Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 4) Αποφάσεις

Ο Κωνσταντίνος πήδηξε σχεδόν από το ξένο πλοίο σαν δέσανε στο μεγάλο λιμάνι της Πόλης. Ένιωθε λευτερωμένος από ένα πολύ μεγάλο βάρος και πολύ πιο αισιόδοξος, μακριά από τους υπερόπτες Λατίνους.
Η Πόλη, η πανέμορφη και μεγαλειώδης Πόλη των πόλεων, τον καλωσόριζε ξανά με ανοιχτές αγκάλες και με έναν πανέμορφο ήλιο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είχε έρθει και- ομολογουμένως- του είχε λείψει ο κοσμοπολίτικος αέρας και η ευχάριστη βαβούρα της.

Ο Μανουήλ σκουντούφλησε επάνω του, καθώς είχε μείνει να κοιτά με ανοιχτό το στόμα τριγύρω του: ερχόταν πρώτη φορά στη ζωή του στην Κωνσταντινούπολη και τα μάτια του δεν μπορούσαν καν να χωρέσουν την τόση ομορφιά.

«Συγγνώμη, Κωνσταντίνε, αλλά το μυαλό και τα μάτια μου δεν μπορούν πια να κοιτάξουν το δρόμο τους, παρά τη μαγεία τούτης της πόλης»

«Δεν πειράζει, φίλε μου. Σε καταλαβαίνω» γέλασε ευγενικά ο πρίγκηπας, πραγματικά αναζωογονημένος από το θέαμα της Βασιλεύουσας.

Ένας ρυθμικός βηματισμός τους τράβηξε την προσοχή: ένα άγημα του αυτοκρατορικού στρατού πλησίαζε σταθερά προς το μέρος τους. Πρωτοστάτης ο Λουκάς Νοταράς, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.

«Χαιρετώ σε, πρίγκιπά μου!» αναφώνησε και έκανε μια βαθύτατη, θεατρική υπόκλιση σαν έφτασε σιμά τους. «Καλώς όρισες στην Βασιλεύουσα. Έρχομαι εκ μέρους του υψηλότατου αδελφού σου για να σε υποδεχθώ».

«Γειά σου, Λουκά! Καλώς σε βρήκα!» αναφώνησε και ο Κωνσταντίνος χαρούμενα και βιάστηκε να σηκώσει τον Νοταρά από την υπόκλισή του. «Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, ειλικρινά! Πού είναι ο καλός μου ο Φραντζής;»


Τα μεγάλα, έντονα χαρακτηριστικά του Νοταρά σφίχτηκαν: η δουλοπρέπειά του εξαφανίστηκε και φάνηκε ενοχλημένος.


«Δεν ξέρω, άρχοντα. Ο Φραντζής φροντίζει άλλωστε να δρα υπογείως, οπότε δεν τον βλέπουμε συχνά» είπε ξερά και ύστερα στράφηκε στους στρατιώτες του. «Βοηθήστε τους Ελλαδίτες με τα πράγματα του κύρη! Μη χαζεύετε!» κούνησε τα χέρια του νευρικά και συνέχισε να τους κυνηγάει από πίσω για να μην τεμπελιάζουν.


Ο Κωνσταντίνος κούνησε το κεφάλι του και άφησε ένα αχνό, γνώριμο χαμόγελο να χαραχθεί στα χείλη του. Τους είχε μάθει πια αυτούς τους δύο: τρώγονταν συνέχεια σαν το σκύλο με τη γάτα και έσκαβαν μονίμως ο ένας το λάκκο του άλλου. Δε θα άλλαζαν φυσικά τώρα, που άρχιζαν κιόλας να γερνάνε.


Η μοναξιά του είχε κάνει για λίγο φτερά: όλα εδώ φώναζαν "σπίτι" και οικεία πρόσωπα.


Αφού συμμαζεύτηκαν, ο πρίγκηπας εξέφρασε την επιθυμία να πάει πρώτα στον τάφο του πατέρα του και ύστερα στο παλάτι, κάτι που ο Νοταράς αποδέχθηκε με θαυμασμό.


