M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 3) - "Wιcked Gaɱes" (μέρος 9ο)

«Αυτή είναι! Είναι εδώ». Ο Κάι ξεσπά σε ζητωκραυγές. «Ναι, ναι και πάλι ναι, που να πάρει!»
«Χιιιι, σουτ! Σουτ, ανάθεμα σε!», τον μαλώνει η Εστέλλα που δαγκώνει μανιωδώς τα χείλη της. «Τρελάθηκες; Θες να μας ακούσει ο Ίστμαν και οι άλλοι; Θες να μας πάνε στην Κονστάνς σε συσκευασία δώρου; Πιο σιγά!»
«Δίκιο έχεις τώρα εσύ», ο Κάι Γκρίνγουντ προσπαθεί να πάει με τα νερά της Εστέλλα Ρότζερς, μα αποτυγχάνει οικτρά, όταν προσθέτει: «Αλλά ποιος την χέζει τώρα την Κονστάνς; Η Μία είναι εδώ!»
«Αλλά...», λέω διστάζοντας. «Είναι στ' αλήθεια αυτή;» Μια αχτίδα ελπίδας επανεμφανίζεται στην καρδιά μου. Είναι η αδερφή μου εδώ; Τολμώ να το πιστέψω;
«Ποιος άλλος να 'ναι;», αναρωτιέται η Νιβ. «Ο Πάτρικ Σουέιζι*
«Εδώ», η Εστέλλα νεύει προς το γυάλινο πιόνι που βρίσκεται ανάμεσά μας. «Γιατί δεν ρωτάς την ίδια; Εμένα, πάντως, μου φαίνεται παραπάνω από πρόθυμη για συζήτηση».
Ακολουθώντας την προτροπή της, αγγίζω την κρύα ράχη του ποτηριού με τον δείκτη μου, και απευθύνω σιωπηλά την ερώτησή μου. Είσαι πράγματι η Μία; Η δική μου Μία;
Κάτω από το δάχτυλο μου, το ποτηράκι κλωτσά και μέσα σε ένα δευτερόλεπτο προσγειώνεται στο επάνω μέρος του ταμπλό. Ναι.
«Ω», λέω με έναν λυγμό, οι ώμοι μου καμπουριάζουν και όλες μου οι άμυνες ισοπεδώνονται. «Ω, Μία δεν το πιστεύω! Νό-νόμιζα ότι δεν θα σου μιλούσα ποτέ ξανά, και τώρα είσαι εδώ! Θεέ μου, έχω τόσα πολλά να σου πω και δεν ξέρω καν από πού να αρχίσω. Νιώθω τόσο χαμένη μακριά σου, και η μαμά και ο μπαμπάς συμπεριφέρονται τόσο απόμακρα και-». Ξαφνικά σταματώ, βάζω φρένο στην λογοδιάρροια μου και αποφασίζω να επικεντρωθώ στο πιο σημαντικό απ' όλα: «Μία», λέω απαλά. «Σε αγαπώ και μου λείπεις απελπιστικά πολύ».
«Και μ' ένα μου λείπεις», παραδέχεται ο Κάι.
«Σε όλους μας», συγκατανεύει η Εστέλλα.
«Εμένα όχι», ομολογεί ψυχρά η Νιβ. «Συγγνώμη», απαντά στα επικριτικά μας βλέμματα. «Μα είν' η αλήθεια».
«Εσύ απλά σκάσε», την συμβουλεύει ο Τζέηκ και της ξανά-σκεπάζει το στόμα. «Καταστρέφεις την στιγμή».
«Τι έγινε εκείνο το βράδυ;», ρωτάω την αδερφή μου. «Έχεις ιδέα; Γιατί εμείς έχουμε μαύρα μεσάνυχτα. Θυμάμαι ότι εγώ... εγώ ανέβηκα επάνω, στην σοφίτα, και σε βρήκα να σπαρταράς στο πάτωμα, εί-είχες ασπρίσει και ούρλιαζες και...», κάνω μια ένεση ψυχραιμίας στην φωνή μου που τρέμει και δοκιμάζω ξανά: «Θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι, Μία; Υπήρχε κάποιος τρόπος να σε βοηθήσουμε;»
Η Μία μένει σιωπηλή αυτή την φορά και ανησυχώ μήπως την βομβάρδισα με υπερβολικά πολλές ερωτήσεις. Το πιάνω απ' την αρχή.
