Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 15)

Ο Σωτήρης περίμενε μέσα στο αμάξι κοιτώντας ανυπόμονα το ρολόι του. Ήθελε να ξεμπερδεύει όσο πιο γρήγορα μπορούσε με αυτήν την υπόθεση. Είχε παρκάρει έξω από το σπίτι της Ζωής και κοιτούσε νευρικά τριγύρω. Είχε συννεφιά, μα έκανε μια αρρωστημένη ζέστη. Δεν την άντεχε τη ζέστη, υπέφερε. Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε ότι ήταν σε μια παραλία, σε μια ξαπλώστρα κάτω από την ομπρέλα, πίνοντας μοχίτο.
─Που ταξιδεύεις; τον ρώτησε η Ζωή καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο. Ήμουν και εγώ εκεί;
Και βέβαια όχι.

─Φυσικά μωρό μου, το ξέρεις ότι είσαι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου.
Τη φίλησε χαμογελώντας και ξεκίνησε. Φτάνοντας έξω από το σπίτι του Άγγελου, και οι τέσσερις δοκίμασαν και από μια έκπληξη.
─Σωτήρη, τι δουλειά έχει αυτή μαζί μας; Πες μου σε παρακαλώ ότι απλά την πας στη δουλειά πριν φύγουμε!
─Συγγνώμη που σου τη χαλάω, αλλά και εγώ είχα την εντύπωση ότι θα ήμασταν τρεις.
─Ειρήνη υμίν! φώναξε ο Σωτήρης. Ηρεμήστε!
Η καημένη η Αγνή είχε μείνει αποσβολωμένη να κοιτά τους υπόλοιπους.
─Για όνομα! αναφώνησε η Ζωή σαν την είδε και έτρεξε κοντά της αφήνοντας την αψιμαχία στη μέση. Ποιος σου τα έκανε αυτά;
Η Αγνή έσφιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση και έσκυψε το κεφάλι της.
─Κανείς, ψιθύρισε.
Η Ζωή ρουθούνισε αγριεμένη και κοίταξε τους άντρες της παρέας.
─Γουρούνια, φαλλοκράτες!
Έπειτα γύρισε ξανά προς το μέρος της και τη ξανά ρώτησε γλυκαίνοντας τη φωνή της και προσπαθώντας να την κοιτάξει στα μάτια.
─Πες μου, ποιος σου το έκανε αυτό;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
Περιεργάστηκε τους μώλωπες και της μελανιές της. Ευτυχώς δεν φαινότανε κάτι σοβαρό.
─Θα πρέπει να το καταγγείλουμε στην αστυνομία…
─Όχι προς Θεού! αντέδρασε εκείνη απότομα. Θα με σκοτώσει!
Ξαναγύρισε προς τους άντρες.
─Εσείς δεν λέτε τίποτα;
Ο Άγγελος έσκυψε ντροπιασμένος το κεφάλι, ενώ ο Σωτήρης αρκέστηκε να ανασηκώσει αδιάφορα τους ώμους του.
Την έπιασε από τους αγκώνες.
─Άκουσε με, τους ξέρω καλά αυτούς τους τύπους. Αυτοί που νομίζουν πως όσο περισσότερο χτυπάνε μια ανυπεράσπιστη γυναίκα, τόσο πιο άντρες γίνονται. Πρέπει να το σταματήσεις αυτό, στο χέρι σου είναι.
Ξανακούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
─Θέλω να φύγω, μόνο αυτό, είπε ξέπνοα.
─Και νομίζεις ότι η φυγή θα λύσει το πρόβλημα; Και τι θα γίνει όταν γυρίσεις; Ε; Νομίζεις πως το πρόβλημα θα εξαφανιστεί έτσι απλά, μόλις επιστρέψεις;
Η Αγνή κοίταξε τον Άγγελο και εκείνος με την σειρά του ξεροκατάπιε χωρίς να πει κουβέντα. Έπειτα έσκυψε το κεφάλι της.
─Δεν ξέρω, είπε.
─Συγγνώμη που επεμβαίνω, διέκοψε ο Σωτήρης, μα να φεύγαμε καλύτερα; Θα έχουμε όλο τον καιρό να τα συζητήσουμε αυτά στον δρόμο.
Η Ζωή τον κοίταξε περίεργα.
─Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που βιάζεσαι; τον ρώτησε. Σε βλέπω λίγο τσιτωμένο.
─Απλά θέλω να τελειώνουμε.
Ήταν η σειρά του Άγγελου να τον κοιτάξει παράξενα.
─Κάτι δεν μου αρέσει στην όλη ιστορία, είπε η Ζωή κοιτώντας καχύποπτα τον Σωτήρη. Κάτι μου κρύβεις.
Έκανε μια κίνηση αποστροφής με το χέρι του και μπήκε στο αμάξι εκνευρισμένος.
─Το αφήνω προς το παρόν, μα όταν θα επιστρέψουμε…
Δεν απόσωσε τη φράση της, έπρεπε να γίνουν πολλά όταν θα επέστρεφαν. Κοίταξε την Αγνή από πάνω ως κάτω.
─Ρούχα άλλα δεν έχεις; της είπε στο τέλος.
Ένευσε αρνητικά.
─Καημένο μου κορίτσι, δεν σου είπε κανείς τίποτα, ε;
Μπήκαν όλοι στο αυτοκίνητο και είπε στον Σωτήρη:

─Θα κάνουμε μια στάση σπίτι μου πριν φύγουμε.

Ηλίας Στεργίου