M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 4) - "ミnnocence's lοst" (μέρος 2ο)

Το δωμάτιο του Μπιλ Μαρς δεν θυμίζει σε τίποτα δωμάτιο κανονικού εφήβου. Όπως όλα τα δωμάτια του Ντέιβις Πλέις, είναι μικρό, κλειστοφοβικό και περιβάλλεται από γυμνούς, λευκούς τοίχους στους οποίους δεν έχει κρεμάσει τίποτα από αυτά που κρεμάνε συνήθως οι συνομήλικοι του, καρτ ποστάλ, αφίσες της Μέγκαν Φοξ ή της Τζέσικα Άλμπα και φωτογραφίες με φίλους. Το μοναδικό πράγμα που στολίζει τους τοίχους σε αυτήν εδώ την κενή τρύπα είναι μια κατακόκκινη πεντάλφα σε κύκλο πρόχειρα ζωγραφισμένη με κιμωλία, η οποία κρέμεται ακριβώς επάνω απ' το κρεβάτι του.
Γιατί μουτζουρώνει τους τοίχους με αυτές τις βλακείες, λες να 'ναι σατανιστής;

Το αντιπαρέρχομαι συγχυσμένη. Κάτι άλλο που προσέχω παραξενεμένη είναι πως ο Μπιλ δεν έχει αραδιάσει πουθενά τα προσωπικά του αντικείμενα, παπούτσια, ρούχα και βιβλία δεν βλέπεις πουθενά. Το μοναδικό πράγμα που έχει κουβαλήσει εδώ μέσα είναι μια μυστηριώδης βαλίτσα-χαρτοφύλακας σε μαύρο χρώμα, κι αυτό είναι όλο. Τίποτα περισσότερο. Την κοιτάζω καχύποπτα, τι περιέχει, άραγε; Ω, ποιος νοιάζεται; Έχουμε πολύ πιο σημαντικά πράγματα να μας απασχολούν.
Στέκομαι διστακτική κι αβέβαιη στο κατώφλι του δωματίου 66, ενώ ο Κάι Γκρίνγουντ πηγαινοέρχεται νευρικά πέρα-δώθε, ξανά και ξανά, λες και του 'χεις βάλει νέφτι. Πραγματικά δεν μπορεί να σταθεί ούτε λεπτό, καθώς εξηγεί στον Μπιλ Μαρς ποιο είναι το πρόβλημά μας.
«Δε... δεν καταλαβαίνω τι παί... τι παίχτηκε, δικέ μου. Θέλω να πω... έφτιαξα κύκλο με αλάτι και... και μετά κάναμε όλοι έναν άλλο κύκλο, εντάξει; Έναν καθώς πρέπει κύκλο πέντε ατόμων. Είχαμε τον Ouija της Ρότζερς, την φωτογραφία της Μία για να μπορούμε να συγκεντρωθούμε στην σκέψη της και πασάλειψα και το σφηνοπότηρο με εκείνα τα σορόπια. Μετά απάγγ... απάγογγ... απαγχόνισα όλα αυτά τα μαγικά λόγια που μου 'μαθες...». Ο Κάι κουνάει μπερδεμένος το κεφάλι του, ανασηκώνει απολογητικά τους ώμους του, και στο τέλος παύει να κινείται και ρίχνει το πρόσωπό του στις παλάμες του.
Είναι τόσο μπερδεμένος, φοβισμένος κι αδιαφώτιστος όσο κι εγώ.
Ο Μπιλ Μαρς τον παρακολουθεί προσεκτικά με τα χάλκινα φρύδια του σουφρωμένα.
«Εννοείς ότι απήγγειλες τα λόγια;» απορεί.
 «Και τα απήγγειλε και τα απαγχόνισε», παρεμβαίνω άκεφα. «Με τόσα σαρδάμ...»
Ξέρω ότι ο Κάι Γκρίνγουντ προσπάθησε, πραγματικά προσπάθησε να εξιλεωθεί την προηγούμενη νύχτα, το σχέδιο μας όμως δεν πήγε όπως έπρεπε. Βασικά, πήγε κατά διαόλου, και για αυτό είτε θα τα βάλω με τον εαυτό μου ή θα ρίξω το φταίξιμο σε κάποιον άλλο. Διαλέγω την εύκολη οδό.
Ο Κάι με κοιτάζει κατσούφικα πίσω από τα δάχτυλά του.
«Ωραία», λέει ο Μπιλ που μισοκάθεται στην γωνία του γραφείου του, με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος και έκφραση νυσταγμένου οσιομάρτυρα. Είναι απίστευτος, σκέφτομαι, εδώ ολόκληρος ο κόσμος έχει έρθει τα πάνω κάτω, και ο Ιρλανδός θέλει απλά να τελειώνει με το δράμα μας για να ξαναπέσει για ύπνο! 
