Στον όμορφο...ξένο! της Αλεξίας Λαμπροπούλου

Ήταν ένα βροχερό πρωινό Δευτέρας. Ο Στέφανος έτρεχε σχεδόν πανικόβλητος, ανεβαίνοντας με τα πόδια τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με προορισμό τον σταθμό του μετρό. Το ξυπνητήρι δεν είχε χτυπήσει και θα αργούσε στη δουλειά. Είχε πάρει βέβαια να ειδοποιήσει, αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό. Αν προλάβαινε να πλακώσει δουλειά πριν φτάσει, μετά θα πήγαινε όλη η μέρα του μέσα στο άγχος και στο τρέξιμο. Προσπαθούσε, λοιπόν, να κερδίσει όσο περισσότερο χρόνο γινόταν ελαχιστοποιώντας την διαδρομή. Όταν βρισκόταν περίπου στο ύψος του ογκολογικού νοσοκομείου, μια κοπέλα που φαινόταν εξίσου βιαστική έπεσε πάνω του. Χωρίς καν να του μιλήσει, του έριξε ένα άγριο βλέμμα και συνέχισε το δρόμο της. «Στραβάδι...» μουρμούρισε εκείνος και συνέχισε το δρόμο του φανερά εκνευρισμένος.
 
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Στέφανος βρισκόταν ήδη στο βαγόνι του μετρό με προορισμό το Αιγάλεω. Για καλή του τύχη, το ταχυφαγείο στο οποίο εργάζεται βρισκόταν μόλις δύο λεπτά με τα πόδια από το μετρό του Αιγάλεω. «Δε θα αργήσω πάνω από ένα τέταρτο.» σκέφτηκε ανακουφισμένος κι έβαλε το κινητό του στην τσέπη. Βάζοντας μέσα το κινητό κάτι ένιωσε ότι υπήρχε μέσα στην τσέπη του μπουφάν του. Τραβώντας το έξω, ανακάλυψε ότι ήταν ένας μικρός άσπρος φάκελος. Αφήνοντας την χειρολαβή, πήγε και στηρίχθηκε σε μια άκρη του βαγονιού κι άνοιξε παραξενεμένος τον φάκελο, για να βγάλει από μέσα μια επιστολή.

«Αγαπημένε μου, όμορφε ξένε!
Δεν έχει περάσει πολλή ώρα από την τελευταία φορά που σε είδα να περνάς, κι η καρδιά μου χτυπάει ακόμα σε ρυθμούς τρελούς. Έχω ακόμα εντυπωμένο στο μυαλό μου το έντονο βλέμμα σου και το γλυκό, καθάριο χαμόγελο σου. Ξέρω ότι δεν τα πρόσφερες σε μένα, αλλά θα ευχαριστώ το Θεό κάθε στιγμή που μου επέτρεψε να τα γευτώ.
Δεν το ξέρεις, αλλά η παρουσία σου μου έχει γίνει απαραίτητη. Νιώθω ότι, κάθε μέρα που ξημερώνει κι ανοίγω τα μάτια, ζω μόνο για να σε αντικρύσσω ξανά. Μία φορά το πρωί γύρω στις οκτώ, κι άλλη μία γύρω στις πέντε το απόγευμα. Μάλλον είναι οι ώρες που πηγαινοέρχεσαι στη δουλειά. Ακολουθείς αυτήν την διαδρομή επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας καθημερινά τις ίδιες ώρες, εκτός Κυριακής. Κι έτσι, αφήνω το μυαλό και τη φαντασία μου να τρέχει, πιστεύοντας ότι είναι τα ωράρια που αφορούν τη δουλειά σου.
Την Κυριακή πάλι, μένω ολόκληρη τη μέρα σχεδόν καρφωμένη στο παράθυρο μου, ελπίζοντας ότι ίσως σε δω. Κάποιες φορές η αναμονή μου επιβραβεύεται. Τότε, η χαρά μου είναι ανάλογη χαράς μικρού παιδιού, που μόλις του πρόσφεραν κάτι σπουδαίο. Κάποιες Κυριακές πάλι, απλά ξεροσταλιάζω χωρίς να σε δω. Τότε, στην αρχή απογοητεύομαι και υποκύπτω στον πόνο και την αρρώστια. Μόλις όμως πλησιάζει η ώρα να κοιμηθώ, το ηθικό μου αναπτερώνεται ξανά στη σκέψη ότι το πρωί θα σε δω.
