Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 22)

Σεπτέμβριος 1922

«Γιουρουγιούν!»

Το μαστίγιο προσγειώθηκε σφυρίζοντας στις πλάτες των αιχμαλώτων, κι αυτή τη φορά ο Μανώλης το ’νιωσε στη δική του. Ένα πνιγμένο βογκητό εξήμεσαν[1] τα σπλάγχνα του.

«Γιουρουγιούν κιοπεκλέρ!» διέταξε πάλι η δρακόντεια μιλιά του επικεφαλής Τούρκου. «Προχωράτε σκυλιά!»


Απ’ τη μέρα που συνελήφθη στη Σμύρνη, αυτός κι όλοι οι άλλοι Έλληνες δεν έπαυαν να υφίστανται την ταπείνωση. Πριν ακόμα βγουν απ’ την πόλη, οι κάτοικοι του τουρκομαχαλά συγκεντρώθηκαν εξαγριωμένοι και χαιρέκακοι μαζί περιγελώντας τους, εκτοξεύοντας βρισιές και αντικείμενα εναντίον τους. Τουρκάλες ανεβασμένες στις στέγες ξερίζωναν κεραμίδια, σαν τη μάνα εκείνου του Αργείου που μονομαχούσε με τον Πύρρο, και με λύσσα αταίριαστη στο φύλο τους τα προσγείωναν στο ανθρώπινο κοπάδι των αιχμαλώτων, με αποτέλεσμα πολλοί να χάσουν έτσι τη ζωή τους. Άλλους πάλι, καθ’ υπόδειξη των αντρών που τους έδειχναν με το δάχτυλό όλο μίσος λέγοντας πως τάχα τους είχαν ατιμάσει και σφάξει τις γυναίκες και τα παιδιά, ή προσποιούμενοι ότι τους λυπούνταν βλέποντάς τους πληγωμένους, τους έβγαζαν δίπλα οι Τσέτες και τους σκότωναν με αποτρόπαια μέσα, ενώ εκείνοι έσκουζαν ικετεύοντας για έλεος. «Είμαι αθώος!» φώναζαν. Μα οι Τούρκοι το χαβά τους. Έκοβαν κεφάλια, άνοιγαν κοιλιές και τα κατακρεουργημένα σώματα ποδοπατούνταν ύστερα απ’ τον τουρκικό όχλο. Ήθελε να κλείσει τα μάτια του ο Μανώλης μπροστά στην τόση φρίκη, να κλείσει και τ’ αυτιά να μην ακούει τους σπαραγμούς των συντρόφων του, τη μύτη να μην μπαίνει η μυρωδιά του αίματος και του καπνού που έζωνε την πόλη, μα δυστυχώς τα μέσα του, αγριεμένα, τον κρατούσαν όρθιο να βλέπει τις πύλες της κόλασης που ανοιγόταν γύρω του.

Πάνω από τριάντα χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες και Μικρασιάτες, ηλικίας 18 έως 45 ετών, βρέθηκαν αιχμάλωτοι στο εσωτερικό της Τουρκίας μετά την καταστροφή: άλλοι συνελήφθησαν στη μάχη του Αλή Βεράν, άλλοι καθώς οι άτακτοι του Κεμάλ κατέστρεφαν τα χωριά τους, άλλοι στα παράλια όπου κατέφευγαν για να γλιτώσουν. Βρόμικοι, διψασμένοι, εξουθενωμένοι, έσερναν τα πόδια τους στα ίδια χώματα τα οποία πριν ένα- δυο χρόνια διέσχιζαν ως κατακτητές κι η κατάστασή τους ήταν τρισχειρότερη απ’ ό, τι στην εκστρατεία του Σαγγαρίου. Όποιον δεν άντεχε στην πορεία και γονάτιζε, ευθύς οι Τούρκοι του φύτευαν μια σφαίρα στο κεφάλι. Κι έφτασαν οι υπόλοιποι να μακαρίζουν όσους πέθαιναν έτσι, λυτρούμενοι απ’ το φοβερό μαρτύριο.

