Η Επιστροφή της Angelinas S.

                Η περίεργη αίσθηση που μου δημιουργούνταν κάθε φορά που επέστρεφα στο σπίτι μου είχε εδραιωθεί τις τελευταίες ώρες για τα καλά μέσα μου, πράγμα που σήμαινε ότι η διαδρομή μου θα έφτανε σύντομα στο τέλος της. Δεν μπορώ να πω πως δε χαιρόμουν που θα ξαναέβλεπα τους δικούς μου μετά από τόσους μήνες, όμως αυτό σήμαινε πως θα χρειαζόταν να απαντήσω σε έναν καταιγισμό ερωτήσεων τόσο από εκείνους, όσο και από το υπόλοιπο σόι που θα είχε μαζευτεί στο σπίτι, όπως κάθε φορά, για να γιορτάσει την επιστροφή μου. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν ευχαριστιόμουν ούτε στο ελάχιστο.
            Το ξέρω πως οι γονείς μου διοργάνωναν όλο αυτό το πανηγύρι εξαιτίας της ανακούφισης που ένιωθαν κάθε φορά που επέστρεφα ζωντανή στο σπίτι. Ήθελαν να το γιορτάσουν και να το φωνάξουν σε όλους, για να το εμπεδώσουν και οι ίδιοι, ωστόσο ήταν κάτι που μετά βίας ανεχόμουν και είχε αποτελέσει την πηγή αμέτρητων καυγάδων για πολλά χρόνια. Η αλήθεια είναι πως ο πατέρας και η μητέρα μου ποτέ δεν κατάλαβαν την ανάγκη μου, ούτε συμμερίστηκαν τους λόγους που ήθελα να φύγω. Περισσότερο εξαιτίας του λιπόψυχου χαρακτήρα τους και της δειλίας που βρισκόταν στα σωθικά τους.

            «Δε χρειάζεται να πας, μπορείς να τους πεις πως μετάνιωσες, κόρη μου. Σε παρακαλώ!» επανέλαβε η μητέρα μου για χιλιοστή φορά, ενώ ετοίμαζα τα τελευταία πράγματα στη βαλίτσα μου, αγνοώντας την επιδεικτικά.
            «Το ξέρεις πως δεν μπορώ να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια, την ώρα που ο κόσμος πάει κατά διαόλου!» φώναξα, ελπίζοντας πως δε θα χρειαζόταν να το ξανακάνω. «Είμαι ενήλικη και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, χωρίς να ζητάω την άδειά σου. Αν ήθελα να μείνω, θα έμενα. Δεν μπορείς να με μεταπείσεις, πάρ’ το απόφαση. Αν κάτσω εδώ θα πεθάνω από τις τύψεις και την απραξία. Πρέπει να κάνω κάτι, δεν το καταλαβαίνεις πια; Δε θα αντέξω να ζω σε μία φούσκα!»
Είχα βγει εκτός ορίων. Είχα εξηγήσει σε όλους ξανά και ξανά τις προθέσεις και τις επιθυμίες μου, όμως εκείνοι δεν έλεγαν να ανοίξουν το μυαλό τους και να δεχτούν την επιλογή μου. Κατανοούσα τους φόβους τους, όμως ήταν στο δικό μου χέρι και δεν έπεφτε σε κανέναν άλλο ο λόγος. Έτσι κι αλλιώς όλοι κινδυνεύαμε, απλώς εκείνοι ένιωθαν πιο ήσυχοι και προστατευμένοι στο καταφύγιο.
            Με κοίταξε παραιτημένη.
            «Κι εγώ δε θα αντέξω να χάσω και δεύτερο παιδί!»

