Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 6 - Μέρος 1ο)

Η κυρία Έμχαϊρ έριξε μια βιαστική ματιά στο μεγάλο ξύλινο ρολόι τοίχου. Οι δείκτες έδειχναν σχεδόν δώδεκα. Τα μικρά ξύλινα φύλλα άνοιξαν και ο κούκος βγήκε από την κρυψώνα του λαλώντας δώδεκα φορές. Η γυναίκα έφυγε φουριόζα για την κουζίνα, όπου γίνονταν οι προετοιμασίες για το επίσημο γεύμα.

«Γρήγορα, τεμπέληδες! Ο κύριος Κράμερ θα βρίσκεται εδώ σε μισή ώρα ακριβώς! Γρήγορα, γρήγορα!» φώναζε χτυπώντας τα χέρια της με εκνευρισμό. «Η σούπα χρειάζεται περισσότερο αλάτι, Έιπριλ!» μάλωσε την μαγείρισσα με μια ξινισμένη έκφραση. Η Έιπριλ έριξε λίγο αλάτι ακόμα, ενώ το στρουμπουλό πρόσωπό της κοκκίνιζε κάτω από τον σκούφο της. «Το γλυκό είναι άνοστο! Δεν είναι δυνατόν να σερβίρουμε αυτή την αποτυχία στον κύριο Κράμερ! Ξαναφτιάξτο!» φώναξε στην δεύτερη μαγείρισσα, την Χαν. «Κοίτα πόσο χοντροκομμένα είναι τα καρότα στη σαλάτα! Τα ποτήρια δεν λάμπουν! Πλύντε τα ξανά! Γυαλίστε τα ασημένια σερβίτσια! Διπλώστε τις χαρτοπετσέτες! Γρήγορα, γρήγορα!» ούρλιαζε σε όλους τους υπηρέτες, και εκείνοι έτρεχαν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες της, αγχωμένοι και ιδρωμένοι.
Αφού τακτοποίησε τα πράγματα στην κουζίνα, αποφάσισε να βάλει τάξη και στο σαλόνι. Ο οικονόμος ξεσκόνιζε με το φτερό για δεύτερη φορά από το πρωί, γιατί, όπως έλεγε η κυρία Έμχαϊρ, «δεν νοείται να καθίσει ένας άρχοντας σε αυτό το σκονισμένο δωμάτιο!»
«Εδώ σου ξέφυγε ένα σημείο, Σκοτ. Ξαναπέρασέ το!» φώναξε. Ο οικονόμος πήρε το φτερό και πέρασε για τρίτη φορά το ράφι με τα βάζα και τα πορσελάνινα αγγεία. «Και το τραπέζι, και το τραπέζι!» τσίριξε και ο Σκοτ έτρεξε να ξεσκονίσει και το τραπέζι του σαλονιού, στο οποίο ο κύριος Θόρφιν έπινε ατάραχος το τσάι του, διαβάζοντας την εφημερίδα του. Ο άντρας σήκωσε το τσάι του από το τραπέζι χωρίς να πάρει τα μάτια του από την είδηση της εικοστής σελίδας. Όταν ο Σκοτ τελείωσε, το έβαλε πίσω με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στην εφημερίδα.
Τα μεταλλικά χτυπήματα των πετάλων δύο αλόγων ακούστηκαν έξω από το σπίτι. Η κυρία Έμχαϊρ έτρεξε στο παράθυρο. Ύστερα έτρεξε υστερικά στην κουζίνα φωνάζοντας: «Ήρθε! Ήρθε! Ο άρχοντας είναι εδώ! Είναι όλα έτοιμα;» Οι υπηρέτες βιάστηκαν να απαντήσουν θετικά, κατόπιν έτρεξαν πίσω της και συντάχθηκαν σε μια γραμμή πίσω από την πόρτα. Η κυρία Έμχαϊρ έστρωσε τον κότσο της και το αυστηρό, μαύρο φόρεμά της και φώναξε στον κύριο Θόρφιν, ο οποίος καθόταν ακόμη στο τραπέζι παρέα με την εφημερίδα του.
