Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 3/Μέρος Δ) - "Το Αστεροσκοπείο"

    
           Ελλάδα
Το βήμα του ήταν αργό. Τα χέρια του τον πονούσαν κι ένιωθε να βουλιάζει στην απελπισία. Ο Παναγιώτης μας είχε στήσει όλους για ακόμη μία φορά σημειώνοντας απουσία. Η γλυκιά μυρωδιά των γιασεμιών από τις αυλές των σπιτιών λειτουργούσε σαν ένα προσωρινό αγχολυτικό. Ήταν σούρουπο, όταν έφτασε στην άκρη μίας γέφυρας ενός κεντρικού αυτοκινητόδρομου. Κοίταξε το κενό. Δεν τον φόβιζε πια. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, τα οποία ξεχύθηκαν αβίαστα στα μάγουλά του. Ένα ακόμη βήμα πιο κοντά στην άκρη… Μα κάτι του τράβηξε την προσοχή. Ένας άνθρωπος βρισκόταν πεσμένος στο παρκάκι ακριβώς απέναντι. Ξεχνώντας προς στιγμήν τα προβλήματά του, κατέβηκε και έτρεξε προς το μέρος τού πεσμένου ανθρώπου.
Το θέαμα έμοιαζε αλλόκοτο και δεν ήξερε πραγματικά τι να σκεφτεί. Μπροστά του βρισκόταν ένας… άνδρας με πυρόξανθα μακριά μαλλιά και μία περίεργη στολή. Ο Παναγιώτης έντρομος, αποφάσισε πως θα ήταν πιο φρόνιμο να φύγει, αλλά η βαριά ανάσα του άνδρα και τα βογκητά πόνου, του άλλαξαν τη γνώμη. Άπλωσε το χέρι του ακουμπώντας το επάνω στον ώμο του άγνωστου.
            «Είσαι καλά;» τον ρώτησε.
        Ο άνδρας μετά βίας άνοιξε τα μάτια του ρίχνοντάς του ένα ξέπνοο βλέμμα και ψιθυρίζοντας, του μίλησε σε μία ακατανόητη διάλεκτο. Ο Παναγιώτης επανέλαβε την ερώτηση στα αγγλικά αυτή τη φορά και τότε πήρε επιτέλους την πολυπόθητη απάντηση.
«Ποιος είσαι; Πού είμαι; Πονάω πολύ…»
            Δίχως δεύτερη σκέψη κάλεσε ασθενοφόρο, καθώς φοβήθηκε για απώλεια μνήμης από το χτύπημα. Η βοήθεια δεν άργησε να φανεί. Τον έδεσαν καλά με λουριά ώστε να μείνει το σώμα του ακίνητο, ενώ ο Παναγιώτης αποφάσισε να τον συνοδεύσει μιας κι ο ίδιος δεν είχε ιδέα ούτε για την ταυτότητά του.
«Είστε συγγενής;» τον ρώτησε ο γιατρός.
«Όχι. Αλλά δε θα ήθελα να τον αφήσω μόνο, καθώς έχει υποστεί βαρύ τραυματισμό και το πιο πιθανό και απώλεια μνήμης».
 Την ώρα που ανέβαινε μαζί με τον άγνωστο στο ασθενοφόρο, ένιωσε μια ευγνωμοσύνη. Αν δεν τον είχε συναντήσει, πιθανόν να είχε βάλει τέλος στη ζωή του.
Στο νοσοκομείο οι γιατροί αμέσως κατάλαβαν πως είχε υποστεί τραυματισμό στο στέρνο από δυνατό χτύπημα ή από πτώση. Ο Παναγιώτης περίμενε καρτερικά έξω από το δωμάτιο, όταν ο γιατρός άνοιξε την πόρτα. Φαινόταν χλωμός.
            «Όλα καλά;» ρώτησε ο Παναγιώτης σχεδόν έκπληκτος.
 «Μπορείς να έρθεις για λίγο στο γραφείο μου;» του απάντησε ο γιατρός βγάζοντας τη λευκή του ρόμπα και σκουπίζοντας με ένα μαντήλι το μέτωπό του.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο νεαρός ανυπόμονα.
