Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 17)

Το τζιπ τύπου land rover των 2500 κυβικών έτρεχε στην Εγνατία οδό κουβαλώντας το ετερόκλητο πλήρωμα του. Υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν ένα άνετο και ευχάριστο ταξίδι. Αυτό όμως δεν συνέβαινε τώρα. Οι επιβάτες του, όλοι σκεφτικοί και αμίλητοι, κοίταζαν έξω από τα παράθυρα τους, αφήνοντας τις σκέψεις τους να ταξιδεύουν και αυτές μαζί τους.
Στο ραδιόφωνο ακούγονταν η φωνή της Αρλέτας που ερμήνευε το « Ήσυχα βράδια». Η Αγνή είχε κλείσει τα μάτια. Την είχαν συνεπάρει οι στίχοι και τραγουδούσε μαζί της, χωρίς να καταλάβει ότι ακουγότανε.
«Ακόμα κι αν φύγεις για το γύρο του κόσμου θα 'σαι πάντα δικός μου
θα 'μαστε πάντα μαζί.

Και δε θα μου λείπεις γιατί θα 'ναι η ψυχή μου το τραγούδι της ερήμου
που θα σ' ακολουθεί».
─Έχεις πολύ μελωδική φωνή, παρατήρησε ο Σωτήρης κοιτώντας την από τον εσωτερικό καθρέφτη. Αλήθεια…
Έσκυψε κατακόκκινη το κεφάλι της μόλις κατάλαβε ότι έγινε αντιληπτή.
─Το αγαπάω αυτό το τραγούδι, είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει μα δεν τα κατάφερε. Τα βράδια όταν κάθομαι στη ραπτομηχανή μου και έχει ησυχία, το τραγουδάω και γαληνεύω. Νομίζω πως η ψυχή μου ταξιδεύει με τους στίχους και…
Σταμάτησε, ένα απέραντο κενό απλώθηκε στο βλέμμα της.
─Και; ρώτησε ο Σωτήρης.
Κοίταξε έξω από το παράθυρό της. Έβλεπε τα δέντρα, τα βουνά που την προσπερνούσαν και έφευγαν. Εκείνη τη στιγμή, δεν καταλάβαινε πως αυτά ήταν ακίνητα και ότι εκείνη ήταν που δραπέτευε.
─Το άκουγα την ημέρα που πέθανε η μητέρα μου. Η ψυχή της έγινε ένα με τους στίχους αυτούς και είναι και αυτός ένας ακόμα τρόπος να ζει μέσα μου.
Η Ζωή έκανε έναν μορφασμό.
─Λυπάμαι που θα σου το χαλάσω, αλλά δεν υπάρχει αυτό που όλοι σας ονομάζεται ψυχή.
Η Αγνή παρέμεινε σιωπηλή χωρίς να αλλάξει στάση μα ο Άγγελος αγρίεψε.
─Πόσο αλαζονική μπορεί να είσαι!
─Ρεαλίστρια είμαι. Δεν υπάρχει κανένα «φάντασμα μέσα στην μηχανή», δεν υπάρχει καμία λογική απόδειξη για την ύπαρξη της.
─Όπως επίσης δεν μπορείς να αποδείξεις ότι δεν υπάρχει.
Η Ζωή κάγχασε.
─ Ήξερα πως θα το πεις αυτό. Μάθε όμως πως μόνο η ύπαρξη αποδεικνύεται – δεν είναι λογικά δυνατόν να αποδείξεις πως κάτι δεν υπάρχει. Τα μη υπαρκτά είναι εξ ορισμού άπειρα. Ότι μπορεί να επιβεβαιωθεί χωρίς απόδειξη, μπορεί και να απορριφθεί χωρίς απόδειξη.
─Δεν χρειάζεται να αποδείξω τίποτα. Ο άγιος Ιωάννη ο Δαμασκηνός λέει ότι η ψυχή είναι ζώσα, απλή, ασώματη, αόρατη στους σωματικούς οφθαλμούς, λογική και νοερά, ασχημάτιστη, ενώ χρησιμοποιεί ως όργανο το σώμα και του δίνει ζωή, αυτεξούσια, κτιστή. Ψυχή είναι η ζωή που υπάρχει σε κάθε κτίσμα, μέσα στον άνθρωπο, η πνοή που εμφύσησε ο Θεός στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού και η ψυχή είναι αυτό που εκφράζεται μέσα από το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας. Πως είναι δυνατόν όλο αυτό να το αποδείξεις επιστημονικά; Μου φτάνει η πίστη μου.