«Όλοι ξέρουμε ότι δεν είχες επιληψία. Η γνωμάτευση του ιατροδικαστή ήταν λανθασμένη, δεν πέθανες από επιληπτική κρίση. Μή-μήπως σε έβλαψε κάποιος; Εάν σε πλήγωσε κανείς ή εάν έκανες μόνη σου κάτι στον εαυτό σου...»
Ναι.
Το ποτηράκι περιστρέφεται ξέφρενα γύρω από αυτή την λέξη δίχως να παρεκκλίνει διόλου.
Ναι; Τι ναι; σκέφτομαι μπερδεμένη, αδιαφώτιστη με την σύγχυσή μου να διογκώνεται και να με πλημμυρίζει σαν παλιρροϊκό κύμα. «Μία, Μία πιο σιγά». Την παρακαλώ, ενώ αναδεύομαι νευρικά στην θέση μου. «Ε-εξήγησε μου. Σου... σου έκανε κάποιος κακό;»
Ναι.
«Π-ποιος;» Η φωνή της Εστέλλα είναι σχεδόν υστερική.
Το ποτηράκι παύει για μία στιγμή και μετά, εντελώς ξαφνικά, εκτινάσσεται από την μία άκρη του ταμπλό στην άλλη. Κινείται με την ταχύτητα του φωτός, δημιουργώντας λέξεις που δεν προλαβαίνω να συλλάβω.
Ο Τζέηκ είναι πιο γρήγορος. Λέει: «Έγραψε: Εσείς το κάνατε».
Αυτοί το έκαναν; Αυτοί οι τρεις; Τους κοιτάζω εξεταστικά, καχύποπτα, οργώνω τα πρόσωπά τους για σημάδια αναγνώρισης, ψεύδους, ενοχής, αλλά οι εκφράσεις τους δεν φανερώνουν τίποτα άλλο παρά έκπληξη, σοκ, ευθιξία.
Ακριβώς όπως κι εγώ, έτσι και εκείνοι έχουν μείνει άναυδοι, ενεοί να χάσκουν απορώντας με την απάντηση. Αλλά εάν η Μία λέει ότι της έκαναν κακό... τότε πρέπει να 'ναι η αλήθεια.
«Δε-δεν καταλαβαίνω...». Η Εστέλλα τα έχει χαμένα. «Τι εννοεί;»
«Έλα ρε Φραουλίτσα, δεν είναι και πυρηνική φυσική!», διαμαρτύρεται η Νιβ. «Εννοεί ότι εσείς την στείλατε να δει τα ραδίκια 'ναποδα».
«Τι της κάνατε; Πείτε μου! Τώρα! Την αλήθεια! Τι κάνατε στην Μία;», ρωτάω σε έξαλλη κατάσταση, όταν επιτέλους ανακτώ την ικανότητα της ομιλίας. «Μα τω Θεώ, αν δεν μου πείτε-».
«Αντριάννα, σου τ' ορκίζομαι-», σπεύδει να με διαβεβαιώσει ο Τζέηκ.
«Τι συνέβη;», αφρίζω.
«Μα δεν βγάζει κανένα νόημα...», ισχυρίζεται παράλληλα η Εστέλλα.
«Σ' ότι έχω ιερό, δεν είχαμε καμία ανάμειξη με...»
«Α, ναι; Η Μία έχει άλλη άποψη!», τους γρυλίζω σε αλλόφρονα κατάσταση.
«-τον θάνατο αυτόν καθ' εαυτό», συνεχίζει ο Τζέηκ.
«Πωπω, γαμώτο». Η Νιβ ξαπλώνει ανάσκελα και μας κοιτάζει με περιπαικτική διάθεση στηριζόμενη στους αγκώνες της. «Έπρεπε να φέρω ποπ κορν. Είστε το κάτι άλλο από άποψη θεάματος».
«Σταμάτα μην την πληρώσεις εσύ!», την προειδοποιώ σημαδεύοντας την με το δάχτυλο.
«Κοπέλα μου, έχεις κάνει στροφή 180 μοιρών από την πρώτη φορά που σε είδα», παρατηρεί με σκωπτική διάθεση. «Πού πήγε η ντροπαλή, χαμηλοβλεπούσα μυξοπαρθένα που έφριξε όταν με είδε να το γλεντάω με τον Νέιτ; Πες μου, πώς την ξεφορτώθηκες; Καίγομαι να μάθω...»
Κουνάω απηυδισμένη το κεφάλι μου και της λέω ότι λέει: «Ανοησίες». Μετά μεταμορφώνομαι πάλι στον ζυγό της δικαιοσύνης που μετράει τον Τζέηκ Λι και την Εστέλλα Ρότζερς. «Λέτε ότι είστε αθώοι. Η Μία λέει ότι είστε ένοχοι. Κάποιος λέει ψέματα».
