Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 26)

Την άλλη μέρα ο Μανώλης κίνησε πιο ευδιάθετος από ποτέ για το λιμάνι. Ίσως και να ’ταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε. Σηκώθηκε λίγο πιο νωρίς απ’ το συνηθισμένο για να ξυριστεί κι όταν τέλειωσε μισοκοίταξε ευχαριστημένος το αποτέλεσμα στο θολό τζάμι του παραθύρου που βρισκόταν δίπλα του. Μια τεράστια ευφροσύνη κατέκλυσε την ψυχή του και το στόμα του χαμογέλασε πλατιά. Σήμερα θα ζητούσε σε γάμο την Κατίνα του…


Όπως πάντα έκανε το ίδιο μακρύ και κουραστικό δρομολόγιο, μα τώρα του φαινόταν πέντε βήματα, τόσο πολύ του έδινε φτερά η γλυκιά προσμονή. Έφτασε στον προορισμό του, καλημέρισε με το χαμόγελο συνεχώς στα χείλη τους συναδέλφους του κι ανασκουμπώθηκε να πιάσει δουλειά.

«Που ’σουνα, ρε, εσύ ψες το βράδυ;» έκανε ο Γρηγόρης μόλις τον είδε. «Σε χάσαμε! Πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη τόσην ώρα που ’λειψες… Πάλι καλά που σ’ ήβρε ο Νικόλας!»

«Σώπα Γρηγόρη, σώπα και δεν είναι ώρα τώρα να μιλούμε. Θα σας τα πω ούλα μόλις ξαποστάσουμε»

«Κι αν σου τύχαινε τίποτα κακό τι θα κάμαμε μπρε καρντάση; Ξεύρεις τι τσογλάνια τριγυρνούν τη νύχτα στον Περαία;»

«Δε μου συνέβη κανένα κακό, καρντάση μου. Το αντίθετο θα ’λεγα…»

«Ώπα» πονηρεύτηκε ο Γρηγόρης σκουντώντας τον. «Έτρεξε τίποτις με τη σαντέζα; Δε μας τα ’πες αυτά Μανωλάκη!»

«Γιαβάς γιαβάς τζιέρι μ’ θα τα μάθεις ούλα. Άντε, δούλευε τώρα» του έκλεισε συνωμοτικά το μάτι ο Μανώλης και του χτύπησε ελαφρά την πλάτη.

Οι ώρες κύλησαν τα φωτερά τους πέπλα πάνω στον ουρανό κι έφτασε πάλι το μεσημέρι. «Καρντάσια! Για γκελ μπουρντά, έχει κάτι να μας πει ο Μανώλης!» έκραξε ο Γρηγόρης στους υπόλοιπους της χθεσινοβραδινής παρέας με το που σήμανε η ώρα για το διάλειμμά τους, μετά απ’ την παραίνεση του ίδιου του φίλου του. Περίεργοι ο Νικόλας και ο Θύμιος συγκεντρώθηκαν αμέσως γύρω του.
«Τι έγινε μπρε Μανωλιό; Σαν καλό μαντάτο να μας φέρνεις» είπε πρώτος ο Νικόλας.

«Αφού φέγγει ουλόκληρους μπρε Νικολή! Αν ήταν για κακό θα έκλιγι!» πρόσθεσε κι ο Θύμιος.

Τους χαμογέλασε ξανά ο νέος αινιγματικά. «Πες μπρε, μη μας τυραγνάς!» τον παρακίνησε ανυπόμονα ο Γρηγόρης.

«Καρντάσια μου, παντρεύουμαι!» δήλωσε απνευστί ο Μανώλης όλο ενθουσιασμό.

«Ώπα, ώπα, ώπα!» αναφώνησε ο Νικόλας. «Για στάσου λίγο μπρε γιαβρί μ’! Πότε πρόλαβες, που την ήβρες; Την εξεύρεις καλά, είναι καλό κορίτσι;»

«Το καλύτερο απ’ όλα και τ’ ομορφότερο. Και την εξεύρετε κι εσείς»

«Μη με πεις!» γούρλωσε το μάτι ο Γρηγόρης. «Η… η-»

«Ναι, Γρηγόρη, αυτή που έχεις κατά νου, η σαντέζα στου κυρ- Φώτη. Η Κατίνα»

«Η σαντέζα; Είσαι καλά ρε; Που την ξεύρεις;» επενέβη δύσπιστα ο Νικόλας.

«Ρε το Μανωλάκη, μας γίνηκε και αλαφροΐσκιωτος» αποδοκίμασε ο Γρηγόρης. «Σαν πολλά παραμύθια δε μας λες αδερφέ μου; Κι εμείς νομίζαμε ότι μας ήθελες για σοβαρά!»

«Εγώ σοβαρά μιλάω, εσείς δε μ’ αφήνετε να σας ξηγήσω» τους αποστόμωσε ο Μανώλης.

«Για ξήγα μας λοιπόν να καταλάβουμε» σταύρωσε τα μπράτσα ο Γρηγόρης.

«Η Κατίνα που τραγουδούσε στον τεκέ… δεν ήταν πάντα τραγουδίστρια…»

«Μπα; Και τι ήταν;»

«Απ’ τον τόπο μου ήταν κι αυτή, απ’ το Μπουτζά. Αρχοντοπούλα, κόρη του αφέντη του Σεκέρογλου, όχι σαν κι εμένα το φτωχόπαιδο. Ήρθε όμως ο έρωτας και μας έδεσε σφιχτά εμάς τους δύο, όποιοι κι αν ήμασταν. Την αγάπησα πολύ, καρντάσια μου… Γυναίκα μου την ήθελα, ειλικρινά σας μιλάω… Και την ήκαμα όρκο πως θα την παντρευτώ σαν την έσωσα απ’ των Τουρκών τα χέρια στη Σμύρνη…»

Τα τρία παλικάρια είχαν σωπάσει και τον ατένιζαν σοβαρά. Ο Μανώλης ένιωσε να κομπιάζει στην ανάμνηση των θλιβερών γεγονότων, όμως συνέχισε.

«Μα τότε ήταν που με πήραν εμένα αιχμάλωτο οι Τούρκοι και την ήχασα. Τρία χρόνια δεν ήξευρα τίποτα για κείνη, την έψαχνα συνέχεια απ’ όταν ήρθα στην Αθήνα και δεν την έβρισκαν πουθενά. Μέχρι κι ότι μπορεί να ’τανε νεκρή μ’ είπαν… Κι άξαφνα ψες, βλέπω τούτη την κοπέλα μπροστά μας και λέω δεν μπορεί…»

«Για αυτό έφυγες;»

«Για αυτό, Νικόλα. Ήμουν σίγουρος πως ήταν το Κατινιώ μου και δεν ήθελα τώρα πια να τη χάσω… Και είχα δίκιο τελικά που την κυνήγησα μόλις την είδα να κλαίγει απ’ όξω»

«Την κυνήγησες;»

«Ναι, την κυνήγησα. Και την είδα που πήγε και κάθισε σε μια ακρογιαλιά. Τη φώναξα με τ’ όνομά της κι όταν γύρισε να με δει… Ήταν ίδια Νικόλα, ίδια κι απαράλλαχτη!»

«Εκείνη; Σε γνώρισε;»

«Με γνώρισε, τζιέρι μου, δεν ξεχνά η καρδιά ποτέ της… Κι εκατό χρονώ να γενόμουν για να τη βρω, πάλι θα τη γνώριζα γιατί είναι η Κατίνα μου, η μοναδική μου αγάπη, η γυναίκα μου!» τον διαβεβαίωσε με θέρμη ο Μανώλης.

«Και τι θα κάμεις τώρα που τη βρήκες;»

«Θα πάγω σήμερα να τη γυρέψω, μένει στην Κοκκινιά με τον κυρ- Φώτη και την αδερφή του, μ’ είπε, και την ξαδέρφη της τη μικρή που βρήκε στην Ελλάδα»

«Κοίτα πως έρχουνται τα πράματα! Αν δεν ήταν ο κυρ- Φώτης να τη βγάνει στο πάλκο, κι αν δεν πηγαίναμε κι εμείς εψές να τον ακούσομε, ποιος ξεύρει αν θα την έβριχνες… Δόξα σοι ο Θεός!» σταυροκοπήθηκε ο πράος όπως πάντοτε Νικόλας.

«Μπαγάσα!» τον καρπάζωσε φιλικά ο Γρηγόρης για να κρύψει τη συγκίνησή του. «Άφεριμ μωρέ! Καλά στέφανα και καλούς απογόνους! Τεφαρίκι βρήκες, η Κατίνα σου είναι γκιουζέλ των γκιουζέλ!»

«Άιντι σύντρουφι, ου πιο τυχιρός στάθ’κις! Να μας καλέσεις στου γάμου σας!» έκανε χαρωπά ο Θύμιος.

«Όχι μόνο θα σας καλέσω, αλλ’ έναν από σας θα τον κάμω και κουμπάρο μου» απάντησε ο Μανώλης.