Περπάτησαν δίπλα- δίπλα, πηγαίνοντας από περιφερειακούς δρόμους, χωρίς βέβαια να αποφύγουν να αναγνωριστούν και να περικυκλωθούν από κόσμο, που περιεργαζόταν όλο περιέργεια τον τώρα ωριμότερο και γοητευτικό Κωνσταντίνο.


«Ο Θεόδωρος έχει φθάσει;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος.


«Μόλις εχτές το σούρουπο, κύριέ μου. Ήταν αρκετά ζαλισμένος από το ταξίδι και για αυτό δεν κάθισε και πολύ με τον υψηλότατο»


«Μάλιστα... Κατά τ' άλλα; Τι συμβαίνει εδώ πέρα, Λουκά; Τι πρέπει να ξέρω;»


Ο Νοταράς αναστέναξε και πέρασε το χέρι του από τα σγουρά μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν.


«Τι να σου πω, κύρη μου; Δύσκολα είναι τα πράγματα. Η Πόλη κρατάει ακόμα, ο αυτοκράτορας δε θα το βάλει κάτω εύκολα. Κατά τ' άλλα, να ξέρεις ότι διαφωνώ με την απόφασή του να πάει στους Δυτικούς... Αυτοί μας μισούν, πάντα μας προκαλούσαν κακά. Τι θα αλλάξει τώρα; Την πίστη μας θέλουν να τους πουλήσουμε, κύριέ μου. Την πίστη μας!» κούνησε τα χέρια του εξοργισμένα και συνέχισε να μουρμουρίζει νευρικά.


Ο Κωνσταντίνος πήρε μία βαθιά ανάσα και δεν απάντησε. Δε θα ρίσκαρε να μεταφερθεί στον Ιωάννη ότι συμφωνούσε με το Νοταρά και εναντιωνόταν στις αποφάσεις του ίδιου. Ούτως ή άλλως δεν ήταν σίγουρος αν διαφωνούσε με τις κινήσεις του αδερφού του. Μερικές φορές δεν υπάρχει άλλος τρόπος, όσο δυσάρεστος κι αν είναι αυτός.


«Οι δικοί σου, είναι καλά; Η οικογένεια;» ρώτησε για να σπάσει την αμήχανη σιωπή.


«Όλοι καλά, δόξα τω Θεώ!» σταυροκοπήθηκε ο Λουκάς. «Η θεία σου γκρινιάζει λίγο παραπάνω με τα χρόνια, αλλά τι να κάνουμε; Και η Άννα μεγαλώνει όμορφα»


Ο Κωνσταντίνος τον κοίταξε με έκπληξη.


«Η Άννα, φυσικά! Πόσα χρόνια έχω να δω την κόρη σου Νοταρά; Πόσο χρονών είναι πλέον;»


«Δεν έχει κλείσει ακόμα τα είκοσι, άρχοντά μου» χαμογέλασε ο Λουκάς. «Θα τη δεις στο παλάτι το απόγευμα» συμπλήρωσε και προπορεύθηκε να ανοίξει την πόρτα της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, χώρου ταφής γενεών επί γενεών αυτοκρατόρων.


--


Μετά από ένα χαλαρωτικό λουτρό και μια φρέσκια φορεσιά, ο Κωνσταντίνος ένιωθε έτοιμος για το δείπνο με τα αδέρφια του, το Νοταρά και τον Φραντζή. Στο γεύμα θα παρευρίσκονταν και οι γυναίκες, αλλά ύστερα θα αποσύρονταν όλοι για να μιλήσουν τα τρία αδέρφια ιδιαιτέρως.


Το στομάχι του γουργούριζε με πρωτοφανή επιμονή και- παρά τη δύσκολη συζήτηση που προμηνυόταν- ένιωθε ανάλαφρος και πολύ πιο ανθρώπινος από ό, τι συνήθως. Ήθελε απλά να φάει, να πιεί και να γελάσει με την ψυχή του με τον Ιωάννη και τις ξεκαρδιστικές του ιστορίες για την παιδική τους ηλικία.


