Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 12) - "Το ξέσπασμα της ζήλιας"

Η βδομάδα που πέρασε ήταν σχετικά πιο ήρεμη. Με τη νέα θεραπεία που του είχε δώσει ο δόκτωρ Φρανς, οι εξετάσεις του ήταν πραγματικά πιο ενθαρρυντικές αλλά είχαν ακόμα να αντιμετωπίσουν το θέμα της ασιτίας. Το στομάχι του ακόμα δεν δεχόταν μεγάλες ποσότητες φαγητού και ο βήχας που είχε δεν βοηθούσε καθόλου την κατάσταση. Έκανε εμετό τα περισσότερα γεύματα, έτσι η Εύα προσπαθούσε να δυναμώσει τον οργανισμό του με υγρά, όπως ζωμό κρέατος με λαχανικά, πολλούς χυμούς και φυσικά νερό. Είχε καταφέρει να τον πείσει να βγάλουν το σωληνάκι ώστε να τρώει κανονικά αλλά ακόμα του άλεθε τις τροφές για να τον ταΐζει, όχι γιατί δεν μπορούσε να μασήσει αλλά επειδή όταν το έκανε τον έπιανε λαιμαργία και τα κατέβαζε αμάσητα. Εκείνος, φυσικά, ακόμα και σε αυτό ήταν δύστροπος. Είχε βαρεθεί τις ίδιες γεύσεις, είχε βαρεθεί τις κρέμες φαγητού και φρούτων και έκανε τα αδύνατα δυνατά για να την πείσει να του δώσει κάτι πιο δυνατό από έναν χυμό.

Όταν την Παρασκευή σχόλασε από τη δουλειά, αντί να πάει κατευθείαν στο νοσοκομείο πήγε ψώνισε όλα τα απαραίτητα και γύρισε σπίτι. Βάζοντας το φαγητό να γίνεται, έκανε ένα χαλαρωτικό μπάνιο και μόλις έβαλε το τζινάκι της, τα σταράκια της και ένα ζεστό πουλόβερ με μια πιο ελαφριά μπλούζα από μέσα για να είναι άνετη στη βάρδιά της, τακτοποίησε το φαγητό στα μπολ, έβαλε και τον ζωμό στα θερμός και ξεκίνησε.
Ο Μάρβεϊν είχε πραγματικά σκυλιάσει. Προσπαθούσε να την πείσει να τη δει, αλλά εκείνη είχε πια ξεμείνει από δικαιολογίες και εκείνος είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν του είχε πει ότι συνέχιζε να πηγαίνει στο νοσοκομείο αλλά ούτε και ότι ο προσωπικός της ασθενής ήταν το αφεντικό της. Αν το μάθαινε, σίγουρα θα τη σκότωνε, αλλά δεν είχε χρόνο για τέτοια.
Παρόλο που η Εύα δεν είχε σταματήσει να ψάχνει τρόπους να επικοινωνήσει με την κυρία Ελεονόρα, εκείνη δεν απαντούσε σε κανένα της μήνυμα. Είχε βρει το τηλέφωνο του σπιτιού της και το νέο της κινητό αλλά αν την καλούσε σε κάποιο από τα δύο αυτά τηλέφωνα, η κλήση της θα καταγραφόταν από την αστυνομία και αργά ή γρήγορα όσοι εμπλέκονταν στην “απαγωγή” –αν ήταν απαγωγή– του αφεντικού της, σίγουρα θα τον ανακάλυπταν. Μαζί με αυτόν και εκείνη.