«Θόρφιν!» στρίγκλισε. Αυτός δίπλωσε βαριεστημένα την εφημερίδα του, ήπιε άλλη μια γουλιά από το τσάι του και σηκώθηκε. Στάθηκε δίπλα της νωχελικά, και εκείνη ίσιωσε το γιακά του και ξεσκόνισε τα ρούχα του, ενώ χτυπούσε το κουδούνι.
«Άνοιξε, Σκοτ» διέταξε τον οικονόμο και έστρωσε ξανά τον κότσο της, ισιώνοντας τις λίγες τούφες που είχαν ξεφύγει.
Ο άρχοντας φάνηκε στην εξώπορτα, με ένα ψηλό καπέλο να κρύβει το γυμνό κρανίο του και ένα μακρύ παλτό να καλύπτει την μεγάλη, βαριά κοιλιά του.
«Καλησπέρα σας!» είπε εύθυμα και οι υπηρέτες υποκλίνονταν ένας ένας καθώς περνούσε από μπροστά τους. Η κυρία Έμχαϊρ τον υποδέχτηκε στα μισά του διαδρόμου, απλώνοντας το χέρι της για χειροφίλημα.
«Κράμερ!» είπε γλυκαίνοντας την φωνή της, με ύφος ντροπαλού κοριτσιού.
«Έμχαϊρ! Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Γοητευτική όπως πάντα!» είπε ο άρχοντας και φίλησε το χέρι της. Ένα ρουθούνισμα και μερικά χαμηλά χαχανητά ξέφυγαν από το προσωπικό, αλλά μία βλοσυρή ματιά της κυρίας Έμχαϊρ ήταν αρκετή για να τους επαναφέρει στην τάξη. Σίγουρα θα πλήρωναν για αυτό μόλις έφευγε ο καλεσμένος.
«Θόρφιν!» είπε ο κύριος Κράμερ και χαιρέτησε τον κύριο του σπιτιού με μια επίσημη χειραψία. Ο κύριος Θόρφιν έγνεψε το κεφάλι χαμογελώντας ψεύτικα. «Πώς είστε αγαπητέ μου;» ρώτησε ο άρχοντας, και αυτός έγνεψε και πάλι αμίλητος. Έπειτα από την αγκωνιά της κυρίας Έμχαϊρ, απάντησε ένα ξερό «καλά».
Οι κύριοι του σπιτιού και ο άρχοντας κατευθύνθηκαν στο σαλόνι. Ο κύριος Κράμερ έβγαλε το καπέλο και το παλτό του. Η Έιπριλ έτρεξε να τα πάρει και να τα κρεμάσει. «Ευχαριστώ παιδί μου» είπε ευγενικά και ύστερα ακολούθησε τους οικοδεσπότες στους καναπέδες, όπου θρονιάστηκαν συζητώντας και γελώντας. Οι υπηρέτες κατέφτασαν με τους ασημένιους δίσκους και τα σερβίτσια, τα οποία γυάλιζαν τόσο που θάμπωναν τα μάτια, πάντα με διαταγές της κυρίας Έμχαϊρ. Σέρβιραν ζεστό τσάι με ρούμι και μέλι, κρασί φίον, φρυγανιές και κρύο νερό. Ύστερα αποσύρθηκαν όλοι, εκτός από τον Σκοτ και την Έιπριλ, οι οποίοι κάθισαν όρθιοι στην άκρη, περιμένοντας τις επόμενες διαταγές των αφεντικών τους.
