Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 13) - "Ξεχασμένες αναμνήσεις" (μέρος 2ο)

Ο “Άνταμ” άρχισε να νιώθει ναυτία, τα μάτια του από τον ξαφνικό βήχα έτσουζαν τόσο πολύ, που άρχισαν να δακρύζουν ακατάπαυστα. Η ανάσα του πνιγόταν μέσα του και όσο προσπαθούσε να ανασάνει τόσο περισσότερο ένιωθε το στήθος του να τον καίει από την ασφυξία. Η Εύα ξυπνώντας απότομα, βλέποντας τον σε αυτήν την κατάσταση, τον βοήθησε να πλαγιάσει το σώμα του και με μαλάξεις στα πλευρά του προσπάθησε να τον ανακουφίσει. Δεν κατάφερε να σταματήσει τον έμετο που ανέβηκε στο στόμα του και μόλις εκείνος άρχισε να ξερνάει, η Εύα του έβγαλε τη μάσκα και έμεινε δίπλα του για να του παρέχει όλη τη βοήθεια που χρειαζόταν.
“Την κρατούσα δίπλα μου εκβιαστικά; Μα τι σόι άνθρωπος ήμουν; Πώς μπορούσα να της φέρομαι έτσι; Και εκείνη; Εκείνη γιατί έμενε; Γιατί είναι ακόμα εδώ; Γιατί τη νοιάζει τόσο πολύ αν θα ζήσω; Εγώ αν ήμουν στη θέση της, τώρα θα με ήθελα νεκρό…” σκεφτόταν μέσα του με πόνο και μόλις κατάφερε να πάρει μια βαθιά ανάσα και να ανανεώσει τον αέρα στα πνευμόνια του, έμεινε να την κοιτά χωρίς να είναι ικανός να βρει μια λογική εξήγηση όσο εκείνη καθάριζε γρήγορα τη μάσκα και τα γένια του, για να μπορέσει να του φορέσει ξανά τη μάσκα οξυγόνου.
«Συγγνώμη» κατάφερε να της πει με πόνο τη στιγμή που το χέρι της κατέβαζε τη μάσκα στο πρόσωπο και η Εύα για απάντηση κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Δεν χρειάζεται να μου ζητάς συγγνώμη. Δεν είσαι σε θέση να ορίζεις τις πράξεις σου. Χρειάζεσαι λίγο χρόνο για να μπορέσεις να βάλεις τις σκέψεις σου σε μια τάξη» του είπε με απόλυτη κατανόηση και τον διέλυσε τελείως.
Αποφεύγοντας το βλέμμα της προσπάθησε να σκεφτεί όλα όσα είχε δει μέσα από την αναλαμπή που είχε. “Τελικά ήταν πράγματι ανάμνηση;”
“Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν;” απάντησε στον ίδιο του τον εαυτό και μόλις εκείνη καθάρισε τους εμετούς και κάθισε στην καρέκλα της δίπλα του, γύρισε να την κοιτάξει.
«Ήμασταν ποτέ μαζί;» τη ρώτησε επιφυλακτικά χωρίς να είναι σίγουρος αν ήθελε να ξέρει την απάντηση.
«Σαν ζευγάρι εννοείς;» τον ρώτησε ενώ πλησιάζοντας το σώμα της κοντά του έβαζε τα χέρια της πάνω στο στρώμα για να στηριχτεί. Καθώς εκείνος κατένευσε, εκείνη συνέχισε. 
«Όχι» του απάντησε με ειλικρίνεια και ο “Άνταμ” γύρισε το κεφάλι του από την άλλη ξανά για να αποφύγει τη ματιά της.
Την κρατούσε κοντά του εκβιαστικά, τώρα ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Γι’ αυτό εκείνη δεν τον φρόντιζε με την ίδια τρυφερότητα όπως φρόντιζε και τον παππού, γι’ αυτό ήταν τόσο απόμακρη όταν του μιλούσε, γι’ αυτό ακόμα και όταν τον ακουμπούσε ήταν τόσο τυπική μαζί του, παρόλο που ο “Άνταμ” έκανε τα αδύνατα δυνατά να της εκφράσει όλα όσα τον έκανε να νιώθει το παραμικρό της άγγιγμα.
«Τι άνθρωπος ήμουν;» αναρωτήθηκε φωναχτά πριν προλάβει να το κρατήσει μέσα του χωρίς να την κοιτά.
«Με μια λέξη;» τον ρώτησε εκείνη και γύρισε παραξενεμένος να την κοιτάξει.
«Ο πιο τρομακτικός άνθρωπος που μπορεί να έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία» του απάντησε εκείνη και έμεινε για λίγο να την κοιτά, χωρίς να ξέρει πώς να ανταποκριθεί σε αυτό.
