Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 7)


Το κουδούνι, που σήμαινε την λήξη των μαθημάτων, επιτέλους χτύπησε. Είχε έναν φοβερό πονοκέφαλο που, παρόλα τα παυσίπονα, δεν έλεγε να περάσει. Η Αρετή δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Το πιο πιθανό, μετά την χθεσινή τους έξοδο, να κοιμόταν ακόμα οπότε έβαλε ρότα για το σπίτι της Simone.  Αγόρασε καφέ από τον δρόμο και σκέφτηκε πως θα ήταν καλό να ψωνίσει και μερικά πράγματα για το σπίτι της. Όπως φαινόταν, θα περνούσε αρκετό από τον καιρό του εκεί.

Το γνωστό εκείνο άρωμα των παιδικών του χρόνων ξανάρθε στην μύτη του καθώς άνοιξε την πόρτα. Αναστέναξε με ευχαρίστηση. Μπήκε στο σαλόνι και έβγαλε τα σεντόνια με τα οποία ήταν καλυμμένα τα έπιπλα. Τράβηξε τις βαριές κουρτίνες και φως γέμισε το άλλοτε κλειστό δωμάτιο. Θαύμασε για άλλη μια φορά το ταλέντο του παππού του καθώς, σε κάθε γωνία, μπορούσε να διακρίνει την δουλειά του.
Σε μία γωνία, ακουμπισμένο πάνω στο χαμηλό, ξύλινο τραπεζάκι, ήταν ένα παλιό γραμμόφωνο. Το πλησίασε και το περιεργάστηκε με έκδηλη χαρά. Το θυμόταν αυτό το γραμμόφωνο... Η γιαγιά του συνήθιζε να βάζει τις πλάκες, όπως χαριτωμένα έλεγε, και  να ακούει μουσική σε πείσμα του παππού του, που έδειχνε την δυσαρέσκεια του και κατέβαινε στο υπόγειο να ασχοληθεί με τα εργαλεία του.
Γύρισε την μανιβέλα και κατέβασε τον βραχίονα με την βελόνα.  Ένας ήχος γεμάτος γρατσουνιές γέμισε το δωμάτιο. Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε να απολαύσει την μελωδική φωνή της Δανάης Στρατηγοπούλου.

«Πού να `σαι αλήθεια το βράδυ αυτό

που με χτυπάει τ’ άγριο τ’ αγέρι
να `ρθεις και μ’ ένα φιλί καυτό
να με γεμίσεις με καλοκαίρι

Ας ερχόσουν για λίγο
μοναχά για ένα βράδυ
να γεμίσεις με φως
το φριχτό μου σκοτάδι
και στα δυο σου τα χέρια
να με σφίξεις ζεστά
ας ερχόσουν για λίγο
κι ας χανόσουν μετά»