Τα είχε παίξει τελείως, οι δυνάμεις της πια είχαν εξασθενήσει, η αιμορραγία μετά την αποβολή που είχε δεν έλεγε να σταματήσει και τα πόδια της με το ζόρι την κρατούσαν πια όρθια, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Ήταν μεγάλη ευθύνη να τον κρατήσει μόνη της αλλά τι άλλο να έκανε; Αν τον έχανε τώρα, ιδίως στα χέρια της, ήταν καταδικασμένη. Δεν την ένοιαζε να πάει φυλακή, ήξερε ότι δεν θα το γλύτωνε για πάντα, αλλά τουλάχιστον πριν την καταδικάσουν ήθελε να είναι σίγουρη ότι δεν θα πάρει και κανέναν άλλον μαζί της. Ναι, έφταιγε, έφταιγε για όλα, αλλά δεν φανταζόταν ποτέ τι διαστάσεις θα έπαιρνε αυτή η φαινομενικά απλή φάρσα όταν ξεκίνησε να παίζει το παιχνίδι τους και τώρα δεν είχε τρόπο να ξεφύγει. Μπορεί ο εγκέφαλος και ο εκτελεστής αυτής της “επιχείρησης” να ήταν εκείνη, αλλά αυτοί που ήταν πίσω από όλα αυτά ήταν διεστραμμένοι και πρόθυμοι μέχρι και να σκοτώσουν κάποιον για να καταφέρουν τους σκοπούς τους, αλλά όχι και η ίδια.  
Μπαίνοντας στον θάλαμο του αφεντικού της, τον είδε να έχει τα μάτια κλειστά, οπότε πριν πάει δίπλα του, κάθισε πρώτα κοντά στον παππούλη.
«Παππούλη, κοιμάσαι;» τον ρώτησε ενώ του χάιδευε απαλά τα μαλλιά του και εκείνος άνοιξε αμέσως τα μάτια του.
Μόνο από την όψη του η Εύα καταλάβαινε ότι οι μέρες του ήταν μετρημένες αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει έτσι. Δεν ήξερε τι είχε κάνει στην ζωή του για να αξίζει αυτήν την κατάληξη αλλά ήθελε έστω και στο τέλος να το ανατρέψει αυτό.
«Κόρη μου» της είπε εκείνος χαμογελώντας της αδύναμα.
«Τάξε μου…» του είπε χαμογελώντας του ενθαρρυντικά. Καθώς εκείνος δεν αντέδρασε, η Εύα συνέχισε. «Τη βρήκα παππού, βρήκα την κόρη σου» του είπε ενώ του έτριβε το μπράτσο με ένταση για να τον παρηγορήσει από τον πόνο που τον διέλυε κάθε μέρα και περισσότερο.
«Την Αντζέλικ μου, βρήκες την Αντζέλικ μου;» τη ρώτησε πνιγμένα με τα μάτια του να βουρκώνουν.
«Όχι μόνο τη βρήκα, αλλά μου υποσχέθηκε ότι θα έρθει να σε πάρει μαζί της» του είπε την αλήθεια και εκείνος πετάρισε τα μάτια του με έκπληξη.
«Βρήκες την Αντζέλικ μου;» επανέλαβε σαν να μην είχε ακούσει τα προηγούμενά της λόγια.
«Είναι στη Φλόριντα. Μόλις καταφέρει να πάρει άδεια από τη δουλειά της, θα πάρει το πρώτο αεροπλάνο και θα έρθει. Μου το ορκίστηκε παππού, θα έρθει να σε πάρει» του είπε ξανά και ο παππούς τα έχασε.
«Την Αντζέλικ μου, βρήκες την Αντζέλικ μου;» επαναλάμβανε χωρίς να είναι ικανός να το πιστέψει ακόμα.
«Ναι, παππού, τη βρήκα» του επιβεβαίωσε εκείνη και καθώς ο παππούς άρχισε να κλαίει, εκείνη τον ανασήκωσε στην αγκαλιά της.
«Μη μου κλαις, παππού, τώρα πρέπει να είσαι δυνατός, πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο για να σε βρει καλά» του είπε λόγια παρηγοριάς, ενώ γνώριζε ότι ήταν πια αργά.
Η κόρη του ίσα που προλάβαινε να του πει ένα τελευταίο αντίο αλλά της είχε υποσχεθεί ότι θα έρθει, δεν μπορεί να μην κρατούσε τον λόγο της.
«Θα βάλω τα δυνατά μου…» της υποσχέθηκε ενώ και ο ίδιος μέσα του ένιωθε πως ό,τι και να έκανε, ήταν μάταιο.