Περπατούσε στο αψιδωτό μπαλκόνι που οδηγούσε στο κυρίως τρικλίνιο και του ερχόταν σχεδόν να σφυρίξει μια μελωδία. Ξαφνικά σταμάτησε και κοίταξε την αντανάκλασή του σε ένα μπρούτζινο έμβλημα που κρεμόταν στα δεξιά του, προσπαθώντας να χαμογελάσει: έφτιαξε κάπως τα καστανά, σπαστά μαλλιά του με τα μακριά του δάχτυλα, ύστερα τα περιποιημένα του γένια και τελικά έμεινε να κοιτά τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπό του. Ήταν 31 χρονών φέτος, οπότε μόνο λόγω των θλίψεων της ζωής του μπορούσε να δικαιολογήσει τις αχνές ρυτίδες στο μέτωπό του. Τα πράσινα μάτια του, λιγότερο ζωηρά και περισσότερο μελαγχολικά πλέον, παρέμεναν τουλάχιστον όπως τα θυμόταν. Η Μανταλένα έλεγε πάντα ότι ήταν τα πιο όμορφα μάτια στον κόσμο.


Κούνησε το κεφάλι απότομα. Τέρμα τα της Μανταλένα. Πήγαιναν ήδη 7 χρόνια. 7 χρόνια μοναξιάς και πένθους.


«Ποιος είναι εκεί;» ακούστηκε μία δροσερή, γυναικεία φωνή.


Ο Κωνσταντίνος στράφηκε απότομα προς τα πίσω, ξαφνιασμένος από τον άγνωστο παρατηρητή του.


Μια ψηλή κοπέλα, με καλυμμένο το κεφάλι και ένα λυχνάρι στο χέρι τον πλησίαζε διστακτικά, σχεδόν φοβισμένα.


«Είμαι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο αδερφός του αυτοκράτορα» είπε όσο πιο περήφανα μπορούσε, αν και η έκφρασή του πρόδιδε τον δισταγμό του. «Μάλλον εγώ πρέπει να ρωτώ με ποιά ομιλώ»


Ο ήλιος είχε πια δύσει και τα μαβιά χρώματα του δειλινού ίσα που έβαφαν πια τους τοίχους.


Η κοπέλα κάλυψε το στόμα της, μαζί με μια μικρή κραυγή και έσκυψε αμέσως το κεφάλι.


«Σχώρα με, άρχοντά μου» ψέλλισε τρομαγμένα και υποκλίθηκε σαν έφτασε μπροστά του. «Δε σε έχω δει από κοντά, παρά όταν ήμουν παιδίον. Είμαι η Άννα» χαμογέλασε, κατεβάζοντας το πέπλο από το κεφάλι της. «Η Άννα Νοταρά»


Ο Κωνσταντίνος έμεινε για λίγο ξέπνοος: λευκή, αλλά με κόκκινα χείλη, να χαμογελούν ντροπαλά και σκούρα καστανά μαλλιά να πέφτουν σε μακριές πλεξούδες στην πλάτη της, σχεδόν τον υπνώτισε. Τον κοίταξε έκπληκτα με τα κάπως σχιστά, ζωηρά μάτια της και του χαμογέλασε πλατύτερα, ενθαρρυντικά.


Και ο ίδιος απόρησε με τη σιωπή του, μα βγήκε από το λήθαργο σύντομα, για να της κρατήσει απαλά το χέρι.


«Μεγάλωσες όμορφα, Άννα. Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Και πάλι» χαμογέλασε και εκείνος και την είδε να κοκκινίζει.


«Κι εγώ, άρχοντά μου»


«Θα με συνοδεύσεις στο τραπέζι; Έχουμε ήδη αργήσει!» της προσέφερε το μπράτσο του, το οποίο η νεαρή Άννα δέχθηκε χωρίς δισταγμό.


Ένιωθε μια ευχάριστη ένταση, ένα άβολο, αλλά τόσο αναζωογονητικό μούδιασμα σε όλο του το σώμα. Την αισθανόταν και εκείνη ταραγμένη, αλλά δεν ήξερε τι να πει για να σπάσει τον πάγο.


Από την άβολη κατάσταση τους έβγαλε ο Ιωάννης, ο οποίος περίμενε ανυπόμονα τον αγαπημένο του αδερφό στην πόρτα του τρικλινίου. Μόλις τον είδε, έβγαλε μία χαρούμενη κραυγή και άνοιξε διάπλατα τα χέρια του, τραβώντας στην αγκαλιά του και τον Κωνσταντίνο και την Άννα.