─ Η πίστη δεν σου δίνει απαντήσεις, απλά σε σταματάει από το να κάνεις ερωτήσεις.
─Εδώ που τα λέμε, πετάχτηκε ο Σωτήρης προσπαθώντας να εκτονώσει την κατάσταση, ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο μόνο και μόνο για να ακούσει κανέναν καλό λόγο για αυτά που έκανε εκείνες τις πέντε μέρες…
Ένα πνιχτό γέλιο ακούστηκε από τη Ζωή. Ο Άγγελος τον αγριοκοίταξε.
─Και αν δεν υπάρχει ψυχή, ρώτησε η Αγνή, τότε γιατί μπορώ και λυπάμαι; Τι είναι αυτό που μου δίνει τη δύναμη κάθε μέρα το πρωί, όταν σηκώνομαι και ανοίγω τα μάτια μου; Γιατί νιώθω να πονάω; Να ματώνει η καρδιά μου;
Οι άντρες έμειναν σιωπηλοί.
─Όλα ξεκινούν από το μυαλό καλή μου, της είπε η Ζωή. Σε ότι δίνεις δύναμη, αυτό σε εξουσιάζει.
─Εσένα σε καλύπτει αυτή η απάντηση; τη ρώτησε.
Δεν απάντησε αμέσως. Γύρισε το κεφάλι προς το τζάμι και είπε χωρίς να είναι πολύ σίγουρη για την απάντησή της:
─Νομίζω πως ναι…
Έμεινε να κοιτάει τις εικόνες που εναλλάσσονταν με γοργό ρυθμό έξω από το παράθυρο. Μια αληθινή πανδαισία χρωμάτων, που αυτή την στιγμή όμως την άφηνε εντελώς αδιάφορη. Ο νους της γύριζε στο νοσοκομείο, στο κρύο κρεβάτι του χειρουργείου και τα γυάλινα μάτια της μικρής να την κοιτάνε.
«Γιατί; την ρωτούσε. Γιατί;»
Έπιασε το κεφάλι της. Δεν ήταν καλά.
─Είσαι εντάξει; την ρώτησε η Αγνή ανήσυχη.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
─Μπορούμε να κάνουμε μια στάση; ρώτησε.
Ο Σωτήρης πάρκαρε σε έναν παράδρομο παρά τις αντιρρήσεις του Άγγελου.
─Χάνουμε συνέχεια χρόνο, γκρίνιαξε μα τον αγνόησε.
Ο καιρός δεν καλυτέρευε. Τα μαύρα σύννεφα μαζεύονταν όλο και πιο απειλητικά στον ουρανό, θα έβρεχε.
─Μακάρι να βρέξει, είπε η Αγνή. Μου αρέσει η βροχή. Μου θυμίζει δάκρυα.
─Εγώ πάλι τη μισώ, είπε η Ζωή καθώς άναβε τσιγάρο. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Δεν μου αρέσει να κλαίω.
─Η μητέρα μου έλεγε πως η ψυχή ανθίζει με τα δάκρυα.
Την κοίταξε. Είχε έναν τόσο αθώο και αληθινό τρόπο να λέει το οτιδήποτε. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και το πέταξε.
─Γιατί το έσβησες; ρώτησε με απορία.
─Δεν ξέρω, είναι μια συνήθεια που ούτε ξέρω πως απέκτησα. Ίσως επειδή δεν μου αρέσει στα αλήθεια να καπνίζω.
─Τότε γιατί καπνίζεις;
Την κοίταξε στα μάτια.
─Κάποιες φορές εμμένουμε σε συνήθειες που είναι καταστροφικές για τους εαυτούς μας, της είπε με νόημα.
Η Αγνή κοίταξε τον απέραντο κάμπο που απλώνονταν μπροστά τους. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε βαθιά ανάσα.