Κάποτε η πομπή σταματούσε σε κάποια πηγή. Γύριζε τότε το μάτι τους, ορμούσαν όλοι μαζί να πιουν. Κι οι Τούρκοι αφού τους άφηναν να τυραννιούνται για πολλή ώρα ποτίζοντας τα άτια τους, έκαναν χάζι έπειτα πως μεταμορφώνονταν θαρρείς σε ζώα κι έτρεχαν να σβήσουν την πυρκαγιά της δίψας τους. «Άγκυρα δε θέλατε; Χορτάστε τώρα Άγκυρα!» μουρμούριζαν. Ούτε που νοιάζονταν οι δύσμοιροι Γραικοί, το ένστικτο της επιβίωσης που θέριευε μέσα τους παρατηρώντας τους συντρόφους να σωριάζονται εκλιπαρώντας για νερό κι εν τέλει να ξεψυχούν κυριαρχούσε πάνω τους θολώνοντας το νου. Έπεφταν ακόμη σε βρόμικα ρυάκια γεμάτα λάσπη και αίμα, ρουφούσαν με βουλιμία το θολό νερό τους παρά τις προτροπές κάποιων συνετών κι ύστερα από λίγες μέρες εγκατέλειπαν το μάταιο τούτο κόσμο χτυπημένοι από λυσεντερία. «Μην πιείς, Μανώλη, μην πιείς» διέταζε τον εαυτό του το παλικάρι. «Σκέψου τους γονείς σου, την αγαπημένη σου…» Και με τη σκέψη προσηλωμένη στους δικούς του κατασίγαζε την φυσική ανάγκη.

Μα δεν ήταν μόνο η δίψα που τους βασάνιζε. Οι Τούρκοι τους έγδυναν απ’ τα ρούχα τους δίνοντάς τους να καλυφτούν με δυο τρίχινους σάκους. Άλλων τα ρούχα τα αφαιρούσαν οι οργισμένοι μουσουλμάνοι χωρικοί στα μέρη απ’ όπου πέρναγαν. Κι έμεναν τα παλικάρια μπροστά στον επερχόμενο χειμώνα σχεδόν γυμνά, να κρυώνουν και να γεμίζει ψείρα το κορμί τους. Τους επιζώντες του τάγματος τους εγκατέστησαν τελικά σ’ ένα στρατόπεδο κάπου κοντά στην Πάνορμο, όπου τους ανέθεσαν τις πιο εξοντωτικές εργασίες. Οι περισσότεροι στάλθηκαν να φτιάχνουν δρόμους, νηστικοί, ξυπόλητοι, με το ξύλο να πέφτει βροχή. Καθημερινά ξυλοκοπούσαν και σκότωναν παντοιοτρόπως δεκάδες Έλληνες οι αιμοσταγείς Τούρκοι στρατιώτες· ειδικά τους Μικρασιάτες τους εκτελούσαν αθρόους δια απαγχονισμού. Ο Μανώλης τρομοκρατημένος κρυβόταν επιμελώς. Ένας φαντάρος απ’ την Κρήτη τον ορμήνεψε μάλιστα να δηλώνει ψεύτικο όνομα αν τυχόν τον ρωτούσαν: Εμμανουήλ Λιοντάκης, κι ότι ήταν δήθεν συντοπίτης του.
«Το νου σου, σύντεκνε, ανίσως θες τη ζήση σου» του είπε. «Αν μάθουν πως είσαι απ’ εδά, σε κρεμούν ντελόγο![2]»

Μέσα στην αντάρα βρήκε ωστόσο μια απαντοχή ο Μανώλης. Μια μέρα, αδύναμος καθώς ήταν, κόντεψε να χάσει τις αισθήσεις του ενώ δούλευε. Ευτυχώς κοντά του βρέθηκε ένας νέος άντρας που τον συνέφερε, γιατί αν τον έβλεπε κανένας Τούρκος επιστάτης μπορεί και να μη γλίτωνε. Θέλησε να ευχαριστήσει τον σωτήρα του, μα όπως διασταυρώθηκαν οι ματιές τους έμεινε άλαλος. Ήταν εκείνος, ο σύντροφος του τις δύσκολες ώρες του πολέμου, ο Ανέστης ο Γερβάσης απ’ την Πέργαμο…

«Ανέστη! Μπρε Ανέστη!» τον προσφώνησε συγκινημένος.