«Αυτό δεν είναι μια λέξη» είπε ενώ ευχόταν μέσα του απλά να του έκανε πλάκα, αν και ήξερε πλέον ότι σοβαρολογούσε.
«Όχι δεν είναι αλλά είναι ο πιο σύντομος τρόπος να περιγράψω όλα όσα είσαι» του είπε σοβαρά και ο “Άνταμ” άρχισε να ανασαίνει γρήγορα.
«Δεν ξέρω πολλά για την προσωπική σου ζωή…»
“Ψέματα” διαμαρτυρήθηκε μέσα του αλλά δεν τη διέκοψε. «Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τίποτα αλλά μπορώ να σου πω με σιγουριά ότι δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα και κανέναν. Ένα σου βλέμμα φτάνει να κάνεις κάποιον μέχρι και να κατουρηθεί από τον φόβο του και πίστεψε με, δεν αστειεύομαι καθόλου. Ακόμα και το περπάτημα σου αποπνέει σιγουριά, σταθερότητα, επιβολή. Όταν περνάς από κάπου, αυτός που είναι δίπλα σου είναι αδύνατον να μη σταθεί σε στάση προσοχής, και όχι γιατί το έχεις επιβάλει, αλλά γιατί νιώθει -και μόνο που σε βλέπει- ότι πρέπει να το κάνει αν θέλει να τα έχει καλά μαζί σου»
Εντάξει αυτό μπορούσε να το πιστέψει, ιδίως μετά την ανάμνηση που είχε ξυπνήσει μόλις τώρα και θυμόταν το πώς έτρεμε το κορμί της τρομοκρατημένο καθώς εκείνος την άγγιζε.
«Δεν νομίζω ότι θέλω να ακούσω άλλα» παραδέχτηκε αλλά εκείνη δεν του έδωσε σημασία.
«Αλλά σαν υπάλληλός σου δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι δεν ήσουν δίκαιος, όμως όπως είπα και στο παρελθόν, είσαι τρομερά ξεροκέφαλος, εγωίσταρος και ξερόλας αλλά αυτό είναι το λιγότερο… Το “όχι” μάλλον δεν συμπεριλαμβάνεται στο λεξιλόγιό σου, δεν ξέρεις καν τι σημαίνει και αυτό είναι το χειρότερο σου ελάττωμα, γιατί με αυτήν σου την επιμονή να κάνεις τον άλλον με οποιοδήποτε μέσον διαθέτεις να σου πει τελικά “ναι”, δίνεις στους άλλους το δικαίωμα να σε εκμεταλλεύονται και με το παραπάνω…»
«Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω» είπε μπερδεμένος.
«Δεν νομίζω ότι θέλεις να καταλάβεις, δεν σε συμφέρει να καταλάβεις αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Έχεις τόση δύναμη στο μικρό σου δαχτυλάκι, όση άλλοι έχουν σε ολόκληρο το σώμα τους. Μπορείς να σκεφτείς πόσα μπορείς να κάνεις αν χρησιμοποιήσεις τη δύναμη που διαθέτεις και στο υπόλοιπό σου σώμα;» τον κατηγόρησε σκληρά και την κοίταξε ακόμα πιο μπερδεμένος.
«Αλλά φυσικά αυτό απαιτεί να χάσεις λίγο από τον εγωισμό σου, που μάλλον κάτι τέτοιο είναι αδύνατον για τα δικά σου δεδομένα» συμπλήρωσε και ο “Άνταμ” δεν ήξερε τι να σκεφτεί.
«Τι θες από μένα;» τη ρώτησε τελικά καταλαβαίνοντας ότι με όλα αυτά προσπαθούσε κάτι να του πει.
«Αυτό που θέλω εγώ είναι το αφεντικό μου πίσω, μπορείς να μου τον φέρεις;» τον ρώτησε και ο “Άνταμ” άρχισε να ασθμαίνει.
«Προτιμάς τον άνθρωπο που περιγράφεις;» ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Όχι, Άνταμ… Εσύ είσαι αυτός που τον χρειάζεται γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει αυτή τη στιγμή» του απάντησε εκείνη άμεσα και ειλικρινά και ο “Άνταμ” έκανε άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια.
«Και εσύ ποιον χρειάζεσαι;» τη ρώτησε διστακτικά.
«Παραβλέπω την ερώτηση» του το ξέκοψε κατευθείαν και καταλαβαίνοντας πια ότι ο παλιός του εαυτός την είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα, τελικά τα παράτησε.
«Μήπως ξέρεις αν έχω άλλη οικογένεια; Εννοώ πέρα από τη γυναίκα μου» τη ρώτησε αποφεύγοντας το βλέμμα της.
«Από όσο ξέρω, έχεις μια αδελφή αλλά στην κατάσταση που είσαι τώρα μάλλον είναι το τελευταίο άτομο που θες να δεις» τον ενημέρωσε και κατένευσε.