            «Εμ… Κοίτα, νεαρέ μου… Δεν ξέρουμε σε ποια ακριβώς ανακάλυψη είμαστε μπροστά, εντούτοις επειδή ήσουν ο μόνος μάρτυρας, θα σε παρακαλούσαμε να κρατήσεις μία τυπική εχεμύθεια απέναντι στο περιστατικό».
 Ο Παναγιώτης φάνηκε μπερδεμένος.
«Δε σας καταλαβαίνω… Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τον άνθρωπο;»
«Το πρόβλημα, νεαρέ μου, είναι… Πως μάλλον δεν πρόκειται για άνθρωπο… Επομένως θα πρέπει να παραμείνει εδώ. Οι εξετάσεις αίματος πρόδωσαν την ταυτότητά του» εξήγησε ο γιατρός.
Ένα αχνό χαμόγελο ειρωνείας φάνηκε στο βλέμμα του Παναγιώτη.
«Κοιτάξτε… Μπορεί να είμαι απλά ένας έφηβος στα δικά σας μάτια, αλλά μία τέτοια θεωρία δε γίνεται πιστευτή από κανέναν. Πείτε μου καλύτερα πως ο άνθρωπος εκείνος έχει εμπλακεί σε κάποιο έγκλημα ή είναι καταζητούμενος και γι’ αυτό θέλετε να τον κρατήσετε με το ζόρι» του απάντησε ο Παναγιώτης έχοντας χάσει μέρος της υπομονής του.
            Ο γιατρός με μία αργή κίνηση κατέβασε τα γυαλιά του και τον κοίταξε.
«Δεν είσαι του κλάδου της ιατρικής, νεαρέ μου, αλλιώς μετά χαράς θα σου έδειχνα τα αποτελέσματα των εξετάσεών του. Η ομάδα αίματός του δεν είναι συμβατή με καμία ανθρώπινη και εκτός αυτού η όρασή του είναι… Κάτι παραπάνω από καλή. Είμαι σίγουρος πως μπορεί να βλέπει χιλιόμετρα μπροστά, αν φυσικά δεν υπάρχει κάποιο βουνό τριγύρω να του κόβει τη θέα. Τώρα θα σε παρακαλέσω να φύγεις» τελείωσε κοφτά.
Ο Παναγιώτης σηκώθηκε απότομα και τον κοίταξε.
«Θέλω να τον δω!» του φώναξε.
            «Λυπάμαι, αγόρι μου, αλλά η ασφάλεια έχει ειδοποιηθεί ήδη. Θα σε απομακρύνουν με το ζόρι. Το μέρος φυλάσσεται με κάμερες ασφαλείας και το πλάσμα θα δεθεί, καθώς έχει πάθει ήδη μία κρίση πανικού, θα ναρκωθεί και θα μεταφερθεί σε εργαστήριο για επιπλέον μελέτη. Τώρα αν μου επιτρέπεις…» είπε κι άρχισε να απομακρύνεται.
«Είναι άνθρωπος, όχι πειραματόζωο!» φώναξε  μάταια ο Παναγιώτης, καθώς η ασφάλεια του νοσοκομείου τον τραβούσε με το ζόρι προκειμένου να απομονωθεί όλος ο όροφος.

Βγήκε τρέχοντας από το κτίριο βλαστημώντας. Το πρώτο πράγμα που έκανε για να ηρεμήσει ήταν μία βόλτα στο πιο κοντινό πάρκο για να μπορέσει να σκεφτεί με καθαρό μυαλό τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί. Δε μου φάνηκε επικίνδυνος, προσπάθησε να βάλει σε τάξη το μυαλό του. Χάρη σε αυτόν τον άγνωστο η προσοχή μου αποσπάστηκε από τα προβλήματα και γλίτωσα τη ζωή μου, σκέφτηκε και άρπαξε το κινητό στο χέρι του παρακαλώντας σιωπηλά τον Μιχάλη να το σηκώσει.
            Ένας ψίθυρος ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής και ο Παναγιώτης ήταν σχεδόν βέβαιος πως ο φίλος του είχε μπλέξει σε περιπέτειες.
«Σε έχω ανοιχτή ακρόαση… Είμαι με τον Θοδωρή και… Ε… ψάχνουμε να βρούμε στο σπίτι του θείου του τα κλειδιά του Αστεροσκοπείου» ακούστηκε βραχνά η φωνή του Μιχάλη.
