Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 4/Μέρος Ε) - "Αόρατη Απειλή"


        Η θαλπωρή του σπιτιού τους καλούσε να μπουν μέσα κι έτσι βρεγμένοι και ψυχικά αποκαμωμένοι προχώρησαν προς το εσωτερικό. Η γιαγιά του Θοδωρή τρομοκρατήθηκε με το θέαμα, ωστόσο ο εγγονός της την καθησύχασε. Η Σύλια στεκόταν σιωπηλή και απόμακρη κοιτάζοντας στα μάτια τον Ορλάντο, ο οποίος φαινόταν να δείχνει ένα ενδιαφέρον για την προσωπικότητά της. Το βλέμμα μου πλανήθηκε για λίγο στον χώρο και σταμάτησε στον Βελφεγκόρ, ο οποίος στεκόταν αρκετή ώρα μπροστά από έναν καθρέπτη. 
            «Στον κόσμο σου δεν υπάρχουν καθρέπτες;» τον ρώτησα ευγενικά.
«Φυσικά και υπάρχουν. Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που βρίσκω το κουράγιο να κοιτάξω το είδωλό μου» τελείωσε. Το βλέμμα μου σκοτείνιασε.
«Είσαι όμορφος. Γιατί όχι;» αναρωτήθηκα φωναχτά.
«Είμαι δαίμονας, μικρή. Δεν υπάρχει ομορφιά στη δυσμορφία της αληθινής μου φύσης. Εντούτοις η μαγεία των ξωτικών μού έδωσε την ευκαιρία να απολαύσω για λίγο τον εαυτό μου όπως τον ονειρευόμουν πάντα. Και τώρα με συγχωρείς. Το ένστικτό μου με προειδοποιεί για κάποιον κρυφό κίνδυνο» είπε και κοίταξε επίμονα το ξωτικό που απομακρυνόταν προς τη μεριά των δωματίων.
Ο Ορλάντο ακολουθούσε την ενέργεια που του ξυπνούσε όλες του τις αισθήσεις. Το βλέμμα του καρφώθηκε στη μισάνοιχτη πόρτα ενός δωματίου. Ήταν εκείνο της Σύλιας. Δίχως να κάνει θόρυβο κοίταξε από τη χαραμάδα. Η κοπέλα στεκόταν μπροστά από έναν μικρό καθρέπτη στο δωμάτιό της και έμοιαζε να συνομιλεί με έναν φανταστικό φίλο. Ο Ορλάντο προσπάθησε να διαβάσει το μυαλό της, εντούτοις δεν κατάφερε να δει τίποτε. Ήταν σαν να επικρατούσε μία απέραντη άβυσσος χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Ο Ορλάντο ένιωσε το κεφάλι του να πιέζεται σε βαθμό που ήταν έτοιμο να εκραγεί. Σταμάτησε την προσπάθεια και μπήκε στο δωμάτιο χτυπώντας πρώτα την πόρτα. Η κοπέλα τον πλησίασε με ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο.
«Γεια σου, όμορφε. Χαίρομαι που ήρθες να με επισκεφτείς στο δωμάτιό μου. Εδώ μπορούμε να είμαστε οι δυο μας μονάχα χωρίς να μας ενοχλούν τα αδιάκριτα βλέμματα» του είπε κάνοντας μια σχετικά ψεύτικη προσπάθεια προσέγγισης. Το ξωτικό κάρφωσε τα μάτια του στο υπέροχο πρόσωπο της νεαρής κοπέλας. «Καλά το κατάλαβες. Εννοώ τη φίλη σου που δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό να σε κοιτά» του απάντησε απλώνοντας το χέρι της στο πρόσωπό του και χαϊδεύοντας απαλά τον λαιμό του.