Τα σκληρά λόγια της μητέρας μου επέστρεφαν συχνά στο μυαλό μου, δημιουργώντας μου ένα αίσθημα υποχρέωσης να μείνω ζωντανή, για να αποδείξω σε όλους πως η επιλογή μου ήταν σωστή αρχικά, και για να μην τους στεναχωρήσω κατά δεύτερον. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από εκείνη την ημέρα και όφειλα να παραδεχθώ πως τα είχα καταφέρει αρκετά καλά.
Το ελικόπτερο επιβράδυνε, επαναφέροντάς με στην πραγματικότητα. Είχαμε φτάσει. Έβγαλα τη ζώνη ασφαλείας μου και σηκώθηκα από τη θέση μου, περιμένοντας τις οδηγίες στο ασύρματο ακουστικό. Αιωρούμασταν σχεδόν ακίνητοι, αρκετά μέτρα πάνω από την κατοικημένη περιοχή που παλαιότερα ονομαζόταν Σέφιλντ, ένα όνομα που αντικαταστάθηκε από ένα πιο βολικό: Καταφύγιο 741-Β. Ετοιμάστηκα φορώντας την εξάρτυσή μου και στο άκουσμα του ονόματός μου ξεκίνησα να κατεβαίνω το ειδικό σκοινί που θα με οδηγούσε λίγα μέτρα πάνω από την ταράτσα του αρχηγείου, στην οποία έπρεπε να προσγειωθώ. Πολύ σύντομα πατούσα πάνω στην τσιμεντένια στέγη του κτιρίου που αποτελούσε τα κεντρικά του Καταφυγίου.
Οι συνεπιβάτες μου με ακολούθησαν και σε λίγα λεπτά –δε μας έπαιρνε και πολλή ώρα η αποβίβαση από το ελικόπτερο πλέον– ήμασταν όλοι με τα απαραίτητα χαρτιά στα χέρια, έτοιμοι να κατευθυνθούμε προς τα σπίτια μας. Λίγο πριν απομακρυνθώ από την ομάδα, γύρισα το βλέμμα μου προς τα πίσω αναζητώντας ένα ζευγάρι μάτια που με κοιτούσαν ήδη. Όπως πάντα συνεννοηθήκαμε χωρίς να χρειαζόμαστε τις λέξεις. Χαμογέλασα και έσπασα τη σύνδεσή μας, γυρνώντας το κεφάλι μου προς το σπίτι, που για τα πρώτα δέκα οχτώ μου χρόνια αποτελούσε το πατρικό μου.

            «Είναι αποστολή αυτοκτονίας, Φέργκους, μην πας, σε παρακαλώ» είπα για πολλοστή φορά, σε μια ύστατη προσπάθεια να τον μεταπείσω.
            «Ξέρεις ότι δε γίνεται και στη θέση μου κι εσύ το ίδιο θα έκανες» μου απάντησε ψύχραιμα, δείχνοντας τεράστια υπομονή στις γκρίνιες και στα παρακάλια μου. «Και βασικά το έχεις ήδη κάνει, θυμάσαι;» με πείραξε, παίζοντας με μια τούφα μαλλιών που έπεφτε μπροστά στα μάτια μου. Χαμογέλασε ενισχύοντας τα λόγια του.
            Ξεφύσησα ηττημένη. Είχε δίκιο, έπρεπε να σταματήσω να σκέφτομαι εγωιστικά.
            «Απλώς… Δε θα αντέξω να πάθεις κάτι. Αν σήμερα είναι η τελευταία μέρα που σε βλέπω…»
            «Σσσς!» έβαλε το δάχτυλό του πάνω στα χείλη μου και με τράβηξε στην αγκαλιά του. «Αν είναι αυτή η στερνή μου μέρα πάνω στη Γη, τότε χαίρομαι που θα την περάσω μαζί σου. Και φρόντισε οι τελευταίες μου ώρες να αξίζουν» είπε με χαμηλή φωνή και με φίλησε με ένα πάθος πρωτόγνωρο, απεγνωσμένο, σαν να ήταν το ύστατο πράγμα που θα έκανε. Τα κορμιά μας ενώθηκαν υπακούοντας σε μια εσωτερική ανάγκη και των δύο και έπειτα μείναμε αγκαλιασμένοι για ώρες, μέχρις ότου ήρθε το ξημέρωμα. Τον αποχαιρέτησα κι εκείνος έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Ένιωθα πως ήταν η τελευταία φορά που τον αντίκρυζα. Ευτυχώς η πραγματικότητα με διέψευσε…