            «Αφήστε τα τώρα αυτά. Έχω μία υπόθεση που τρέχει και είναι άμεση ανάγκη να σας δω!» τους φώναξε ο Παναγιώτης.
 «Πες μας απλά, αν είσαι καλά και πού έχεις μπλέξει» απάντησε ο Θοδωρής κοφτά.
«Εμ… Νομίζω πως κάποιος άγνωστος χρειάζεται τη βοήθειά μας» απάντησε, ενώ σιωπή απλώθηκε από την άλλη άκρη της γραμμής. Έπειτα έκλεισε. Οι κλασσικοί φόβοι του Μιχάλη, συλλογίστηκε και το επόμενο όνομα που βρέθηκε στη λίστα του ήταν το δικό μου. Μόλις άκουσε τη φωνή μου, το μόνο που μου είπε ήταν «Σε χρειάζομαι» και καθώς γνωρίζω πως η ψυχολογία του φίλου μου περνά από διάφορες διακυμάνσεις, το μόνο που τον ρώτησα ήταν το μέρος στο οποίο βρισκόταν.


Ήταν δέκα το βράδυ, όταν κατάφερα να φτάσω. Ο Παναγιώτης με περίμενε έξω από το νοσοκομείο. Η όψη του ήταν χλωμή.
            «Είσαι καλά;» τον ρώτησα με αγωνία.
Ο Παναγιώτης άπλωσε το χέρι του χαϊδεύοντάς μου ελαφρά τον ώμο.
            «Μην ανησυχείς για μένα. Στο έχω ζητήσει σαν χάρη πολλές φορές. Βρίσκομαι εδώ, γιατί νιώθω πως κάποιος έχει πέσει θύμα… Επίθεσης ίσως» μου είπε και ξεκίνησε να μου αφηγείται την ιστορία, κρύβοντάς μου τη λεπτομέρεια πως η τυχαία εμφάνιση του αγνώστου, του έσωσε τη ζωή. Φυσικά καθώς τίποτε δε μένει κρυφό για πάντα, το εξομολογήθηκε ο ίδιος λίγες ώρες αργότερα. Ωστόσο εγώ για την ώρα, τον άκουγα προσεχτικά και παράλληλα σκεφτόμουν πως θα ήταν φρόνιμο να μην εμπλακούμε σε μία τέτοια υπόθεση.
«Παναγιώτη… Πιστεύω πως για να επέμβει η ασφάλεια και να απομονώσουν τον χώρο, πιθανόν να πρόκειται για κάποιον επικίνδυνο. Καλύτερα να πηγαίνουμε» του απάντησα.
            «Μιλάς σαν τον Μιχάλη. Εγώ θα μείνω εδώ, μέχρι να τον βοηθήσω. Δεν ξέρει ούτε ποιος είναι» αντιγύρισε.
            Με μια βαθιά ανάσα σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και ανταποκρίθηκα στο πείσμα του. Το τηλέφωνό μου χτύπησε και μία σιγανή φωνή ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Αν σε πάρει ο Παναγιώτης, μην το σηκώσεις… Πάλι έχει περιπέτειες...» είπε ο Μιχάλης.
«Πολύ αργά. Λοιπόν σας περιμένουμε» είπα και καθώς το έκλεινα, θα ορκιζόμουν πως τον άκουσα να ξεροκαταπίνει.

Η παρέα μας συγκεντρώθηκε τελικά αργά το βράδυ. Καθώς εμείς δεν είχαμε υπάρξει μάρτυρες του περιστατικού, θα μπορούσαμε να μπούμε στο νοσοκομείο προτού γίνει η μεταφορά του αγνώστου. Η Αστυνομία βρισκόταν μπροστά στην πόρτα κι εγώ με τον Θοδωρή δηλώσαμε απλοί επισκέπτες. Περνώντας μπροστά από τις σκάλες που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο, τα μάτια του Θοδωρή έλαμψαν.
«Ακολούθησέ με» μου είπε και μπήκαμε σε ένα μισάνοιχτο δωμάτιο.
            Εκεί βρίσκονταν ακουμπισμένες οι ιατρικές ενδυμασίες, καθώς και τρία ταμπελάκια με τα ονόματα των ιατρών. Για καλή μας τύχη, υπήρχε κι ένα γυναικείο όνομα. Ευθύς ντυθήκαμε γνωρίζοντας πολύ καλά πως οι κάμερες ασφαλείας είχαν καταγράψει πλήρως το περιστατικό. Το θετικό ήταν πως δεν αφήσαμε να φανεί το πρόσωπό μας.