«Το Ρίογκα είναι υπέροχο αυτή την εποχή αγαπητοί μου!» είπε ο άρχοντας. «Όλα είναι τυλιγμένα στο χιόνι και η πόλη μοιάζει σαν να βρίσκεται στα σύννεφα! Τα παιδιά παίζουν ολημερίς χιονοπόλεμο, οι γονείς τους τραγουδούν παραδοσιακά γιορτινά τραγούδια και ύστερα, όλοι μαζί, το βράδυ, μαζεύονται στον καθεδρικό και γευματίζουν σαν να μην υπάρχουν κανόνες! Άποροι και άστεγοι, πλούσιοι με τίτλους ευγενείας, όλοι μαζί, σαν να μην τους χωρίζει τίποτα!» έλεγε ενθουσιασμένος.
Η κυρία Έμχαϊρ έγειρε το κεφάλι στο πλάι. «Ακούγεται υπέροχο, άρχοντα!» είπε. Ο κύριος Θόρφιν γύρισε και την κοίταξε με απορία, πριν προλάβει όμως να μιλήσει, η γυναίκα του τού έριξε ένα παγωμένο βλέμμα.
«Χαίρομαι που συμφωνούμε, αγαπητή μου!» είπε καλοσυνάτα. «Να έρθετε μαζί μου την επόμενη φορά, να δείτε και τον Τίσον!»
«Τι κάνει ο γλυκός μας Τίσον;» ρώτησε η κυρία Έμχαϊρ.
«Καλά είναι… Μελετάει για τις εξετάσεις του. Σε λίγους μήνες θα έχει το πτυχίο του και θα είναι επίσημα γιατρός!» καμάρωσε. «Η όμορφη Ζαμπρίνα; Πώς περνάει στο Τάλαμ Ούισκε;»
«Υπέροχα! Ασχολείται με τις σπουδές της. Μας έρχεται σε λίγες μέρες το χρυσό μου!»
«Αυτό είναι υπέροχο! Θυμίστε μου, τι σπουδάζει;»
«Βοτανολογία! Και είναι πολύ καλή! Έχει βάλει σκοπό να ξεπεράσει ακόμα και τον Ροχ Μπάιλε!» περηφανεύτηκε η γυναίκα.
«Τον Ροχ Μπάιλε; Αυτός δεν ήταν ο μεγαλύτερος βοτανολόγος του περασμένου αιώνα;»
«Καλά θυμάστε, άρχοντα μου»
«Τι έξυπνο κορίτσι! Και εργατικό επίσης! Θυμάμαι πριν χρόνια, πώς προσπαθούσε να φτιάξει μπογιά από κυπαρισσόμηλα!» αναπόλησε ο κύριος Κράμερ. «Θυμάμαι πώς προσπαθούσε ο Τίσον να της αποσπάσει την προσοχή για να πάνε για ιππασία, και εκείνη τον αγνοούσε!»
«Μα ναι, θυμάμαι!» συμφώνησε η κυρία Έμχαϊρ. «Τελικά τα κατάφερε! Είχε προσθέσει φίον και κράνα. Και για να δοκιμάσει την μπογιά της είχε βάψει τα μαλλιά της κόκκινα!»
«Αλήθεια; Αυτή την λεπτομέρεια δεν την θυμόμουν! Γλυκιά μου Ζαμπρίνα!» είπε και γέλασε.
«Βεβαίως! Έτσι είχε συμβεί! Εκείνη την ημέρα έβαλα τον Ζορ να της φτιάξει έναν πίνακα! Να, πίσω μου!» είπε και γύρισε να τον δει.
Η μικρή Ζαμπρίνα καθόταν χαμογελαστή σε μία πολυθρόνα, κοιτώντας τον ζωγράφο με περηφάνια. Τα ίσια, μακριά μαλλιά της έλαμπαν σε μία χάλκινη απόχρωση, ταιριάζοντας με το βυσσινί της φόρεμα.
«Ώστε τελικά τα κατάφερε! Γλυκιά μου Ζαμπρίνα!» επανέλαβε ο άρχοντας με θαυμασμό.