«Επιτέλους σε βλέπω!» αναφώνησε ολόψυχα και φίλησε το μέτωπο του αδερφού του. «Μικρέ μου, καλέ μου Κωνσταντίνε...» μουρμούρισε, σφίγγοντάς τον συγκινημένα στο στήθος του.


--


Καρύταινα, 1438


Η αγορά είχε πρωτοφανή φασαρία για μια τέτοια αγουροξυπνημένη Δευτέρα. Τα κάποτε πιτσιρίκια είχαν γίνει πια έφηβοι και το αίμα τους έβραζε, κόχλαζε και τους γέμιζε αδρεναλίνη και ενέργεια. Η πρώτη αυτή επίσκεψη στην πόλη, πρώτη εικόνα πόλης για πολλούς από τους νεαρούς μοναχούς, ήταν ιδανική ευκαιρία να σπαταλήσουν λίγο από τα μεγάλα αποθέματα ενέργειας που είχαν και να συνειδητοποιήσουν για πρώτη φορά το ρόλο και τη θέση τους στον κόσμο.


Ο Χριστόφορος περπατούσε με τον Θεόφιλο κοντά του, κοιτάζοντας με συγκίνηση γύρω του. Είχε ονειρευτεί πολλές φορές την πόλη, τον έξω κόσμο, αλλά φαίνεται ότι έπρεπε να φτάσει τα δεκατρία του χρόνια για να τα δει με τα ίδια του τα μάτια.


Τα πρόσωπα, οι φωνές, τα λογής λογής πράγματα στους πάγκους των πωλητών, όλα ήταν νέα και μαγευτικά. Είχε καταλάβει εδώ και χρόνια ότι υπήρχε ένας άλλος κόσμος πέρα από τα όρια της μονής και- παρόλο που ήξερε ότι δεν ήταν σωστό- ένιωθε να τον προσκαλεί ασταμάτητα.


«Όλα είναι πολλά και μεγάλα...» μουρμούρισε ο Θεόφιλος, κλείνοντας με δυσκολία το στόμα του.


«Και φαντάσου, αυτή είναι μονάχα η Καρύταινα. Σκέψου τη Μονεμβασιά, το Γεράκι, το Μυστρά, την Πόλη!» κούνησε τα χέρια ενθουσιωδώς ο Χριστόφορος, μην μπορώντας να συγκρατήσει τα συναισθήματά του.


«Τι υποτίθεται ότι πρέπει να αγοράσουμε;» ακούστηκε η φωνή του Φιλήμονα από δίπλα τους.


Ο Χριστόφορος τον κοίταξε ξαφνιασμένα, αλλά χαμογέλασε. Γιατί δεν μπορούσε και ο Μιχαήλ να είναι σαν τον Φιλήμονα; Όλα θα ήταν πολύ πιο ήσυχα στη ζωή τους στο μοναστήρι. Όσο χειροτέρευε η συμπεριφορά του Μιχαήλ, που όσο μεγάλωνε- 15 χρονών πια- αποκτούσε και τον ανδρικό εγωισμό και την ανάγκη επίδειξης πολλαπλάσια, τόσο ο Χριστόφορος ήθελε να του πηγαίνει κόντρα, να τον ενοχλεί. Δεν είχε καμία διάθεση να φανεί ο ίδιος: απλά δεν άντεχε την υπεροψία του Μιχαήλ. Ο Φιλήμων, αντίθετα, κρατούσε αποστάσεις από τις υπερβολές του διδύμου του. Ήταν πιο ήσυχος και διακριτικός, αλλά ταυτόχρονα ενδιαφέρων και ζωντανός. Ο Χριστόφορος διασκέδαζε πάντα να συζητάει μαζί του και να ακούει τις ιστορίες από τη Μονεβασιά, από ό,τι θυμόταν από αυτήν τέλος πάντων ο νεαρός.