Τη στιγμή εκείνη το ξωτικό άρπαξε απότομα τον καρπό του χεριού της. Ένας δυνατός πόνος πλημμύρισε το σώμα του τόσο πολύ, που μετά βίας συγκρατούσε τον εαυτό του να μην ουρλιάξει. Τότε εικόνες τον πλημμύρισαν. Είδε ένα μισοσκισμένο βιβλίο και ύστερα γράμματα ανακατεμένα δίχως να βγάζουν κανένα νόημα. Τράβηξε το χέρι του από πάνω της έντρομος.
«Ποια είσαι, μάγισσα;» τη ρώτησε. Ωστόσο η κοπέλα έχοντας φορέσει το πιο αθώο της χαμόγελο απάντησε όσο πιο ευγενικά γινόταν.  
«Είμαι απλά η όχι και τόσο αγαπημένη ξαδέρφη του φίλου σου. Χαίρομαι όμως που εσύ βρίσκεσαι εδώ και χαίρομαι που απέκτησα επιτέλους έναν τόσο γοητευτικό φίλο. Ποτέ μου πιο πριν δεν είχα ξέρεις…» του απάντησε χαμογελώντας διάπλατα.
«Θα ανακαλύψω την αληθινή σου ταυτότητα και τότε δε θα φανείς το ίδιο τυχερή όπως και τώρα» της είπε κάνοντας έναν μορφασμό αποστροφής και φεύγοντας με βήμα ταχύ από το δωμάτιο της. Τη στιγμή εκείνη πρόσεξε πως τυχαία περνούσα μαζί με τον Παναγιώτη προκειμένου να τακτοποιηθούμε στο δωμάτιο των φιλοξενούμενων. Ευθύς έτρεξε προς το μέρος μου και με σταμάτησε.
«Μπέλα… Εγώ… χρειάστηκε να παρακολουθήσω την ξαδέρφη του φίλου σου. Έχει κάτι το…» κόμπιασε.
«Το εντυπωσιακό; Είναι οφθαλμοφανές νομίζω και ευρέως παραδεκτό. Αλλά γιατί μου δικαιολογείσαι;» απάντησα κάπως ψυχρά. Τον ένιωσα αμήχανο για πρώτη φορά. Το περήφανο και συνάμα αυστηρό βλέμμα του είχε δώσει τη θέση του στα απολογητικά μάτια ενός μικρού παιδιού που μόλις το είχαν μαλώσει.
«Ήθελα απλά να ξέρεις…» είπε και έφυγε βιαστικά.
Ένα κρυφό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου. Ήθελε να ξέρω, σκέφτηκα
 Στο σαλόνι βρισκόταν ακόμη ο Βελφεγκόρ και ο Αφγανός, ο οποίος δεν είχε πει λέξη όση ώρα στεκόταν ακουμπισμένος σε μία κουνιστή πολυθρόνα. Το ξωτικό πλησίασε τον δαίμονα και σφίγγοντάς του τον ώμο τού είπε.
«Νομίζω πως ο Σούλφους έχει απλώσει τα πλοκάμια του πολύ περισσότερο από όσο πιστεύουμε. Αυτή η μικρή εκεί μέσα κρύβει πολλά» εξήγησε ο Ορλάντο.
 Ο Βελφεγκόρ κάρφωσε πάνω του το διαπεραστικό του βλέμμα.
«Γιατί το λες αυτό, ξωτικό; Επειδή είναι ο μόνος άνθρωπος που δεν κατάφερες να διαβάσεις; Ίσως είναι αρκετά σκληρή για να σε αφήσει να διεισδύσεις στο νου της. Αλλά παραδέξου το. Είναι μαγικά όμορφη» του απάντησε και μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία αποσύρθηκε και εκείνος στα δωμάτια των επισκεπτών. Ο Ορλάντο τον κοίταζε τη στιγμή που απομακρυνόταν. Μαγικά επικίνδυνη είναι, σκέφτηκε
«Θα μου εξηγήσετε τι συμβαίνει τέλος πάντων; Εσύ τι είσαι;» είπε άξαφνα ο Κάτα σπάζοντας τη σιωπή της σκέψης του Ορλάντο.