Πλησιάζοντας τον απομονωμένο χώρο, μας ζητήθηκε να κοιτάζουμε κάποιες στιγμές τον άγνωστο για να βεβαιωθούμε πως το φάρμακο της μέθης που του είχαν χορηγήσει είχε ακόμη διάρκεια. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, τα μάτια μας άνοιξαν διάπλατα. Ο άγνωστος άνδρας ήταν ξαπλωμένος ημίγυμνος, καθώς τα πλευρά του ήταν δεμένα. Στην καρέκλα ήταν ακουμπισμένο ένα δερμάτινο πανωφόρι που έμοιαζε βγαλμένο από μία άλλη εποχή. Τα πλούσια, μακριά μαλλιά του έλαμπαν ενώ ο Θοδωρής τα ψηλάφιζε για να βεβαιωθεί πως του ανήκαν. Το πρόσωπό του ήταν αψεγάδιαστο, ενώ τα αυτιά του δεν είχαν ανθρώπινο σχήμα. Κοιταχτήκαμε για μερικά δευτερόλεπτα, όταν παρατήρησα πως το πλάσμα έσφιγγε τη γροθιά του. Τον πλησίασα ακόμη λίγο και άξαφνα τα μάτια του άνοιξαν. Είχαν ένα υπέροχο γαλάζιο χρώμα, εντούτοις το αίσθημα του θυμού ελλόχευε μέσα τους.
«Σε παρακαλώ, μείνε ακίνητος. Θα… Θα μας ακούσουν» του είπα με τρεμάμενη φωνή. Εκείνος σαν να μην είχε ακούσει τίποτε, τράβηξε όλα τα καλώδια με τα οποία ήταν συνδεδεμένος και προσπάθησε να σταθεί όρθιος. Ωστόσο, ο πόνος από τα τραυματισμένα του πλευρά, τον έκανε να γονατίσει στο πάτωμα. Οι δυο μας μείναμε να τον κοιτάζουμε ανίκανοι να πάρουμε την οποιαδήποτε απόφαση άμεσης δράσης. Ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό του, καθώς ο πόνος του ήταν ανυπόφορος. «Σε παρακαλώ… Κάνε ησυχία… Θα έρθουν… Θα σε πάρουμε από εδώ…» κατάφερε να συλλαβίσει ο Θοδωρής και αυτό φάνηκε να καθησυχάζει προσωρινά τον άγνωστο.
            Του έδωσα το χέρι μου για να σηκωθεί και το βλέμμα μας αντάμωσε για λίγα δευτερόλεπτα. Στα μάτια του καθρεπτιζόταν ο φόβος. Τον βάλαμε να καθίσει για λίγο στο κρεβάτι, ενώ εκείνος προσπαθούσε μετά βίας  να ανασάνει.
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα.
            Ο ξένος ύψωσε αργά τη ματιά του προς το μέρος μου. Κατόπιν χαμήλωσε και πάλι το κεφάλι του και απάντησε κοφτά:
«Ορλάντο».
            Ο Θοδωρής με κοίταξε ανήσυχα.
«Μια χαρά θυμάται την ταυτότητά του!» ψιθύρισε.
 Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν βήματα από τον διάδρομο του νοσοκομείου.
«Ξάπλωσε και μην κουνηθείς!» τον παρακάλεσα.
            «Αυτό ξέχνα το!» μου απάντησε επιθετικά.
«Σε παρακαλώ. Είναι ο μόνος τρόπος για να φύγουμε» του είπα.
 «Δεν εμπιστεύθηκα ποτέ μου τους ανθρώπους. Όλο αυτό μπορεί κάλλιστα να είναι μία καλοστημένη πλεκτάνη» συνέχισε.
Ο Θοδωρής ξεφυσώντας του απάντησε:
«H δράση μας είναι εντελώς αυθόρμητη. Να σκεφτείς ούτε δεύτερο σχέδιο δεν υπάρχει στα σκαριά σε περίπτωση που αποτύχουμε. Τώρα ξάπλωσε που να πάρει, γιατί μας βλέπω να παγιδευόμαστε όλοι εδώ!» τελείωσε και ο ξένος υπάκουσε απρόθυμα.