«Ξεκουράσου τώρα και μόλις τακτοποιηθώ θα σε κάνω ένα μπανάκι και θα σου φέρω και το τσαγάκι σου» του είπε με υπονοούμενο κλείνοντας του το μάτι και ο παππούς άρχισε να νεύει θετικά, χωρίς να μπορεί να σταματήσει τα δάκρυά του που έτρεχαν πια ποτάμι.
«Να έχεις την ευχή μου, κόρη μου. Να έχεις την ευχή μου» έλεγε ξανά και ξανά μέσα από τα αναφιλητά του.
«Αχ, βρε παππού» είπε με παράπονο η Εύα και κρατώντας τον στην αγκαλιά της άρχισε να του τρίβει την πλάτη ενώ με το ζόρι συγκρατούσε και τα δικά της δάκρυα.
«Οι γονείς σου θα πρέπει να είναι πολύ υπερήφανοι που σε έχουν κόρη τους» τον άκουσε να της λέει και η Εύα άφησε ένα ειρωνικό γελάκι να της ξεφύγει.
«Ναι, σίγουρα» ειρωνεύτηκε χωρίς να μπορεί να το συγκρατήσει και εκείνος κάνοντας πιο πίσω την κοίταξε στα μάτια αλλά δεν είπε τίποτα παραπάνω.
Καθώς η Εύα τον άφησε απαλά ξανά πάνω στο στρώμα, εκείνος έκλεισε τα μάτια και έσφιξε τις γροθιές του ενώ το μέτωπό του ζάρωσε από πόνο.
«Δώσε μου λίγο χρόνο να τακτοποιηθώ και θα σε ανακουφίσω από τον πόνο σου» του έδωσε τον λόγο της και μόλις εκείνος ένευσε θετικά, πήγε προς το αφεντικό της που ήταν υπερβολικά ήρεμος για τα δεδομένα του.
«Γεια σου, ξένε, κοιμάσαι ακόμα;» τον ρώτησε ενώ ήξερε πολύ καλά ότι έκανε τον κοιμισμένο. Καμία απάντηση.
«Κατάλαβα, μου κρατάς μούτρα που άργησα» διαπίστωσε και αφού εκείνος επέλεξε να την αγνοήσει, αφήνοντας τον χαρτοφύλακα της στο πάτωμα, πήγε να ετοιμάσει τα πράγματα για να κάνει ένα μπάνιο τον παππού.
Κάνοντας τον ένα γρήγορο μπάνιο όπως ήταν στο κρεβάτι, τον ανακούφισε από τη λερωμένη του πάνα και βάζοντας την ειδική πλαστική, φουσκωτή λεκάνη κάτω από το κεφάλι, ετοιμάστηκε να τον λούσει. Τα μάτια του αφεντικού της τα ένοιωθε καρφωμένα επάνω της αλλά εκείνη δεν του έριχνε ούτε μια ματιά. Αυτό το παιχνίδι μπορούσε να παιχτεί από δύο άτομα. Αν ήθελε να το παίξει πεισματάρης, θα το έπαιζε και εκείνη.
Τη στιγμή που άρχισε να κάνει μασάζ στο κεφάλι του παππού, εκείνος τεντώθηκε και πήρε μια αναζωογονητική ανάσα.
«Αχ, κόρη μου…» μουρμούρισε με πόνο ο παππούς. «Ο θεός να σε έχει πάντα καλά» της είπε και η Εύα χωρίς να μπορεί να το συγκρατήσει γέλασε, κάνοντας τον παππού να την κοιτάξει παραξενεμένος.
«Ας θυμηθεί πρώτα ότι υπάρχω» σχολίασε για απάντηση στο απορημένο του βλέμμα και ο παππούς άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά, όσο μπορούσε, καθώς το κεφάλι του ήταν σφηνωμένο στο φουσκωτό λεκανάκι.
«Ο θεός βλέπει τα πάντα και είναι δίκαιος» τη μάλωσε.
«Αυτό φοβάμαι και εγώ» του είπε χαριτολογώντας αλλά εννοώντας το.
«Να θυμηθείς τα λόγια μου, κόρη μου. Μια μέρα θα σε ανταμείψει για ό,τι έχεις κάνει» εκείνος επέμενε και η Εύα αναστέναξε.