«Μπρόνγουεν!» ακούστηκε ασυγχρόνιστο το όνομά μου από δύο φωνές. Οι γονείς μου έτρεξαν προς το μέρος μου αγκαλιάζοντάς με αιφνίδια. Χαμογέλασα και ένιωσα ικανοποιημένη με τον εαυτό μου. Είχα καταφέρει άλλον έναν χρόνο να δω χαρούμενα τα πρόσωπά τους. Το στοίχημα είχε κερδηθεί άλλη μια φορά.
Αφού πέρασα τον εξονυχιστικό έλεγχο της μητέρας μου για τη σωματική μου ακεραιότητα και εξέλαβα το γεμάτο περηφάνια–η κόρη μου κάνει για τρεις γιους–βλέμμα του πατέρα μου, μπήκαμε στο σπίτι και λίγα λεπτά αργότερα έκλεινα την πόρτα του παιδικού μου δωματίου. Μέσα στην ατυχία μας ήμασταν τυχεροί. Ένα μέρος της πόλης στην οποία μέναμε, χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο και διαμορφώθηκε με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει πολίτες και από τις γύρω περιοχές. Όσους είχαν μείνει τέλος πάντων. Το σπίτι μας ήταν καινούριο και ευρύχωρο κι έτσι μαζεύτηκαν εδώ αρκετοί συγγενείς, χωρίς όμως να χρειαστεί να μετακομίσουμε ποτέ και να περιφερόμαστε σαν άστεγοι. Είχαμε πάντα το σπίτι μας. Ίσως βέβαια αν είχαμε πάει σε κάποιο από τα υπόγεια καταφύγια, να μην είχε συμβεί το κακό στον αδερφό μου…

Το μεσημέρι ήταν σχεδόν όπως το περίμενα. Ένα μεγάλο τραπέζι, με αγαθά που συγκεντρώνονταν πολύ καιρό για τη συγκεκριμένη ημέρα, είχε στρωθεί για χάρη μου. Όπως πάντα ήθελα να βρω μια τρύπα να κρυφτώ κι όχι να απαντώ στις ερωτήσεις που όλοι εύλογα είχαν.
Έχει κι άλλες γυναίκες πλέον στις Δυνάμεις; Έχετε αρκετές προμήθειες; Πώς είναι η κατάσταση εκεί έξω; Σκότωσες πολλά από τα καταραμένα «δαιμόνια»; Έχεις αγόρι;
Ποτέ όμως δεν είχα καινούριες απαντήσεις. Η κατάσταση ήταν ίδια. Σκότωσα πολλούς στις εξορμήσεις μου, αλλά δεν έφτανε αυτό για την εξάλειψη του είδους. Αγόρι; Είχα… Αλλά δε θα το έλεγα, προκειμένου να αποφύγω το νέο κύμα ερωτήσεων.