Η κυρία Έμχαϊρ κορδώθηκε με περηφάνια. «Λοιπόν, πείτε μας, Κράμερ… πώς περάσατε τις γιορτές στο Ρίογκα; Ο γιος σας, πώς περνάει τον καιρό του; Με τι άλλο ασχολείται;»
«Ω, μα ήταν υπέροχες οι γιορτές, όπως ακριβώς σας τις περιέγραψα! Μαγεία… Το Ρίογκα είναι ασυζητητί η πιο μαγική πόλη της Γιουβέρνα! Και ο Τίσον είναι ενθουσιασμένος. Λυπάται που θα αναγκαστεί να γυρίσει στο Κάρικ μόλις τελειώσει τις σπουδές του»
«Μα γιατί;»
«Όπως και να το κάνουμε, αγαπητή μου, το Κάρικ μπορεί να είναι η πιο επιβλητική πόλη της Γιουβέρνα, αλλά το Ρίογκα είναι η πιο ανθρώπινη… Οι άνθρωποι εκεί είναι πιο ζεστοί, πιο φιλικοί… Το ξέρατε ότι οι άρχοντες του Ρίογκα έχουν φτιάξει καταλύματα για πολλούς από τους άπορους; Και συνεχίζουν να φτιάχνουν ξενώνες και πανδοχεία ειδικά για αυτόν τον σκοπό! Και όπως προανάφερα, κάθε βράδυ μαζεύονται στον καθεδρικό και δειπνούν όλοι μαζί. Το Κάρικ είναι μια όμορφη πόλη, αλλά το Ρίογκα είναι ομορφότερη. Καταλαβαίνετε;» είπε με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό και συγκίνηση συνάμα.
«Μα ναι, καταλαβαίνω, αγαπητέ μου»
«Ξέρετε, δεν το έχω πει ακόμα σε κανέναν…» είπε ο άρχοντας και η κυρία Έμχαϊρ έγειρε μπροστά με ενδιαφέρον, «αλλά σκέφτομαι να ιδρύσω στο Κάρικ έναν μεγάλο ξενώνα για τους άπορους»
«Άρχοντα μου… αυτό είναι υπέροχο!» τον επιβράβευσε η κυρία Έμχαϊρ και ο κύριος Θόρφιν γύρισε και την κοίταξε ξανά με απορία. Η Έιπριλ και ο Σκοτ αντάλλαξαν μια ματιά και γέλασαν αθόρυβα.
«Συμφωνείτε πως χρειάζεται στο Κάρικ μια πιο… ζεστή πινελιά;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο άρχοντας, νομίζοντας πως βρήκε κάποιον ομοϊδεάτη του.
«Φυσικά! Και το συζητάτε;»
«Δεν ξέρετε πόσο χαρούμενο με κάνετε, αγαπητή μου! Ξέρετε, σκέφτηκα πως μέχρι να ετοιμαστούν και να λειτουργήσουν οι ξενώνες, θα ήταν καλή ιδέα να φιλοξενήσω κάποιους από τους άτυχους αυτούς ανθρώπους στο σπίτι μου…»
«Με βρίσκετε απόλυτα σύμφωνη, άρχοντα μου» συμφώνησε η κυρία Έμχαϊρ. Ο κύριος Θόρφιν έτριψε το κεφάλι του, ενώ η Έιπριλ και ο Σκοτ ρουθούνισαν ξανά.
«Έμχαϊρ! Είμαι βαθύτατα συγκινημένος! Δηλαδή μου λέτε ότι θα ακολουθήσετε και εσείς το παράδειγμα των ανθρώπων του Ρίογκα;»
«Φυσικά!» βιάστηκε να απαντήσει εκείνη. «Τι εννοείτε;» ρώτησε έπειτα, μετανιωμένη για την βιασύνη της.
«Ότι θα δώσετε έναν από τους χώρους του σπιτιού σας σε κάποιον άπορο του Κάρικ!»
Η κυρία Έμχαϊρ στραβοκατάπιε, πνίγηκε και άρχισε να βήχει. Η Έιπριλ έτρεξε και γέμισε το ποτήρι της με νερό, και εκείνη ήπιε όλο το περιεχόμενο με δυο γουλιές.
