M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 4) - "ミnnocence's lοst" (μέρος 6ο)

Ο Κάι Γκρίνγουντ βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην ένατη και στην δέκατη πέμπτη τζούρα του.
Τι έκπληξη!
Εξ' αρχής το ήξερα ότι το να δοκιμάσω να κρατήσω τον Κάι μακριά από τα ναρκωτικά του, ισοδυναμούσε με το να αποπειραθώ να κρατήσω το κύμα μακριά από την ακτή.
Δεν υπήρχαν πιθανότητες επιτυχίας, όφειλα όμως να προσπαθήσω.

Το πάρτι λάμβανε χώρα σε τρεις κοιτώνες, των οποίων οι πόρτες παρέμεναν μονίμως ανοιχτές, για να μπορούν να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα οι εορτάζοντες. Πολύχρωμα φώτα και μουσική ξεχύνονταν από παντού τριγύρω.
Από ότι είδα, το πρώτο δωμάτιο χρησίμευε κυρίως ως μπαρ, καθώς ένα παλιό, κυκλικό τραπέζι από λευκό πλαστικό είχε στηθεί στο κέντρο του. Πάνω στο τραπέζι παρατάσσονταν όλων των ειδών τα αλκοολούχα μπουκάλια, ποτηράκια και πιατάκια μιας χρήσης, μπαγιάτικα ξηροκάρπια, πατατάκια, μαραμένα σάντουιτς, κ.α. Επιπρόσθετα, υπήρχαν κι άλλα μικρότερα τραπεζάκια, γύρω από τα οποία συνωστίζονταν τρόφιμοι που μπεκρόπιναν, στοιχημάτιζαν ή έπαιζαν διάφορα, αυτοσχέδια παιχνίδια με τα οινοπνευματώδη.
Ένα τοίχος από ήχο και φως με χτύπησε καταπρόσωπο, τη στιγμή που ακολούθησα τον Κάι μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο. Από τα ηχεία ούρλιαζε τρανς μουσική, ενώ μια παράξενη λάμπα ακουμπισμένη στη μέση του μπαρ άλλαζε συνεχώς χρώματα, βάφοντας το μέρος πότε κόκκινο και μπλε, πότε μωβ και πράσινο. Ήταν... εκτυφλωτικό.
Η είσοδος μας χαρακτηρίστηκε από θερμή υποδοχή. Ένα τσούρμο ύποπτοι τρόφιμοι του Ντέιβις Πλέις έπεσαν πάνω μας, χαιρετώντας μας, καλωσορίζοντάς μας, και ουρλιάζοντας σαν κανίβαλοι. Ο Κάι, δεν έχασε χρόνο, αλλά ξεκίνησε ευθείς εξαρχής να κάνει τις συστάσεις. «Αλάνια, από 'δω 'χάμω η Αντριάννα Βάλενταϊν, Αντριάννα, από κείθε πέρα, τα αλάνια, Ντόρμαντ, Γκάβιν, Κέιτζ, Έλρον, Κόνορ...». Ο Κάι αράδιαζε επίθετα παιδιών όλη τη νύχτα, μα τολμώ να πω, πως μια ήταν η γνωριμία που μου εντυπώθηκε για τα καλά.
Η γνωριμία του Αράτ Γιουσούφ Τζιαντάν.
«Τούτος εδώ ο μόρτης είναι ο Αράτ Γιουσού-κάτι», μου είπε ο Κάι, περνώντας το μπράτσο του επάνω απ' τους ώμους ενός τύπου, που έμοιαζε λες κι ήταν ο μικρός αδερφός του Lil Wayne. Σουλούπι ακρίδας, σκούρο δέρμα στολισμένο με λογής λογής τατουάζ, άπλυτα ράστα στην κορυφή του κεφαλιού, και ένα χαμόγελο όλο μεταλλικά δόντια.
«Αράτ Γιουσούφ Τζιαντάν», επανέλαβε το αγόρι, εύλογα ανικανοποίητο από την σύσταση του Κάι. Σήκωσε το χέρι του -το οποίο προηγουμένως εκτελούσε χρέη ζώνης, συγκρατώντας το φαρδύ του παντελόνι ανησυχητικά χαμηλά στη μέση του, για να επιδεικνύει σε όλους το μποξεράκι του- και μου χάρισε μια ζεστή χειραψία. «Χάρηκα, Αντριάννα», είπε ευγενικά.