Ένιωσε μια γλυκιά ανατριχίλα σε όλο του το κορμί. Μουρμούρισε τους στίχους μαζί της και άφησε την φαντασία του ελεύθερη. Σε μια εποχή όμορφη, ρομαντική, ουτοπική. Έριξε μια ματιά τριγύρω. Φαντάστηκε τον χώρο να είναι γεμάτος με μελωδίες και χαρούμενα πρόσωπα και, ξαφνικά, μελαγχόλησε.
            Άθελα του, στο νου του ήρθε η Αρετή. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό του ευαίσθητη και ρομαντική φύση. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από εκείνη, μια εξωστρεφή, στυγνή ρεαλίστρια, που η μοίρα θαρρείς από καπρίτσιο τους έφερε κοντά.
Κάθισε στο περβάζι του μεγάλου παραθύρου που κοιτούσε στον δρόμο και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Ήταν πριν έξι μήνες σ’ εκείνο το μπαράκι, το «free», που είχαν γνωριστεί. Αυτός μόνος, όπως συνήθιζε, κι εκείνη πιωμένη, μετά από έναν επώδυνο χωρισμό να χορεύει μόνη της στην πίστα. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν... Τον πλησίασε και, χωρίς να του πει τίποτα, τον φίλησε με πάθος στο στόμα. Πέρασαν μια καυτή ερωτική νύχτα και από τότε έγιναν ζευγάρι. Έτσι απλά. Ούτε το πρωτόγνωρο πάθος, ούτε ο βαθύς έρωτας, η μεστή, μεθυστική αγάπη που πάντα φανταζόταν. Μια ρηχή κατάσταση που είχε συνηθίσει και που βόλευε και τους δύο.
Ένιωσε άσχημα χωρίς να ξέρει τον λόγο. Πήρε τηλέφωνο ξανά την Αρετή, να της πει ένα ψέμα, πως την αγαπά ίσως, μπας και ξεγελάσει τον εαυτό του. «Η κλήση σας προωθείται» του απάντησε  μια ψυχρή γυναικεία φωνή.
Του ήρθε η επιθυμία να πιει και ήξερε πού θα κοιτούσε. Κατέβηκε στο υπόγειο. Στον τοίχο απέναντι από την σκάλα, η μεγάλη ξύλινη κάβα γεμάτη εκλεκτά κρασιά. Το μεγάλο πάθος του παππού Αλέξη, ήταν μερακλής στο ποτό. Η Simone δεν θέλησε να τα πετάξει. Εκείνη δεν έπινε, μα ίσως θέλησε να τα κρατήσει, για να μένει ζωντανή η ανάμνηση του.
Πήρε ένα στην τύχη και ανέβηκε στην κουζίνα. Άνοιξε τον φελλό και το κρυμμένο, μεθυστικό άρωμα αναδύθηκε. Δεν ήταν άνθρωπος που έπινε παρά μόνο λίγο και σε έντονες συναισθηματικές του καταστάσεις. Ήπιε μια γερή γουλιά από το μπουκάλι. Δεν ήταν γνώστης, μα ήταν ένα κρασί πολύ καλής ποιότητας. Χωρίς δεύτερη σκέψη ήπιε άλλη μια μεγαλύτερη γουλιά. Κάθισε στην μεγάλη πολυθρόνα και το άφησε να κάνει την δουλειά του. Ένιωσε ένα ζεστό κύμα στο στήθος και μια γλυκιά ζάλη στο κεφάλι. Μια όμορφη αίσθηση καθώς τον καταλάμβανε η μέθη, σαν να ήταν πιο ανάλαφρος.
Ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Παραξενεύτηκε... Τρέκλισε για λίγο μόλις σηκώθηκε, ένδειξη πως είχε πιει περισσότερο από όσο άντεχε. Άνοιξε την πόρτα για να αντικρίσει έκπληκτος την Χριστίνα.
– Να περάσω; του είπε και, χωρίς να περιμένει, μπήκε μέσα.
– Τι θες εσύ εδώ; την ρώτησε.
Δεν του απάντησε. Γύρισε και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Ένιωσε άβολα. Πήρε το μπουκάλι από τα χέρια του και το έφερε στα χείλη της. Ήπιε αργά την κάθε γουλιά, ενώ σταγόνες ξέφευγαν και κυλούσαν στον γυμνό της λαιμό. Ο Αλέξανδρος σκούπισε τα χείλη της με την ανάποδη της παλάμης του.
            – Λοιπόν; του είπε γλύφοντας τα χείλη της και αγγίζοντας το στέρνο της.
Ο Αλέξανδρος είχε θολώσει, δεν σκεφτόταν καθαρά. Έπιασε τα μαλλιά της και τα τράβηξε με δύναμη προς τα πίσω. Φίλησε τον λευκό λαιμό της με πάθος και γεύτηκε τα στυφά της χείλη. Εκείνη τύλιξε τα πόδια γύρω από την μέση του και παραδόθηκε στα φιλιά του. Την ακούμπησε πάνω στο σεκρετέρ και έσκισε την μπλούζα της. Έτρεμε από πόθο καθώς άγγιζε το στήθος της και ένιωθε βαριά την αναπνοή της στο λαιμό του. Έπλεξαν τα χέρια τους και οι ανάσες τους έγιναν κοφτές, λαχανιασμένες.
Ξάφνου, η ματιά του έπεσε στην παλιά φωτογραφία του νέου εκείνου με το βιολί, την ενσάρκωση του αληθινού και χωρίς περιορισμούς έρωτα δύο ανθρώπων. Σταμάτησε σαστισμένος. Η Χριστίνα του έπιασε το κεφάλι αναγκάζοντας τον να τον κοιτάξει.
– Τι έγινε; τον ρώτησε  λάγνα.  
Την απώθησε βίαια και απομακρύνθηκε.
– Είσαι τρελός; του φώναξε. Τι έπαθες;
– Φύγε από το σπίτι μου! της είπε προσπαθώντας να αναπνεύσει.
Η Χριστίνα προσπάθησε να καλύψει όπως–όπως το στήθος της.
– Είσαι ηλίθιος! του φώναξε νευριασμένα και κοπάνησε την πόρτα πίσω της.
Ο Αλέξανδρος σωριάστηκε στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο, πιάνοντας το κεφάλι του. Προσπαθώντας κάπως να συνέλθει, κατευθύνθηκε προς την κουνιστή καρέκλα της γιαγιάς. Με κινήσεις σχεδόν ευλαβικές κάθισε κι άρχισε να κινείται πέρα δώθε αρμονικά και μονότονα συνάμα, όπως έκανε κι εκείνη όταν ζούσε. Σκέψεις και συναισθήματα εναλλάσσονταν σε πολύ γοργούς ρυθμούς. Σκέψεις μπερδεμένες, σκέψεις ενοχικές... Μα, πώς είχε αφεθεί έτσι; Αλλά και πάλι... Σφάλισε τα βλέφαρά του θέλοντας να ξεφύγει απ’ όλο αυτό που είχε συμβεί προηγουμένως. Καρδιά και λογική κονταροχτυπιούνταν, δίχως όμως κάποιον τελικό νικητή. Τα χέρια του ταξίδεψαν πάνω στα σκαλιστά χερούλια του επίπλου. Η κίνηση αυτή τον ηρέμησε και τον γαλήνεψε για λίγο.
 – Ω! Μα, τι είναι αυτό; ψέλλισε απορημένος καθώς τα ακροδάχτυλα του δεξιού του χεριού σκάλωσαν σε κάτι.
Δεν άργησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που διέκοπτε με έξυπνο τρόπο την σκαλιστή ροή... Μια κρυφή, συρόμενη θήκη με αρκετό βάθος! Με λίγη δυσκολία κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια το μυστικό που έκρυβε. Ένα παλιό, χρυσό κλειδί...


Χριστίνα Καρρά & Ηλίας Στεργίου