«Νομίζω όσπρια και λουμίνια ξερά. Ο παπούλης και οι υπόλοιποι αδελφοί πήγαν για εκείνα τα υφάσματα που είχαν παραγγείλει εδώ, παραδίπλα. Οι περισσότεροι από εμάς πήγαν κατευθείαν στα φαγιά, οπότε υποθέτω ότι θα πάρουν τα όσπρια. Θέλετε να κοιτάξουμε εμείς για τα λουμίνια;» πρότεινε ο Χριστόφορος, δείχνοντας έναν πάγκο απέναντι με διάφορα βοτάνια, ξεραμένα και μη.


Κουνώντας το κεφάλι, ο Φιλήμων προπορεύτηκε και οι δύο μικρότεροι έφηβοι τον ακολούθησαν βιαστικά. Στάθηκαν μπροστά στον πάγκο και κοίταξαν αναποφάσιστα τα προϊόντα του: υπήρχαν τόσα πολλά πράγματα που δεν ήξεραν καν το όνομά τους. Ό,τι προερχόταν, όμως, από την φύση του Μοριά τούς ήταν οικείο.


«Καλώς τα παλληκαράκια»


Και τα τρία αγόρια στράφηκαν στην πωλήτρια, που μόλις είχε κάνει την εμφάνισή της πίσω από τον πάγκο της. Ήταν μία κοπέλα γύρω στα 20 με 25, με μαύρα φουντωτά μαλλιά, εξωτικά σκούρα μάτια και σαρκώδη χείλη, με τις καμπύλες της να διαγράφονται πληθωρικές μέσα από τα ταλαιπωρημένα της ρούχα. Τους χαμογελούσε προκλητικά, πονηρά, κάτι που τα αγόρια, βέβαια, δεν μπορούσαν ακριβώς να "μεταφράσουν".


«Πώς μπορώ να βοηθήσω τρεις όμορφους νεαρούς σαν κι εσάς;» συνέχισε και ακούμπησε με τα δυο της χέρια στον πάγκο μπροστά της, προτάσσοντας το στήθος της επιδεικτικά. «Κι εσύ αγόρι δεν είσαι, χρυσό μου;» έσκυψε κατά το μέρος του Χριστόφορου, που κοκκίνισε μέχρι και τ' αυτιά.


Αμούστακος, με τις ξανθές μπούκλες του να φτάνουν πια στη μέση της πλάτης του, και τα λεία και απαλά, ακόμα κάπως παιδικά, χαρακτηριστικά του θα μπορούσε να περαστεί και για κορίτσι, κάτι που όμως δεν το είχε συνειδητοποιήσει μέχρι και τώρα. Ένιωσε θυμό και ένα παράξενο χτυποκάρδι: έτσι ήταν οι γυναίκες λοιπόν. Είχαν σίγουρα κάτι... κάτι ενδιαφέρον.


«Φυσικά και είμαι αγόρι!» χτύπησε τα χέρια του στον πάγκο θυμωμένα και μούτρωσε. «Έχω μακριά μαλλιά γιατί είμαι καλόγερος» της φώναξε με κόκκινα μάγουλα, κάνοντάς την να γελάσει δυνατά.


«Εντάξει, εντάξει, παλληκαράκι, μη θυμώνεις! Ώστε καλογεράκια, ε; Κρίμα, τόση ομορφάδα θα πάει χαμένη» τους έκλεισε το μάτι, πειράζοντας τα μαλλιά του Φιλήμονα, ύστερα αγγίζοντας τη μύτη του Θεόφιλου με το δάχτυλό της.


Και οι δυο τους ξεροκατάπιαν.


Στράφηκε στο Χριστόφορο και- σκύβοντας πολύ κοντά του- τον χάιδεψε στο μάγουλο.


«Κι εσύ, μικρέ θερμοκέφαλε, θα γίνεις ο πιο όμορφος, το ξέρεις; Και τι χρώμα μάτια είναι αυτό; Αλλιώτικο το ένα απ' τα άλλο; Εσύ είσαι φτιαγμένος για μεγάλα πράγματα, να το δεις. Θες να σου πω τι βλέπω;» του είπε με έκσταση η όμορφη κοπέλα, κάνοντάς τον να κοκκινίσει αλλιώτικα αυτή τη φορά.