Αχ... Να ‘ξερες πόσο σημαντικός είσαι για εμένα! Μπορεί να μην σε γνώρισα ποτέ, μπορεί να μην έμαθα το όνομά σου, να μην άκουσα τη χρειά της φωνής σου, μα σε νιώθω σαν δικό μου άνθρωπο. Αν καμιά φορά, όπως περνάς απ’έξω, σηκώσεις το βλέμμα ανταμώνοντας φευγαλέα το δικό μου, με κάνεις τόσο ευτυχισμένη! Λες και μου χαρίζεις στη στιγμή ότι πολυτιμότερο σ’αυτόν τον μάταιο κόσμο!
Τις ώρες που μεσολαβούν χωρίς να σε βλέπω, απλά σε σκέφτομαι. Σκέφτομαι όσα θα ήθελα να σου πω, αν ποτέ είχα την ευκαιρία να σε γνωρίσω. Θα σου έλεγα ότι, η ζωή είναι πολύ μικρή για να μένεις εγκλωβισμένος σε καταστάσεις που δεν σε γεμίζουν και δεν σε κάνουν ευτυχισμένο. Θα σου έλεγα ότι, ακριβώς επειδή η ζωή είναι μικρή, δεν πρέπει ποτέ να δίνεις χώρο στην καρδιά σου για να φωλιάσουν άσχημα συναισθήματα. Να εξωτερικεύεις ότι αισθάνεσαι και να μην δίνεις σημασία σε κακεντρεχή σχόλια, κακοπροαίρετους ανθρώπους και καυγάδες. Θα σου έλεγα απλά, να είσαι  ή να γίνεις η καλύτερη πιθανή εκδοχή του εαυτού σου. Και να γελάς, μόνο να γελάς! Πάντα να γελάς! Και να αγαπάς! Να έχεις όνειρα και να παλέψεις γι’αυτά. Να παλέψεις και για μένα, γιατί εγώ δεν πρόλαβα...
Εδώ, στο ογκολογικό νοσοκομείο όπου βρίσκομαι κι έχει γίνει πια σπίτι μου, βλέπεις πολλά περιστατικά ανθρώπων. Ανθρώπων που πρόλαβαν, ή που δεν πρόλαβαν να ζήσουν όσα ήθελαν. Ανθρώπων που έζησαν μια ζωή όπως ήθελαν οι άλλοι, και τώρα στο τέλος το μετανιώνουν. Ανθρώπων που πάλεψαν και πέτυχαν, κι ανθρώπων που δείλιασαν και μένει μέσα τους μόνο το κενό. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αγαπημένε μου, δεν υπολόγιζαν το απρόοπτο. Δεν υπολόγιζαν την αρρώστια. Ήρθε όμως εκείνη, η επάρατη νόσος που την λένε κι οι δημοσιογράφοι, κι έβαλε τελεία στο βιβλίο της ζωής τους. Από τη στιγμή που παίρνει τα ηνία εκείνη, όλα τ’άλλα είναι δευτερεύοντα. Κι εσύ, ο ασθενής, τις περισσότερες φορές δική της μαριονέττα...
Πολλοί, μου λένε ότι δεν έχω δίκιο. Πως, αν το πιστέψεις, όλα ξεπερνιούνται κι όλα θεραπεύονται. Κι εγώ, προσπαθώ πολύ! Να το πιστέψω, να το νιώσω βαθειά μέσα μου, ότι όλα θα πάνε καλά. Ορισμένες μέρες μάλιστα, το πρωί που ξυπνώ νιώθω τόσο καλά που σχεδόν πείθομαι ότι είχαν δίκιο. Και λέω θα γίνω καλά! Και θα έρθω εκεί έξω να πέσω τυχαία επάνω σου και να σε γνωρίσω!