Ένας χτύπος ακούστηκε και οι νοσοκόμες μπήκαν στο δωμάτιο.
«Όλα καλά εδώ;» ρώτησαν καλοσυνάτα.
            Οι δυο μας κουνήσαμε καταφατικά το κεφάλι.
«Να ξέρετε πως σε μία ώρα τελειώνει η βάρδιά σας, καθώς το πλάσμα θα μεταφερθεί σε ειδική κλινική για αξιολόγηση όλων των ευρημάτων που τον συνοδεύουν. Δεν έχουμε καμία περεταίρω πληροφορία από τη διεύθυνση, καθώς προσπαθούν να τηρήσουν άκρα μυστικότητα» είπαν κι έφυγαν βιαστικά.
Ένιωσα το αίμα μου να παγώνει. Τι πραγματικά συνέβαινε; Μόλις επικράτησε και πάλι ησυχία, ο Ορλάντο σηκώθηκε επάνω με ότι δύναμη του είχε απομείνει.
«Η συμφωνία είναι συμφωνία» μας είπε.
«Φεύγουμε» απάντησε ο Θοδωρής «αλλά μάντεψε ποιος θα φορέσει τη λευκή ρόμπα» είπε του Ορλάντο κλείνοντάς του το μάτι.

Το θέατρο συνεχίστηκε με εμάς να έχουμε μπει στο ρόλο του επισκέπτη και τον Ορλάντο εκείνον του ιατρού. Τα μαλλιά του τα κρατούσε δεμένα ένα λαστιχάκι, ώστε να μην τραβούν πολύ την προσοχή. Τα βλέμματα είχαν καρφωθεί επάνω μας, εντούτοις καταφέραμε να φτάσουμε στο ισόγειο με τη θέα της εξόδου να απέχει μόλις λίγα μέτρα. Βγήκαμε βιαστικά με κατεύθυνση τον χώρο στάθμευσης, ενώ ο Θοδωρής επέστρεψε την ιατρική στολή στο δωμάτιο όπου την είχαμε βρει.
«Δε γίνεται να κυκλοφορώ ημίγυμνος! Θέλω τη στολή μου!» μου είπε κοιτάζοντάς με αγριεμένα.
«Aδύνατον! Θα τραβήξουμε όλα τα βλέμματα» του είπα ειδοποιώντας τον Παναγιώτη να τρέξει αμέσως.
Λίγη ώρα αργότερα ο Παναγιώτης με τον Μιχάλη έφτασαν τρέχοντας, ενώ ο Θοδωρής μας ειδοποίησε πως το προσωπικό είχε κιόλας αντιληφθεί την απουσία του Ορλάντο και τον αναζητούσε. Το βλέμμα όλων έπεσε στον Μιχάλη.
«Είναι το αμάξι του πατέρα μου» είπε βιαστικά.
Χωρίς να ειπωθεί δεύτερη κουβέντα, στριμωχτήκαμε όλοι καλύπτοντας τον Ορλάντο, ο οποίος φαινόταν να πονά αρκετά, αν παρατηρούσε κανείς τις γκριμάτσες στο πρόσωπό του.
«Θα πάμε στη γιαγιά μου» είπε ο Παναγιώτης. «Λείπει εξάλλου». O Μιχάλης τον κοίταξε διστακτικά από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου. Αντιλαμβανόμουν πως η διαίσθησή του του έλεγε πως ο φίλος του κρατούσε καλά κρυμμένο ένα επτασφράγιστο μυστικό.
Στη διαδρομή για το σπίτι ο Ορλάντο ήταν σιωπηλός. Τις στιγμές που μπορούσε, χάζευε το περιβάλλον και τον κόσμο γύρω του δείχνοντας ταυτόχρονα κουρασμένος αλλά και έκπληκτος. Το σπίτι της γιαγιάς του Παναγιώτη βρισκόταν λίγα στενά πιο κάτω από εκείνο του πατέρα του και ήταν και αυτό μία μικρή μονοκατοικία από τις ελάχιστες που είχαν απομείνει να στολίζουν τη γειτονιά. Ήταν σκοτεινό όταν μπήκαν, σημάδι πως εκείνη απουσίαζε, δίνοντάς τους τον χρόνο να επεξεργαστούν όλα τα δεδομένα του τελευταίου εικοσιτετραώρου. Εγώ με τον Μιχάλη και τον Θοδωρή αποχωρήσαμε για λίγο αφήνοντας μόνους τον Ορλάντο και τον Παναγιώτη. Ο ξένος κάρφωσε στιγμιαία το βλέμμα του στον νεαρό κάνοντάς τον να υποχωρήσει.