«Θέλουμε λουμίνια, αλλά...» ξεκίνησε να λέει κομπιάζοντας ο Φιλήμων, προσπαθώντας να ξεπεράσει την αμηχανία του, όταν ένα ζευγάρι χέρια άρπαξε από τα αυτιά το Χριστόφορο και το Θεόφιλο.


«Άου, άου!» τσίριξαν και οι δύο και ο Φιλήμων ίσα που απέφυγε ένα μπάτσο στο σβέρκο: ο μοναχός Γρηγόριος τους είχε εντοπίσει από μακριά, κοντά στον πειρασμό.


«Χριστόφορε, Θεόφιλε! Τι δουλειά έχετε εδώ; Φιλήμων;» τους είπε αυστηρά, ενώ τα αγόρια πάλευαν να ξεφύγουν.


«Τα λουμίνια θα παίρναμε παππούλη!» βόγκηξε ο Χριστόφορος, ελευθερώνοντας επιτέλους το αυτί του με μια απότομη κίνηση.


«Εδώ δε θα πάρετε λουμίνια, μάλλον απλά θα σας πάρουν τα χρήματα!» τους επέπληξε, κοιτώντας με ανάλογο ύφος την κοπέλα στον πάγκο, που συνέχιζε να χαμογελά προκλητικά. «Μακριά από τον πειρασμό, μακριά!» τους κούνησε το δάχτυλο, σπρώχνοντάς τους να προχωρήσουν πέρα.


Ο Χριστόφορος κοίταξε στιγμιαία πίσω, πριν να τον τραβήξουν πάλι από το αυτί: η κοπέλα του κούνησε το χέρι και του έκλεισε το μάτι, κάνοντάς τον να ξεροκαταπιεί.


Σαν βρέθηκαν όλοι μαζί με τους υπόλοιπους, έπιασε τα μαλλιά του με ένα σπάγκο και τα έχωσε μέσα στην κουκούλα του ράσου του: δεν ήθελε να τον περνάνε για κορίτσι. Και ειδικά οι κοπέλες.


Στάθηκαν να παζαρέψουν, μετά τις οδηγίες του παππούλη, μερικά λαχανικά από αυτά που δεν καλλιεργούσαν στο μοναστήρι. Ο ήχος από βαριά πατήματα τους απέσπασε την προσοχή: ο κόσμος άνοιγε δρόμο, έκανε στην άκρη βιαστικά. Ένα άγημα του δεσποτικού στρατού έκανε περιπολία στην αγορά. Οι πανοπλίες των στρατιωτών γυάλιζαν κάτω από τον ήλιο υπέροχα, θεαματικά. Ο ρυθμικός βηματισμός τους υπνώτιζε τους νεαρούς μοναχούς, οι οποίοι είχαν μείνει άφωνοι, ακίνητοι.


Ο Χριστόφορος ένιωσε την καρδιά του να τον σφυροκοπά, ειδικά σαν αντίκρισε το έμβλημα της αυτοκρατορίας: το χρυσοκεντημένο δικέφαλο αετό. Ξαφνικά όλα έβγαζαν νόημα, υπήρχε ένας στόχος. Όλα έπαιρναν άλλο χρώμα με αυτό το έμβλημα στο στήθος.


Έσφιξε μηχανικά το σταυρό στο στήθος του και βαριανάσανε. Ήταν μία από εκείνες τις κομβικές στιγμές αποφάσεων. Η απόφαση βαθιά μέσα του, ίσως και υποσυνείδητα, είχε παρθεί.


Μια μέρα, κάπως, ο δικέφαλος αετός θα στόλιζε και το δικό του στήθος.




--




Κωνσταντινούπολη, αυτοκρατορικό παλάτι




Στη βιβλιοθήκη του παλατιού, ο Κωνσταντίνος στεκόταν όρθιος και κοίταζε σκεπτικά έξω από το παράθυρο. Τα χέρια του έσφιγγαν νευρικά το μαρμάρινο περβάζι, με την επιστολή του αδερφού του να είναι ακόμα ανοιγμένη μπροστά του.