«Είμαι ξωτικό και εσύ ένας άνθρωπος που διψά να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Διόλου παράξενο για το είδος σας» του απάντησε ο Ορλάντο έχοντας ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη του.
«Με υποτιμάς. Εντούτοις εγώ δε θα το κάνω και θα σου πω πως έχεις δίκιο για την κοπέλα. Ούτε εμένα μου αρέσει. Η ομορφιά της κρύβει σκότος και αν δεν το καταλάβουν έγκαιρα και οι υπόλοιποι αργά ή γρήγορα θα έχουμε πρόβλημα. Προτείνω να τελειώνουμε μαζί της σήμερα κιόλας. Εγώ έχω μάθει στη ζωή μου ό,τι με ενοχλεί να ─ ας το πούμε ευγενικά ─ το διώχνω» απάντησε ο Κάτα χαμογελώντας σαρδόνια.
«Μάθε να μην έχεις τη βία και τον φόνο σημαιοφόρους στη ζωή σου. Χρησιμοποίησε το ένστικτό σου και τις ικανότητές σου διαφορετικά. Ωστόσο σε ευχαριστώ που με πίστεψες. Το εκτιμώ» του είπε το ξωτικό και έπεσαν για ύπνο τελευταίοι. Έναν ύπνο βαθύ και ταυτόχρονα ανήσυχο και γεμάτο εφιάλτες.


ΑΒΑΤΟ

Ο ήλιος βούλιαζε αργά πίσω από τους λόφους δανείζοντας μία χρυσοκίτρινη απόχρωση στο Λευκό Βασίλειο. Ο Έλυον βαστώντας τη «Φλόγα», το μαγικό σπαθί του, ετοιμαζόταν να κατευθυνθεί προς την απαγορευμένη για τους υπόλοιπους αίθουσα του βασιλείου του. Πίσω από τη βαριά πόρτα βρισκόταν το αναγεννημένο βιβλίο της Γένεσης. Μόλις την άνοιξε, ο Έλυον αντίκρισε ένα πρωτοφανές φαινόμενο. Το βιβλίο ήταν τυλιγμένο με μία αχνή κόκκινη λάμψη.
«Δεν είναι δυνατόν…» ψιθύρισε τρομαγμένα.
«Είναι άρχοντά μου… Δυστυχώς…» ακούστηκε η φωνή του πιστού φρουρού του από την άλλη άκρη της αίθουσας. «Βασιλιά μου, συγχωρέστε με που μπαίνω σε τούτην την αίθουσα, αλλά πρέπει να σας προειδοποιήσω για τα νέα που ταξιδεύουν τελευταία. Είχα πάει στον Προφήτη μας, κύριε, και μου είπε κάτι που ειλικρινά με προβλημάτισε» εξήγησε ο φρουρός.
Ο Έλυον φανερά ενοχλημένος από την παρουσία του στην πιο μυστική και απαγορευμένη αίθουσα του Λευκού Βασιλείου τού απάντησε.
«Σου έχω πει χιλιάδες φορές να αποφεύγεις τις επισκέψεις σε εκείνον τον αυτοαποκαλούμενο ως Προφήτη. Είναι μονάχα ένα γέρικο ξωτικό που γυρεύει να γνωρίσει τη δόξα λίγο πριν τον θάνατο του».
Ωστόσο ο φρουρός κομπιάζοντας αρχικά, αλλά εν συνεχεία με θάρρος είπε:
«Απόψε τα μεσάνυχτα ελάτε μαζί μου. Νομίζω πως όσα θα ακούσετε θα σας φανούν ιδιαιτέρως χρήσιμα. Είναι ανάγκη να κινηθούμε άμεσα» τελείωσε και με γρήγορο βήμα αποχώρησε κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Ο Έλυον άρχισε να βηματίζει νευρικά. Παρά την περηφάνια που τον χαρακτήριζε, όφειλε να ομολογήσει πως ετούτη τη στιγμή, η περιέργεια κέρδιζε έδαφος. Αν υπήρχε έστω και μία περίπτωση αυτό το γέρικο πλάσμα να ήξερε κάτι, τότε χωρίς αμφιβολία έπρεπε να πάει. Θα φορούσε τον μανδύα του που κάλυπτε ως και το πρόσωπό του και θα ξεγλιστρούσε αθόρυβα μέσα από το δάσος δίχως να γίνει αντιληπτή η απουσία του.