            «Τι κάνεις;» τσίριξε ο Παναγιώτης βαστώντας το κεφάλι του.
            Ο Ορλάντο πήρε αμέσως από πάνω του το βλέμμα του. Η ματιά του έμοιαζε να φανερώνει τρόμο και οργή. «Έχεις υποφέρει πολύ… Ο πατ...»
«Μην τολμήσεις ούτε να το ξεστομίσεις αυτό! Είσαι ένα φρικιό!» του είπε ξεσπώντας σε λυγμούς.
            Τη στιγμή εκείνη μπήκαμε όλοι στο σαλόνι έντρομοι.
«Δεν είμαι φρικιό, Παναγιώτη. Είμαι απλά ξωτικό και η φύση μού έχει δώσει τη δυνατότητα να διαβάζω τις σκέψεις του άλλου. Συγγνώμη… Δεν ήθελα να δω αυτά που είδα… Σε πλήγωσα…» του είπε.
Τότε ο Παναγιώτης με δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό του, γύρισε αργά το κεφάλι του και τον κοίταξε.
«Για την ακρίβεια, δίχως να το γνωρίζεις, μου… έσωσες τη ζωή. Αν δε σε είχα δει πεσμένο εκεί… Ίσως να είχα κάνει ακόμη ένα βήμα πάνω στη γέφυρα…»
Οι τρεις μας κοιτούσαμε σιωπηλοί καθώς τα απανωτά σοκ δε μας άφηναν κανένα περιθώριο αντίδρασης. Αποφασίσαμε να τον σεβαστούμε, βλέποντας την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή και τα δάκρυα εξακολουθούσαν να μουσκεύουν τα μάγουλά του. Έπειτα από λίγα λεπτά σιγής, ακούστηκε βραχνά η φωνή του Μιχάλη.
«Τι είπες ότι… είσαι;» ρώτησε τον Ορλάντο.
Για πρώτη φορά σχηματίστηκε ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό του που έκανε τα χαρακτηριστικά του να λάμπουν.
«Είμαι ξωτικό, Μιχάλη. Εσύ ανήκεις στην ανθρώπινη φυλή».
«Ώστε είναι αλήθεια τελικά;» έσπασε τη σιωπή ο Παναγιώτης. «Είσαι εξωγήινος… Μπόρεσες να διαβάσεις το μυαλό μου… αι επιπλέον η όψη σου, αν και τόσο κοντά στη δική μας… Έχει μία ιδιόμορφη τελειότητα».
«Ζω απλά σε μία παράλληλη Γη, όχι σε άλλον πλανήτη. Σαν να κοιτάς από την πίσω μεριά ενός καθρέπτη. Βλέπεις το είδωλό σου σε δύο πλευρές. Έτσι και οι κόσμοι. Μπορεί τώρα να περπατάς εδώ και σε λίγο στην ίδια παράλληλη Γη, όπου η ζωή είναι εντελώς διαφορετική».
Τη στιγμή εκείνη ο Θοδωρής, κάνοντας ένα βήμα μπροστά και δίνοντας μερικά δικά του ρούχα στον Ορλάντο μας είπε:
«Nομίζω πως ξέρω την απάντηση και μάλιστα βρίσκεται στα χέρια μου. Τα κλειδιά του αστεροσκοπείου. Εκείνο το φαινόμενο στον ουρανό, θυμάστε;» Όλοι γνέψαμε καταφατικά. «Εκεί θα βρούμε την απάντηση» εξήγησε κι όλοι μας πήραμε τον δρόμο με κατεύθυνση το Εθνικό Αστεροσκοπείο.