Είχαν περάσει δύο χρόνια που έλειπε ο Ιωάννης. Δύο χρόνια που ο Κωνσταντίνος είχε γίνει συναυτοκράτορας, μετά την απόφαση του Ιωάννη. Δύο χρόνια αγωνίας, συνεχούς προσπάθειας και ταπεινώσεων. Όχι τόσο στην Πόλη, όσο στην Ιταλία, όπου οι Βυζαντινοί βρίσκονταν έρμαια των βουλήσεων των Λατίνων, περιμένοντας απελπισμένα τη στιγμή της συνόδου για να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη βοήθεια από τη Δύση.


Ο Κωνσταντίνος δεν είχε νιώσει τόσο περηφάνεια για την επιλογή από τον αδερφό του, όσο το βάρος των ευθυνών του. Ήταν όμως έτοιμος για όλα. Και πάνω από όλα να προστατέψει την αυτοκρατορία πάση θυσία, καλύτερα από τα γκρινιάρικα αδέρφια του. Ναι, αυτή τη φορά, δεν το έλεγε μεν ανοιχτά, αλλά μέσα του το είχε καταλάβει: ο Θωμάς, ο Δημήτριος, ακόμα και ο Θεόδωρος μόνο προβλήματα δημιουργούσαν. Και ο Ιωάννης το ίδιο πίστευε και του το είχε εκμυστηρευτεί πριν να φύγει. Δεν ήθελε να αγιοποιήσει τον εαυτό του σε καμία περίπτωση: ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι είχε και ο ίδιος σημαντικά μειονεκτήματα ως ηγέτης. Αλλά ήταν σίγουρος ότι δεν θα πρόδιδε την αυτοκρατορία και τους ανθρώπους της για κανένα αντάλλαγμα, ακόμα και αν αυτό θα σήμαινε να χάσει την εξουσία.


Ήταν αυστηρός με τον εαυτό του και όχι με τους άλλους. Αλλά στο Θωμά, στο Θεόδωρο και στο Δημήτριο δεν θα άφηνε ούτε περιθώρια, ούτε πατήματα.


Κοίταξε ξανά το χαρτί με το σπασμένο βουλοκέρι και αναστέναξε.


"Αγαπημένε μου αδερφέ Κωνσταντίνε,


Μετά από τόσες ταλαιπωρίες και αναμονή, η ώρα έφτασε. Η σύνοδος προγραμματίστηκε για τον ερχόμενο μήνα στη Φλωρεντία. Αναμένεται να μαζευτούν άρχοντες από όλα τα κραταιά βασίλεια του Βορρά, καθώς και οι εκπρόσωποι της Δυτικής Εκκλησίας.


Δεν σού κρύβω τον πόνο μου και την αγωνία μου για το τι θα συμβεί στη σύνοδο. Ξέρω... Ξέρουμε και οι δυο μας, Κωνσταντίνε, τι θα ζητηθεί από την άλλη πλευρά. Και με το χέρι στην καρδιά σού λέω ότι δεν ξέρω τι να κάνω. Ο πάπας δεν θα μας αφήσει περιθώρια... Δεν μπορούμε καν να βάλουμε περιορισμούς στην πραγματικότητα! Τρέμω στη σκέψη των αντιδράσεων στην Πόλη και στο Μοριά. Δεν θα ανακοινώσω τίποτα επίσημα ακόμα γιατί δεν θέλω να υποστείς εσύ τις συνέπειες των δικών μου αποφάσεων.


Άλλωστε... Όσο οι συζητήσεις δεν ξεκινάνε, μπορώ να έχω την ελπίδα ότι θα είναι καλύτερες από το αναμενόμενο, σωστά;


Οι συνθήκες παραμένουν άθλιες. Εμένα με μετακίνησαν σε ένα λίγο αξιοπρεπέστερο οίκημα την περασμένη εβδομάδα. Μέχρις ένα σημείο ευτυχώς με σέβονται. Οι άνθρωποί μας πάλι περνάνε δύσκολα... Μένουν σε κάτι χαμόσπιτα, δεν τρώνε καλά και ακούνε και τα υποτιμητικά λόγια των Λατίνων. Κάθε μέρα έχουμε φασαρίες. Αυτοί οι άνθρωποι μάς θεωρούν σκουπίδια.