«Είστε καλά;» ρώτησε ανήσυχος ο άρχοντας.
«Ναι, μην ανησυχείτε» απάντησε εκείνη βήχοντας ακόμη.
«Έχετε ανέβει τόσο πολύ στα μάτια μου, Έμχαϊρ! Αλήθεια είστε αποφασισμένη να δώσετε στέγη σε κάποιον που το χρειάζεται;»
«Φυσικά…» είπε και γέμισε το ποτήρι της για δεύτερη φορά.
«Συγχαρητήρια! Σπανίζουν στις μέρες μας άνθρωποι σαν και εσάς!» αναφώνησε ο άρχοντας. Η κυρία Έμχαϊρ χαμογέλασε σιωπηλή και ήπιε το νερό της μονορούφι.
«Πεινάτε; Μήπως θέλετε να γευματίσουμε;» ρώτησε αλλάζοντας θέμα.
«Η αλήθεια είναι ότι το ταξίδι ήταν μακρύ, και τα παξιμάδια ήταν λίγα…» είπε ο κύριος Κράμερ τρίβοντας την μεγάλη κοιλιά του.
«Έιπριλ! Σκοτ!» φώναξε η κυρία Έμχαϊρ. Οι δυο τους έφτασαν δίπλα της σε μια στιγμή. «Ετοιμάστε το τραπέζι της τραπεζαρίας!»
Σε λίγα λεπτά οι τρεις τους βρίσκονταν στην μεγάλη τραπεζαρία. Το βελούδινο τραπεζομάντιλο ήταν γεμάτο φαγητά και ποτά σε ασημένια σερβίτσια, ενώ οι πετσέτες ήταν διπλωμένες σε σχήμα κύκνου. Η Έιπριλ σέρβιρε την σούπα στα πιάτα, και εκείνοι δειπνήσανε συζητώντας.
«Αυτή η σούπα είναι πεντανόστιμη!» είπε ο άρχοντας. «Εσύ την έφτιαξες παιδί μου;» ρώτησε την Έιπριλ.
«Μάλιστα, κύριε» απάντησε εκείνη ντροπαλά.
«Εύγε! Γεια στα χέρια σου, καλή μου» αποκρίθηκε με άκρατο ενθουσιασμό.
«Ευχαριστώ, κύριε»
Σε όλη τη διάρκεια του γεύματος, από την σούπα με τα χόρτα μέχρι την ψητή πάπια με πορτοκάλι, ο άρχοντας μιλούσε ασταμάτητα, ενώ η κυρία Έμχαϊρ έτρωγε νευρικά, χαμογελώντας που και που στον καλεσμένο της.
Όταν έφτασε η ώρα του γλυκού, ο κύριος Κράμερ έτριψε τα χέρια του. «Η αλήθεια είναι ότι σε ένα γεύμα, η στιγμή που περιμένω περισσότερο είναι εκείνη του επιδορπίου!» παραδέχτηκε. Όταν η Έιπριλ κατέφτασε με την πουτίγκα αμυγδάλου και την τάρτα φράουλα, γύρισε και πάλι στην κυρία του σπιτιού. «Η μαγείρισσά σας είναι καταπληκτική, Έμχαϊρ. Και έφτιαξε τα αγαπημένα μου επιδόρπια! Εύγε, παιδί μου»
 Η κυρία Έμχαϊρ δύσκολα έκρυβε πια τον εκνευρισμό της. Έτρωγε την πουτίγκα της αμίλητη, μέχρι που το γεύμα τελείωσε και οι τρεις τους μεταφέρθηκαν πάλι στο σαλόνι, όπου οι υπηρέτες τους σέρβιραν φίον. Ο άρχοντας έτριβε την κοιλιά του αναστενάζοντας.
