Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 5)

Ο Αλέξανδρος άνοιξε τη φθαρμένη θήκη και έβγαλε με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια το παλιό βιολί. Δεν μπόρεσε παρά να του ξεφύγει ένα μικρό επιφώνημα θαυμασμού. Έπιασε το όργανο στα χέρια του και χάιδεψε τις λείες επιφάνειες. Αν και δεν είχε ιδέα από αυτά, το ακούμπησε απαλά στον ώμο του. Άγγιξε τις χορδές και έκλεισε τα μάτια. Προσπάθησε να φανταστεί τον ήχο, τις χαρές και τις λύπες που μπορεί να χάρισε σε όσους το είχαν ακούσει, το ρίγος που θα προκαλούσε στην γιαγιά του κάθε φορά που τα ντελικάτα δάχτυλα αυτού του Anton το ψηλάφιζαν, χαρίζοντας της ίσως νότες ερωτικές, που έλεγαν όσα δεν τολμούσε να εξομολογηθεί ο ίδιος.

Ο μονότονος ήχος του κινητού τον ξάφνιασε τόσο που κόντεψε να του πέσει το βιολί από τα χέρια. Το απίθωσε απαλά στο κρεβάτι και κοίταξε το τηλέφωνό του. Ήταν η Αρετή.
«Πού είσαι;» τον ρώτησε με βαριεστημένη φωνή. «Η μητέρα ξεράθηκε από το ποτό και η μέρα έχασε πια κάθε ενδιαφέρον».
«Εδώ, στο σπίτι της Simone».
Μπορούσε να φανταστεί το ξινισμένο της ύφος στην άλλη άκρη της γραμμής. Χαμογέλασε.
«Θα  περάσεις να με πάρεις; Ξέρω, είχα πει πως θα έμενα εδώ απόψε μα ξαφνικά  έχω ανάγκη για ένα ποτό».
«Τελειώνω από εδώ, κάτι ψάχνω, και θα περάσω».
«Μην αργήσεις. Και αυτή την φορά το εννοώ!»
«Ich liebe dich auch» της είπε χαμογελώντας και το έκλεισε.
Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο και αναστέναξε. Θα έπρεπε να αφήσει προς το παρόν τις αναζητήσεις γιατί δεν θα άντεχε άλλο ένα ξέσπασμα της Αρετής. Έβαλε ξανά το βιολί στη θέση του και έφυγε.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει όταν έφτασε στο σπίτι της. Την πόρτα άνοιξε η Χριστίνα.
«Η αδερφή σου;» την ρώτησε σαν πέρασαν στο καθιστικό.
Κάθισε στην μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα και τον κοίταξε αινιγματικά, γλύφοντας προκλητικά τα χείλη της. Ο Αλέξανδρος ένιωσε άβολα.
«Τι τρέχει με εσάς τους δύο;» τον ρώτησε.
«Τι εννοείς;»
Η Χριστίνα σηκώθηκε από την θέση της και πήγε από πίσω του. Έσκυψε από πάνω του, τόσο κοντά που ένιωθε την υγρή της ανάσα στο σβέρκο του. Ανατρίχιασε.
«Θέλω να πω,» είπε με χαμηλή αισθαντικά φωνή, «τι της βρίσκεις;»
Γύρισε ξαφνιασμένος και την κοίταξε στα μάτια. Χάιδεψε τον λαιμό της και το στέρνο.
«Εσείς οι δύο δεν ταιριάζετε. Η αδερφή μου είναι ένα πλάσμα ψυχρό, αντιπαθητικό θα έλεγα, ενώ εσύ…»
 Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε η Αρετή που προσπαθούσε να κουμπώσει το σκουλαρίκι της. Ο Αλέξανδρος πετάχτηκε απότομα από τον καναπέ. Με ένα σάλτο έφτασε δίπλα της και τη φίλησε αμήχανος.
Αιφνιδιάστηκε. Κοίταξε ύποπτα μια αυτόν και μια την αδερφή της. «Φεύγουμε;» του είπε.
Κούνησε το κεφάλι ανακουφισμένος. Χαιρέτησε την Χριστίνα, που του έκλεισε πονηρά το μάτι.
Το καινούργιο γωνιακό μπαρ ήταν για άλλη μια φορά κατάμεστο. Η εκκωφαντική μουσική, που ξεχυνόταν στην κυριολεξία από τα υπερβολικά πολλά ηχεία, ενοχλούσε τον Αλέξανδρο ιδιαίτερα. Όχι πως είχε κάτι εναντίον των μοντέρνων ακουσμάτων μα προτιμούσε πιο χαλαρούς τόνους. Η Αρετή πάλι έδειχνε να το διασκεδάζει πολύ. Κάθε νότα και λίκνισμα, κάθε ρεφρέν και μια ιαχή χαράς.