Μετά το φαγητό σκορπιστήκαμε στην τραπεζαρία και στο σαλόνι τελειώνοντας τα ποτά μας. Ο θείος μου καθόταν σιωπηλός στην πολυθρόνα κοντά στο παράθυρο και, χαμένος όπως ήταν στις σκέψεις του, δε με παρατήρησε να πηγαίνω προς το μέρος του. Αναπήδησε, όταν τον προσφώνησα.
«Τι κάνεις, θείε Άλασταιρ;» ρώτησα με κάποια ευδιαθεσία.
«Κ– καλά είμαι, Μπρον» είπε εκείνος με λίγη αμηχανία στη φωνή του.
«Ήσουν πολύ σιωπηλός στο τραπέζι. Είναι όλα καλά;» η περιέργειά μου είχε αρχίσει να αυξάνεται. Ο θείος Άλασταιρ ήταν παράξενος, αλλά πάντα έδειχνε να χαίρεται που με βλέπει και δεν ήταν απόμακρος όπως σήμερα. Ανησύχησα μήπως είχε γίνει κάτι κακό, το οποίο μου διέφευγε.
«Όχι, δηλαδή ναι, ναι. Όλοι καλά. Δε βλέπεις τη θεία σου που κελαηδάει με την αδερφή της;» απάντησε νεύοντάς μου προς το μέρος των δύο γυναικών. Δεν έδωσα συνέχεια. Είχα βρεθεί στη θέση του, καταλάβαινα τον πόνο και την ανάγκη απομόνωσης που είχε.
Δύο χρόνια πριν το καταφύγιο δέχθηκε επιδρομή από τους Αλλαγμένους. Υπήρξαν πολλά θύματα, όπως συνέβαινε πάντα. Ένα από αυτά ήταν η μικρή μου ξαδέρφη, κόρη του Άλασταιρ, η οποία ήταν μόλις οχτώ χρονών. Την τραυμάτισαν θανάσιμα και, παρόλες τις ιατρικές του γνώσεις, ο πατέρας της δεν κατάφερε να τη σώσει. Από τότε είχε αλλάξει πολύ σαν άνθρωπος.

Η υπόλοιπη μέρα κύλισε ήρεμα, οι εορτασμοί έπαψαν κι εγώ κατάφερα να περάσω λίγο ποιοτικό χρόνο με τους γονείς μου, λέγοντας νέα, νοσταλγώντας τα παλιά, μέχρι που η κουβέντα έφτασε στον αδερφό μου και η ατμόσφαιρα έγινε αυτόματα πιο βαριά. Είχαν περάσει τόσα χρόνια και ακόμα μας πονούσε.
Έκοψα λίγο απότομα τη συζήτηση και αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου, στο οποίο με περίμεναν φρεσκοπλυμένες οι παλιές μου πιτζάμες. Ένας λόγος που μισούσα τις Δυνάμεις ήταν πως κοιμόμασταν με ειδική στολή κι εγώ λάτρευα πάντα τις απαλές και βολικές μου πιτζάμες. Ο Φέργκους μού έλεγε πάντα πως όταν όλα τελείωναν θα μου έπαιρνε δέκα διαφορετικές, για να τις αλλάζω όποτε τις βαριέμαι.

Κοιτούσα έξω από το παράθυρό μου, αγναντεύοντας τη θέα που μου έφερνε αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, όταν παρατήρησα πως ανάμεσα στα ρούχα που ήταν απλωμένα στην πίσω αυλή, βρίσκονταν κάποια του αδερφού μου. Ίσως αποφάσισε η μητέρα μου να τα φρεσκάρει, σκέφτηκα, αλλά πριν προλάβω να το επεξεργαστώ περισσότερο με διέκοψε η είσοδός της στο δωμάτιο.
Ξάπλωσα κι εκείνη, όπως έκανε πάντα, κάθισε στα πόδια του κρεβατιού μου.
«Σκέφτηκα πως θα ήθελες να του ρίξεις μια ματιά» είπε και μου έδωσε ένα τετράδιο, το οποίο ήξερα πολύ καλά. Ήταν το ημερολόγιό μου.
Τα μάτια μου έλαμψαν από την προσμονή.
«Πού το βρήκες;» ρώτησα, ενώ το περιεργαζόμουν ήδη.
«Ήταν στην αποθήκη. Θα παράπεσε, όταν διαμορφώναμε το σπίτι. Φαντάστηκα πως θα το ήθελες. Δεν το διάβασα, μην ανησυχείς!» τόνισε στο τέλος. Γέλασα.
«Δε θα πείραζε και να το διάβαζες. Αθώες σκέψεις έχει».
«Και αναμνήσεις…» είπε και, αφού σηκώθηκε, με φίλησε στο μέτωπο και έφυγε.
Το ξεφύλλισα αργά και σταμάτησα ενστικτωδώς στις τελευταίες καταχωρήσεις.

