Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 5)

Όλη η γειτονιά ήτανε στο πόδι με το κακό που είχε συμβεί. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο καημένος ο παπά Φώτης ήταν νεκρός. Τόσο μα τόσο άδικο! Ο Άγγελος έφτασε αλαφιασμένος έξω από το σπίτι του και βρήκε πλήθος κόσμου μαζεμένο. Επικρατούσε μια γενικότερη αναστάτωση, ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ αγαπητός στην ενορία του. Γύρω στα πενήντα, είχε καταφέρει με την αγνή του καρδιά και τον μεστό του λόγο, να μαζέψει ξανά τον κόσμο στην εκκλησία όταν ήρθε στην περιοχή.
─ Τι συνέβη; ρώτησε κάποιον παριστάμενο.
Σήκωσε τους ώμους του.

─ Ακόμα δεν είναι τίποτα βέβαιο. Κάποιοι λένε πως επέστρεφε χτες αργά με το αυτοκίνητο, βγήκε από τον δρόμο και έπεσε σε ένα δέντρο.
Κοίταξε γύρω του ταραγμένος μήπως διακρίνει κάποιο οικείο πρόσωπο, μήπως μάθει κάτι παραπάνω , μα μάταια.
─ Λένε επίσης, συνέχισε, ότι χτύπησε και ένα μικρό κορίτσι.
─ Πώς;
─ Η εκδοχή είναι ότι το κορίτσι περπατούσε στην άκρη του δρόμου, είχε και σκοτάδι, το είδε τελευταία στιγμή και στην προσπάθεια να το αποφύγει, έγινε ότι έγινε.
Προσπάθησε να δει να παραμερίσει τον κόσμο, να πλησιάσει πιο πολύ, μα επικρατούσε το αδιαχώρητο.
Απομακρύνθηκε και ακούμπησε σε ένα δέντρο εκεί κοντά αναστατωμένος. Προσπάθησε να ηρεμήσει ελέγχοντας την αναπνοή του. Ο άνθρωπος του, το στήριγμά του είχε χαθεί. Ποιος θα τον καθοδηγούσε πλέον, θα άπλωνε το χέρι να τον οδηγήσει και να τον παρηγορήσει; Ένιωσε χαμένος, αποπροσανατολισμένος η γη είχε εξαφανιστεί κάτω από τα πόδια του. Πονούσε το στήθος του.
─ Γιατί Θεέ μου, γιατί όλα σε μένα;
Ξάφνου ένιωσε φτηνός, τιποτένιος που τόλμησε να σκεφτεί έτσι. Με ποιο δικαίωμα Τον έκρινε, ποιος ήταν αυτός που θα αμφισβητούσε την κρίση Του; Ότι συνέβαινε, υπήρχε λόγος και γινότανε. Σταυροκοπήθηκε και φίλησε τον σταυρό που φορούσε στον λαιμό μετανιώνοντας σχεδόν αμέσως για τις λέξεις που ξεστόμισε.
Ασυναίσθητα, έπιασε τον φάκελο στην τσέπη του, που από βιασύνη, πήρε μαζί του. Σκούπισε τα μάτια του που είχαν γεμίσει με δάκρυα και τον περιεργάστηκε για άλλη μια φορά, προσπαθώντας να καταλάβει το νόημα όλων αυτών που του έτυχαν. Είχαν συμβεί πολλά πράγματα μαζεμένα, όλα το ένα πιο παράξενο από το άλλο. Τι προσπαθούσε άραγε να του πει, ποιο δυσοίωνο μήνυμα προσπαθούσε να του περάσει;
Αποφάσισε να φύγει, δεν είχε νόημα να μένει πια εκεί. Έσκυψε το κεφάλι και με βαριά καρδιά κίνησε για το σπίτι. Μέσα στο μυαλό του επικρατούσε σύγχυση, έπρεπε να βρει τρόπο να γαληνέψει τον νου του.
Η κυρά Δέσποινα καθότανε δίπλα στη μάνα του. Έμοιαζε ήρεμη, με μια πραότητα στο πρόσωπό της, σάμπως και τα λόγια που της έλεγε μιλώντας χαμηλόφωνα και χαμογελαστά κρατώντας της το χέρι, της καταπράυναν την αρρώστια. Σαν τον είδε, την άφησε και πήγε κοντά του.