«Προτιμώ να συνεχίσει να με αγνοεί» του είπε με πικρία και καθώς ο παππούς τα παράτησε, εκείνη άρχισε να του σιγομουρμουρίζει έναν απαλό σκοπό για να τον νανουρίσει, ενώ πιάνοντας την κανάτα με το χλιαρό νερό άρχισε να του ξεβγάζει το αντισηπτικό σαμπουάν που του είχε βάλει, χωρίς να σταματά να του κάνει μασάζ. 
Πριν προλάβει να τελειώσει, ο παππούς είχε ήδη βυθιστεί σε έναν γαλήνιο ύπνο. Η Εύα ακούγοντας το πρώτο ροχαλητό άρχισε να χαχανίζει κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά με δυσπιστία.
«Κάνε όμορφα όνειρα παππού. Τελείωσαν τα βάσανά σου» του είπε μαλακά ενώ βγάζοντας τη μάσκα της άφησε ένα απαλό φιλί πάνω στο μέτωπό του με σεβασμό.
Όταν επέστρεψε τα πράγματα στη θέση τους και γύρισε πίσω, βρήκε το αφεντικό της να είναι ανασηκωμένος με το τραπέζι μπροστά του. Στα χέρια του κρατούσε τον φρέσκο χυμό που του είχε φέρει και από όσο μπορούσε να δει, είχε πιει ήδη το περισσότερο.
«Βλέπω αναστήθηκε ο Λάζαρος. Πώς και αυτή η έκπληξη;» τον ρώτησε πειραχτικά και εκείνος απλά την κοίταξε.
«Μάλιστα, ακόμα μου κρατάς μούτρα» διαπίστωσε ξανά ανασηκώνοντας τους ώμους της αδιάφορα.
«Όπως επιθυμείς, πασά μου» συνέχισε με μια θεατρική υπόκλιση και καθώς κάθισε στην καρέκλα της έπιασε τον χαρτοφύλακά της και έβγαλε από μέσα το λάπτοπ της.
«Δεν έχει μπάνιο για μένα σήμερα;» ρώτησε βγάζοντας τη μάσκα, ώστε να μην χρειαστεί να μιλήσει δυνατά μιας που ακόμα τον πονούσε ο λαιμός του, πριν την βάλει ξανά στο πρόσωπό του.
Η Εύα του έριξε μια έκπληκτη ματιά.
«Σε μένα μιλάτε;» ρώτησε ενώ κοίταζε και γύρω της για να επιβεβαιώσει ότι ήταν μόνη στο δωμάτιο.
«Θέλω να με λούσεις και εμένα» συνέχισε εκείνος αγνοώντας τα λόγια της. 
«Τι πρέπει να πει πρώτα το καλό μου το παιδάκι;» του έκανε παρατήρηση σαν να ήταν ένα μικρό παιδί που μάθαινε τώρα από καλούς τρόπους.
«Σε παρακαλώ» είπε εκείνος καταλαβαίνοντας τι εννοούσε.
«Όχι» του απάντησε η Εύα ενώ έκλεινε το καπάκι του λάπτοπ της και το άφηνε στην άκρη.
«Μα είπα, σε παρακαλώ» διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
«Η πληγή στο κεφάλι σου είναι ακόμα ανοιχτή και δεν πρέπει να βραχεί, οπότε… όχι, δεν μπορώ να σε λούσω. Αν θες μπάνιο, τότε το συζητάμε» του είπε απόλυτα σοβαρά και εκείνος υποχώρησε.
«Εντάξει… Θα μου κάνεις μπάνιο; Σε παρακαλώ» την παρακάλεσε με ικετευτικό ύφος.
«Να δω πρώτα αν έχεις πυρετό και θα σου πω» του απάντησε εκείνη και μόλις σηκώθηκε όρθια, έπιασε το θερμόμετρο.