«Μανωλιό!» ανταπέδωσε έκπληκτος. «Εσύ είσαι γιαβρούμ;»

«Εγώ είμαι Ανέστη! Το καρντάσι σου που πολεμούσαμε αντάμα στο Σαγγάριο!»

«Μπρε αρκαντάς! Πόσο χαίρουμαι που σε βρίσκω ζωντανό μέσα σ’ αυτό το χάλι! Πως βρέθηκες εδώ τζιέρι μου; Που σε πιάσανε;»

«Στη Σμύρνη, καρντάση… Μα δεν είναι ώρα τώρα. Θα σ’ τα ειπώ ούλα σαν μας αφήκουν να πλαγιάσουμε λιγάκι»

Μοιράστηκαν το ίδιο λιγδερό και άβολο στρωσίδι οι δύο νέοι. Είπαν τα ντέρτια τους, έκλαψαν, ξεθύμαναν κι ο Μανώλης εκμυστηρεύτηκε στον Ανέστη τι συνέβη με την Κατίνα.

«Τι λες μπρε; Κι έμεινε το κορίτσι στους πέντε ανέμους;» έκανε εκείνος.

«Ναι καρντάση» αποκρίθηκε σιωπηλά. «Τη θυμάμαι και πονώ… Αν δώσει ο Θεός να ζήσουμε και να πάμε στην Ελλάδα, μαζί με τους γονιούς μου θα ψάξω και για κείνη. Της ορκίστηκα πως θα την κάμω γυναίκα μου, Ανέστη, κι αυτό τον όρκο δεν τον παίρνω πίσω»

«Είναι ιερός ο όρκος σου, Μανώλη» συμφώνησε με ύφος σοβαρό ο Ανέστης πιάνοντας το χέρι του. «Θα ζήσομε, φίλε μου, είμαστε νέοι εμείς! Θα τη βρεις και την Κατίνα σου, και σ’ το λέω από τώρα ότι άμα θες, εγώ θα σας στεφανώσω»

Τον κοίταξε με απέραντη χαρά ο Μανώλης. «Πως θα μπορούσα να σ’ αρνηθώ, Ανέστη;» είπε με φωνή που έτρεμε. «Μας ένωσαν δύσκολοι καιροί, φιλιωθήκαμε μέσα στη σφαγή. Για μένα είσαι φίλος κι αδελφός συνάμα και θα ’ναι τιμή να σ’ έχω για κουμπάρο μου!» Κι αγκαλιάστηκαν δακρυσμένοι.

Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει. Οι ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής δεν άργησαν να φέρουν τις πρώτες επιδημίες στο στρατόπεδο. Προσβλήθηκε ο Ανέστης σε μία απ’ αυτές και παρά τις φροντίδες του Μανώλη ολοένα χειροτέρευε. Αμέτρητα βράδια ξαγρύπνησε στο πλάι του, αφουγκραζόμενος το παραλήρημα των υπόλοιπων αρρώστων το οποίο καθημερινά λιγόστευε, κι έστηνε ταραγμένος αυτί σε κάθε ήχο που έβγαζε το στόμα του, μην τύχει κι ήτανε αυτό ο επιθανάτιος ρόγχος…

Τη νύχτα εκείνη ο Ανέστης βαριανέσαινε. Εξαντλημένος ο Μανώλης έγειρε κάποια στιγμή στον τοίχο πίσω του κλείνοντας τα μάτια. Κι ήταν έτοιμος να βυθιστεί στον ύπνο, όταν το χέρι του φίλου του έσφιξε τον καρπό του.

«Νερό, καρντάση. Λίγο νερό» άρθρωσε με κόπο. Ο Μανώλης έφερε το φλασκί του στα πανιασμένα χείλη του Ανέστη κι έσταξε μέσα τους μερικές γουλιές. Ύστερα χάιδεψε απαλά το μάγουλό του που έκαιγε απ’ τον πυρετό, κι ο Ανέστης έσφιξε την παλάμη του στη δική του. Το βλέμμα του, θολό, τον ατένισε θλιμμένο.