─ Τι κακό ήταν αυτό που μας βρήκε αγόρι μου, του είπε σιγανά και θλιμμένα.
Της έπιασε τα χέρια και κούνησε το κεφάλι .
─ Η μάνα;
Γύρισε και την κοίταξε.
─ Είναι καλύτερα σήμερα.
Και συμπλήρωσε κατεβάζοντας το κεφάλι.
─ Όσο καλύτερα μπορεί να είναι…
Πήγε κοντά της. Γονάτισε δίπλα της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Σαν τον κατάλαβε τον κοίταξε και προσπάθησε να χαμογελάσει.
─ Εσύ είσαι γιε μου;
Πήρε τα χέρια της και τα φίλησε με θέρμη.
─ Εγώ είμαι.
Ήθελε να βάλει τα κλάματα, μα κρατήθηκε. Είχε μόλις μάθει πως ο πνευματικός του πατέρας είχε πεθάνει. Έτρεμε τη μέρα εκείνη που θα χτυπούσε τον τηλέφωνο για τη μητέρα του.
─ Πρέπει να φύγω, είπε με φωνή που έτρεμε. Ξεκουράσου.
Έκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε γαλήνια, σάμπως και έβλεπε κάποιον.
─ Να πας αγόρι μου, την ευχή μου…
Ξαναγύρισε στο μαγαζί. Ακούμπησε το σημειωματάριο στον πάγκο και απέμεινε να το κοιτά με σταυρωμένα τα χέρια. Δεν είχε ξεπεράσει το σοκ, μα έπρεπε να βγάλει και άκρη με το περίεργο αυτό δέμα. Τι νόημα είχε ένα άγραφο τετράδιο; Για πιο λόγο του το έστειλε; Και ο θάνατός του; Άρχισε να βάζει πολλά με το μυαλό του. Βέβαια, εκείνος ήταν ένας ζωντανός άγιος, δεν είχε εχθρούς. Για όλους είχε να πει μια καλή κουβέντα. Απόδιωξε τις κακές σκέψεις, ήταν συναισθηματικά φορτισμένος και δεν σκεφτότανε καθαρά.
Το ξεφύλλισε άλλη μια φορά χωρίς όμως να βγάλει και πάλι συμπέρασμα. Σκέφτηκε να πάρει την αστυνομία και τους να τα τους τα πει, μα τι θα τους έλεγε στα αλήθεια; Στην καλύτερη περίπτωση, ίσως να γελούσαν μαζί του. Ίσως όμως και δεν έπρεπε. Και έτσι καθότανε προβληματισμένος, όταν στην πόρτα φάνηκε ο Σωτήρης. Φαινότανε ταλαιπωρημένος, η μπλούζα του ήταν σκισμένη και γεμάτη χώματα, στον κρόταφο είχε ξεραμένα αίματα.
─ Ο Χριστός και η Παναγία! αναφώνησε σαν τον είδε. Τι έπαθες εσύ πάλι;
─ Πήγα απλά μια επώδυνη βόλτα.
─ Δεν καταλαβαίνω.
─ Άστο, είπε με έναν μορφασμό. Κάτι δικά μου.
─ Χτύπησες;
─ Μπα, δεν νομίζω. Δεν είναι τίποτα.
─ Πήγαινε χριστιανέ μου σπίτι να ξαπλώσεις, έχεις τα χάλια σου.
─ Αυτή την στιγμή δεν είναι η καλύτερη ιδέα.
─ Τι εννοείς;
─ Άστο καλύτερα. Να ρίξω λίγο νερό θέλω απλά.
Πήγε στο μπάνιο και άφησε τον Άγγελο γεμάτο απορίες. Επέστρεψε καθαρός και τον βρήκε σκυμμένο πάνω από τον πάγκο.
─ Τι μελετάς πάλι; τον ρώτησε. Κανένα χαμένο ευαγγέλιο για τη Μαγδαληνή που πάει για θάψιμο; Ξέρεις, δεν ήτανε πόρνη όπως λέγεται…
─ Ήμαρτον πια, δεν είναι όλα αστεία!
Σήκωσε τα χέρια του σε στάση άμυνας.
─ Εντάξει, εντάξει, μη θυμώνεις. Πολύ ευέξαπτος μου έχεις γίνει.