30 Σεπτεμβρίου 2017

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Νιώθω πως ζω έναν καθημερινό εφιάλτη. Τίποτα γύρω μου δεν είναι ίδιο και όλα καταρρέουν. Κάτι πήγε πολύ στραβά. Οι γονείς μου λένε πως φταίνε οι κυβερνήσεις, που πάντα προσπαθούν να κατασκευάσουν το δυνατότερο όπλο. Ο κόσμος ζει σε μία τρέλα… Πρώτη φορά στη ζωή μου ήρθα αντιμέτωπη με κάτι μη φυσικό.
Οι άνθρωποι αρρωσταίνουν και μετατρέπονται σε δολοφονικές μηχανές, οι οποίες υπακούν μόνο στα ένστικτά τους. Το μόνο που τους νοιάζει είναι να βρίσκουν τροφή και να κυκλοφορούν σε αγέλες. Έχουν απίστευτη ταχύτητα και δύναμη. Έχουν καταστρέψει ολόκληρες πόλεις κι έχουν μολύνει με το δάγκωμά τους ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ο στρατός δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει. Μερικές πόλεις μετατράπηκαν σε καταφύγια, όπως η δική μας, και πολύς κόσμος έρχεται ώρα με την ώρα. Ευτυχώς δε θα χρειαστεί να φύγουμε από το σπίτι μας, αν και ο μπαμπάς επιμένει να πάμε σε ένα από τα υπόγεια καταφύγια που χτίζονται.
Χθες είδα έναν από πολύ κοντά… Είχε κόκκινα μάτια, επικίνδυνα, γεμάτα μίσος και δηλητήριο. Ήταν καλυμμένος με αίμα… Δικό του, αλλά και κάποιου θύματος. Είχε καταφέρει να περάσει την ασφάλεια, ψάχνοντας την υπόλοιπη αγέλη του και οι άντρες των Δυνάμεων, σαν παντοδύναμοι Θεοί, τον είχαν ακινητοποιήσει. Τον πέρασαν από μπροστά μου. Ο μπαμπάς λέει πως τους κάνουν εξετάσεις στα εργαστήρια, γι’ αυτό συλλαμβάνουν μερικούς. Τους λέμε Αλλαγμένους.

Γύρισα κάποιες σελίδες και σταμάτησα σε μια άλλη καταχώρηση.

22 Ιουνίου 2018

Τόσοι μήνες χωρίς κανένα νέο. Η ζωή στο καταφύγιο είναι μονότονη. Είτε θα ζούμε στον απόλυτο φόβο, ακούγοντας τις προειδοποιητικές σειρήνες, είτε στην απόλυτη απραξία.
Ο θείος υποστηρίζει πως οι κινήσεις των Αλλαγμένων έχουν αρχίσει να γίνονται πιο συντονισμένες. Φαίνονται να αποκτούν ένα είδος νοημοσύνης, η οποία τους επιτρέπει να κάνουν ποιοτικές επιθέσεις. Λέει πως παίρνουν όλο και περισσότερα θύματα μαζί τους και τα μεταμορφώνουν με το δηλητήριό τους, πως νοιάζονται για την αύξηση του πληθυσμού τους. Λέει πως είδε τις προάλλες από το παρατηρητήριο ένα να κυοφορεί.

10 Αυγούστου 2018

Χθες δεχθήκαμε επίθεση. Πήραν τον αδερφό μου…

Μνήμες πολλές, γεμάτες αγάπη, συγκίνηση, αλλά και σκοτεινές, μνήμες πόνου,  γέμισαν το μυαλό μου με το που διάβασα εκείνες τις προτάσεις. Έκλεισα το ημερολόγιο και τα μάτια μου και αποκοιμήθηκα, αγνοώντας το υγρό ποτάμι που έτρεχε ανεξέλεγκτα.