«Ποιο είναι, λοιπόν, το πρόβλημα; Έφτιαξες κύκλο από αλάτι, έκαψες φασκόμηλο για να εξαγνιστεί ο χώρος και να κρατήσεις μακριά τα κακόβουλα πνεύματα, άναψες τα κεριά και ξεφούρνισες τα ξόρκια. Πού την έκανες την κουτσουκέλα;»
Ο Κάι ξεσκεπάζει το πρόσωπό του και απομένει να κοιτάζει χάσκοντας τον Μαρς.
Δεν βγάζει τσιμουδιά.
«Τι;», λέει ο Μπιλ επιθετικά.
«Να...», ο Κάι φαίνεται να συνειδητοποιεί για πρώτη φορά το μέγεθος της βλακείας του, αλλά δεν τολμά να το μοιραστεί με εμάς τους άλλους. «Ε, δηλαδή... εγώ...»
Ο Μπιλ τον συνεφέρει, κατακεραυνώνοντας τον με ένα του βλέμμα. «Μην μου πεις ότι ξέχασες το φασκόμηλο».
«Δεν στο λέω», σκούζει ο Κάι. «Αλλά αυτό δεν το κάνει λιγότερο αληθές...»
«ΓΑΜΏΤΟ ΓΚΡΊΝΓΟΥΝΤ!» Ο Μπιλ πετάγεται από το γραφείο του με βρυχηθμούς, κραυγές και κατάρες.
Αντίο ύπνε!
«Σου το είπα χίλιες φορές, πανίβλακα! Φασκόμηλο. ΦΑΣΚΟΜΗΛΟ! Μόνο έτσι διώχνεις τα κακά πνεύματα! Φασκόμηλο! Τόσο δύσκολο είναι να το θυμηθείς, διάβολε;»
Φυσικά, ο Κάι δεν έχει τίποτα να απαντήσει σε αυτό. Απλώς στέκεται με την πλάτη στον τοίχο και το κεφάλι του κατεβασμένο, ριγμένο στο στέρνο του, ενώ οικτίρει τον εαυτό του. Όταν τον βλέπω έτσι αποκαρδιωμένο και ταπεινωμένο να δέχεται μόνος τα πυρά, κάτι λυγίζει μέσα μου. Κάτι με ωθεί να πάρω το μέρος του, παρότι πριν λίγο ήθελα να τον βγάλω φταίχτη.
Δεν είναι σωστό να ρίχνω όλη την ευθύνη σε εκείνο.
Είμαι εξίσου ένοχη.
Αν μέσα στην αβυσσάλεα μου άγνοια δεν επέμενα να διερευνήσουμε τις συνθήκες του θανάτου της Μία, τότε τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.
Ο Τζέηκ κι η Εστέλλα θα ζούσαν.
Η Νιβ δεν θα είχε τιμωρηθεί.
Και ο Κάι δεν θα σκεφτόταν ότι είναι ο μεγαλύτερος κόπανος του πλανήτη.
«Μπιλ! Μπιλ!», αντιδρώ. Τον βλέπω να κατευθύνεται με τσαμπουκά προς το μέρος του Γκρίνγουντ και συνειδητοποιώ ότι πρέπει να κάνω κάτι για να εξομαλύνω την κατάσταση. Άμεσα!
Τινάζομαι ασυναίσθητα και μέσα σε μια στιγμή έχω βρεθεί στον μικρό, κενό χώρο που τους χωρίζει. «Σταμάτα!», τον διατάζω.
Δεν με ακούει αμέσως, στην πραγματικότητα αναγκάζομαι να επαναλάβω την εντολή αρκετές φορές, στο τέλος όμως, όταν ο Μπιλ Μαρς με φτάνει, δεν με προσπερνά με φούρια για να φτάσει τον Κάι και να τον σαπίσει στο ξύλο. Απλά μένει εκεί, να πυργώνεται από πάνω μου σαν ένα κινούμενο βουνό από τεστοστερόνη, τσιτωμένους μύες και τσαντίλα.
«Έχεις δίκιο σε ότι και να πεις! Απόλυτο δίκιο! Ο Κάι κι εγώ τα...», κάνω μια σύντομη παύση ψάχνοντας τα ακριβή λόγια που είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος πρωτύτερα. «Τα σκατώσαμε», λέω. «Τα σκατώσαμε μεγαλοπρεπώς, τα σκατώσαμε πανηγυρικά. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε ιδέα που έχουμε μπλέξει και για αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε... την βοήθειά σου». 
Με κοιτάζει από ψηλά και ύστερα ξεφυσάει με ζωώδη θυμό.
Χριστέ μου, παρατηρώ, μοιάζει σαν ταύρος μπροστά σε κόκκινο πανί. Πώς στο καλό θα του περάσουν αυτά νεύρα;
Απελπισμένη δοκιμάζω την παραδοσιακή συνταγή. «Σε παρακαλώ...», ψελλίζω.
Για μια στιγμή βλέπω την οργή στην έκφρασή του να μαλακώνει σε έναν σαρκασμό.