«Μανωλιό μου, φεύγω… Απόψε ήρτε η ώρα μου»

«Όχι Ανέστη μου! Τι λες;» ξεστόμισε συγκλονισμένος ο Μανώλης. «Θυμάσαι τι μου ’πες; Θα ζήσομε τζιέρι μου! Θα με παντρέψεις κιόλα!»

Ο Ανέστης δεν απάντησε. Η ανάσα του κοφτή, βεβιασμένη, εμπόδιζε τις λέξεις.

«Ανέστη μίλα μου! Μη μ’ αφήνεις!» τον πρόσταξε. Γύρισε προς το μέρος του, με τα μάτια διάπλατα στην προσπάθειά του να προσλάβει οξυγόνο.

«Ζήσε Μανώλη» τον συμβούλεψε. «Ζήσε… για σένα… και… την… κοπέλα σου!» Κι έκλινε τον αυχένα.

«Ανέστη! Ανέστη!» σπάραξε ταρακουνώντας τον. Μα η ψυχή του φίλου του είχε ήδη πετάξει στην αγκαλιά του Πλάστη τους…

Αργά, τελεστικά, του σφάλισε τα βλέφαρα. «Καλή ανάπαυση καρντάση» ψιθύρισε γέρνοντας την όψη κοντά στο λαιμό του, εκεί που μόλις είχε πάψει να χτυπά η αρτηρία της ζωής. Δάκρυα αμέτρητα, καυτά, κυλήσανε απ’ τα μάτια του στο ωχρό δέρμα που άρχιζε να παγώνει κι ανακατεύτηκαν με τα φιλιά που του ’δινε στο μέτωπο.

«Βοήθα Παναγιά μου, βοήθα με να ζήσω» προσευχήθηκε αντί για μοιρολόι. «Για τον κύρη και τη μάνα μου, το Κατινάκι μου, τον Ανέστη…»

Έζησε ο Μανώλης, κρατώντας στο νου του τη μνήμη των τεσσάρων πιο αγαπημένων του ανθρώπων. Κι αξιώθηκε το φθινόπωρο του 1923 να δει το “νόστιμον ήμαρ[3]”. Όμως αυτοί οι δεκατέσσερις μήνες στιγμάτισαν βαθιά το σώμα και την ψυχή του. Το χείλι του δεν μπορούσε πλέον να γελάσει, στα καστανά μαλλιά του διάσπαρτες άσπρες τρίχες είχαν κάνει την εμφάνισή τους ενώ τις παρειές και το πιγούνι του κάλυπτε μια πυκνή ασουλούπωτη γενειάδα, χώρια που είχε αδυνατίσει τρομερά. Εικοσιτριών ετών, έμοιαζε με σαραντάρη, μόνο η ψηλή στητή κορμοστασιά κι η σπιρτάδα των γαλανών ματιών του την οποία οι κακουχίες δεν κατόρθωσαν να κλέψουν φανέρωναν πως ήταν νέο παλικάρι.

«Σίγουρα θα με γνωρίσουν ο πατέρας κι η μάνα» συλλογίστηκε για να παρηγορηθεί. «Κι η Κατινιώ μου, η καρδιά δεν λησμονάει…»

Έτσι, με μόνη του αποσκευή την ελπίδα, επιβιβάστηκε στα πρώτα καράβια που θα γύριζαν τους εναπομείναντες αιχμαλώτους στην Ελλάδα, όπως όριζε η Συνθήκη της Λοζάνης. Ο πιο κοντινός σταθμός ήταν τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου καρσί στα μικρασιατικά παράλια. Εκεί θα παρέμενε μέχρις ότου να μάθει κάτι για τους δικούς του, άλλωστε ειδικά στη Χίο είχαν καταφύγει πολλοί πρόσφυγες από τη Σμύρνη και τη χερσόνησο της Ερυθραίας, οπότε δεν αποκλείεται ν’ αντάμωνε κάποιον συγγενή τους. Μια χαραυγή λοιπόν πάτησε τις ακτές της μυροβόλου, που τόσο κοντά και τόσο μακριά πια βρισκόταν απ’ τον τόπο του… 







[1] (κυριολ.) ξέρασαν
[2] αμέσως
[3] Φράση που σημαίνει «ημέρα του γυρισμού», γνωστή απ’ το προοίμιο της Οδύσσειας


Λίνα Δώρου