«Να ’ρθουμε κι οι τρεις να τελεύουμε;» αστειεύτηκε ο Γρηγόρης.

«Έναν πρέπει για κουμπάρο» επέμεινε εκείνος κι αφού τους μέτρησε με τα μάτια στάθηκε στον έτερο Μικρασιάτη της παρέας.

«Νικόλα… Τι λες; Θα με στεφανώσεις;»

Ο νέος έμεινε για λίγο άλαλος από την έκπληξη. «Εγώ;» ψέλλισε ύστερα.

«Εσύ τζιέρι μου! Σ’ ήβαλα πρώτο στην καρδιά μου και θέλω πολύ να το δεχτείς. Με θυμίζεις ένα παλιό σύντροφο στη μάχη, τον Ανέστη, που δώκαμε την ίδια υπόσχεση, μα δεν επρόλαβε ο έρμος ποτέ να την εκπληρώσει γιατί πέθανε στην αιχμαλωσία…»

Αλληλοκοιτάζονταν σιωπηλοί οι δυο τους, ο ένας όλο ελπίδα, ο άλλος εμβρόντητος απ’ την τιμή που του γινόταν.

«Λοιπόν Νικόλα μου; Τι λες; Δέχεσαι;» επανέλαβε ο Μανώλης.

«Το δέχουμαι, καρντάση μου!» αποκρίθηκε επιτέλους ο φίλος του συγκινημένος. «Θα σου βαφτίσω και το πρώτο σου παιδί αν θέλει ο Θιός!»

Τον αγκάλιασε θερμά, αντρικά και τον φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα. «Να ζήσετε μπρε καρντάσια! Το αξίζεις Νικολό!» τους ευχήθηκε ο Γρηγόρης και έσφιξε το χέρι τους.

«Θα ζήσομε  Γρηγόρη, και μαζί μας θα ζήσει η πατρίδα μας η Ιωνία… Η φύτρα μας δε θα σβήσει, μωρέ! Ριζώσαμε και θ’ απλώσουμε τσι κλώνους μας σ’ ούλη την Ελλάδα!» Και μ’ αυτή του τη διακήρυξη ο Μανώλης σκούπισε βιαστικά τα μάτια του.

Έφυγε πιο νωρίς απ’ τη λήξη του μεροκάματου, προφασιζόμενος στον προϊστάμενό τους ότι είχε μία κατεπείγουσα υποχρέωση και κίνησε για το σπίτι της Κατίνας. Σταμάτησε σ’ ένα ανθοπωλείο και με τα λίγα χρήματα που διέθετε αγόρασε ένα ματσάκι τριαντάφυλλα για να της τα προσφέρει. Η όσφρησή του πλημμύρισε απ’ το ευγενικό τους άρωμα και η σκέψη του απ’ τη μορφή της. Αναλογίστηκε πως θα ήταν να ξυπνά κάθε πρωί στην αγκαλιά της κι ένα γλυκό ρίγος τον παρέλυσε. Υπομονή, μέχρι να φτάσω στο κονάκι της, νουθέτησε τον εαυτό του και εισπνέοντας βαθιά συνέχισε το δρόμο του.

«Γιασεμή μου, δε θα πάω σήμερα στη φάμπρικα» ανακοίνωσε στην ψυχομάνα της η κοπέλα το ίδιο πρωί.

«Γιατί Κατίνα μου; Τι έχεις; Μια χαρά σε βλέπω» παραξενεύτηκε εκείνη.

«Έχω λόγο, σοβαρό μάλιστα» απάντησε πλέκοντας τα δάχτυλα με αδημονία. «Θυμάσαι το πανέμορφο που σ’ είπα ότι μου συνέβη χθες;»

«Α ναι, που σ’ είδα γελαστή… Πόσο το χάρηκα κόρη μου!»

«Ε από σήμερα πρώτα ο Θεός θα με βλέπεις πιο συχνά» έκανε αινιγματικά και πριν η Γιασεμή προλάβει ν’ αντιδράσει: «Έλα, κάτσε» της είπε χτυπώντας με την παλάμη το ντιβάνι τους. «Κάτσε δω να σ’ τα πω όλα!»

Περίεργη η γυναίκα υπάκουσε στο θέλημα της ψυχοκόρης της στυλώνοντας πάνω της το βλέμμα της. Η Κατίνα πήρε μια βαθιά ανάσα και μαζί με τον αέρα που βγήκε απ’ τα πνευμόνια της άρχισε να ξεδιπλώνει το όμορφο μυστικό της.

«Χθες στο βράδυ στον τεκέ… συνάντησα ένα παλικάρι…»

«Μόνο ένα; Τόσοι και τόσοι δεν έρχουνται κάθε βολά στου Φώτη;»

«Αυτός ήταν ξεχωριστός…»

«Τι εννοείς κοκόνα μου; Μίλα ξάστερα να σε νιώσω»

«Γιασεμή» έπιασε τα χέρια της. «Το παλικάρι αυτό… ήταν ο αγαπημένος μου…»
Η Γιασεμή κάλυψε το ορθάνοιχτο στόμα της για να μην ξεφωνίσει απ’ την έκπληξη. «Κατινάκι μου αλήθεια με λες;» ψιθύρισε έπειτα.

«Ναι Γιασεμή μου, στ’ ορκίζομαι σ’ ό, τι έχω ιερό! Ήταν εκείνος! Τρεις χρόνους τον περίμενα και νόμιζα πια πως ήτανε νεκρός…»

Νότισε το μαυράδι της νεαρής κοπέλας. Έσκυψε το κεφάλι της κι η Γιασεμή νιώθοντας τη φόρτισή της περιέβαλε με το αριστερό χέρι τους ώμους της και με το δεξί χάιδεψε το μάγουλό της.

«Κοριτσάκι μου… Τέτοια φουρτούνα είχες στην καρδούλα σου και δε μ’ είπες τίποτις;»

«Την είχα Γιασεμή μου, την είχα… Τι φουρτούνα δηλαδή, τρικυμία ολόκληρη σαν αυτή που με σήκωσαν εψές τα μάτια του… Το ’νιωσα μέσα μου απ’ την πρώτη στιγμή πως ήταν εκείνος, μα έπρεπε να μου μιλήσει για να σιγουρευτώ»

«Και τι σ’ είπε τζιέρι μου;»

«Ότι μ’ αγαπά, Γιασεμή μου… Και αν θέλω να γενώ γυναίκα του»

«Και τι του απάντησες;»

Σώπασε μια στιγμή η Κατίνα. «Ότι θέλω. Θέλω πολύ» συνέχισε έπειτα. «Γιατί αυτός είναι ο μοναδικός άντρας στον κόσμο που ήθελα να με έχει δικιά του. Σε κανέναν άλλο δεν θέλω να δώσω την ύπαρξή μου»

Είδε στα μάτια της η Γιασεμή να αχνοφέγγει η σκιά της ανάμνησης του βιασμού της και προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα.

«Και πως τον λένε τον νέο, Κατινιώ μου;»

«Μανώλη, Μανώλη Ασλάνογλου. Δουλεύει στο λιμάνι για να βγάλει τα ψωμί του»

«Καλό αυτό, δείχτει παιδί εργατικό και τίμιο. Πότε θα ’ρθει να σε γυρέψει;»

«Σήμερα κιόλας. Για αυτό δεν πήγα στη φάμπρικα»

«Αχ Χριστέ μου, θα πεθάνω από ευτυχία!» αναφώνησε σαν τρελή η Γιασεμή. «Και τόσην ώρα γιατί δε με το λες, καρδιά μου, να ετοιμάσω το σπίτι μας να δεχτούμε το παλικάρι;»

«Άμα στο ’λεγα έτσι απότομα Γιασεμώ μου, θα σ’ άφηνα στον τόπο» δικαιολογήθηκε στοργικά η Κατίνα. «Και μη σε μέλει, δε χρειάζουνται πάστρες και ξεσηκώματα. Να με γυρέψει θα ’ρθει ο Μανώλης, απλά και ταπεινά όπως πρέπει»

Χαμογέλασαν ταυτόχρονα οι δυο γυναίκες και η Γιασεμή αγκάλιασε τρυφερά την Κατίνα βουρκωμένη.

«Αχ γιαβρί μου, τι χαρά μ’ έδωκες! Είδες, για; Πάντα το ’λεγα ότι θ’ άνοιγε η τύχη σου!» είπε φιλώντας την στο μέτωπο.

«Μέρα καλοκυράδες!» εμφανίστηκε ο Φώτης αγουροξυπνημένος μπροστά τους.

«Καλή σου μέρα αδερφέ μου» ανταπέδωσε η Γιασεμή. Βλέποντας εκείνος την κοπέλα δίπλα της κοντοστάθηκε.

«Κατινάκι μ’ δε θα πας στη φάμπρικα;»

«Όχι σήμερα… Καλύτερα είμαι τώρα, απλά είπα να κάτσω σπίτι να ηρεμήσω λίγο» δικαιολογήθηκε η Κατίνα.

