Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 9)

Η Ζωή είχε μόλις επιστρέψει από το τρέξιμο. Μετά την ορειβασία, που ήταν η αγαπημένη της ενασχόληση, αυτό ήταν ένας από τους τρόπους για να εκτονώσει τη συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια. Έκανε ένα μπάνιο στα γρήγορα και ετοίμασε έναν σάκο με ρούχα. Βγήκε στο μπαλκόνι του τρίτου και άναψε τσιγάρο. Υπό κανονικές συνθήκες, θα το απολάμβανε, μα τώρα ήταν βυθισμένη σε μαύρες σκέψεις. Μπροστά της απλώνονταν ειδυλλιακή η πόλη καθώς ο ήλιος έδυε, μα ο συνειρμός αυτός, της μέρας που πέθαινε, την έκανε να αισθάνεται χειρότερα.

Ήταν κουρνιασμένη στη μεγάλη ψάθινη πολυθρόνα όταν χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο Πέτρος.
─Πως είσαι; τη ρώτησε.
─Την παλεύω.
─Είσαι καλύτερα;
─Δεν θα το έλεγα.
Έσβησε το τσιγάρο της με αηδία.
─Εσείς; Πως είναι η κατάσταση στο νοσοκομείο;
ΑΤέλος φόρμας─Είχαμε εξελίξεις. Η φερόμενη ως μητέρα της μικρής, το έσκασε και τώρα την αναζητά η αστυνομία.
─-Φερόμενη; Τι εννοείς;
─Η γυναίκα που εμφανίστηκε, στην πραγματικότητα δεν ήταν η μητέρα της. Ούτε καν λαθρομετανάστης. Το παιδί δεν ξέρουμε τίνος ήταν, η αστυνομία το ψάχνει ακόμα. Το είχαν απαγάγει, το αγόρασαν, ένας Θεός ξέρει τι, πάντως κόρη της δεν ήταν.
─Τότε;
─Εμπόριο οργάνων.
Η Ζωή ανατρίχιασε.
─Μιλάς σοβαρά;
─Δυστυχώς ναι. Στο πρόσωπο της αναγνωρίστηκε μια καταζητούμενη από την Ιντερπόλ. Έχει εκδοθεί πανευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για εμπόριο παιδιών. Πιθανολογούν πως εδώ ήταν ο τελικός προορισμός τους και το ατύχημα ματαίωσε τα σχέδια τους.
Έκλεισε το στόμα της με την παλάμη της.
─Χριστέ μου! αναφώνησε.
Έμειναν και οι δύο για λίγο σιωπηλοί.
─Αυτό όμως δεν αλλάζει στην ουσία τίποτα.
─Κοίτα να δεις Ζωή. Η μοίρα του κοριτσιού ήταν προδιαγεγραμμένη, δεν μπορούσε να γίνει κάτι.
─Τι εννοείς Πέτρο; ούρλιαξε σχεδόν στο τηλέφωνο. Ότι καλύτερα που πέθανε στα χέρια μου παρά στα χέρια τους;
─Μην αρπάζεσαι Ζωή. Δεν ήθελα να πω αυτό, μα και αν ακόμα το θέλεις, ε ναι λοιπόν. Ίσως να ήταν αυτό το σχέδιο του Θεού.
─Μην τον ανακατεύεις στη κουβέντα μας, εντάξει; Στο τραπέζι του χειρουργείου, αποφασίζει το νυστέρι μου και όχι εκείνος.
─Δεν αποφασίζουμε πάντα εμείς ξέρεις.
─Δεν σε πιστεύω, είπε νευρικά. Μη μου το κάνεις αυτό. Σήμερα που περπατούσα, νόμιζα ότι την έβλεπα ζωντανή μπροστά μου, νόμιζα ότι θα καταρρεύσω στη μέση του δρόμου. Και όλα αυτά γιατί; Επειδή όλα ήταν μέρος ενός κοσμικού σχεδίου;
─Ίσως.
─Δεν σε πιστεύω, ειλικρινά. Υποτίθεται ότι είμαστε γιατροί και όχι οι μάγοι της φυλής.
─Εντάξει, ηρέμησε σε παρακαλώ. Για σένα το λέω, επειδή νοιάζομαι.
Έκανε μια μικρή παύση.
─Νοιάζομαι για σένα, συνέχισε. Πολύ.
─Δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή Πέτρο.
─Είναι η καταλληλότερη. Θέλω να ξέρεις ότι είμαι δίπλα σου για ότι χρειαστεί. Ζωή…
─Μην το πεις, σε παρακαλώ...
─Σ’ αγαπάω.
Επικράτησε πάλι νεκρική σιγή για λίγα δευτερόλεπτα.
─Όχι τώρα, όχι έτσι.
─Ζωή…
─Είμαι με κάποιον, το πάμε για σοβαρά.
Μπορούσε σχεδόν να νιώσει το αμήχανο βλέμμα του στην άλλη άκρη της γραμμής
─Με συγχωρείς, δεν το ήξερα.
Κούνησε το κεφάλι της σάμπως και την έβλεπε.
─Τέλος πάντων Πέτρο, όπως σου είπα, δεν είναι η καταλληλότερη ώρα. Συγγνώμη. Πρέπει να κλείσω.
Και χωρίς να τον αφήσει να μιλήσει, του το έκλεισε. Άναψε και άλλο τσιγάρο. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και το έσβησε. Και έτσι χωρίς λόγο και αιτία, την έπιασαν τα κλάματα.

Ηλίας Στεργίου