Άλλες μέρες πάλι, ειδικά εκείνες που ακολουθούν τις θεραπείες, είμαι τόσο χάλια που μετά βίας έρχομαι ως το παράθυρο. Εκείνες τις μέρες μου λέει η Μαίρη, η αποκλειστική μου, να μην σηκωθώ αφού δεν έχω δυνάμεις. Τότε κι εγώ, μαζεύω κάθε δράμι θέλησης που έχει απομείνει στο ταλαιπωρημένο κορμί μου κι έρχομαι! Έρχομαι στο ραντεβού μας. Έρχομαι κοντά σου. Γιατί, μόνο η όψη σου έχει μείνει να με κρατάει δυνατή. Μόνο για να σε βλέπω θέλω να μένω ζωντανή. Όλα τ’ άλλα τα βαρέθηκα... Βαρέθηκα τον πόνο. Βαρέθηκα την αρρώστια. Βαρέθηκα τις χημειοθεραπείες, τους εμετούς, την εξάντληση. Βαρέθηκα να ζω μια ζωή με μοναδικό προορισμό το θάνατο.
Και θα μου πεις, μήπως όλοι δεν ζούμε με προορισμό το θάνατο; Όχι, αγγελέ μου. Όχι εσύ! Εσύ, δεν ζεις με προορισμό το θάνατο. Θα έρθει κάποια στιγμή να σε βρει, αλλά αφού θα έχεις δημιουργήσει πρώτα κάτι. Θα φύγεις αφήνοντας παρακαταθήκη το έργο σου σε αυτή τη γη. Και, θέλω να πιστεύω κι εύχομαι, όσο πόνο γεύτηκα εγώ στη σύντομη ζωή μου, τόση κι άλλη τόση ευτυχία κι αγάπη να γνωρίσεις εσύ!
Ξέρω ότι τα λόγια είναι εύκολα. Ξέρω ότι ορισμένες λέξεις έχουν βαριά νοήματα, κι ίσως πρέπει να τις σκεφτόμαστε πολύ πριν τις πούμε. Εγώ μέχρι τώρα, δεν την είπα σε κανέναν αυτήν την λέξη, κι ίσως να μου πουν πως και τώρα δεν την δικαιούμαι. Την νιώθω όμως... Την αισθάνομαι να πλημμυρίζει κάθε κύτταρο του κορμιού μου, καρκινικό και μη, όταν σε κοιτάζω και θέλω, έστω κι απλά πάνω στο χαρτί να στην πω. Σ’αγαπώ όμορφε ξένε μου! Και σ’ευχαριστώ! Σ’ευχαριστώ για όσα κάνεις για μένα, χωρίς να το ξέρεις. Σ’ευχαριστώ για όσα με έκανες να νιώσω αυτούς τους τελευταίους μήνες. Αισθήματα που, διαφορετικά, δεν θα προλάβαινα να γνωρίσω. Όλα αυτά τα οφείλω σε ‘σένα! Κι έπρεπε να το μάθεις. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να στο πω. Έστω κι έτσι, έστω στη φαντασία μου...
Αν κάποια στιγμή έρθει στα χέρια σου αυτό το γράμμα, αυτό θα σημαίνει ότι εγώ δεν βρίσκομαι πλέον στη ζωή. Ούτε θα μπορώ πια να σταθώ απέναντι σου, να σου χαμογελάσω και να σου μιλήσω για μένα. Θα ήθελα όμως να με γνωρίσεις, όπως αισθάνομαι κι εγώ ότι σε ξέρω, και να μάθεις ότι υπήρξες για μένα σημαντικός. Υπήρξες στήριγμα κι ο λόγος για να προσπαθώ!  
Στα είκοσι χρόνια της σύντομης ζωής μου, γνώρισα μόνο τη δύσκολη πλευρά της ζωής. Δεν μεγάλωσα μέσα σε αγάπη, σε ζεστασιά και θαλπωρή σπιτικού. Δεν κατάφερα να εκπληρώσω τα όνειρα μου, ούτε προλαβα να παλέψω για τους στόχους μου. Η αρρώστια με βρήκε μικρή και μου στέρησε τα πάντα. Μου πρόσφερε όμως εσένα, έστω και τώρα, λίγο πριν το τέλος. Δεν κρατάω κακία στη ζωή, ούτε φεύγω πικραμένη. Εύχομαι μόνο, όποτε κι αν έρθει η ώρα να χαιρετίσω ετούτο τον κόσμο, να έχω προλάβει να σε δω πριν. Κι ύστερα, ας φύγω. Θα σε κοιτάζω από ψηλά.