«Τι είναι δασκαλάκο μου, σε χαλάει κάτι;» τον ρώτησε την ώρα που κρατούσε στα χέρια της το ποτήρι με το κοκτέιλ.
Ο Αλέξανδρος της χαμογέλασε. «Όχι μωρό μου... Να, απλά είμαι λίγο κουρασμένος. Αλήθεια πώς και διάλεξες σήμερα αυτό το μπαρ; Το "Free" που πηγαίνουμε συνήθως δεν είναι πιο καλό;»
H κοπέλα ξεφύσησε δυο-τρεις φορές ενοχλημένη. Με μια άκρως θεατρινίστικη κίνηση άφησε το ποτήρι της στο τραπεζάκι και κατευθύνθηκε προς την μικρή πίστα. Κι ενώ εκείνη τραβούσε όλα τα βλέμματα πάνω της με τον προκλητικό της χορό, εκείνος είχε μπει σε βαθιά σκέψη.
«Κάτι πρέπει να κάνω» μονολόγησε. «Άμεσα μάλιστα!»
Η συμπεριφορά της αδελφής της Αρετής τον είχε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση. Όχι... Αυτά που τα γελούσε αλλού δεν τα ήθελε σε καμία περίπτωση να τα λουστεί ο ίδιος! Έπρεπε να βρει έναν έξυπνο και διακριτικό τρόπο για να της κόψει τον βήχα.
Ύστερα από δύο ώρες στο μπαρ η Αρετή δήλωσε επιτέλους νυσταγμένη. Ζαλισμένη από τα παραπανίσια κοκτέιλ που είχε πιεί, του έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί στο στόμα. «Θα με πας στο σπίτι της Simone;» του έκανε ψευδίζοντας ελαφρώς.
 «Θα δούμε, θα δούμε. Άντε πήγαινε να κοιμηθείς κι όνειρα γλυκά».
Επιστρέφοντας στο διαμέρισμά του πήρε ένα παυσίπονο. Ο πονοκέφαλος δεν έλεγε να κοπάσει. Αφού έριξε μια γρήγορη ματιά σε κάποια γραπτά μαθητών του, κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο. Ο Μορφέας δεν άργησε να τον οδηγήσει στα δαιδαλώδη και γεμάτα μυστήριο μονοπάτια του. Ήτανε λέει σε έναν μακρύ δρόμο. Τριγύρω υπήρχαν σπίτια βομβαρδισμένα και παιδιά με μισοσκισμένα και βρόμικα ρούχα που τον εκλιπαρούσαν για βοήθεια.
Πλησίασε ένα από αυτά και το ρώτησε. «Τι θέλετε από μένα και πώς μπορώ να σας βοηθήσω;»
Το αγοράκι που έφερε στο αριστερό μέρος του κουρελιασμένου πουκαμίσου του το άστρο του Δαβίδ του ψιθύρισε στ' αυτί. «Μας λείπει ένας και δεν μπορούμε με τίποτα να τον βρούμε όσο κι αν ψάχνουμε!»
Ο Αλέξανδρος αδυνατούσε να καταλάβει. «Τι εννοείς; Ποιός είναι αυτός που χάσατε;»
 «Ένας από μας... Από μας που μας περιμένει η λάθος πλευρά του παραδείσου. Είναι ο αδελφός μου, γιε μου. Ο δίδυμος αδελφός μου, γιε μου!»
Το αγόρι δεν ήταν πια αγόρι. Είχε πάρει την μορφή του πατέρα του, του γιού της Simone.
O Αλέξανδρος πετάχτηκε κάθιδρος από το κρεβάτι. Το όνειρο τον είχε πραγματικά ταράξει. Αν και δε συνήθιζε να δίνει ιδιαίτερη σημασία σ' αυτά, τούτο δω παραήταν συμβολικό!
Την ώρα που έβαζε ένα ποτήρι νερό θυμήθηκε μια σκηνή από την παιδική του ηλικία. Ήταν δεν ήταν οχτώ και η γιαγιά Simone είχε εισαχθεί με πνευμονία στο νοσοκομείο. Κάποια στιγμή είχε ανεβάσει υψηλό πυρετό κι αναγκάστηκε να πάρει αρκετά φάρμακα. Τη στιγμή που της έδινε η νοσοκόμα ένα ιδιαίτερα μεγάλο χάπι ,η γιαγιά είπε το εξής:
«Μου θυμίζει αυτό που μου έδωσαν όταν γέννησα τα δίδυμά μου, ξέρεις για τους πόνους...»
 Ο Αλέξανδρος είχε γουρλώσει τα μάτια. «Γιαγιά, ο μπαμπάς έχει δίδυμο αδελφό;» είχε ρωτήσει.
 Η γιαγιά άλλαξε ύφος, έδειχνε σχεδόν αυστηρή. «Τι κουταμάρες λες μωρέ;» έκανε απότομα.
 «Εσύ δεν είπες ότι...»
 «Έλα, βγες έξω γλυκό μου παιδί μην κολλήσεις και τίποτα!»

 Όταν κάποια στιγμή της ανέφερε ξανά το θέμα ισχυρίστηκε ότι μάλλον παραληρούσε λόγω των πολλών φαρμάκων.

Χριστίνα Καρρά & Ηλίας Στεργίου