Η καρδιά σε θυμάται (Κεφάλαιο 4) - "Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ"

Το καλύτερο απόκτημα για έναν άντρα είναι μια καλή σύζυγος - Ευριπίδης
Έμεινε εκεί, στο κρύο πάτωμα της κουζίνας, για τις υπόλοιπες ώρες. Κουλουριασμένη, με τα πόδια της μαζεμένα στο στήθος και τα δάκρυα της να μουσκεύουν την μπλούζα της. Ο Ιάσονας κατάλαβε ότι έκανε κακό στον εαυτό της και, προφανώς, τώρα θα ήταν θυμωμένος μαζί της. Ή, ακόμα χειρότερα, θα ένιωθε λύπηση για το άτομο της κι αυτό το σιχαινόταν. Δεν ήθελε να την λυπάται κανείς! Δεν ήθελε να την βλέπουν να καταστρέφεται...
Πάντα φορούσε την μάσκα της χαρούμενης Μελίνας. Το χαμόγελο δεν έλειπε ποτέ από τα χείλη της. Μπορεί να ένιωθε μισή και άδεια, αλλά οι δικοί της άνθρωποι δεν άξιζαν να την βλέπουν έτσι. Πολλές φορές σκεφτόταν πώς θα ένιωθε η μητέρα της αν την έβλεπε να αυτοκαταστρέφεται ή ο πατέρας της που τόσο αγαπούσε...
Δεν ήθελε... Δεν έπρεπε, αλλά έγινε συνήθεια που κατέληξε σε εθισμό. Νόμιζε πως, με το να ακουμπά την λεπίδα πάνω στο δέρμα της, όλα της τα προβλήματα θα εξαφανίζονταν. Αλλά, τελικά, τίποτα δεν έφευγε και ο πόνος της συνέχιζε να μεγαλώνει...
Δύο ώρες αργότερα, σκούπισε τα μάτια της και σηκώθηκε κατευθυνόμενη προς το δωμάτιο. Είχε έρθει το απόγευμα και ο Ιάσονας δεν είχε φανεί ακόμα. Πήρε καθαρά ρούχα και αποφάσισε να κάνει ένα χαλαρωτικό ντουζ. Το χρειαζόταν για να ηρεμήσει...
Γέμισε την μπανιέρα με ζεστό νερό, αφαίρεσε τα ρούχα της και, σαν να ήθελε να χαθεί κάτω απο το ζεστό νερό, μπήκε μέσα κλείνοντας τα μάτια της. Επιθυμούσε να ξεχάσει τα πάντα. Να ανοίξει τα μάτια της και όλα να γίνονταν όπως πριν! Αλλά, τίποτα δεν θα άλλαζε μέχρι να φανερωθεί η αλήθεια...
Ο Ιάσονας μόλις είχε γυρίσει. Ήταν αποφασισμένος... Ήθελε να μιλήσουν σοβαρά. Να συζητήσουν όλα εκείνα που τους κρατούσαν χωριστά... Όσην ώρα έλειπε, σκέφτηκε πολύ. Η περίεργη και απότομη αλλαγή στην συμπεριφορά της, τα βίαια ξεσπάσματα της πολλές φορές και εκείνα τα ξενύχτια μερικούς μήνες πριν, τα είχε αφήσει να περάσουν έτσι. Έπρεπε τότε να είχαν μιλήσει, να την είχε ρωτήσει, αλλά δεν το έκανε. Τώρα όμως, έπρεπε να μάθει γιατί οδηγήθηκε σε αυτήν την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά! Εκείνος έφταιγε; Όχι! Όμως είχε μερίδιο ευθύνης στην κατάσταση, λόγω της αδιαφορίας και της ευκολοπιστίας του.
Άφησε το μπουφάν του στο μπράτσο του καναπέ κι έψαξε με τα μάτια του να την βρει. «Μελίνα;» Μπήκε στην κουζίνα αλλά δεν ήταν μέσα. Απογοητευμένος ανέβηκε και στα πάνω δωμάτια, αλλά η Μελίνα δεν βρισκόταν ούτε εκεί. «Πού πήγε;» μουρμούρισε πηγαίνοντας προς το τελευταίο μέρος που δεν είχε ψάξει.
Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου με φόρα. Αν ήταν μέσα, θα τον είχε ακούσει τόσην ώρα που φώναζε το όνομα της. Αλλά δεν είχε υπολογίσει ότι θα την είχε πάρει ο ύπνος μέσα στην μπανιέρα...
«Αχ ρε Μελίνα... Πάντα αυτό έκανες!» Γέλασε στην θύμηση της. Τότε που ακόμα ήταν φρέσκο παντρεμένοι και, κάθε φορά που γυρνούσε από την δουλειά, την έβρισκε κοιμισμένη... Της άρεσε να χαλαρώνει. Κι ο συνδυασμός με το ζεστό νερό έκανε την ηρεμία και την χαλάρωση ακόμα πιο επιτυχημένη.
Έμεινε να την παρατηρεί για λίγα λεπτά... Ήταν ήρεμη, οι ανάσες της κοφτές και το στήθος της ανεβοκατέβαινε με σταθερό ρυθμό. Πήρε μια μεγάλη πετσέτα και την πλησίασε. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο γαλήνιο πρόσωπο της έτσι όπως κοιμόταν. Δεν μπόρεσε να μην θαυμάσει το σώμα της, που φαινόταν μέσα από το κρυσταλλικό νερό. Το χέρι του χάιδεψε τα μαλλιά της και, αφού την σήκωσε λίγο ώστε να μπορέσει να της τυλίξει με την πετσέτα, την πήρε στην αγκαλιά του και την οδήγησε προς το δωμάτιο.
Χωρίς να την ξυπνήσει, την άφησε απαλά και με προσοχή πάνω στο κρεβάτι ενώ έμεινε να την κοιτά. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο σώμα της. Του είχε λείψει... Τα χείλη της πάνω στα δικά του, να την κάνει δική του και να κατακτά κάθε κύτταρο του σώματος της... Η τελευταία φορά που ένιωσε τα χείλη της πάνω στα δικά του ήταν τότε που την είχε βρει για πρώτη φορά σ’ ένα μπαρ μεθυσμένη.