Καθώς κάθισε δίπλα του, του σήκωσε το χέρι και βάζοντας το κάτω από τη μασχάλη του, έκλεισε το χέρι και περίμενε. Τα σμαραγδένια του μάτια δεν την άφηναν στιγμή. Η Εύα ένοιωθε ότι ήθελε να της πει πολλά αλλά όπως εκείνος κρατούσε το στόμα του σφραγισμένο, το ίδιο έκανε και εκείνη. Ήταν μια μάχη που έδιναν μεταξύ τους καθημερινά. Η Εύα πάλευε να μάθει όσα είχαν συμβεί μετά το ατύχημα και εκείνος πάλευε να μάθει όσα δεν θυμόταν. Κανείς δεν κέρδιζε αλλά κανείς δεν έκανε και πίσω, έτσι μένανε και οι δύο με την απορία. 
«Τριάντα εννέα και εννέα πάλι» αναστέναξε η Εύα με απογοήτευση. «Θα πάω να ετοιμάσω το νερό» τον ενημέρωσε αλλά πριν προλάβει να σηκωθεί εκείνος της έπιασε το χέρι για να τη σταματήσει.
«Θες κάτι;» τον ρώτησε παραξενεμένη αλλά εκείνος δεν της απαντούσε.
Χαϊδεύοντας απαλά το πάνω μέρος της παλάμης της, έστεκε ακίνητος να την κοιτά, ενώ μέσα από τη ματιά του έμοιαζε να της λέει όσα τα χείλια του αρνιόντουσαν να πουν.
«Πρέπει να ρίξω τον πυρετό» του είπε γρήγορα αποφεύγοντας το έντονο βλέμμα του και πριν εκείνος αντιδράσει, τράβηξε το χέρι της και σηκώθηκε όρθια.
Είχε εγκλωβιστεί μέσα σε έναν κυκλώνα. Από τη μια εκείνος δεν ήθελε να γυρίσει πίσω και χωρίς μάλιστα να λέει τους λόγους που τον έκαναν να πεισμώνει τόσο πολύ, από την άλλη μέρα με τη μέρα εξέφραζε όλο και περισσότερο τα συναισθήματά του για εκείνη, ακόμα και χωρίς λόγια και δεν το άντεχε άλλο όλο αυτό. Έπρεπε να βρει το συντομότερο έναν τρόπο να τον πάρει από εδώ και να τον γυρίσει πίσω, αλλιώς σίγουρα θα την τρέλαινε στο τέλος. Δεν μπορούσε να την αγαπάει, δεν ήθελε να την αγαπά, ήθελε να τον ξεφορτωθεί επιτέλους και να βρει ξανά την ησυχία της, όσο σκληρό και να ακουγόταν αυτό. 
Όταν τελείωσε με το μπάνιο, έλεγξε ξανά τη θερμοκρασία του και διαπίστωσε ότι είχε πέσει στο τριάντα οκτώ. Δεν ήταν το τέλειο αλλά ήταν καλύτερο από το σαράντα που τον ταλαιπωρούσε όλες αυτές τις μέρες.
«Θα μου κάνεις μασάζ; Σε παρακαλώ» τη ρώτησε τη στιγμή που άρχισε να μαζεύει τις λεκάνες και τα βρόμικα υποσέντονα.
Την στιγμή που άλλαζε την πάνα του, είχε δει ότι είχε καυλώσει και ήξερε πολύ καλά για ποιον λόγο τώρα της ζητούσε να του κάνει μασάζ.
«Να τελειώσω πρώτα» του είπε εκείνη χωρίς να τον κοιτά και μόλις τακτοποίησε τα πράγματα στη θέση τους, γύρισε ξανά κοντά του.
«Κάτι έχεις σήμερα» παρατήρησε εκείνος προβληματισμένος.
«Δεν έχω τίποτα» του το αρνήθηκε εκείνη και μόλις τον ξεσκέπασε από τη μέση και κάτω, έπιασε το άοσμο λάδι που είχε πάρει για να μην του προκαλεί βήχα η μυρωδιά.
Απομακρύνοντας το ένα του πόδι από το άλλο έκατσε πάνω στο κρεβάτι και βάζοντας το πέλμα του να ακουμπάει ανάμεσα στα πόδια της ώστε να το κρατάει λυγισμένο άρχισε να ασκεί πιέσεις σε διάφορα σημεία.
«Έκανες τις ασκήσεις που σου έδειξα όσο έλειπα;» τον ρώτησε ενώ πίεσε με περισσότερη δύναμη το αριστερό του πόδι σε διάφορα μέρη ώστε να δει τις αντιδράσεις του.