Σε αυτό το σημείο, παίρνει τον λόγο ο Κάι Γκρίνγουντ. Ο μόνος που παρέμεινε σιωπηλός εν μέσω της κρίσης. «Δεν ξέρω τι είναι αυτά που λέει η Μία, ούτε γιατί τα λέει. Ξέρω όμως ότι ήρθε από τον άλλο κόσμο για να μας μιλήσει, παίδες, κι όχι για να μας δει να ξεκατινιαζόμαστε. Ας της μιλήσουμε, λοιπόν, 'ντάξει; Μπορεί έτσι να βγάλουμε καμιά άκρη», λέει με απίστευτη οξύνοια για τα δικά του δεδομένα.
Τον παρατηρώ για λίγο βουβή. Όλο εκπλήξεις είναι σήμερα, αλλά η έκπληξη πως διαθέτει την ικανότητα της λογικής είναι η πιο συνταρακτική απ' όλες. «Έχεις δίκιο», συμφωνώ.
Η Εστέλλα κι ο Τζέηκ νεύουν ανακουφισμένοι. Η Νιβ σιωπά.
Τα πράσινα μάτια του Κάι εστιάζουν στο γυάλινο ποτήρι, την γέφυρά μας με το πνεύμα της Μία. «Μία, μωρό μου», αρχίζει. Η φωνή του είναι ασυνήθιστα τρυφερή και έχει πάρει ένα απαλό, γλυκόπικρο βλέμμα καθώς της απευθύνεται. «Έχω μια ερώτηση. Θυμάσαι πού πήγαμε στο πρώτο μας ραντεβού; Το θυμάσαι; Που σε πήρα κρυφά απ' το σπίτι σου και πήγαμε στο φαράγγι; Θυμάσαι τι σου είπα τότε;»
Κοιτάζω τον Κάι και αισθάνομαι σαν να τον βλέπω για πρώτη φορά. Ναι, είναι άσωτος και ψιλορεμάλι, αλλά ο τρόπος που μιλά στην αδερφή μου και όλη αυτή η προσμονή και η ονειροπόλα ελπίδα που αντανακλώνται στο πρόσωπό του, όσο περιμένει την απάντησή της... με κάνουν να καταλάβω γιατί ταίριαξαν οι δυο τους.
Επιτέλους, η Μία απαντάει: Ναι.
Η γλυκούλα. Ένα χαμόγελο-μισοφέγγαρο απλώνεται στα χείλη μου και σηκώνω την ματιά μου από το ταμπλό για να δω την ευτυχία του Κάι. Όμως αυτή δεν υπάρχει πουθενά. Αντίθετα υπάρχει αποστροφή και φρίκη και ο Κάι είναι τόσο χλωμός που μπορώ να δω τη φλέβα να πάλλεται στον κρόταφό του. «Κάι;», ρωτάω ανήσυχα. «Ε, ψιτ. Τι; Τι τρέχει;»
«Κάι, μάγκα, τι έπαθες; Είσαι άσπρος σαν κιμωλία», παρατηρεί κι ο Τζέηκ.
«Κάναμε τρομερό λάθος...», τραυλίζει εκείνος.
«Τι λάθος; Τι 'ν' αυτά που λες;», απορεί η Εστέλλα.
«Αυτή δεν είν' η Μία... Μας λέει ψέματα. Ποτέ δεν πήγαμε στο φαράγγι», λέει.
«Δεν... δεν είσαι η αδερφή μου;», ζητώ να μάθω και όταν το ποτήρι πυργώνεται πάνω από την λέξη: Όχι, αισθάνομαι πως ολόκληρος ο κόσμος μου διαλύεται και πως ένα παγωμένο χέρι χαϊδεύει την σπονδυλική μου στήλη.
«Τότε», λέει η Νιβ. «Ποιος είσαι;»



*Ο Πάτρικ Σουέιζι ήταν γνωστός ηθοποιός, ο οποίος στην ταινία Ghost (1990), έπαιξε τον Σαμ Γουίτ, έναν άντρα που δολοφονείται, μα το πνεύμα του παραμένει στην γη για να σώσει την αγαπημένη του από τον κίνδυνο που ελλοχεύει. Σε αυτόν ακριβώς τον ρόλο του αναφέρεται η Νιβ παραπάνω.

Σβετλιν