«Να κάτσεις τζιέρι μου, αν είναι να σε κάμει καλό, δε σε μαλώνω. Και σήμερο το βράδυ μην έρχεις στο μαγαζί αν δεν ημπορείς, δεν τρέχει κάστανο» συναίνεσε ο Φώτης καλοπροαίρετα όπως πάντα.

«Σ’ ευχαριστώ κυρ- Φώτη» μειδίασε εκείνη.

«Έτσι μπράβο βρε κορίτσι μου, να ιδώ μια σταλιά να γελάει τ’ αχειλάκι σου!» επιδοκίμασε την έκφρασή της κοιτώντας την πατρικά.

«Να του το πούμε μήπως;» ρώτησε χαμηλόφωνα τη Γιασεμή η Κατίνα ύστερα από λίγο, όταν ο Φώτης δεν βρισκόταν πολύ κοντά τους.

«Ασ’ το να τον κάμουμε έκπληξη» της έκλεισε φευγαλέα το μάτι η μεσήλικη Σμυρνιά. «Είναι και πιο νόστιμο να μην ξεύρει ο κύρης τση νύφης το γαμπρό, εκτός κι αν είναι προξενιό»

Η Κατίνα την αγκάλιασε πνίγοντας μερικές ανυπόμονες τσιρίδες. «Αχ Γιασεμή μου, θα σπάσει η καρδιά μου, σ’ το λέγω! Πως θα περάσουν τόσες ώρες μέχρι να φανεί; Βουνό με φαίνουνται!»

«Άντε, ανασκουμπώσου τώρα, και θα διείς πως θα κυλήσουν σαν το νερό οι ώρες» την παρότρυνε η Γιασεμή. «Αχ Θε μου τι χαρά μ’ έδωκες! Να καμαρώσω το ψυχοπαίδι μου νυφούλα!»

Το απόγευμα, η Κατίνα φρόντιζε να βρίσκεται συνέχεια δίπλα στο μεγάλο παραθύρι και έριχνε συνέχεια κλεφτές ματιές στο δρόμο. Ο σφυγμός της πετάριζε στις φλέβες του λαιμού και στο στήθος της μέσα, κόντευε να διαλύσει το φράγμα του και να χυθεί απ’ έξω. Ώσπου μια αντρική σιλουέτα φάνηκε στο βάθος του χωματόδρομου. Κόλλησε το μούτρο της στο τζάμι και έμεινε να χάσκει.

«Τι είναι κόρη μου;» απόρησε η Γιασεμή.

«Αυτός είναι! Γιασεμή μου, αυτός είναι! Ο Μανώλης μου! Ήρχε!» άρθρωσε ξέπνοη και την τράβηξε κοντά της.

«Αμάν αμάν! Τι ασίκης είναι ετούτος;» σχολίασε εντυπωσιασμένη η Σμυρνιά θωρώντας τον.

«Ασίκης δε λες τίποτις!» επηύξησε ονειροπόλα η Κατίνα.

«Αν δείχτει έτσι από μακριά, φαντάσου από σιμά! Άντε, μη στέκεσαι! Πάγαινε να του ανοίξεις!»

Ο Μανώλης διέσχιζε τη φτωχογειτονιά προσπαθώντας να μαντέψει σε ποιο απ’ τα χαμηλά προσφυγόσπιτα θα ’βρισκε την καλή του. Η φιγούρα της ξεπρόβαλε απρόσκλητη στην αυλίτσα δεξιά του, λάμποντας σαν τον ήλιο. Η καρδιά του σκίρτησε και με πόδια τρεμάμενα διένυσε την απόσταση που τους χώριζε. Οι ματιές τους ενώθηκαν.

«Ήρθες επιτέλους Μανώλη μου!» πρόφερε η κοπέλα.

«Ήρθα αγάπη μου. Για σένα» την προσφώνησε γλυκά κι έβαλε στις χούφτες της το μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα,  σπέρνοντας ένα φιλί στο κάθε της μάγουλο που είχαν πάρει αμφότερα το κόκκινο χρώμα τους.

«Παλικάρι μου, όχι μέλια μες στη στράτα» τους αιφνιδίασε η Γιασεμή που παρακολουθούσε τη σκηνή, μαλώνοντάς τον τάχα. Οι δύο νέοι γύρισαν και την κοίταξαν.
«Συγγνώμη κυρά» απολογήθηκε ο Μανώλης ξύνοντας αμήχανα τη βάση του λαιμού του. «Δεν ήρθα για κακό σκοπό, ούτε θέλω να ντροπιάσω την Κατίνα…»

«Σώπασε αγόρι μου και ξεύρω γιατί ήρχες, με τα ’πε η Κατινιώ μας» τον καθησύχασε. Ο νέος την ατένισε κάπως μπερδεμένος.

«Είστε η ψυχομάνα της η Γιασεμή; Η αδερφή του κυρ- Φώτη του Σαράφογλου που ’χει τον τεκέ στην Τρούμπα;» ρώτησε διστακτικά.

«Ναι, παιδί μου. Κι εσύ ο Μανώλης, ο άντρας που αγαπά το Κατινιώ μας και θα ’ρχότανε να τη ζητήσει σε γάμο… Καλά δεν τα λέγω, για;»

«Καλά τα λες κυρά. Εγώ είμαι!» απάντησε ξαλαφρωμένος ο Μανώλης. «Κι αυτό ήρθα να κάμω»

Τον κρυφοκαμάρωσε η Γιασεμή από μέσα της. Είδε τα μάτια των δύο νέων να αστράφτουν με το φως του αμοιβαίου έρωτα και την πήρε το παράπονο για τα δικά της αγόρια που δεν πρόλαβαν να χαρούν τα νιάτα τους. «Αχ Θεέ μου, τι αδικία μεγάλη μ’ ήκαμες τότε… Δυο βλαστάρια θερισμένα απ’ των σκυλιών το βόλι» συλλογίστηκε πικραμένη. «Χαλάλι όμως τώρα… Θα παντρέψω το Κατινιώ μου, την κόρη μου την αγαπημένη που πάντοτε μ’ έλειπε. Δόξα να ’ χεις!»

«Πέρνα μέσα, παλικάρι μου. Κόπιασε, να σε δει κι ο αδερφός μου και να καμαρώσει τι γαμπρός τον έλαχε» απευθύνθηκε έπειτα στον Μανώλη και καθώς έμπαιναν μέσα ύψωσε επίτηδες με νόημα τη φωνή της στην τελευταία φράση. Ο Φώτης ακούγοντάς την στράφηκε εμβρόντητος.

«Ποιος γαμπρός μ’ έλαχε; Τι λες Γιασεμή;»

«Έλα Φώτη μου, έλα. Έλα να ιδείς την τύχη της Κατίνας μας» τον κάλεσε επίμονα η αδελφή του κι έδειξε τον Μανώλη.

«Καλησπέρα κυρ- Φώτη» τον χαιρέτησε σοβαρός, ενώ ο μεγαλύτερος άντρας τον περιεργαζόταν προσεκτικά.

«Καλησπέρα γιε μου… Εσύ δεν ήσουνα ψες στον τεκέ με κάτι άλλους, ή μπας και λαθεύω;»

«Ναι, μαζί με δυο καρντάσια που δουλεύουμε στο λιμάνι. Μανώλη Ασλάνογλου με λένε και λαμβάνω την τιμή… να σας ζητήσω το χέρι της Κατίνας»
Ο Φώτης, μην ξέροντας τι σχέση είχε η θετή ανιψιά του με εκείνον, πειράχτηκε απ’ τη δήλωσή του και του απευθύνθηκε σκληρά:

«Τρελός είσαι που θα σε δώκω γω την Κατίνα μας; Την είδες έμορφη κι είπες να την καπαρώσεις; Μπορεί να είναι μπιρμπίλι[1] και να τη θαυμάζουν πολλοί σαν κι ελόγου σου, μα να θέλεις να την παντρευτείς κιόλας πάει πολύ!»

«Κυρ- Φώτη, άσε με να σ’ εξηγήσω. Δεν είναι όπως νομίζεις τα πράματα. Εγώ την Κατίνα την αγαπώ τόσα χρόνια… Και μ’ αγαπάει κι αυτή!»

«Κατινιώ τι λέγει; Τον αγαπάς στ’ αλήθεια;» αποτάθηκε στην κοπέλα, την οποία είχε περιλούσει κρύος ιδρώτας με την διόλου θετική αντίδρασή του. Μάζεψε ωστόσο όλο το θάρρος της και μίλησε ψύχραιμα υπερασπιζόμενη ένθερμα το θέλημά της.