─Τελείωσα με το ζόρι το γυμνάσιο. Βλέπεις, εκείνες οι εποχές ήταν δύσκολες και χρειαζότανε έξτρα χέρια για μεροκάματο. Δεν περίσσευε χρόνος για τα γράμματα. Τα πιο πολλά που ξέρω, μου τα έμαθε η μάνα μου, σ’ αυτό το μικρό δωμάτιο με θέα τον δρόμο. Εκεί δίπλα στη ραπτομηχανή της. Δεν έμαθα για θεωρίες και αποδείξεις, δεν ξέρω να μιλάω με όμορφα λόγια. Κάθε φορά που πλάγιαζα δεν ήξερα αν θα ξυπνούσα την επόμενη. Αν ο άντρας μου αποφάσιζε μεθυσμένος ένα βράδυ, έτσι απλά για αστείο να με πνίξει την ώρα που κοιμόμουν─και πίστεψε με, είναι ικανός για αυτό. Μα όταν ξυπνούσα και άνοιγα τα μάτια μου, άνοιγα το παράθυρο να ακούσω τα πουλιά να κελαηδούν, να μυρίσω τα γιασεμιά στην αυλή μου. Έβλεπα τον ήλιο να ανατέλλει και αυτό απλά μου αρκούσε. Ο Θεός ήταν απλά εκεί και μου χαμογελούσε.
─Μακάρι να ήταν πάντα τόσο απλά τα πράγματα.
Γύρισε και την κοίταξε.
─Γιατί το κάνεις αυτό το ταξίδι;
Το βλέμμα της Ζωής χάθηκε στο κενό.
─Ίσως να ήθελα ξεφύγω.
─Από τι;
─Συνέβησαν πολλά, άσχημα πράγματα. Δεν με σήκωνε το κλίμα.
Γύρισε και κοίταξε τους άντρες που συζητούσαν κοντά στο αυτοκίνητο.
─Το αγόρι σου είναι ο Σωτήρης;
Κούνησε το κεφάλι της.
─Φαίνεται καλός άνθρωπος.
─Ίσως, είπε χωρίς να την κοιτάει. Δεν ξέρω…
Ο Άγγελος καθότανε σε αναμμένα κάρβουνα. Φύσαγε και ξεφύσαγε από το ζόρι του.
─Πολύ τσιτωμένο σε βλέπω, του είπε ο Σωτήρης. Χαλάρωσε, θα πάθεις τίποτα.
─Πως μπορείς και το λες αυτό; Ειδικά εσύ που ξέρεις την κατάσταση.
─Την ξέρω, αλλά με το να αγχώνομαι, δεν αλλάζει τίποτα.
Γύρισε και κοίταξε τις γυναίκες.
─Ήταν ανάγκη να τη φέρεις και αυτήν;
─Πίστεψε με, ήταν.
Τις κοίταξε και εκείνος.
─Πέθανε ένα κορίτσι στο χειρουργείο και πιστεύει ότι ευθύνεται αυτήν. Και αν είναι κάπως, δείξε κατανόηση, καταλαβαίνεις.
─Θέλω απλά να τελειώνουμε. Όλο αυτό με έχει διαλύσει.
Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.
─Το ξέρω φίλε μου, το ξέρω.
Έκανε νόημα να έρθουνε.
─Ώρα να φεύγουμε, φώναξε.
Μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο, άρχισε να βρέχει.
─Αλήθεια, είπε η Ζωή καθώς κινούνταν ξανά στην Εγνατία. Που το βρήκες το αμάξι αυτό; Από ότι ξέρω, το μόνο όχημα που έχεις, είναι εκείνη η μηχανή, η v─strom.
─Θα ήταν λίγο άβολο τέσσερα άτομα πάνω σε μια μοτοσυκλέτα, δεν νομίζεις;
Ένιωσε το παγωμένο της βλέμμα να του καρφώνει τον σβέρκο.
─Ένας φίλος, που χρωστούσε κάποιες χάρες, μου το δάνεισε. Όπως επίσης σκηνές, ορειβατικό εξοπλισμό, τρόφιμα. Όλα έχουν προβλεφθεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, μην ανησυχείς για τίποτα.