─ Συγγνώμη, είπε με απολογητικό ύφος κάνοντας μια κίνηση με το χέρι σαν να ήθελε να αποδιώξει την κακία. Έτσι είναι, όπως τα λες. Συγχώρα με, απλά σήμερα δεν είναι η μέρα μου.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.
─ Τα έμαθες για τον παπά Φώτη; είπε στο τέλος.
─ Μπα, είχα άλλα πιο σοβαρά προβλήματα που με απασχολούσαν σήμερα.
─ Είχε ένα τροχαίο χτες το βράδυ. Δεν τα κατάφερε.
Έδειξε να εκπλήσσεται στα αλήθεια. Η όψη του έγινε θλιμμένη.
─ Πραγματικά λυπάμαι, είπε στο τέλος με σκυμμένο το κεφάλι εννοώντας αυτό που έλεγε. Το ξέρω πως αυτός ο άνθρωπος σου στάθηκε σαν πατέρας.
Κούνησε λυπημένος το κεφάλι. Είχε δίκιο γι’ αυτό.
─ Και τι είναι αυτό τελικά που κοιτάς με τόση περιέργεια;
Ο Άγγελος ανασήκωσε τους ώμους του με απορία. Του το έδωσε.
─ Μου το ταχυδρόμησε πριν…ξέρεις.
Κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. Το ξεφύλλισε και εκείνος.
─ Τι είναι αυτό;
Ανασήκωσε τους ώμους του.
─ Δεν έχω την παραμικρή ιδέα.
─ Άλλο πάλι και τούτο.
─ Δες και την διεύθυνση αποστολής, και του έδωσε το φάκελο. Το έστειλε από το σπίτι του την ημέρα πριν φύγει. Δεν είναι παράξενο;
─ Όντως, πολύ περίεργο, είπε και εκείνος. Ξέρουμε που πήγε όταν έφυγε;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
─ Δεν είπε σε κανέναν τον προορισμό του, ή τον σκοπό του ταξιδιού.
Ανέτρεξε στην πρώτη σελίδα.
─ «Προς πεφωτισμένους εστί το ανάγνωσμα». Τι εννοεί μ’ αυτό;
Ο Σωτήρης ανασήκωσε με απορία τους ώμους του. Εξέτασε με προσοχή, μια μια τις σελίδες και κοντοστάθηκε σε κάποια.
─ Αυτό εδώ μοιάζει με «Κ», και αυτό εδώ με «ν». Απλά είναι πολύ ξεθωριασμένα και δεν φαίνονται. Η μάλλον…
Έτριψε με δύναμη την σελίδα και έμεινε να την κοιτάει. Έψαξε τις τσέπες του με ανυπομονησία.
─ Που τον έβαλα, ανάθεμα με…
─ Σωτήρη!
─ Α! Νάτος!
Έβγαλε έναν ασημένιο αναπτήρα τύπου Zippo και τον άναψε. Έπειτα, τον πλησίασε στο βιβλίο.
─ Είσαι τρελός; του φώναξε. Τι πας να κάνεις;
─ Υπομονή, του είπε με έκδηλη την χαρά στα μάτια του και κουνώντας τον πέρα δώθε κοντά στη σελίδα.
Μόλις τελείωσε έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα ικανοποίησης.
─ Βουαλά! είπε και του πρότεινε το σημειωματάριο.
Σχεδόν του το άρπαξε από τα χέρια. Το διάβασε και η απογοήτευση φάνηκε στο πρόσωπό του.
─ Αυτό ήταν; «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό»; Όλο αυτό για να μου στείλει μια προσευχή; Δεν καταλαβαίνω, ειλικρινά.
─ Όντως δεν κατάλαβες, του είπε. Αυτό είναι ένα είδος ημερολογίου, που από τον τρόπο που το έγραψε, με αόρατο μελάνι, και τον τρόπο που σου το έστειλε, μάλλον δεν ήθελε να πέσει σε ακατάλληλα χέρια.
─ «Προς πεφωτισμένους…» μουρμούρισε. Αυτό εννοούσε. Με το φως θα αποκαλυφθεί το ανάγνωσμα.

Κοιτάχτηκαν και άρχισαν να γελάνε ευχαριστημένοι με αυτό που κατάφεραν. Έπειτα βάλθηκαν να αποκαλύψουν όλο το κείμενο.



Ηλίας Στεργίου