«Ναι. Αλήθεια λέει. Ο Μανώλης είναι ο άντρας που αγαπώ και τίποτα δε θα μας χωρίσει. Αν με θες ευτυχισμένη, άσε με να τον παντρευτώ. Τον πρόσμενα πολύ καιρό και τώρα δεν υπάρχει περίπτωση να τον αφήσω…»

Ατένισε σταθερά τον Φώτη περιμένοντας την αντίδρασή του. Μαλάκωσε η ψυχή του μπροστά στην επιμονή της. Το ’νιωσε πως δεν μπορούσε να αντιπαλέψει το συναίσθημά της. Πλησίασε αργά τον νέο και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

«Και πούθε βαστάει η σκούφια σου μπρε παλικάρι;»

«Πρόσφυγας είμαι κι εγώ, απ’ το Μπουτζά σαν την Κατίνα. Στον ίδιο μαχαλά ζούσαμε»

«Και την αγαπάς τόσο πολύ όσο λες;»

«Πιο πάνω απ’ τη ζωή μου»

Ο Φώτης γύρισε τώρα το βλέμμα στην Κατίνα κι ύστερα πάλι στον Μανώλη. Η θύμηση της αγαπημένης του Ελβίρας γέμισε πόνο πικρό και νοσταλγία τα σπλάχνα του.

«Μου υπόσχεσαι να την προσέχεις σαν τα μάτια σου; Να μην την αφήσεις ποτέ όσο ζεις;» τον ρώτησε βραχνός.
«Το ορκίζουμαι στο Θεό, όχι απλά το υπόσχομαι» είπε ο Μανώλης και έφερε το σταυρουδάκι που φόραγε κατάστηθα στα χείλη του.

«Τότε λοιπόν σου δίνω την ευχή μου!» αποφάνθηκε ο Φώτης και δεν μπόρεσε πια να μη βουρκώσει. Έσμιξε τις παλάμες του ζευγαριού και τις κράτησε στη δική του. Κι η Κατίνα μάντεψε έναν υπόκωφο λυγμό να βγαίνει απ’ τα σωθικά του.

«Να έρθεις την Κυριακή να σας αρραβωνιάσουμε» προέτρεψε το Μανώλη αφού εκείνος του φίλησε σεβαστικά το χέρι.

«Δε χρειάζεται αρραβώνας. Θα παντρευτούμε αμέσως» αντέταξε το παλικάρι. «Ούτε προίκα θέλω ούτε τίποτα, μόνο την ίδια. Βασίλισσα θα την έχω κι ας είμαστε φτωχοί κι οι δύο τώρα» πρόσθεσε ρίχνοντάς της μια τρυφερή ματιά.

«Είναι από μόνη της θησαυρός η Κατινιώ, Μανώλη. Όποιος και να την πάρει πλούσιος θα ’ναι μαζί της» την παίνεψε κι ο Φώτης.

«Που θα μείνετε γιε μου; Εσύ κονάκι έχεις;» παρενέβη τώρα η Γιασεμή μετά από πολλή ώρα σιγής.

«Έχω, κυρά, πώς να μην είχα; Με τους γονιούς μου μένω στο συνοικισμό στο ρέμα του Ποδονίφτη σιμά. Εκεί θα μείνομε κι εμείς μετά το γάμο. Δε διαφέρει απ’ το δικό σας καθόλου το γιατάκι μας, μικρό και πάμφτωχο είναι, μα σαν μπει μέσα η Κατίνα, θα γενεί παλάτι!»

«Εγώ είμαι ευτυχισμένη και στο βούρκο Μανώλη μου» υπέλαβε συγκινημένη η κοπέλα. «Φτάνει να ’μαστε μαζί!»

«Μανώλη, ξεύρω ότι θα κάμεις το καλύτερο για την κόρη μου» πήρε πάλι το λόγο η Γιασεμή. «Έχεις και τη δικιά μου ευκή, παλικάρι μου, σ’ τη δίνω μέσα απ’ την καρδιά μου. Ο Θεός να σας ευλογήσει, παιδιά μου!»

Φίλησε το μέλλοντα γαμπρό της στο μέτωπο, φίλησε και την ψυχοκόρη της, κι ενώ τους φιλούσε πρόβαλε η Σμαρώ φουριόζα.

«Θεία Γιασεμή τι γίνεται; Ποιόν παντρεύουμε;»

«Την ξαδερφούλα σου, τζιέρι μου! Το Κατινιώ μας θα γένει νύφη!»

«Αλήθεια με λες θεία; Και ποιος είναι ο γαμπρός;»
«Ο νιος εδωνά, ο Μανώλης μας!»

Η κοπελίτσα ατένισε σοβαρή και γοητευμένη ταυτόχρονα τον νεαρό άντρα. «Τον εγκρίνω κι εγώ!» ξεστόμισε στο τέλος κάνοντας την μεγαλύτερη κοπέλα να γελάσει πρόσχαρα.

«Αφού με θέλει κι η μέλλουσα ξαδέρφη, ταμάμ!» χαμογέλασε με συμπάθεια στη Σμαρώ ο Μανώλης. Αυτό το άγουρο θηλυκάκι ήταν ίδια η Κατίνα του όταν την ερωτεύτηκε…

«Να πηγαίνω τώρα… Αρκετά σας ενόχλησα» πρότεινε έπειτα.

«Δε μας ενοχλεί ποτέ αυτός που θα γενεί γιος μας» τον αντέκρουσε η Γιασεμή πριν τον ξεπροβοδίσουν.

«Καλό βράδυ, κυρά- Γιασεμή. Κυρ- Φώτη καληνύχτα. Χάρηκα που σας γνώρισα!» τους χαιρέτησε.

«Εμείς Μανώλη μου. Και να μας λες γονείς σου πλιό» τον νουθέτησε η γυναίκα.

Μόλις έκλεισε η πόρτα του φτωχικού τους πίσω του, ο Φώτης, η Γιασεμή κι η Σμαρώ θωρήσανε με δάκρυα χαράς να ανεβαίνουν στις κόγχες τους τη μέλλουσα νυφούλα. Πρώτος ο Φώτης την προσέγγισε και άδραξε γερά μα στοργικά τα μπράτσα της.

«Θα μας λείψεις αηδόνα μου! Ποια θα βάνω εγώ στη θέση σου στο πάλκο;»

«Τώρα πετάει αλλού η περιστέρα μας» μίλησε κι η Γιασεμή γλυκά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Πάγει να στήσει τη φωλιά μαζί με τον αϊτό της καρδούλας της…»

«Μη μας ξεχάσεις Κατινιώ μου!» την παρακάλεσε η Σμαρώ και χώθηκε στην αγκαλιά της.

«Ποτέ Σμαρούλα μου, ποτέ! Όσο μακριά κι αν είμαι, πάντα θα ’ρχουμαι να σας βλέπω! Και σε λίγα χρόνια θα φέρνω μαζί και τα ανιψάκια σου, να τα θωρείς να χαίρεται η ψυχούλα σου!»

«Μακάρι κόρη μου, μακάρι! Να κάμεις πολλά παιδάκια, να τα ιδείς να μεγαλώνουν. Σ’ αξίζει μετά απ’ όσα πέρασες… Με το καλό, Παναγιά μου, ούλα δεξιά να έρτουν!» σταυροκοπήθηκε η Γιασεμή.
«Μάνα, πατέρα, αποφάσισα να παντρευτώ» ανήγγειλε στους γονείς του ο Μανώλης το ίδιο βράδυ καθώς δειπνούσαν γύρω απ’ το σοφρά. Έμειναν μετέωροι οι δυο τους να τον κοιτάζουν καλά- καλά.

«Αλήθεια αγόρι μου; Η ώρα η καλή!» ξεφώνισε η Άννα.

«Άντε τζάνεμ, καιρός ήταν! Να συνεχίσεις τ’ όνομα!» συμμερίστηκε τη χαρά της συμβίας του ο Στρατής χτυπώντας τον ενθαρρυντικά στην πλάτη. «Και δε μας λες, ποια έχεις κατά νου; Κάνα κοράσι απ’ το μαχαλά;»

«Όχι, πατέρα, δεν ζει εδώ η κοπέλα. Στον Πειραιά μένει και δουλεύει σε μια φάμπρικα. Μικρασιάτισσα κι αυτή, προσφυγούλα σαν κι εμάς» Το είπε για να τους προϊδεάσει θετικά, γιατί ποτέ δε θα δέχονταν να πάρει μια σαντέζα, δίχως να ξέρει ότι ήταν μισή αλήθεια.

«Και που τη γνώρισες γιε μου; Πως τη λένε;» ρώτησε τώρα η μητέρα του με αδιόρατη καχυποψία.

«Κατίνα τη λένε, μάνα. Την ξεύρω λίγο καιρό σχετικά, μα προλάβαμε ν’ αγαπηθούμε» ξεφούρνισε το πρώτο αθώο ψέμα ο Μανώλης. Δεν είχε σκοπό να τους αποκαλύψει πλήρως την αλήθεια ακόμα, ήθελε να κουμαντάρει τα πράγματα έτσι ώστε να τους δοκιμάσει κατά κάποιο τρόπο. Άλλωστε φοβόταν ότι αν τους έλεγε ξεκάθαρα για την εκλεκτή της καρδιάς του, θα κατέστρεφαν το όνειρό του με μια κάθετη άρνηση. Και δεν ήταν διατεθειμένος να το επιτρέψει.