«Όχι» της απάντησε εκείνος και του έριξε μια ματιά.
«Θες να με βοηθήσεις να σε βγάλω από εδώ ή να το πάρω απόφαση και να τα παρατήσω;» αυτό αυτόματα έκανε τους παλμούς του να εκτοξευτούν στα ύψη.
«Δεν θα με παρατήσεις» ήταν σίγουρος.
«Μην με θεωρείς δεδομένη, γιατί δεν είμαι» του γύρισε τα λόγια του και εκείνος κοιτώντας την επίμονα στα μάτια προσπαθούσε να κρατήσει όλα όσα ήθελε να της πει μέσα του.
«Τώρα βάλε δύναμη και προσπάθησε να το ισιώσεις» τον διέταξε ενώ βάζοντας την παλάμη της να ακουμπήσει στην πατούσα του λύγιζε το γόνατο περισσότερο φέρνοντας το όσο πιο κοντά στο σώμα του μπορούσε. Καμία αντίδραση.
«Βάλε δύναμη» τον διέταξε πιο επιτακτικά.
«Παράτα με» της είπε εκείνος με πείσμα και καθώς προσπάθησε να πάρει το πόδι του από το χέρι της, εκείνο γλίστρησε και το πέλμα του τη βρήκε κατευθείαν πάνω στην κοιλιά.
«Εύα;» τη ρώτησε με κομμένη την ανάσα βλέποντας τη να διπλώνεται στα δύο.
«Εύα, συγγνώμη, δεν το ήθελα, σου το ορκίζομαι, δεν το ήθελα» προσπάθησε να σώσει την κατάσταση βλέποντας την να παλεύει να πνίξει τον πόνο της κλείνοντας τα μάτια. 
«Μη με αγγίζεις» του φώναξε όταν εκείνος προσπάθησε να την πάρει στην αγκαλιά του, ενώ σπρώχνοντας τον προσπάθησε να κατέβει από το κρεβάτι.
«Εύα;» της είπε πνιγμένα, ικετευτικά, ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί τι να κάνει.
Βλέποντας την να αφήνει το σώμα της να αγγίξει το πάτωμα ασθαίνοντας, πάτησε αυτόματα το κουμπί που ειδοποιούσε τους νοσοκόμους.
«Έλσα» φώναξε με όλη την δύναμη που είχε μέσα του βγάζοντας την μάσκα ελπίζοντας να είναι ακόμα εδώ και να τον ακούσει.
«Έλσααα» συνέχιζε να φωνάζει πιο δυνατά, ακούγοντας τα αναφιλητά της Εύας και μόλις την είδε να εμφανίζεται στην πόρτα, πήρε μια ανακουφιστική ανάσα.
«Τι έγινε; Πού είναι η Εύα;» ρώτησε εκείνη κατευθείαν με αγωνία, ενώ έτρεχε κοντά του και ο “Άνταμ” γύρισε τη ματιά του προς την Εύα, που αγκομαχούσε ακόμα στο πάτωμα.
«Εύα… Για τον Θεό, τι έπαθες;» αναφώνησε η Έλσα μόλις πήγε δίπλα της για να τη βοηθήσει να ανασηκωθεί, αλλά εκείνη υπέφερε τόσο πολύ που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει.
«Τι της έκανες;» τον ρώτησε η Έλσα με ένα αυστηρό βλέμμα που τον έκανε κομμάτια.
«Την κλότσησα στην κοιλιά, όμως σου το ορκίζομαι, δεν το ήθελα» είπε γρήγορα και η Έλσα αγνοώντας τον γύρισε προς την Εύα.
«Μπορείς να σηκωθείς;» τη ρώτησε απαλά χαϊδεύοντας της παρηγορητικά το μπράτσο.
Εκείνη για απάντηση άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά, ενώ ζαρώνοντας το πρόσωπό της ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο στέρνο της Έλσας κλαίγοντας απαρηγόρητη.
«Πάτα πάλι το κουμπί» διέταξε τον “Άνταμ” και εκείνος το έκανε αμέσως.