Ήταν παρασκευή βράδυ.
Ο Ιάσονας δούλευε ως αργά εκείνη την ημέρα, λόγω ενός σοβαρού συμβουλίου που έπρεπε να γίνει εκτάκτως την επομένη... Εκεί που μελετούσε τα απαραίτητα έγγραφα, το κινητό του άρχισε να χτυπά σαν τρελό. Ήταν περασμένες δώδεκα και, συνήθως, δεν δεχόταν τηλεφωνήματα τέτοια ώρα. Ανησύχησε... Το πήρε στα χέρια του και απάντησε.
«Ιάσονα! Ιάσονα!» μια φωνή ίσα που ακουγόταν.
«Παρακαλώ;» ρώτησε. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν. Δυνατή μουσική και φωνές ήταν το μόνο άκουγε. Παραξενεύτηκε.
«Ιάσονα, η Σοφία είμαι. Η Μελίνα... Σε παρακαλώ, δεν είναι καλά! » ίσα που την άκουγε λόγω της μουσικής.
«Πού είστε; Μίλα πιο δυνατά!»
Αφού κατάφερε να συνεννοηθεί, έφυγε από την εταιρία με προορισμό την διεύθυνση του μπαρ που του είχε δώσει η Σοφία. Ήταν πολύ ανήσυχος. Αναρωτιόταν, τι στο καλό ήθελε εκεί η Μελίνα και ειδικά τέτοια ώρα! Μπήκε μέσα φουριόζος και αμέσως άρχισε να ψάχνει να την βρει. Η Σοφία τον πλησίασε, φανερά αναστατωμένη, και τον οδήγησε στην Μελίνα.
Ήταν μεθυσμένη. Έπινε και γέλαγε χωρίς αιτία. Την πλησίασε και, χωρίς να της αφήσει περιθώρια, την πήρε στην αγκαλιά του. Άφησε λεφτά στον μπάρμαν, πήρε τα κορίτσια κι έφυγαν.
Όταν έφτασαν σπίτι, έχοντας ήδη αφήσει την Σοφία στο δικό της, η Μελίνα ήταν σε άθλια κατάσταση. Σχεδόν δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον. Τα ρούχα της μύριζαν τσιγάρο και η αναπνοή της αλκοόλ.
«Γιατί ήπιες, ρε μωρό μου;» είπε καθώς τη βοηθούσε να μπει στην μπανιέρα. Ένα κρύο ντουζ ήταν απαραίτητο για να την συνεφέρει.
«Γιατί... Γιατί πονάω!» είπε μέσα από τα αδικαιολόγητα γέλια της.
Γέμισε την μπανιέρα και της αφαίρεσε τα ρούχα. Έβγαλε και εκείνος τα δικά του, μένοντας μόνο με το εσώρουχο. Μπήκαν μαζί στην μπανιέρα κι εκείνος άρχισε να την πλένει. Όπως έκαναν στην αρχή της σχέσης τους.
«Ιάσονα...» γύρισε για να τον αντικρίσει. «Μου λείπεις... Μου λείπεις πολύ! Δεν φταίω εγώ. Εκείνος φταίει...» Δεν τον άφησε να μιλήσει. Ένωσε τα χείλη τους σ’ ένα παθιασμένο και γρήγορο φιλί. Εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω της, φέρνοντας την πιο κοντά. Παραδόθηκαν στο φιλί τους...
Λίγες στιγμές αργότερα, ήταν και οι δυο ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, γυμνοί, απολαμβάνοντας τα χάδια και τα φιλιά τους. Την ένιωθε να τρέμει και δεν σταματούσε να την φιλάει ξανά και ξανά.
Του είχε λείψει... Την αποζητούσε και γρήγορα θα την έκανε δική του. Άφηνε μικρά φιλιά σε όλο της το σώμα. Την ανασήκωσε καλύτερα κι εκείνη την στιγμή έγινε η ένωση τους σε μια σάρκα... Σε μια ψυχή...
Έκαναν έρωτα όλο το βράδυ. Μόνο μαζί της έκανε έρωτα. Μόνο με την γυναίκα του ένιωθε ευτυχία!


Τα χέρια του άρχισαν να την χαϊδεύουν απαλά, ξεκινώντας από το πρόσωπο της και ακολούθησαν μια ευθεία γραμμή από τον ώμο μέχρι και τους καρπούς της, εκεί που όλος ο πόνος γινόταν φανερός και έκανε την καρδιά του να σπαράζει χωρίς έλεος. Σημάδια παντού... Είχε βλάψει τον εαυτό της και έφταιγε αυτός! Την είχε αφήσει μόνη της. Η Μελίνα του, η γυναίκα του, και η αυτοκαταστροφή της τον έκαναν χίλια κομμάτια... Γιατί, εκείνος είχε επιλέξει αυτόν τον δρόμο. Εκείνος την είχε οδηγήσει σε αυτό το μονοπάτι...



Αναστασία Αλεξίου