«Γονείς έχει; Δικούς;» επέμεινε η κυρά- Άννα.

«Γονείς όχι, δεν έχει, μόνο μια ξαδέρφη της. Είναι ορφανή η έρμη... Μα την έχει ψυχοκόρη μια γυναίκα από τη Σμύρνη, η Γιασεμή, που την αγαπά σαν παιδί της»

«Δεν έχει σημασία, τζιέρι μου, ποιόν έχει δίπλα της. Τίμια να ’ναι κι ούλα τ’ άλλα γίνουνται» τον έκοψε ο Στρατής.

«Τίμια είναι, κύρη μου, τίμια, καλή και έμορφη. Θα την αγαπήσετε σίγουρα» τον βεβαίωσε ο Μανώλης. «Νύφη δε θέλατε; Ε λοιπόν, θα σας τη φέρω!»

«Αν την αγαπάς εσύ, Μανωλιό, τη βάναμε κιόλας στην καρδιά μας» του χαμογέλασε ο πατέρας. «Δαχτυλίδι πήρες να πάμε να τη γυρέψομε;»

«Την γύρεψα ήδη, πατέρα. Εσύ το μόνο που σου ζητώ να κάμεις, είναι να πεις στον παπα- Ιωακείμ να ετοιμάσουμε σύντομα το γάμο, την άλλη Κυριακή αν είναι βολετό. Εδώ θα παντρευτούμε, στην εκκλησιά μας. Και θα τη φέρω σπίτι μας όπως θα κάναμε στην πατρίδα» αποκρίθηκε ήρεμα ο γιος του με αυτοπεποίθηση που ξάφνιασε προς ώρας τον Στρατή.

«Καλά ασλάνι μ’, για να το θες έτσι κάτι θα ξεύρεις. Κοτζάμ άντρας είσαι πια!» υποχώρησε ωστόσο. Η γυναίκα του όμως παρέμενε σιωπηλή, σαν προβληματισμένη.

«Δε μ’ αρέσουν τούτες οι βιασύνες, Μανώλη. Δεν την έχομε δει καν…» τόλμησε να πει.

«Θα τη δείτε, μανούλα μου. Αφού σε λέγω ότι είναι καλή και άξια, δε με πιστεύεις;»

«Σε πιστεύω γιόκα μου, μα να… Θαρρώ πως λίγο ξαφνικά μας τα ’φερες ούλα, λίγο απότομα»

«Στους καιρούς που ζούμε, μάνα, το γοργό και χάριν έχει… Την Κατίνα την αγαπώ και θα την πάρω, τελεία και παύλα» δήλωσε ο Μανώλης με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση ακουμπώντας στο τσίγκινο πιάτο του το πιρούνι.

«Να με συμπαθάτε τώρα, είμαι πολύ κουρασμένος κι αύριο πρέπει να ξανασηκωθώ απ’ τα χαράματα» ξανάπε ευγενικά και σηκώθηκε.

«Μη σε μέλει αγόρι μου. Πάγαινε να πλαγιάσεις» του έδωσε την άδεια ο Στρατής. Ο Μανώλης φίλησε τη συλλογισμένη Άννα τρυφερά στο αυλακωμένο απ’ τις πρώιμες ρυτίδες μάγουλο.

«Καληνύχτα μανούλα μου. Και μη στεναχωριέσαι, την άλλη Κυριακή τέτοια ώρα θα γλεντάς στη χαρά του γιου σου!»

«Καληνύχτα αγόρι μου» απάντησε μηχανικά εκείνη προσπαθώντας έστω να μειδιάσει. Μόλις ο Μανώλης πήγε στην κάμαρή του, ο Στρατής την αποπήρε:

«Βρε Αννιώ, τι μούτρα είναι αυτά; Δεν θα γίνει αυτό που ήθελες; Να παντρευτεί ο κανακάρης μας, να ιδούμε αγγόνια!»

«Δε λέγω, άντρα μου, καλά όλα αυτά… Μα…»

«Τι μα; Αντί να λες δόξα τω Θεώ που βρήκε μια καλή κοπέλα, κάθεσαι και μιζεριάζεις;»

«Δε μιζεριάζω, Στρατή» αντέδρασε. «Αλλά εσένα σε φαίνουνται ντόμπρα όσα λέγει;»

«Γιατί, πότε μας είπε ψέματα;»

«Δεν ηξεύρω, Στρατή. Δε μ’ έχει δώκει αφορμή ποτέ ο γιόκας μου ν’ αμφιβάνω, μα τώρα δα πώς να στο ειπώ; Κάπως φοβούμαι…»

«Τι, Άννα μου;» έπιασε ο Στρατής το χέρι της.

«Μη μας κουβαλήσει καμιά… ξεύρεις» ψιθύρισε εκείνη με ντροπή. «Καμιά παστρικιά και τη σπιτώσουμε κιόλας… Τόσες και τόσες σουλατσάρουν εκεί στον Πειραιά…»

«Αμάν μπρε γυναίκα, για όνομα του Θεού! Πως σ’ ήρχε τέτοιο πράμα στο νιονιό;  Ο Μανωλιός μας δεν είναι κάνας σερσέμης να τον τυλίξει η κάθε παρδαλή! Είμαι σίγουρος πως μας λέγει την αλήθεια, και καλά θα κάμεις να το πιστέψεις κι εσύ, αν θες να τον δεις ευτυχισμένο»

«Άμποτες να ’χεις δίκιο Στρατή μου» αναστέναξε η Άννα. «Τον κατέχεις καλύτερα από μένα το νου του παιδιού μας, φαίνεται…»

«Απλά τον έχω εμπιστοσύνη» τη διόρθωσε ο σύζυγός της. «Είναι γνωστικός και δε θα ’καμε ποτέ τέτοιες κουτουράδες, γροίκα με που σε λέγω»

Η εβδομάδα που μεσολαβούσε ως το γάμο κύλησε μέσα σε μια γλυκιά ανυπομονησία για τους δύο ερωτευμένους νέους. Ο Μανώλης, καθώς επέτασσε το έθιμο, δεν περνούσε καθόλου να ανταμώσει την Κατίνα, αν και φλεγόταν ολόκληρος να το κάνει. Τι ήταν λίγες μέρες μπροστά στα ατέλειωτα, βασανιστικά μερόνυχτα που τυραννήθηκε να την ψάχνει; Μία πνοή του ανέμου κι η Κυριακή θα ερχότανε. Μέχρι τότε, πήγε κι αγόρασε από ένα κοσμηματοπωλείο στην Αθήνα τις βέρες τους, χρυσές όπως το βραχιολάκι που χάρισε κάποτε στην καλή του. Και στον χρυσοχόο είπε να χαράξει στο εσωτερικό, εκτός απ’ τα ονόματά τους, τη σημαδιακή γι’ αυτούς ημερομηνία: «31.8.1922»…

Η μέρα που θα γινόντουσαν ταίρι ενώπιον Θεού και ανθρώπων έφτασε. Ξημέρωσε γελαστή, ζεστή μα όχι καυτερή, μ’ ένα απαλό μελτεμάκι να διώχνει τα διάσπαρτα ξεφτισμένα μπαμπάκια του ουρανού, όπως κι η προσμονή της επικείμενης χαράς τους απομάκρυνε πλέον σαν αεράκι απ’ τις ψυχές του Μανώλη και της Κατίνας κάθε ίχνος λύπης και βασάνων που πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια. Άφηναν πίσω την παλιά ζωή και ξεκινούσαν μία νέα, έχοντας θεμέλιο την αγάπη τους και τη δύναμη που αυτή τους έδινε.

Στο  προσφυγικό σπιτικό της Κοκκινιάς, η Γιασεμή κι η Σμαρώ συγκινημένες, με το χαμόγελο ραμμένο στα χείλη τους,  σκόρπια παινέματα και λιανοτράγουδα, χτένιζαν τη φρεσκολουσμένη κόμη της Κατίνας και την έπλεκαν ψηλά με λεμονανθούς, ενώ η κοπέλα καθόταν ακίνητη σ’ ένα σκαμνί φορώντας το δαντελωτό νυφικό της που είχε ράψει η Φιλιώ η Αλατσατιανή σαν έμαθε για το γάμο της. Δυο μέρες μόνο χρειάστηκε η άξια τεχνίτρα για να αποτελειώσει το κομψοτέχνημά της και μόλις το ετοίμασε, ήρθε στης Γιασεμής κρατώντας το στα χέρια σαν ιερό κειμήλιο.

«Κυρά πότε πρόλαβες;» αναφώνησε έκπληκτη η Κατίνα.

«Ε δε σ’ είπα κόρη μου ότι θα σ’ το κάμω μάνι-μάνι; Έχω να φτιάξω νυφικό από τότε που ’μασταν στα Αλάτσατα, μα δεν ηξέχασα την τέχνη…» έκανε η Φιλιώ. Δάκρυσε η κοπέλα όταν το είδε πάνω της.