«Δεν χρειάζεται να με παρακαλείς», αποφασίζει και συνοφρυώνεται ακόμη περισσότερο. «Έχω χρέος να σας βοηθήσω».
«Χρέος;», παραξενεύομαι αυτοστιγμεί.
Τρεις μέρες με ξέρει όλες κι όλες. Πότε πρόλαβε να μου χρωστάει χάρες;
«Ναι», λέει πιο ήπια. «Έχω δεσμευτεί με ισόβιο όρκο στην Αδελφότητα να βοηθώ με όλες μου τις δυνάμεις κάθε άτομο που βρίσκεται στην... κατάστασή σας».
«Και συγγνώμη», λέω με τον πανικό μου να παραδίδει την σκυτάλη στην απορία. «Εμένα γιατί όλα αυτά μου ακούγονται αλαμπουρνέζικα; Τι πρέπει να καταλάβω; Ποιο χρέος, ποιος ισόβιος όρκος, ποια αδελφότητα και ποια ναρκωτικά παίρνετε;»
Αυτό το τελευταίο δεν ξέρω γιατί το ρωτάω. Μάλλον έχω αρχίσει φλερτάρω με την εξής ιδέα: Να κάψω όλα τα εγκεφαλικά μου κύτταρα, όπως ο Κάι, ώστε να πάψω να αντιλαμβάνομαι την δυσμένεια της κατάστασής μου. Φαντάζει καταστροφικά λειτουργικό.
Τα φρύδια του Μπιλ Μαρς παίρνουν την ανιούσα και αυτομάτως μετατρέπονται σε δυο χάλκινα τόξα έκπληξης. «Στ' αλήθεια δεν σου 'χει μιλήσει ο Γκρίνγουντ για την μυστική μου ταυτότητα;», ρωτάει.
Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάει, μα ότι και αν είναι το κάνει να ακούγεται αδιανόητο.
«Όσο απίστευτο κι αν σου φαίνεται, ο Κάι κι εγώ δεν μένουμε άγρυπνοι τα βράδια συζητώντας για την αφεντιά σου», περνάω στην αντεπίθεση.
Θα μπορούσε να είναι η λάθος κίνηση, ωστόσο φαίνεται να του αρέσει. Κάνει ένα βήμα πίσω, σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος και με χαζεύει. «Εσείς χάνετε», αποκρίνεται με αλαζονεία. «Συνήθως αποτελώ πολύ καυτό θέμα συζήτησης».
Στις περισσότερες περιπτώσεις η αλαζονεία είναι ένα ανυπόφορο χαρακτηριστικό, αλλά όχι στην περίπτωση του Μαρς. Τον αλαζόνα Μαρς μπορώ να τον χειριστώ, τον έξαλλο Μαρς όχι.
Με άλλα λόγια, τον προτιμώ υπερόπτη παρά οργισμένο.
Έτσι, κάνω υπομονή και προσπαθώ να πάω με τα νερά του.
«Καλά, καλά», ξεφυσάω, «Φτάνει με τον μονόλογο της ωραιοπάθειας. Μπορούμε, σε παρακαλώ, να επανέλθουμε στο θέμα μας;»
«Φυσικά», μου απαντά με υπερβολικά χαλαρό ύφος. Απομακρύνεται πηγαίνοντας πίσω στο γραφείο του. Στη συνέχεια, θρονιάζεται στην παλιά, ετοιμόρροπη καρέκλα του και ξεκινά λέγοντας: «Βάλενταϊν, θα σου κάνω μια πολύ σημαντική ερώτηση. Θέλω να το σκεφτείς καλά πριν μου απαντήσεις».
Περιμένω εναγωνίως.
«Έχεις δει την ταινία Constantine
Ορίστε;
«Ξέρω, ξέρω ότι σου φαίνεται άκυρη η ερώτηση», με προλαβαίνει. «Αλλά κάθε άλλο παρά άκυρη είναι. Οπότε απάντησέ την».
«Εε, νο... νομίζω πως ναι», αποκρίνομαι. «Πρέπει να με έβαλε η Μία να την δω μαζί της κάποτε, επειδή φοβόταν να την δει μόνη. Ήμαστε μικρούλες τότε. Είναι εκείνη η ταινία που κυκλοφόρησε το 2005, σωστά; Εκείνη όπου ο Keanu Reeves φοράει μια μακριά μαύρη καπαρντίνα και πολεμάει δαίμονες και άλλα τρομακτικά πράγματα;»
«Και στο Matrix δεν το φόραγε αυτό;», ο Κάι προσπαθεί ανεπιτυχώς να πάρει μέρος στην συζήτηση, αλλά εσκεμμένα ή μη τον έχουμε απομονώσει στην γωνία του.
«Ναι», πετάει ο άλλος αδιάφορα. «Αλλά δεν μας νοιάζει το Matrix τώρα. Τώρα μιλάμε για τον John Constantine, επειδή κατά μια έννοια... εγώ είμαι ο Constantine».


Σβετλιν