Η αίθουσα των παρατηρήσεων παρέμενε σκοτεινή. Ο Θοδωρής καθώς είχε επισκεφτεί ετούτον τον τόπο αρκετές φορές, ήξερε πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο θα αποκάλυπτε το τηλεσκόπιο. Καθώς ο θόλος υποχωρούσε, τη θέση του πήρε ο έναστρος ουρανός. Ο Θοδωρής κοιτούσε πολύ προσεκτικά, εντούτοις δεν υπήρχε ίχνος ύποπτης δραστηριότητας.
«Περίμενε ώσπου η σελήνη να φθάσει στο μέσον του ουρανού και να ρίξει κάθετα το φως της» ακούστηκε η φωνή του Ορλάντο.
Πράγματι, έπειτα από μία ώρα και δίχως την ανάγκη της χρήσης του τηλεσκοπίου, μία λάμψη φάνηκε στον ουρανό σαν σκίσιμο που γινόταν όλο και πιο έντονη. Την ώρα εκείνη ο Ορλάντο γονάτισε βαστώντας το κεφάλι του. Φαινόταν να υποφέρει.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησα ταραγμένη κρατώντας του γερά το χέρι.
            «Άκουσα τις σκέψεις του… Έρχεται εδώ!» μονολόγησε το ξωτικό.
            Ο Μιχάλης ένιωσε την κρίση πανικού να του χτυπά την πόρτα.
«Ποιος έρχεται; Ακόμη ένας που σου μοιάζει;» τον ρώτησε τρέμοντας.
            Ο Ορλάντο σηκώθηκε και τον κοίταξε.
«Κάποιος που, αν δεν αφανίσει τους δύο κόσμους, δε θα νιώσει ποτέ του δικαίωση. Η όψη του απόκοσμη και από την ψυχή του στάζει μαύρο αίμα. Δε θα τον σταματήσει κανένας κι εγώ εδώ δεν έχω κανέναν σύμμαχο» τελείωσε το ξωτικό.
«Μήπως θα ήταν φρονιμότερο να επιστρέψεις στον τόπο σου για να σε ακολουθήσει; Μπορεί ας πούμε εσένα να θέλει να σε σκοτώσει λίγο περισσότερο από ότι εμάς, που δε μας γνωρίζει κιόλας» του απάντησε ο Μιχάλης λουσμένος στον ιδρώτα.
Το ξωτικό τον κοίταξε με απόγνωση.
            «Άνθρωποι… Δε συνεργάστηκαν ποτέ τους».
Δευτερόλεπτα σιωπής διαδέχτηκαν την τελευταία κουβέντα του Ορλάντο, όταν επιτέλους ο Θοδωρής πήρε τον λόγο.
«Πώς άρχισαν όλα;» του είπε και το ξωτικό του χαμογέλασε.
«Η Γη που ζούμε έχει πολλές διαστάσεις. Κάθε μία αποτελείται από τη δική της ιστορία και τα δικά της πλάσματα. Η δική μας διοικούταν από τις αρχές του χρόνου από τέσσερις Άρχοντες, καθένας από τους οποίους συνόδευε και μία εποχή του χρόνου. Όλοι τους σοφοί και καλόκαρδοι.  Μολαταύτα με το πέρασμα των χρόνων και των αιώνων καθώς και τη δημιουργία της ανθρώπινης φυλής και εκείνης των αρχαίων ξωτικών, ο Άρχοντας του Χειμώνα, εγκατέλειψε τα αδέρφια του. Κανείς δε γνωρίζει τα πρώτα εκείνα γεγονότα που τον οδήγησαν να πάρει ετούτη την απόφαση. Τη λαμπρότητα του αδερφού του, του Άρχοντα της Άνοιξης και των Άστρων, θέλησε να σβήσει με τον αποδεκατισμό της φυλής μου, καθώς είμαστε δικοί του υιοί. Υιοί των Άστρων. Η διεφθαρμένη του καρδιά τον οδήγησε σε ετούτον τον κόσμο. Δε θα σταματήσει, αν δεν αφανίσει το ανθρώπινο γένος ετούτης της διάστασης. Ωστόσο θεωρώ πως ο κόσμος σας κρύβει κάποιο μυστικό. Αυτό ακριβώς ψάχνει και μπορεί να υιοθετήσει οποιαδήποτε μορφή προκειμένου να το ανακαλύψει» παρατήρησε το ξωτικό με εμάς να τον κοιτάζουμε παγωμένοι.   


Ιφιγένεια Μπακογιάννη