«Είναι υπέροχο, κόνα Φιλιώ!» 

«Σ’ αρέσει Κατινιώ μου;»

«Πώς να μη μ’ αρέσει; Σ’ ευχαριστώ κόνα Φιλιώ, σ’ ευχαριστώ πολύ!» κατέληξε αγκαλιάζοντας θερμά την μεγαλύτερη προσφυγίνα. 

«Άμποτε να το δώκεις κάποτε και στην κόρη σου, τζιέρι μου!» της ευχήθηκε με τη σειρά της φιλώντας την μητρικά στο μάγουλο.

Η Σμαρώ της έβαψε τώρα προσεκτικά τα νύχια, άπλωσε μια στάλα κοκκινάδι στα ζυγωματικά της και πέρασε στα αυτιά της δυο αργυρά λιλιπούτεια σκουλαρίκια. «Είσαι κούκλα, ξαδερφούλα» την καμάρωσε. «Τι τυχερός που ’ναι ο Μανώλης! Μακάρι να βρω κι εγώ κάποιον σαν αυτόν όταν μεγαλώσω κι άλλο!»

«Κι εσύ είσαι έμορφη, μικρό μου» της επέστρεψε το κομπλιμέντο η Κατίνα βαστώντας τα χεράκια της. «Μα ο άντρας σου να θες να σ’ αγαπήσει για αυτό που είσαι μέσα σου, όχι μόνο για την ομορφιά σου, γιατί αυτή φεύγει και χάνεται. Αλλιώς ξέχνα τον»

«Μπα σε καλό σου Κατινιώ μου, σαν σοφή γριά μιλάς!» εξεπλάγη η Γιασεμή.

«Μ’ έδωκε γνώση η ζωή με τα τερτίπια της, Γιασεμή μου…»

«Καλά γιαβρί μου, έλα τώρα να σε βάνουμε το πέπλο και μη χολοσκάς για τέτοια. Σήμερα είναι η μέρα σου!»

Ένας ποταμός από αραχνοΰφαντο τούλι πήγασε απ’ την κορυφή του κεφαλιού της Κατίνας σκεπάζοντας ολόκληρη την πλάτη της, τον οποίο συγκρατούσε πάνω-πάνω μια ασημένια στέκα με σκαλιστά πλουμίδια. «Έτοιμη! Για σήκω να σε ιδούμε!» την παρότρυνε η Γιασεμή. Υπάκουσε πρόθυμα κι έκανε μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό της για να τους επιτρέψει να την περιεργαστούν. Η μελαχρινή ομορφιά της μέσα στο λευκό της νυφιάτικης φορεσιάς της έλαμπε ακόμα πιο πολύ, κάνοντας τις άλλες δύο γυναίκες να μείνουν μ’ ανοιχτό το στόμα.

«Χριστέ μου, είσαι ένας άγγελος!» μουρμούρισε βουρκωμένη η θετή μητέρα της.

«Η πριγκηπέσα του παραμυθιού!» ψέλλισε εκστατική κι η Σμαρώ. «Το βασιλόπουλο μας λείπει τώρα!»

Κάπου μακρύτερα, στη Νέα Ιωνία, το βασιλόπουλο ετοιμαζόταν κι αυτό να υποδεχτεί την πριγκίπισσά του στο φτωχικό παλάτι του. Διότι πράγματι έτσι έδειχνε ο Μανώλης, πρίγκιπας σωστός μες στα γαμπριάτικά του, καθώς περίμενε να φανεί η αγαπημένη του, όσο κι αν ο ιδρώτας της αγωνίας ξεχυνόταν ψιλός ψιλός μέσα απ’ το λινό του πουκάμισο. Ο Νικόλας από δίπλα φλυαρούσε συνεχώς όλο έξαψη για να του γλυκάνει την αναμονή κι ο Στρατής καμάρωνε υπερήφανος τους δυο αψηλούς λεβέντες, το γιο του και το μπρατίμι[2] του· μόνο η κυρά Άννα μουρμούριζε δύσθυμα κάθε τόσο.

«Βρε γυναίκα, γέλα λίγο! Το γιο σου παντρεύεις!» την σκούντηξε ο άντρας της.

«Θα γελάσω, Στρατή μου, θα γελάσω σαν διω τη νύφη μας… Μα ελπίζω να ’ναι γλυκά κι όχι πικρά»

Ένα αμάξι στάθμευσε κοντά στα είκοσι μέτρα μακριά τους κι ο σφυγμός του Μανώλη χοροπήδησε στις φλέβες του. Πρώτος κατέβηκε ο κυρ- Φώτης κι έδωσε το χέρι του στην Κατίνα, ενώ πίσω της ακολούθησαν η Γιασεμή και η Σμαρώ. Ο νέος φοβόταν πως θα σπάσει σε χίλια κομμάτια απ’ την ευτυχία που ένιωθε. Έκανε λίγα βήματα μπροστά κι ατένισε με λαχτάρα τη μέλλουσα γυναίκα του, που στηριγμένη στο μπράτσο του Φώτη και την όψη της μισοκρυμμένη κάτω απ’ το τελείωμα του πέπλου βάδιζε καρδιοχτυπώντας κι αυτή προς το μέρος του. «Θεέ μου, κάνε να μην λιγοθυμήσω!» ικέτεψε το Μεγαλοδύναμο ενώ το βλέμμα του την σαΐτευε.

«Σ’ την παραδίνω, νέε μου. Να την προσέχεις» είπε απλά ο Φώτης. Ο Μανώλης ανασήκωσε το βέλο της και βύθισε τα μάτια του στα δικά της, ύστερα πήρε το πρόσωπό της στις χούφτες του και σφράγισε με ένα φιλί το κούτελό της.

«Στρατή, βλέπω καλά, για με γελούν τα μάτια μου;» έσφιξε το βραχίονα του άντρα της η Άννα αποσβολωμένη, μόλις αντίκρισε τη θωριά της νεαρής κοπέλας. «Αυτή δεν είναι… η κόρη του Συμεών εφέντη; Η Κατίνα η Σεκέρογλου;»

Ο Στρατής δεν μίλησε, είχε μείνει κι ο ίδιος ενεός βλέποντάς την. Ο Μανώλης δίχως να έχει αντιληφθεί την ταραχή τους στράφηκε προς αυτούς βαστώντας πάντα το χέρι της Κατίνας.

«Κύρη μου και μανούλα μου, αυτή είναι η γυναίκα μου. Ιδέστε την, γνωρίστε την και πείτε μου μετά αν έκαμα λάθος που την αγάπησα»

Βουβάθηκαν οι γονείς του. Κοιτούσαν και ξανακοιτούσαν με οφθαλμούς κατάπληκτους τη μέλλουσα σύζυγο του γιου τους, αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι έβλεπαν μπροστά τους την μικρή αρχοντοπούλα απ’ το χωριό τους.

«Εσύ, κόρη μου, δεν είσαι…;» άρθρωσε μασημένα ο Στρατής.

Εννόησε αμέσως τη σκέψη του η Κατίνα. «Ναι, εγώ είμαι» απάντησε θαρρετά. «Το παιδί του αφέντη Σεκέρογλου, η Κατίνα, που πια κανένα πλούτο δεν έχω στον κόσμο παρά μόνο την αγάπη του γιου σας… Και τη δικιά σας, αν με δέχεστε»

Μια συμπόνια αφάνταστη πλημμύρισε τον απλοϊκό αυτό και γνωστικό άνθρωπο για το κορίτσι που έστεκε εμπρός του σεμνό και ταπεινό, χωρίς καθόλου να διαφέρει απ’ τις φτωχές γειτονοπούλες τους.

«Πόσο καιρό την αγαπούσες, γιε μου, την κόρη του άρχοντά μας; Την αλήθεια πε με» ρώτησε άνευ περιστροφών το Μανώλη έχοντας νιώσει με το πατρικό του ένστικτο και λογιάσει με το νου του ότι δεν γινόταν να είναι τόσο πρόσφατο το αίσθημά του.

«Έξι χρόνια κοντά, πατέρα μου» ομολόγησε παρόμοια εκείνος. «Δεν ετόλμησα ποτέ να σας το ειπώ γιατί κιότευα. Μετά πλάκωσε το κακό κι όλα λησμονηθήκανε…»

«Κάλλιο αργά παρά ποτέ, Μανωλιό μου» αποφάνθηκε ο Στρατής. «Έλα σιμά μου τώρα, εσύ κι η Κατίνα, να σας δώκω την ευχή μου»

Υπάκουσαν οι δύο νέοι κι έσκυψαν ευλαβικά τα κεφάλια τους, πάνω στα οποία απίθωσε ο Στρατής τις ροζιασμένες του παλάμες και μισόκλεισε για μερικές στιγμές τα βλέφαρα, σαν να προσευχόταν. Η Κατίνα έπιασε ύστερα τη δεξιά του και την ασπάστηκε δειλά με ειλικρινή σεβασμό κι απέραντη ευγνωμοσύνη.