«Φαίνεται πως έφαγα περισσότερο από όσο έπρεπε!» έλεγε και ξανάλεγε. Ο κύριος Θόρφιν έπινε το ποτό του σιωπηλός, ενώ η κυρία Έμχαϊρ χαμογελούσε ψεύτικα κοιτώντας συνεχώς την ώρα στο ξύλινο ρολόι τοίχου. Ο κούκος όμως δεν έλεγε να χτυπήσει.
«Να φεύγω και εγώ σιγά σιγά… Πρέπει να γυρίσω σπίτι να ρυθμίσω κάποιες υποθέσεις!» είπε τελικά ο άρχοντας και σηκώθηκε.
«Μα, σας παρακαλώ, καθίστε λίγο ακόμη!» είπε ναζιάρικα η κυρία Έμχαϊρ.
«Δυστυχώς πρέπει να γυρίσω πίσω… Ευχαριστώ για το υπέροχο γεύμα! Χάρηκα πολύ που σας είδα και πάλι…»
«Και εμείς, άρχοντα μου… Δεν φαντάζεστε πόσο!» είπε η κυρία Έμχαϊρ. «Έιπριλ!» φώναξε και η υπηρέτρια έτρεξε. «Φέρε τα πράγματα του κυρίου!» Η Έιπριλ γύρισε με το καπέλο και το παλτό του άρχοντα, τον βοήθησε να τα φορέσει και εκείνος την ευχαρίστησε. Η κυρία Έχμαϊρ και ο κύριος Θόρφιν τον συνόδεψαν στην εξώπορτα.
«Αγαπητή μου…» είπε ο άρχοντας και φίλησε το χέρι της.
«Άρχοντα μου…» αποκρίθηκε εκείνη χαμογελώντας.
«Αγαπητέ μου…» χαιρέτησε ο άρχοντας τον κύριο Θόρφιν και εκείνος έδωσε το χέρι του για χειραψία.
«Ελπίζουμε να μας επισκεφτείτε ξανά σύντομα!»
«Αυτό είναι σίγουρο, Έμχαϊρ! Και το σπίτι μου είναι ανοιχτό και για εσάς, αγαπητοί μου, όποτε θελήσετε να με επισκεφτείτε! Αντίο σας, καλοί μου φίλοι» είπε και έβγαλε το καπέλο του σε ένδειξη χαιρετισμού.
Οι οικοδεσπότες χαμογέλασαν και τον είδαν να κατεβαίνει τα σκαλιά και να ανεβαίνει στην άμαξα. Ο αμαξάς χτύπησε τα χαλινάρια και τα άλογα ξεκίνησαν. Όταν το όχημα  χάθηκε στον ορίζοντα, η κυρία Έμχαϊρ έκλεισε την πόρτα και στράφηκε στον κύριο Θόρφιν.

«Ω, Θεέ μου! Θόρφιν, αυτός ο άντρας είναι ανυπόφορος!» είπε καθώς κατευθύνονταν στο σαλόνι. Εκείνος συνέχισε το ποτό του σιωπηλός. «Έχε χάρη που θέλω το καλύτερο για την κόρη μας!» είπε και κούνησε το κεφάλι. Ο κύριος Θόρφιν την κοίταξε με απορία. «Αν παντρευτεί τον Τίσον θα έχει την τύχη που της αξίζει!  Δυστυχώς πρέπει να πληρώσουμε ένα μεγάλο τίμημα! Και δεν μπορώ να κάνω πίσω τώρα! Έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, θα πρέπει να βάλουμε κάποιον από εκείνους τους άπλυτους στο σπίτι μας!» είπε στυφά και ξίνησε το πρόσωπό της. «Πού θα βρούμε έναν άπορο, Θόρφιν;» ρώτησε και εκείνος σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο σκεπτική. Ύστερα το πρόσωπό της φώτισε. Ήξερε ακριβώς πού θα έβρισκε αυτό που αναζητούσε.

Ιωάννα Τσιάκαλου