Την επόμενη μέρα το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν η μητέρα μου να με ξυπνάει, λες και ήταν να πάω στο σχολείο, και να μου ανακοινώνει πως το πρωινό ήταν έτοιμο στην κουζίνα. Ήθελα να κοιμηθώ περισσότερο, όμως καταλάβαινα τον ενθουσιασμό τους που βρισκόμουν μετά από τόσο καιρό στο σπίτι.
Ντύθηκα γρήγορα και ακολούθησα τη μυρωδιά του ζεστού καφέ. Πριν προλάβω όμως να φτάσω, ο ήχος της σειρήνας που αντήχησε σε όλο το καταφύγιο διέκοψε κάθε μου σκέψη. Για μερικά δευτερόλεπτα πάγωσα. Όταν συνήλθα, έτρεξα ξανά στο δωμάτιό μου και πήρα το όπλο και τους εφεδρικούς γεμιστήρες μου. Πνιχτές φωνές ανακατεμένες με τον ήχο της σειρήνας που έσκιζε τον αέρα έρχονταν από παντού.
            Πήγα προς το σαλόνι και έπεσα πάνω στη μητέρα και στον θείο μου, οι οποίοι, αντί να τρέχουν να ετοιμαστούν, διαπληκτίζονταν και τραβούσαν ο ένας τον άλλον προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
            «Εσύ φταις για όλα» φώναζε η μάνα μου προσπαθώντας να ελευθερωθεί από τη λαβή του Άλασταιρ κι εκείνος, αγνοώντας τις κατηγορίες της, την απέτρεπε από αυτό που ήθελε να κάνει.
            «Μην πας, Ράιλι. Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι επικίνδυνο; Πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους!» έλεγε μέσα στα αγκομαχητά τους.
            «Τι συμβαίνει;» τους διέκοψα. Δεν είχαμε πολύ χρόνο για χάσιμο. Έπρεπε να πάμε προς τα υπόγεια καταφύγια.
Η μητέρα μου ήρθε προς το μέρος μου κλαίγοντας.
            «Συγγνώμη, Μπρόνγουεν, συγγνώμη!» έλεγε και ξαναέλεγε και με αγκάλιαζε χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί.
            «Θα μου πει κανείς τι γίνεται;» ρώτησα νευριασμένα πλέον. Δεν άντεχα αυτό το παιχνίδι νεύρων που εξελισσόταν. Τον λόγο πήρε ο Άλασταιρ.
            «Εδώ που φτάσαμε… Τον τελευταίο καιρό κάναμε κάποια πειράματα στους Αλλαγμένους στο Κεντρικό Εργαστήριο. Φτάσαμε σε καινούρια συμπεράσματα και κάποιοι από αυτούς έδειξαν σημάδια ανθρωπιάς» είπε δειλά, ενώ πάλευε να ακουστεί μέσα στη φασαρία.
            «Αυτό είναι καλό» σχολίασα. «Το πρόβλημα πού είναι;»
            «Μέσα σε μία ομάδα ήταν και ο αδερφός σου, Μπρόνγουεν» είπε κι εγώ έφερα το χέρι στο στόμα μου μην μπορώντας να ελέγξω το σοκ μου.
Ο Άλασταιρ συνέχιζε τον καταιγισμό των γεγονότων χωρίς να μου δίνει καν τον χρόνο να κατανοήσω όσα άκουγα. Ήμασταν στη μέση μιας καταστροφής εξάλλου.
«Όταν τον είδα στην καταγραφή, δεν μπορούσα να μείνω άπραγος. Θα τον διέλυαν στο εργαστήριο. Έδρασα χωρίς πολλή σκέψη. Τον έφερα στο σπίτι, όπου τον κρατούσαμε σε καταστολή και δοκιμάζαμε μόνο όσα πειράματα είχαν θετικά αποτελέσματα…» σταμάτησε, διατηρώντας τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα.