«Μάνα, εσύ δε θα μας ευχηθείς;» αποτάθηκε ο Μανώλης στην μητέρα του που στεκόταν άπραγη. Η Άννα πλησίασε αργά κι άνοιξε ευθύς διάπλατα προστατευτικές φτερούγες τα χέρια της, για να φωλιάσει μέσα τους η εκλεκτή της καρδιάς του γιου της.

«Καλώς μας ήρχες κόρη μου!» Κι ήταν τόσο εγκάρδιο, τόσο ζεστό το αγκάλιασμά της, που δεν μπόρεσε να μην το ανταποδώσει η Κατίνα δακρυσμένη. Τη φίλησε κατόπιν σταυρωτά στα μάγουλα κι επανέλαβε το ίδιο με τον Μανώλη.

«Αγόρι μου… Την πιο καλή κι έμορφη μας ήφερες στ’ αλήθεια! Μόνο αυτή σ’ ήπρεπε, παλικάρι μου!» την παίνεψε με μια σπλαχνική ματιά.

«Πάμε μέσα, δέσποτα» έγνεψε εύθυμα στον παπα- Ιωακείμ ο Στρατής. «Να δει ο Θιός το αντρόγυνο που κάμουμε και να χαρεί μαζί μας!»


«Στέφεται ο δούλος του Θεού Εμμανουήλ την δούλην του Θεού Αικατερίνην, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»

Όλους τους χώρεσε η ξύλινη εκκλησιά που οικοδόμησε με τον ίδρο του προσώπου του ο Σπάρταλης ιεράρχης για το ποίμνιό του. Συνεπαρμένοι οι κάτοικοι του συνοικισμού για το ευτυχές γεγονός, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους γνώριζαν πια καλά και εκτιμούσαν την οικογένεια Ασλάνογλου, έσπευσαν να παρευρεθούν και συνεχώς μακάριζαν τον Μανώλη για την τύχη του, θαυμάζοντας ανυπόκριτα την Κατίνα. Βέβαια κάποιες μανάδες ζήλεψαν κιόλας, διότι πολύ θα ήθελαν στη θέση της «ξενοφερμένης», ας ήταν κι όμοιά τους, να βρίσκεται η δικιά τους θυγατέρα. Ανεπηρέαστοι όμως και άτρωτοι θαρρείς σε όλα αυτά οι νυμφευόμενοι στέκονταν ευθυτενείς απέναντι στον δεσπότη που τους ένωνε πλέον οριστικά με τα άρρηκτα ιερά δεσμά του γάμου, βαστώντας γερά τα συναρμοσμένα δεξιά τους χέρια στων οποίων τους παράμεσους γυάλιζαν τα ευλογημένα δαχτυλίδια.

«Στέφεται η δούλη του Θεού Αικατερίνη τον δούλον του Θεού Εμμανουήλ, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»

Τρεις φορές το σημείο του σταυρού με τα στέφανα πάνω στα μέτωπά τους. Τρεις, όσες οι μέρες που καιγότανε η Σμύρνη, όσα τα χρόνια που περάσαν χωριστά μες στον πόνο, δίχως να ξέρουν ο ένας για τον άλλο αν ζουν ή αν πέθαναν…

«Κύριε ο Θεός ημών, δόξη και τιμή στεφάνωσον αυτούς»

Ασυγκράτητα πλέον έτρεξαν απ’ τις κρήνες των οφθαλμών της Κατίνας τα δάκρυά της καθώς ο Νικόλας τους άλλαζε τα στέφανα, δάκρυα τρανής συγκίνησης κι ανείπωτης ευτυχίας. Πριν λίγους μόλις μήνες ούτε που θα το φανταζόταν αυτό το πράγμα στο οποίο τώρα πρωταγωνιστούσε. Ο αγαπημένος της, που του είχε χαρίσει ολόψυχα την ύπαρξή της, απ’ τον οποίο τη χώρισαν τόσο βίαια και τον πίστευε νεκρό, βρισκόταν δίπλα της και τον παντρευόταν, ήταν ο άντρας της πια και τίποτα δε θα έσπαγε το δεσμό τους παρά μόνο ο θάνατος…

Τον ένιωσε να της σφίγγει το χέρι κι αντίκρισε τα μάτια του βουρκωμένα, μα με τη λάμψη του νικητή μέσα στις κόρες τους. Αμίλητη μιμήθηκε την κίνησή του. Εκείνη τη στιγμή κι οι δυο τους ήταν νικητές. Πατούσαν γερά πάνω στα βάσανα και τις πίκρες και τα συνέθλιβαν, μοναχά με το σμίξιμο των χεριών τους και τη διασταύρωση των βλεμμάτων τους που φύτευε στην ψυχή τους τις πιο γλυκές υποσχέσεις, τόσο γλυκές όσο το νάμα στο κοινό ποτήριο.

«Ησαΐα χόρευε, η Παρθένος έσχεν εν γαστρί, και έτεκεν υιόν τον Εμμανουήλ, Θεόν τε και άνθρωπον…» έψαλλε ο παπα-Ιωακείμ το τροπάριο περιφέροντας κυκλικά το ζευγάρι και τον κουμπάρο τους, ενώ οι παριστάμενοι τους έραιναν με ρύζι και πέταλα λουλουδιών.

«Να ζήσετε παιδιά μου! Να ριζώσετε!» ευχόταν η Άννα.

«Κυρα- Αννιώ, μπορεί να μη γέννησες το Χριστό, μα ο Μανώλης σου είναι παιδί βλογημένο!» έκανε πρόσχαρα η Γιασεμή τη φιλοφρόνηση στη συμπεθέρα της που την εισέπραξε με καμάρι.

Μετά το μυστήριο, μία πραγματική ευωχία περίμενε τους πάντες έξω απ’ τον αυτοσχέδιο ναό. Η κυρά Άννα δεν τσιγκουνεύτηκε τη μαστοριά της. Με την αρωγή των γειτονισσών της είχε ετοιμάσει ο, τι γλυκό και φαγητό της πατρίδας ήταν δυνατό να θυμηθούν και για το οποίο διέθεταν τα υλικά. Ο Στρατής πρόσταξε να ξεχειλίσουν ένα δρύινο βαρέλι κρασί κι επιστράτευσε  τρεις-τέσσερις γειτόνους που  κατείχαν από όργανα και είχαν φτιάξει μια ζυγιά, να παίξουν εκείνη τη βραδιά τα πιο όμορφα τραγούδια του τόπου τους. Έτσι κι έγινε. Οι νιόπαντροι κάθισαν τελευταίοι στο κέντρο του τραπεζιού, δεχόμενοι τα θερμό χειροκρότημα όλων των συνδαιτυμόνων τους.

«Μια πρόποση να κάμω, αδέρφια!» ύψωσε το ποτήρι του ο Μανώλης όταν όλοι κεράστηκαν. «Πριν λίγες μέρες ξαναβρήκα την πρώτη και μοναδική αγάπη μου» ξεκίνησε να λέει κοιτώντας την Κατίνα. «Την έψαχνα τρία χρόνια και νόμιζα πως την είχα χάσει για πάντα, όμως η μοίρα θέλησε να σμίξουμε απρόσμενα… Για αυτό να το ξεύρετε, η αληθινή αγάπη όλα τα μπορεί! Ας πιούμε στην δύναμή της!»

«Στην αγάπη σας, γιε μου» επανέλαβε ο Στρατής. «Να ριζώσει και να βγάνει καρπούς… Σ’ υγείαν!»

«Σ’ υγείαν!» αντήχησαν οι υπόλοιποι τριγύρω και τσούγκρισαν πρώτα με το γαμπρό και τη νύφη, έπειτα μεταξύ τους.

Ο Μανώλης δε σταματούσε να της φανερώνει διαρκώς τον έρωτά του με κάθε τρόπο, κι εκείνη άλλο που δεν ήθελε. Όση ώρα κάθονταν στο τραπέζι πλάι-πλάι, δεν άγγιζαν ούτε ένα καλούδι, μονάχα αντάλλασσαν τρυφερά χάδια και πεταχτά φιλιά στο στόμα κι έμοιαζαν να λησμονούν εντελώς ότι βρίσκονταν με κόσμο.

«Μπρε Μανωλιό, γιαβάς γιαβάς!» μάλωσε τάχα μου ο Στρατής το γιο του. «Θα την χορτάσεις τη νύχτα τη γυναίκα σου!» Και το υπονοούμενο του πεθερού της, μαζί με το χαριέντως πονηρό κλείσιμο του ματιού του, πορφύρισε τα μάγουλα της Κατίνας.

«Άντε ψυχή μου, σήκω να σε χορέψω» την ξεσήκωσε κατόπιν ο Μανώλης και της έριξε το άσπρο κεντητό μαντίλι. Έπιασε την άκρη του ξαναμμένη ακολουθώντας τον και τα όργανα πήραν να παίζουν το συρτό. Ξοπίσω τους οι άλλοι πρόσφυγες εγκατέλειπαν το φαγοπότι και πιάνονταν μαζί στον κύκλο.