─Έννοια σου, και έχω εγώ να ανησυχώ για πολλά.
Οι ματιές τους ανταμώθηκαν στον καθρέφτη.
─Ορειβατικό εξοπλισμό, σκηνές… Μα που θα πάμε; ρώτησε η Αγνή.
─Θα φτάσουμε σχεδόν στην άλλη άκρη της Ελλάδας, είπε χαμογελώντας ο Σωτήρης.
Και αμέσως μετά συμπλήρωσε τραγουδώντας:
«Η σωτηρία της ψυχής
Είναι πολύ μεγάλο πράγμα
Σαν ταξιδάκι αναψυχής
Με ένα κρυμμένο τραύμα…»
─Κορόιδευε όσο θες, του είπε ο Άγγελος. Ο Θεός δεν εκβιάζει κανέναν. Όποιος θέλει να σωθεί, θα σωθεί.
Ήταν η σειρά της Ζωής να τραγουδήσει.
«Άσε με να κάνω λάθος
Μην παριστάνεις τον Θεό
Δεν μ’ αρέσουν οι σωτήρες
Δεν γουστάρω να σωθώ…»
─« Ποτέ να μην κατακρίνουμε. Όταν βλέπουμε κάποιον να πέφτει στην αμαρτία, να κλαίμε και να παρακαλάμε το Θεό να τον συγχωρέσει…» μουρμούρισε ο Άγγελος κλείνοντας τα μάτια του και σκύβοντας το κεφάλι.
─Δεν έχω ανάγκη από συγχώρεση, του είπε η Ζωή.
─Το πιστεύεις αλήθεια αυτό;
─Εσύ αλήθεια ακόμα πιστεύεις ότι ο Θεός μπορεί να σε σώσει; του αντιγύρισε.
─Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι υπάρχει σωτηρία χωρίς Εκείνον.
─Όπως επίσης, είναι αδιανόητο να πιστεύεις ότι θα υπήρχε Θεός αν δεν ήμασταν εμείς να σώζουμε τους πιστούς. Τα χέρια που διασώζουν ξέρεις, είναι ιερότερα από τα στόματα που προσεύχονται.
─Το είδαμε, της είπε.
─Τι εννοείς;
─Ρε Άγγελε! έκανε ο Σωτήρης.
Η Ζωή τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν φλόγες.
─Δεν σε πιστεύω ότι το είπες αυτό! του είπε.
Ο Άγγελος δεν απάντησε, προσπάθησε να συγκρατηθεί. Είχε μετανιώσει ευθύς μόλις το ξεστόμισε, μα ήταν αργά πια. Εξάλλου, εκείνη τον προκάλεσε. Το πρόσωπό της έγινε άγριο.
─Όπως θα σώσει και την μάνα σου;
Ο Άγγελος γύρισε αγριεμένος. Αν δεν ήταν τα καθίσματα που τον εμπόδιζαν, ίσως να της είχε ορμήσει.
─Πρόσεχε τα λόγια σου! είπε σημαδεύοντας την με το δάχτυλο.
Ξανακάθισε στη θέση του τρέμοντας ολόκληρος.
─Όταν πρόκειται για τους άλλους, η θεωρία δουλεύει τέλεια έτσι;
─Γιατί το κάνεις αυτό;
─Απλά δεν μου αρέσει να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Δεν βλέπεις τι συμβαίνει γύρω σου;
─Ότι συντελείται γύρω μας έχει λόγο που γίνεται. Ο Θεός έχει το σχέδιο Του για όλους, είπε με τσακισμένη φωνή.
─Τότε γιατί γίνεται όλο αυτό; Γιατί δεν την αφήνεις στα χέρια Του και κυνηγάς χίμαιρες; Δεν είναι το έλεος Του ίδιο για όλους;
─Δεν σου ζήτησε κανείς να έρθεις!
─Πάρτο χαμπάρι. Ο Θεός αν υπάρχει, δουλεύει για πάρτη του και μόνο.
─Σε λυπάμαι, της είπε σιγά.
─Δόξα τον Θεό που είμαι άθεος, είπε ο Σωτήρης μα κανείς δεν είχε την διάθεση να γελάσει.

Ηλίας Στεργίου