Να μου προσέχεις όμορφε ξένε και να θυμάσαι ότι μου πρόσφερες πολλά και σε αγάπησα αληθινά!
Δική σου μέχρι την τελευταία μου ανάσα,
Ε.Λ.»

            Λίγο έλλειψε να χάσει τη στάση αποβίβασης του ο Στέφανος. Το περιεχόμενο της επιστολής τον είχε αφήσει εμβρόντητο. Την δίπλωσε βιαστικά, την τοποθέτησε ξανά μέσα στο φάκελο και την έκρυψε στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. Δεν ήθελε για κανέναν λόγο να την χάσει. Δεν είχε ιδέα για το πώς είχε βρεθεί αυτό το γράμμα στην τσέπη του, ήταν όμως τόσο συγκινητικό που θα ήθελε οπωσδήποτε να το κρατήσει και να το διαβάσει ξανά αργότερα, όταν τελείωνε από τη δουλειά με την ησυχία του.
            Η βάρδια του Στέφανου τελείωσε προτού καλά καλά το αντιληφθεί. Όλη την ημέρα το μυαλό ήταν στο γράμμα που κρατούσε καλά φυλαγμένο στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. Δούλευε σχεδόν μηχανικά. Τα λόγια αυτής της κοπέλας, λόγια γεμάτα σοφία και γνώση ζωής αλλά ταυτόχρονα και γεμάτα αγνή αγάπη, γυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό του. Ανυπομονούσε για τη στιγμή που, κλείνοντας πίσω του την πόρτα του μικρού του διαμερίσματος, θα μπορούσε αναπόσπαστος να αφιερωθεί στη μελέτη της επιστολής.
            Μπαίνοντας στο σπίτι του λίγη ώρα αργότερα, αφού έβαλε κάτι στο φουρνάκι να ξεπαγώνει για να φάει αργότερα κι έβαλε λίγο κρασί σε ένα ποτήρι, κάθησε οκλαδόν στον μοναδικό του καναπέ κι έβγαλε από την τσέπη του τον φάκελο. Τον κοιτούσε για λίγη ώρα, κρατώντας το σχεδόν ευλαβικά, προσπαθώντας να καταλάβει από πού κι ως πού βρέθηκε αυτός ο φάκελος με το γράμμα στην τσέπη του. Έπειτα με τρομερή αγωνία, λες και το διάβαζε πρώτη φορά, άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε το γράμμα με σκοπό να το διαβάσει ξανά, με μεγαλύτερη προσήλωση αυτή τη φορά.
Την ώρα που άνοιγε το γράμμα, ένα μικρότερο χαρτάκι έπεσε από τα χέρια του. Την πρώτη φορά δεν είχε προσέξει την ύπαρξη του. Με χέρια που έτρεμαν το ξεδίπλωσε, για να βρεθεί μπροστά σε ακόμα μία έκπληξη, που όμως τα εξηγούσε όλα σχεδόν...
«Καταλαβαίνω την σύγχυση σου και λυπάμαι που έπεσα έτσι επάνω σου το πρωί, αλλά έτσι το ήθελε εκείνη να γίνει. Αν σε ενδιαφέρει να μάθεις περισσότερα για την συντάκτρια του γράμματος, την Ευτυχία Λαζαρίδου, απλά κάλεσε με στο τηλέφωνο που γράφει παρακάτω. Το όνομα μου είναι Μαίρη Κοσμίδου και είμαι στη διάθεση σου για να σου προσφέρω απαντήσεις εάν το θες». Ο Στέφανος διάβαζε και ξαναδιάβαζε το σημείωμα. Όλα τώρα έμοιαζαν πιο περίπλοκα. Θυμόταν ξεκάθαρα την κοπέλα που έπεσε επάνω του το πρωί και, ήταν προφανές πια, δεν ήταν ατύχημα! Αλλά, έτσι το ήθελε εκείνη... Κι εκείνη, η Ευτυχία, ακόμα ένα μυστήριο. Διάβασε ακόμα μία φορά το γράμμα, αλλά τα ερωτήματα αντί να απαντώνται ένα ένα, εκείνα αντιθέτως πλήθαιναν.