«Έχεις δυο μαύρα μάτια και μεγάλα/ ζαχαροζυμωμένα με το γάλα» έλεγε το άσμα της πατρίδας τους που διάλεξε κι έκανε παραγγελιά ο Μανώλης για να σύρει το χορό με τη νιόπαντρη γυναίκα του, κολλώντας από ένα τάλιρο στους παιχνιδιατόρους. Το άκουσε η Κατίνα και ρίγησε. Για κείνη μιλούσε σίγουρα αυτή την ώρα…

«Μαύρα μάτια και μεγάλα, ζυμωμένα με το γάλα/ Ζυμωμένα με το γάλα, μαύρα μάτια και μεγάλα»

Το γαλανό το βλέμμα του, θάλασσες καλοτάξιδες, ακύμαντες, έβαζε φτερά στα πόδια της και μια γλυκιά ανατριχίλα τη διαπερνούσε καθώς λίκνιζε τη μέση της κι εκείνος την τύλιγε με το χέρι του.

«Σ’ αγαπώ» σχημάτισαν τα χείλη του.

«Τι;»

«Σ’ αγαπώ!» φώναξε τώρα και την έκανε μια στροφή. «Σ’ αγαπώ, Κατίνα, σ’ αγαπώ πολύ! Δε θα πάψω ποτές μου να το λέγω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπώ, Μανώλη!» διακήρυξε με τη σειρά της. «Σε λατρεύω άντρα μου! Λεβέντη μου εσύ, ασίκη μου!»

Οι συμπατριώτες τους παρέτειναν επίτηδες τη διάρκεια του γλεντιού και τραβούσαν διαρκώς το ζευγάρι να χορέψει κι άλλο, σε μια απόπειρα, κατά το έθιμο, να κλέψουν την πρώτη νύχτα του γάμου απ’ το γαμπρό. Μεθυσμένοι απ’ τον έρωτά τους οι δύο νέοι δεν έβλεπαν την ώρα να αποτραβηχτούν στην νυφική τους κάμαρη κι όσο προχωρούσε η νύχτα τόσο η επιθυμία διήγειρε τα κορμιά τους κάνοντάς τους ανυπόμονους.

«Πολύ κόσμο έχει εδώ, αγάπη μου, δεν νομίζεις;» της πέταξε ο Μανώλης σ’ έναν ακόμη καρσιλαμά.

«Και τι θες να κάνουμε αγάπη μου; Να τσι διώξουμε;»

«Όχι… Να φύγομε»

«Πως;»

«Έτσι!» Και σήκωσε μεμιάς την ανύποπτη κοπέλα στην αγκαλιά του.

«Μανώλη τι κάνεις;» ψιθύρισε σαστισμένη.

«Σε κλέβω δομνίτσα[3] μου. Ώρα να μείνουμε μόνοι μας» της εξήγησε ψιθυριστά επίσης. Παραδόθηκε γελώντας.

«Ε γαμπρέ που πας;» έκραξε ο Γρηγόρης.

«Κλέβω τη νύφη!» χωράτεψε απτόητος ο Μανώλης και μέσα σ’ έναν καταιγισμό σφυριγμάτων και τολμηρών αστείων απ’ τους άντρες της γαμήλιας σύναξης ξεγλίστρησε ανάμεσά τους κι οδήγησε την Κατίνα μέχρι την πόρτα του σπιτιού τους. Μπήκε μέσα με το δεξί και την απίθωσε στο έδαφος.

«Όπως τότε που σ’ έσωσα στη Σμύρνη…» είπε θωπεύοντας με το δείκτη του την παρειά της. Πήρε κατόπιν το βαζάκι με το μέλι που είχε αφήσει στο τραπέζι η κυρά-Άννα και με κινήσεις τελετουργικές έφερε μια κουταλιά στο στόμα της. Την τριγύρισε στη γλώσσα της η Κατίνα, να νιώσει παντού τη γλύκα του κι ύστερα του ’δωσε κι εκείνου. Γεύτηκε ο Μανώλης το χρυσοκίτρινο γέννημα της μέλισσας κι έσκυψε να πιεί το ακόμα πιο μεθυστικό πιοτό που τον κερνούσαν τα χείλη της.

«Καρδιά μου… Όσο μπορώ να σε φιλάω θα είμαι ζωντανός!» της εκμυστηρεύτηκε με πάθος.

«Αν σταματήσεις να το κάμεις, θα πεθάνω!» αντέλεξε εκείνη σε μια παιγνιώδη απειλή. Φουντωμένος ο Μανώλης έβγαλε τα ρούχα του και μόνο με το σώβρακο στάθηκε ανασαίνοντας γρήγορα μπροστά της.

«Είσαι υπέροχος, άντρα μου» μίλησε σιγανά η Κατίνα και ταξίδεψε τα δάχτυλά της πάνω στα αυλάκια του στέρνου του αυξάνοντας τη φλόγα του.

«Βγάλε μου εσύ το νυφικό τώρα» του ζήτησε. Έστρεψε τα νώτα της για να τον βοηθήσει κι εκείνος ελευθέρωσε ένα- ένα τα πολλά μικροσκοπικά κουμπιά της ράχης του, ώσπου ο μεταξένιος όγκος γλίστρησε από τους ντελικάτους ώμους της και σωριάστηκε κουβάρι ακριβό στα πόδια της. Της έλυσε μαζί τον μονοκόμματο δετό στηθόδεσμο και μόλις απέμεινε γυμνή, την έσφιξε πάνω του νιώθοντας την απαλή της σάρκα να καίει τη δική του και εξερεύνησε αργά όλο τον κορμό της απ’ τον αφαλό ως τα στήθη.

«Σε θέλω καρδιά μου, σε θέλω για πάντα» παραληρούσε με τα χείλη του να πιπιλούν το λαιμό της. Στη θέα του γυμνού της σώματος, σαν φευγαλέα αστραπή το νου της Κατίνας διέσχισε η θύμηση της ταπείνωσής της. Αλλά όπως ήρθε, έτσι κι έφυγε. Δεν είχε τίποτα πλέον να φοβηθεί ή να ντραπεί, θα έμπαινε ολόκληρη στη ζεστή αγκαλιά του άντρα της και θα γινόταν δικιά του με τη θέλησή της, χωρίς να στενάζει απ την φοβερή οδύνη που της προξένησε η μισητή επαφή αλλά απ’ την άμετρη ηδονή που θα της χάριζε το ποθητό άγγιγμά του…

Γύρισε πάλι προς το μέρος του και φιλήθηκαν ορμητικά, διψασμένα, τόσο που κόντεψαν να ματώσουν τα χείλη τους. Ο Μανώλης περιέβαλε σφιχτά τη μέση και την πλάτη της και την παρέσυρε προς το ταπεινό συζυγικό κρεβάτι τους, ένα ξύλινο κατασκεύασμα του ίδιου στρωμένο με λευκά πεντακάθαρα σεντόνια, πάνω στα οποία έπεσαν με φόρα τσαλακώνοντάς τα, δίχως καθόλου να λύνουν την περίπτυξή τους.

«Σ’ αγαπώ Μανώλη μου» του εξομολογήθηκε για άλλη μια φορά.

«Κι εγώ σ’ αγαπώ Κατινιώ μου» της απάντησε. «Δεν ξεύρεις πόσο καιρό περίμενα ετούτη τη στιγμή… Είσαι η γυναίκα μου πια, θέλω να ζήσουμε μαζί, να κάμουμε παιδιά, τίποτε και κανείς πια να μη μας χωρίσει παρά μόνο ο Χάρος! Σ’ αγαπώ πολύ, σε λατρεύω! Ψυχή μου εσύ, ανάσα μου, ζωή μου…»

«Σσσς… Μη μιλάς άλλο» διέκοψε το μονόλογό του η Κατίνα βάζοντας το δείκτη της μπρος στο στόμα του. Το καθαρό μαυράδι των ματιών της άστραφτε από έρωτα και συγκίνηση.

«Δείξ’ το μου! Δείξε μου πόσο μ’ αγαπάς!» τον διέταξε.

Δυο αγιοκέρια που ενώσαν τις φλογίτσες τους κι εκείνες θέριεψαν καταπίνοντάς τα, φάνταζαν οι δυο τους καθώς με χάδια και φιλιά γιγάντωναν τον πόθο στα κορμιά τους. Σε λίγο παρέδερναν μαζί σ’ ένα πύρινο πέλαγος, μέσα στο οποίο καίγονταν και γίνονταν στάχτη τα βάσανα κι οι καημοί τριών ολάκερων χρόνων, κι οι απαλοί τους στεναγμοί ακούγονταν σαν κύματα που ξεψυχούν σε έρημο ακρογιάλι…





[1] Αηδόνι (τουρκ. bulbul)
[2] Κοντινός φίλος αλλά και ο κουμπάρος
[3] Κυρά μου, αφέντρα μου (από το λατινικό domnia)

Λίνα Δώρου