            Βρισκόμουν σε κατάσταση πανικού.
            «Πόσο καιρό;» ρώτησα με τη φωνή μου έτοιμη να σπάσει.
            «Δύο χρόνια» μου απάντησαν ταυτόχρονα.
            «Δύο χρόνια! Δύο ολόκληρα χρόνια μου κρατάτε κάτι τέτοιο κρυφό; Ενώ έχω αφιερώσει όλη μου τη ζωή στο να τον ψάχνω; Είναι δυνατόν;»
Οι στιγμές σοκ είχαν περάσει και όλα είχαν αντικατασταθεί από καθαρό θυμό. Θυμό για τα ψέματα και το θέατρο που έπαιζαν όλοι πίσω από την πλάτη μου, θυμό για τον χαμένο καιρό που έψαχνα τον αδερφό μου, θυμό για τη γαμημένη κατάσταση που επικρατούσε γύρω μου εκείνη τη στιγμή. Ο βασικός λόγος που κατατάχθηκα στις Δυνάμεις ήταν η αρπαγή του αδερφού μου. Δεν μπορούσα να χωνέψω πως θα ζούσε την υπόλοιπη ζωή του σαν ένα πλάσμα άβουλο, σαν ζώο. Έπρεπε να τον βρω και να τον λυτρώσω. Για να λυτρωθώ κι εγώ. Και τώρα μου έλεγαν πως όλος αυτός ο κόπος πήγαινε χαμένος. Τόσες φορές που είχα κινδυνέψει ψάχνοντάς τον ανάμεσά τους, αντί να φύγω με την υπόλοιπη ομάδα μου… Όλα για το τίποτα. Τώρα έβγαζαν όλα νόημα. Τα απλωμένα ρούχα, η μυστικοπάθεια... Και τότε το σκέφτηκα.
«Όντως εσύ φταις! Οι αλλαγμένοι μας επιτίθενται μετά από τόσα χρόνια, εξαιτίας σου. Ποτέ δεν αφήνουν δικούς τους πίσω. Ήρθαν να τον πάρουν!» τα μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα και το μυαλό μου έτρεχε σε φρενήρεις ρυθμούς. «Πού τον έχετε;» ρώτησα.
«Στο υπόγειο» είπε η μητέρα μου.
«Αφήστε τον» παρενέβη ο θείος μου. «Ήδη έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο. Πάμε στις καταπακτές» μας έσπρωξε βάζοντας τέλος στη συζήτηση. «Το ποιος φταίει το βρίσκουμε μετά, αν είμαστε όλοι ζωντανοί».
Τους οδήγησα με ασφάλεια στην είσοδο της καταπακτής, η οποία ήταν κατάμεστη από τον κόσμο που φοβισμένος περίμενε να μπει. Τα αυτοσχέδια όπλα πολλά και ευφάνταστα, ο καθένας είχε αρπάξει ό,τι είχε προλάβει. Όταν σιγουρεύτηκα ότι ήταν όλοι μέσα, έφυγα. Άκουσα πίσω μου να φωνάζουν το όνομά μου, αλλά έσφιξα τα χέρια μου και προχώρησα. Τα δάκρυα στα μάτια μου ήταν η μόνη ένδειξη του φόβου μου.
Έπρεπε να πάω στον αδερφό μου. Πρώτον γιατί μέχρι να τον βρουν οι αλλαγμένοι θα έκαναν άνω κάτω όλο το καταφύγιο και θα την πλήρωνε πολύς κόσμος. Δεύτερον γιατί ήθελα να τον απαλλάξω εγώ η ίδια από το βαρύ αυτό φορτίο και τρίτον και ίσως περισσότερο γιατί ήθελα να τον δω μια τελευταία φορά…
Φτάνοντας στο σπίτι διαπίστωσα πως η πόρτα του υπογείου ήταν σπασμένη και ο αδερφός μου είχε ήδη φύγει. Τον είχαν ελευθερώσει. Και αυτό σήμαινε ένα πράγμα… Πως κάπου εκεί κοντά ήταν μια ομάδα Αλλαγμένων κι εγώ είχα για παρέα ένα μικρό πιστόλι χειρός. Οι πιθανότητες δεν ήταν υπέρ μου.