Η αλήθεια είναι πως μού είναι πολύ δύσκολο να παραμένω ψύχραιμος και απαθής, φουσκωμένος από αυτοκρατορική περηφάνεια, Κωνσταντίνε. Όλα αυτά είναι ίσως η πιο ταπεινωτική εμπειρία της ζωής μου και μού είναι δύσκολο να τη διαχειριστώ. Έρχονται στιγμές που θέλω να φωνάξω από τα βάθη των πνευμόνων μου το δίκιο μου, τα δίκαια αιτήματά μας, την υπεροχή του δόγματός μας, την ανωτερότητα της παιδείας μας! Δεν φαντάζεσαι τι απαιδευσιά και αγένεια έχουν δει εδώ τα μάτια μας. Πόσοι αγράμματοι και ανάγωγοι άνθρωποι!


Όλα αυτά συσσωρεύονται μέσα μου: θυμός, απογοήτευση, ταπείνωση, απελπισία. Και με πνίγουν, ασφυκτιώ! Τα νεύρα μου έχουν σπάσει. Θα αποσυρθώ σε κάποια εξοχή πριν τη σύνοδο, να ηρεμήσω. Πολύ φοβάμαι ότι αυτή η κατάσταση θα με αρρωστήσει.


Λέγω ανοησίες. Μην με ακούς. Όλα θα πάνε καλά, σαν το θέλει ο Κύριος. Γράψε μου για τα δικά σου νέα. Ελπίζω να τα λάβω πριν τη σύνοδο.


Ελπίζω να είσαι καλά στην υγεία σου ψυχή τε και σώματι. Το ίδιο και οι γυναίκες, όλοι σας.


Έχε το νου σου στο Νοταρά... Μπορεί να αρχίσει να λέει πράγματα δυσάρεστα, αν μάθει τις εξελίξεις εδώ.


Σε ασπάζομαι αδερφέ μου,


Ιωάννης Παλαιολόγος"






Βουρκωμένος, έκρυψε το γράμμα στον κόρφο του. Μπορούσε σχεδόν να νιώσει τον πόνο του αδερφού του και μαζί του υπέφερε και εκείνος.


Ντροπή, συμπόνια δεν είχαν αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν; Αυτοί οι χριστιανοί;


Θα πάλευε πάση θυσία να δικαιώσει τον αγώνα του Ιωάννη. Ούτως ή άλλως όλα γίνονταν για την αυτοκρατορία και τους ανθρώπους της. Όλα.


Η πόρτα άνοιξε χωρίς να χτυπήσουν. Ο Κωνσταντίνος δεν μπήκε στον κόπο να γυρίσει: ένα ζευγάρι λεπτά χέρια που τον κράτησαν από το μπράτσο ήταν αρκετά για αναγνώριση.


«Κύρη μου, τι συμβαίνει; Είσαι χλωμός» είπε ήσυχα η Άννα Νοταρά, γυρίζοντάς τον προς το μέρος της.


«Ας πούμε ότι είμαι κουρασμένος, Άννα» της χαμογέλασε, μα ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλό του.


Ταραγμένη η κοπέλα έβγαλε το μαντήλι της και το σκούπισε.


«Δεν είσαι κουρασμένος! Κάτι άλλο, άσχημο είναι! Πες μου, ανησυχώ!» τον έπιασε από τους ώμους ανήσυχα, ξεχνώντας τους τρόπους της.


Εκείνος την κοίταξε με τα βουρκωμένα του μάτια και- χαμογελώντας ακόμα με δυσκολία- κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Αργά αλλά σίγουρα, την τράβηξε στην αγκαλιά του.


«Μικρή μου Άννα, μην ανησυχείς. Μπορεί να έρθουν και καλύτερες μέρες για εμάς» είπε πνιχτά, ενώ η κοπέλα αγκιστρωνόταν επάνω του.


Ήταν μια αγκαλιά που περίμεναν πολύ καιρό να δώσουν.


Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια.



«Θέλω να είσαι καλά, κύρη μου. Και να βλέπω τα μάτια σου, τα πιο όμορφα μάτια του κόσμου, να χαμογελούν» του ψιθύρισε, πριν να κλείσει τα βλέφαρα για να δεχτεί το φιλί του στα χείλη της.


Vittoria Mantegna