«...ναι», μουρμούρισα χαζεμένη, υπερβολικά απορροφημένη με το να παρατηρώ το παντελόνι του να πηγαίνει κόντρα στην βαρύτητα. Πώς και δεν είχε πέσει στο πάτωμα ακόμη, αφήνοντάς τον ξεβράκωτο; Μυστήριο...
«Στους κύκλους μας, ο Αράτ, είναι επίσης γνωστός με το ψευδώνυμο Το κινητό φαρμακείο της γειτονιάς σας», συνέχισε να φλυαρεί ο Κάι. «Ή, εν συντομία, ο Φαρμακοποιός».
«Φαρμακοποιός;» Παραδόξως, αυτή η τελευταία πληροφορία κατόρθωσε να αποσπάσει την προσοχή μου απ' το εκτεθειμένο σώβρακο του Lil Wayne. «Πώς κι έτσι;»
«Είμαι πάντα εδώ για να φτιάξω τους φίλους μου», κορδώθηκε ο ίδιος. «Με πιάνεις; Έχω ότι είδους συνταγή κι αν μου ζητήσουν, χάπια, νταφού, τριπ, ζαπρέ, λουκουμόσκονη, ξες, όλα τα ωραία».
«Δη... δηλαδή τους παρέχεις ναρκωτικά;», δεν ξέρω γιατί την ζήτησα ετούτη την διευκρίνιση. Επαναδιατύπωσα: «Καλά, προφανώς ναρκωτικά παρέχεις, πες πως δεν το ρώτησα αυτό. Η αληθινή μου ερώτηση είναι: πού στο καλό τα βρίσκεις;»
Ο Αράτ Γιουσούφ Τζι... Τζιάτ... ο Φαρμακοποιός, τέλος πάντων, έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος μου, αφήνοντας την μυρωδιά του να γεμίσει τα ρουθούνια μου.
Βρωμούσε ολόκληρος σαν σταχτοδοχείο. Ζάρωσα τη μύτη μου.
«Μπορεί να είσαι ακόμη καινούρια στα λημέρια μας, Αντριάννα Βάλενταϊν», μου είπε χαμηλόφωνα, σχεδόν εμπιστευτικά. «Μπορεί να μην κατέχεις πολλά για το πώς έχει η κατάσταση στο Ντέιβις Πλέις, αλλά αυτό που πρέπει να μάθεις, οπωσδήποτε, είναι ότι εδώ μέσα τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Πρωτοέρχεσαι στο Ίδρυμα και βλέπεις παντού κάγκελα και συρματόπλεκτους φράχτες, κανόνες και άλλους κανόνες και άλλους κανόνες και τσαμπουκαλεμένους φύλακες να σκάνε μύτη από κάθε γωνία. Και σκέφτεσαι ότι παρόλο που το μέρος είναι χάλια, τα μέτρα ασφαλείας του είναι τόσο άψογα σχεδιασμένα που δεν θα μπορέσεις ποτέ να δραπετεύσεις, ότι εδώ μέσα θα τ' αφήσεις τα κοκαλάκια σου. Αλλά αυτό είναι μια φαινομενική αλήθεια, όχι ουσιαστική. Δεν μπορείς να σπάσεις τους δρακόντειους κανόνες του Ντέιβις Πλέις, αλλά μπορείς να τους λυγίσεις. Για παράδειγμα, χμμμ, μπορείς να βγεις έξω από το Ίδρυμα, όποτε σου καπνίσει. Τι; Δεν το ήξερες αυτό, ε; Ναι, κι όμως. Υπάρχει μια τρύπα κάπου στον φράχτη στην πίσω μεριά του Ιδρύματος, κοντά στην εκκλησία. Έχω περάσει από μέσα της εκατομμύρια φορές», κοκορεύτηκε. «Η μαλακία είναι ότι το Ντέιβις Πλέις βρίσκεται στην μέση του πουθενά. Ακόμη κι αν βγεις, δεν έχεις κάπου να πας, οπότε αναγκαστικά, παύεις να παριστάνεις τον Μάικλ Σκότφιλντ* και μπαίνεις πάλι μέσα. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι στο Ντέιβις μπορείς να κάνεις ότι σου καπνίσει, αρκεί να ξέρεις πώς. Αν έχεις δε, τις κατάλληλες γνωριμίες κάνεις θαύματα».