Πέρασαν αρκετές ώρες, κατά τις οποίες ο Στέφανος αμφιταλαντευόταν. Προσπαθούσε να αποφασίσει εάν έπρεπε να τηλεφωνήσει σ’αυτήν την Μαίρη ή όχι. Αν καταλάβαινε καλά το νόημα του γράμματος, τότε η κοπέλα που το έγραψε το πιο πιθανό είναι ότι δεν ζούσε. Κι αν όμως ζούσε; Αν είχε την ευκαιρία να της προσφέρει χαρά, έστω και για μία μόνο φορά, γιατί να μην το κάνει; Σίγουρα δεν συμμεριζόταν τα δικά της αισθήματα προς το πρόσωπο του, όφειλε όμως να παραδεχθεί ότι ένιωθε πολύ κολακευμένος. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι εκείνος είχε καταφέρει να εμπνεύσει, έστω και άθελα του, μία τόσο αγνή αγάπη.
Η ανάγκη του να μάθει την αλήθεια γι’αυτήν την κοπέλα και το πού βρισκόταν τελικά υπερίσχυσε κι ο Στέφανος τηλεφώνησε στη Μαίρη. Συναντήθηκαν το επόμενο απόγευμα σ’ένα ήσυχο καφέ στον Κεραμεικό για να μιλήσουν και να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις.
 Η Μαίρη του μίλησε ώρες πολλές για την Ευτυχία. Για τα δύσκολα παιδικά χρόνια που μπαινόβγαινε στα ορφανοτροφεία, με συχνότητα ανάλογη εκείνης που η μητέρας της μπαινόβγαινε στα κέντρα απεξάρτησης. Για την έντονη εφηβεία, όταν καλούνταν πλέον να ζήσει με μια αυταρχική γιαγιά που, θέλοντας και μη, έπρεπε να αναλάβει την κηδεμονία της. Για τα όνειρα της να σπουδάσει και τα ξενύχτια στο διάβασμα, καθώς από αντίδραση και μόνο δεν ήθελε να ξέρει η γιαγιά της ότι διαβάζει κι ότι είναι καλή μαθήτρια. Για τα χρόνια που, σωστό παλικάρι, πάλεψε με τον καρκίνο. Η Ευτυχία σε όλο αυτό ήταν μόνη της. Χωρίς οικογένεια και φίλους. Χωρίς οικονομική στήριξη. Μόνο μετά το θάνατο της γιαγιάς της, η μητέρα της είχε χαθεί χρόνια πριν από τα ναρκωτικά, μπόρεσε να πουλήσει τα λιγοστά περουσιακά στοιχεία που ήρθαν στην κυριότητα της και να παλέψει τουλάχιστον με αξιοπρέπεια.
Από κάποια στιγμή και μετά, ο Στέφανος είχε πάψει να προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυα που κατέκλυζαν τα μάτια του. Ήταν αδύνατον να εμποδίσει τα συναισθήματα που, σαν ορμητικά ρυάκια, είχαν αρχίσει να ξεχύνονται από τους καθρέφτες της αγνής ψυχής του. «Μπορώ να την δω;» ήταν τα μόνα λόγια που κατάφερε να αρθρώσει. «Συνάντησε με αύριο στις τέσσερις στο τέρμα του 224 στην Καισαριανή. Θα σε πάω σ’εκείνη.» του απάντησε η Μαίρη και χώρισαν.
Το επόμενο απόγευμα εκεί, στο κοιμητήριο της Καισαριανής, γράφτηκε ο επίλογος αυτής της τόσο ιδιαίτερης γνωριμίας. Η Μαίρη τον οδήγησε μπροστά από το τελευταίο σπίτι της Ευτυχίας Λαζαρίδου.
«Στέφανος Μιχαλάτος, χάρηκα!» είπε και μ’ένα δάκρυ, το τελευταίο, της χάρισε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. «Δεν θα σε ξεχάχω ποτέ...»

Αλεξία Λαμπροπούλου