Πισωπάτησα προσπαθώντας να αφουγκραστώ μέσα στη φασαρία για τυχόν κοντινή σε εμένα κίνηση. Με γρήγορους υπολογισμούς κατέληξα πως η καλύτερη λύση ήταν να ανέβω στην ταράτσα της διπλανής τριώροφης πολυκατοικίας. Οι Αλλαγμένοι δε συνήθιζαν να αρέσκονται στα ύψη, και θα είχα μόνο μία πόρτα για να έχω τον νου μου.
Λίγο πριν φτάσω στην είσοδο άκουσα βήματα να τρέχουν προς το μέρος μου. Γυρνώντας ανακάλυψα πως ανήκαν σε δύο Αλλαγμένους, οι οποίοι με είχαν εντοπίσει και κρίνοντας πως ήμουν εύκολη λεία είχαν αποφασίσει να μου επιτεθούν. Άρχισα να πυροβολώ προς τα πίσω, ενώ δε σταμάτησα στιγμή να τρέχω. Ευτυχώς είχα προβάδισμα και οι πυροβολισμοί μου έδειχναν να τους καθυστερούν περισσότερο. Δεν απείχα πολύ από την είσοδο…
Μόνο όταν πέρασα το κατώφλι γύρισα και τους πυροβόλησα σημαδεύοντάς τους. Τραγικό λάθος. Μες στη βιασύνη μου δεν έλεγξα τι υπήρχε μέσα από την πόρτα και το θυμήθηκα τη στιγμή που δυο χέρια με άρπαξαν από την μπλούζα και με πέταξαν στον απέναντι τοίχο. Παρότι ξαφνιάστηκα, έβαλα όλη μου τη δύναμη στη λαβή του όπλου μου. Χωρίς αυτό ήμουν χαμένη…
Το τέρας κινήθηκε με απίστευτη ταχύτητα προς το μέρος μου και σε δευτερόλεπτα με στρίμωξε στον τοίχο ψάχνοντας απεγνωσμένα τον λαιμό μου. Το απωθούσα με όποιον τρόπο μπορούσα μέχρι που βρήκα το άνοιγμα που χρειαζόμουν. Έβαλα το πιστόλι στο πλάι του κεφαλιού του και πυροβόλησα. Αίματα πετάχτηκαν παντού, γεμίζοντας τον τοίχο και το πρόσωπό μου, πριν το σώμα του σωριαστεί στο πάτωμα.
Σκούπισα τα μάτια μου και έτρεξα χωρίς δεύτερη σκέψη στην ταράτσα. Κλείδωσα την πόρτα πίσω μου και περίμενα. Οι αισθήσεις μου ήταν σε εγρήγορση όλη αυτή την ώρα και χαλάρωσα μόνο τη στιγμή που ήχησε η δεύτερη σειρήνα. Αυτή που έλεγε πως οι Αλλαγμένοι είχαν αρχίσει να υποχωρούν.
Έβγαλα το κινητό μου και με τρεμάμενα χέρια κάλεσα τον Φέργκους. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Αν του είχε συμβεί κάτι… Μόνο όταν άκουσα τη λαχανιασμένη του φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, ηρέμησα. Ήταν ζωντανός.

Αφού τον χαιρέτησα και τον διαβεβαίωσα για την κατάστασή μου, προχώρησα προς την άκρη της ταράτσας. Κάτω η εικόνα θύμιζε σκηνικό πολέμου. Καπνοί έβγαιναν από σπίτια και αυτοκίνητα, οι δρόμοι ήταν έρημοι, συναγερμοί χτυπούσαν. Στις παρυφές του καταφυγίου, όσο ακόμη μπορούσε το μάτι να διακρίνει καθαρά, μια ορδή Αλλαγμένων κατευθυνόταν προς το μέρος του γκρεμισμένου και παραβιασμένου τείχους. Η εικόνα ήταν γνωστή. Το μόνο παράταιρο σε όλα αυτά ήταν η φιγούρα ενός αγοριού που, ενώ ακολουθούσε το απόλυτα συντονισμένο «κοπάδι», σταματούσε κάθε τόσο και μπερδεμένο κοιτούσε πίσω του…


Angelina S.