«Οι γνωριμίες σου δηλαδή σε προμηθεύουν», μάντεψα.
Τι σόι γνωριμίες είναι αυτές; Ο Τόνι Μοντάνα;
Θαρρείς κι ο Φαρμακοποιός μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη μου, είπε: «Κάποιοι φύλακες θα κάνουν τα πάντα για το σωστό αντίτιμο, μέχρι και να σου πουλήσουν ουσίες».
«Μα... μα...», άρχισα να δυσανασχετώ. «ποιο αντίτιμο θα μπορούσε να 'ναι αρκετό για να κάνει κάποιον να παρεκτραπεί τόσο;»
«Τα χρήματα, καταρχήν», είπε με φυσικότητα. «Ή το να τους κάνεις πλάτες, να λες ψέματα για χάρη τους, να τους καλύπτεις όταν στο ζητήσουν. Και βέβαια, υπάρχει και το φίκι φίκι».
«Τ-τ-το σεξ;», ταράχτηκα. «Κάνεις σεξ με τ-τ-τους φύλακες;»
«Πολύ κομψά το θέτεις», γέλασε εκείνος. «Εδώ αυτοί μου έχουν ανοίξει δεύτερη κωλοτρυπίδα. Αλλά δεν παραπονιέμαι, εξάλλου αυτή είναι η συμφωνία, εάν θέλεις να σου φέρνουν πράμα». Ξαφνικά, ο Φαρμακοποιός αναπήδησε σαν να είχε μόλις θυμηθεί κάτι. Γύρισε και κοίταξε τον Κάι Γκρίνγουντ και το μαστουρωμένο του χαμόγελό έγινε πιο φαρδύ. «Και τώρα που είπα πράμα... Τι λες, Γκριν; Έχεις όρεξη για λίγο;»
Τώρα ήταν η σειρά μου να τιναχτώ όρθια σαν κεραυνοβολημένη, μα προτού προλάβω να βρω τα χαμένα μου λόγια για να τους κατσαδιάσω και να πω στον Κάι ότι δεν είχε να πάει πουθενά, οι δυο τους έκαναν μεταβολή και χάθηκαν σε μια μακρινή γωνία.
«Ω, Θεέ μου», τσίριξα μένοντας μόνη. «Οι φύλακες ασελγούν επάνω στους τροφίμους, και αυτοί το δέχονται αδιαμαρτύρητα!»
Μα με τι παρωπιδισμούς ζούσαν αυτά τα παιδιά, τέλος πάντων; Πώς το ανέχονταν να ατιμάζονται έτσι για μια χούφτα χάπια και μερικά τσιγαριλίκια; Δεν έβλεπαν πόσο ανάρμοστο ήταν όλο αυτό; Πώς... πώς... πώς συναινούσαν;
Άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στην αίθουσα και είδα τους συγκρατούμενους μου να επιδίδονται σε κάθε είδους παρασπονδία και κραιπάλη. Ωστόσο, την στιγμή που ετοιμάστηκα να τους ψέξω πάλι... σταμάτησα. Και τότε, ενώ τους κοιτούσα, η ματιά μου μαλάκωσε πάνω τους και άρχισα να τους βλέπω όπως πραγματικά ήταν.
Νέοι μόνοι, χαμένοι και εγκαταλελειμμένοι, απογοητευμένοι από όλους και από όλα, μα πιο πολύ απ' τους ίδιους τους εαυτούς τους. Αυτοκαταστροφικοί. Έφηβοι που είχαν ανατραφεί έχοντας μια ολωσδιόλου στρεβλή εικόνα για τον κόσμο, που πίστευαν ότι το μαύρο είναι άσπρο και το κακό καλό. Παιδιά που έζησαν για τόσα χρόνια εξοικειωμένα με την φρίκη, ώστε υπέθεσαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.
Και ίσως, στο κάτω κάτω, να μην υπήρχε, για αυτούς.
Ή για εμένα, στο εξής.

Σβετλιν