«Γκλόβερ» άρχισε να φωνάζει η Έλσα με όλη τη δύναμη της ψυχής της για μερικές φορές και μόλις ο Γκλόβερ εμφανίστηκε στην πόρτα και την είδε στο πάτωμα, έτρεξε κοντά της.
«Μπορείς να την πάρεις στα χέρια να την πάμε επάνω;» τον ρώτησε και εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη το έκανε.
Όταν ο “Άνταμ” είδε το αίμα που είχε μείνει στο πάτωμα, στο σημείο που ακουμπούσε το σώμα της, τα έπαιξε τελείως. Δεν ήθελε να της κάνει κακό, απλά ήθελε… Ήθελε να τον κανακέψει και εκείνον, όπως κανάκευε τον παππού στο απέναντι κρεβάτι. Εκείνον πάντα τον χάιδευε, τον φιλούσε στο κεφάλι, του μιλούσε γλυκά, γιατί δεν έκανε το ίδιο και σε εκείνον;
Μέχρι να γυρίσει η Έλσα, στον “Άνταμ” φάνηκε σαν να είχε περάσει ένας αιώνας. Το ύφος της έλεγε τα πάντα. Κάτι δεν πήγαινε καλά, η Εύα σίγουρα δεν ήταν καλά.
«Θα γίνει καλά, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε κατευθείαν αλλά εκείνη δεν του έδωσε σημασία. Πιάνοντας τον χαρτοφύλακά της, έκανε την κίνηση να φύγει αλλά εκείνος αρπάζοντας το χέρι της, τη σταμάτησε.
«Πες μου ότι θα γίνει καλά» την ικέτεψε ασθμαίνοντας.
«Θα γίνει καλά» επανέλαβε ψυχρά και όταν προσπάθησε να πάρει το χέρι της μέσα από το δικό του, εκείνος το έσφιξε περισσότερο.
«Δεν το ήθελα, δεν ήθελα να της κάνω κακό» είπε γρήγορα μετανιωμένος και εκείνη απλά κατένευσε.
«Το ξέρει…» τον διαβεβαίωσε. «Τώρα μπορώ να έχω το χέρι μου πίσω;» τον ρώτησε το ίδιο ψυχρά.
«Θέλω να τη δω, πρέπει να τη δω» επέμενε εκείνος.
«Δεν μπορείς να τη δεις τώρα. Ο αρραβωνιαστικός της ήρθε για να την πάρει και να την πάει στο σπίτι, περιμένουν να τους πάω την τσάντα της» τον ενημέρωσε και ο “Άνταμ” ένιωθε να τα χάνει εντελώς.
Ήταν αρραβωνιασμένη; Όχι, δεν μπορούσε να είναι αρραβωνιασμένη, ήταν δική του, ήταν μόνο δική του… Ούρλιαζε μέσα του και πιάνοντας πιο σφιχτά το χέρι της Έλσας προσπάθησε να σηκωθεί.
«Πρέπει να τη δω, να της εξηγήσω…» μουρμούριζε μέσα από τα αγκομαχητά του, πάνω στην προσπάθειά του να σηκωθεί και η Έλσα χωρίς να περιμένει άλλο, έκανε νόημα στον Γκλόβερ, που περίμενε στην πόρτα κοιτώντας τους.
Μόλις τον είδε να έρχεται κοντά τους, ήξερε τι θα επακολουθούσε.
«Όχι, όχι, μην τον αφήσεις να με δέσει πάλι. Πρέπει να τη δω, πρέπει να της ζητήσω συγγνώμη. Δεν το ήθελα, το ορκίζομαι, δεν το έκανα επίτηδες» φώναζε απελπισμένος αλλά δεν τον άκουγε κανείς.

 Οι δύο επόμενες μέρες ήταν για τον “Άνταμ” πραγματικά ένα μαρτύριο. Χωρίς εκείνη δεν είχε κανέναν λόγο να ζει πια, έτσι απλά τα παράτησε. Δεν έτρωγε και δεν έπινε τίποτα, περίμενε απλά με τα μάτια κλειστά να έρθει ή εκείνη ή το τέλος· δεν συμβιβαζόταν με τίποτα άλλο.

Χρυσάνθη Καλαφάτη