!» επανέλαβε ψιθυριστά.

Εκείνο το βράδυ, η Φιντέλμα κοίταξε έξω από το παράθυρο με την ελπίδα να γεννιέται και πάλι στην καρδιά της. Ο Γουάφ την είχε χαιρετίσει με την υποψία μίας λάμψης στα γκρίζα του μάτια. Η Φιντέλμα ήταν σίγουρη ότι ο καλόκαρδος μάγος είχε κάποιο σχέδιο. Κοίταξε τον Γκόραν που κοιμόταν στο κρεβάτι της δυτικής μεριάς. Και καθώς σκεφτόταν ότι αυτό ίσως ήταν το τελευταίο βράδυ που τον έβλεπε, η φλόγα του κεριού τρεμόπαιξε δυσοίωνα, τσιρίζοντας. 

Ιωάννα Τσιάκαλου