«Μάλλον θα με μισεί και εκείνη» φαντάστηκε αλλά η Εύα το άφησε ασχολίαστο.
«Γιατί προσπαθείς τόσο πολύ να με σώσεις;» δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί.
«Σου το εξήγησα. Εκεί έξω υπάρχει μια ψυχή που έχει πεθάνει από την αγωνία της για σένα, το λιγότερο που μπορείς να κάνεις για εκείνην είναι να ζήσεις» του τόνισε.
«Το κάνεις για εκείνη, για τη γυναίκα μου» διαπίστωσε.
«Λυπάμαι που σε κατεβάζω από το ροζ συννεφάκι αλλά μεταξύ μας δεν υπήρχε και ούτε πρόκειται να υπάρξει κάτι παραπάνω από μια απλή συνεργασία, οπότε σταμάτα να κάνεις λάθος όνειρα και πάλεψε να πάρεις τη ζωή σου πίσω» του δήλωσε κατηγορηματικά και το στήθος του έγινε κομμάτια. «Όταν θυμηθείς…» προσπάθησε να συνεχίσει αλλά ο “Άνταμ” δεν ήθελε να ακούσει άλλα.
«Δεν θέλω να θυμηθώ…» ξέσπασε ανάμεσα σε ένα κύμα έντονου βήχα και μόλις εκείνη σηκώθηκε για να τον βοηθήσει να γυρίσει στο πλάι, αμέσως την έσπρωξε μακριά του.
«Ούτε εσένα θέλω πια εδώ…» συνέχισε και πάλεψε να πάρει μια ανάσα ενώ συνέχιζε να βήχει.
«Φύγε» της ζήτησε επιτακτικά και η Εύα έμεινε να τον κοιτά χωρίς να ξέρει πώς να ανταποκριθεί σε αυτό.
«Γύρνα πίσω στη ζωούλα σου, στον αρραβωνιαστικό σου και παράτα με…  Ξέχασέ με και πες και στη γυναίκα μου να κάνει το ίδιο. Ο “Άνταμ” που περιγράφεις δεν υπάρχει πια, δεν ξέρω καν ποιος στο διάολο είναι και ούτε με ενδιαφέρει να μάθω…»
«Εντάξει, εντάξει, ηρέμησε…» προσπάθησε να τον καλμάρει τρίβοντας του την πλάτη για να μπορέσει να πάρει μια ανάσα αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τον κάνει χειρότερα.
«Φύγε και μην ξανάρθεις» συνέχισε με περισσότερο πείσμα από πριν.
«Ό,τι πεις» του είπε ενώ δεν έκανε καμία κίνηση να ξεκολλήσει από πάνω του.
«Αν δεν φύγεις ή αν πεις στη γυναίκα μου να έρθει να με βρει, θα πω σε όλους ότι εσύ φταις που εξαφανίστηκα. Θα πως σε όλους ότι με κρατούσες χωρίς τη θέλησή μου και με βασάνιζες για να με τρελάνεις» της είπε πιο εξαγριωμένος από ποτέ και η Εύα κάνοντας λίγο πιο πίσω τον κοίταξε για λίγο ασθμαίνοντας νευριασμένα.
«Θα φύγω και δεν θα έρθω ποτέ ξανά αλλά πριν το κάνω θα σε αφήσω να αναλογιστείς αυτό… Γιατί στο διάολο από όλο τον κόσμο που γνωρίζεις, τα μοναδικά άτομα που νοιάζονται για σένα είναι η γυναίκα σου και ο πεθερός σου; Όταν βρεις απάντηση σε αυτό…» κάνοντας μια παύση έπιασε τον χαρτοφύλακα της από το πάτωμα, έβγαλε από μέσα την εφημερίδα που φύλαγε και του την πέταξε πάνω στο στήθος του με δύναμη. «…τότε πες στο προσωπικό να τη βρουν στο τηλέφωνο που έχει πάνω η εφημερίδα για να έρθει να σε μαζέψει ή κάτσε εδώ και ψόφα σαν αδέσποτο σκυλί. Ξέρεις πόσο κόσμο θα κάνεις ευτυχισμένο με αυτήν σου την απόφαση;»
«Μαζί με εκείνους και εσένα, έτσι δεν είναι;» της γύρισε τσακισμένος από τα λόγια της.
«Έπρεπε να ακούσω τον γιατρό όταν μου έλεγε ότι είσαι τελειωμένη υπόθεση αλλά τελικά, από ό,τι φαίνεται, πριν εξαφανιστείς φρόντισες να ξεφορτωθείς και το δικό μου “όχι” από το φτωχό μου λεξιλόγιο» του έφτυσε στα μούτρα και πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει σε αυτό, έφυγε αφήνοντας τον μόνο.  



Χρυσάνθη Καλαφάτη