Όταν το τεράστιο πέτρινο ρολόι έδειξε δώδεκα και το τελευταίο φως του βασιλείου έσβησε, τα δύο ξωτικά κινήθηκαν αθόρυβα προς την καρδιά του δάσους με κατεύθυνση το σπίτι του Προφήτη. Εκείνος ο γέροντας δεν ήταν άλλος από ένα γέρικο ξωτικό της πρώτης αρχαίας φυλής, ο οποίος όμως είχε αποφασίσει να ζήσει με τη φυλή των Άστρων. Αυτό από μόνο του δημιουργούσε καχυποψίες στους υπόλοιπους. Σε όλους εκτός από τον Ορλάντο, ο οποίος κρυφά από τον πατέρα του τον επισκεπτόταν, καθώς λάτρευε να μαθαίνει ιστορίες από το παρελθόν. Μάλιστα ο Έλυον πίστευε πως ένας από τους λόγους που ο γιος του δεν παντρευόταν ήταν η επιρροή που του ασκούσε ο γέροντας, καθώς τον συμβούλευε να ακολουθήσει την καρδιά του και μονάχα όταν και αν ένιωθε έτοιμος να έβρισκε την παντοτινή του σύντροφο.
Μία ημέρα ο Έλυον τον είχε επισκεφτεί οργισμένος, καθώς ο Ορλάντο μεγαλώνοντας παραβίαζε αρκετούς βασιλικούς κανόνες και παρέκλινε αρκετά από το πατρικό και βασιλικό πρότυπο. Ο Προφήτης του έδωσε τότε μία πληροφορία που ο Έλυον θεώρησε ύβρη προς τους Θεούς εξορίζοντάς τον από το Λευκό Βασίλειο και στέλνοντάς τον στο πιο απομονωμένο του σημείο στο τελευταίο σύνορο. Αργότερα θα καταλάβαινε βέβαια πως είχε κάνει τραγικό λάθος.
Προχωρώντας για αρκετή ώρα μέσα στο δάσος διέκριναν από μακριά το μικρό, ξύλινο σπιτάκι του με τον τεράστιο κήπο γεμάτο βότανα. Παραδόξως τα φώτα ήταν κλειστά. Προχώρησαν αργά προς τη μεριά της πόρτας που ήταν μισάνοιχτη. Τη στιγμή εκείνη ο Έλυον ενστικτωδώς τράβηξε απαλά το σπαθί από τη θήκη του. Η πόρτα άνοιξε αποκαλύπτοντας μία λίμνη αίματος και τον γέροντα να κείτεται μέσα της. Τα δύο ξωτικά κάρφωσαν τα μάτια τους στο αποτρόπαιο αυτό θέαμα.
«Γαμώτο! Ήξεραν πως θα έρθουμε και μας περίμεναν!» φώναξε ο φρουρός. Μολαταύτα προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ένα μεταλλικό βέλος τρύπησε τον τοίχο απέναντί του περνώντας σχεδόν αόρατο από το μισάνοιχτο παράθυρο.Tα δύο ξωτικά χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξαν τα ξίφη τους κοιτάζοντας ταυτόχρονα νευρικά προς όλες τις κατευθύνσεις.
Μέσα από το σκοτάδι του απομονωμένου σπιτιού, ξεπρόβαλαν τέσσερις μορφές. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμμένα με τον βρώμικο μανδύα τους, ενώ τα μαύρα τους μαλλιά που εξείχαν μαρτυρούσαν πως προέρχονταν από την αρχαία φυλή των ξωτικών και συγκεκριμένα από εκείνους που είχαν ταχθεί υπέρ του Σούλφους. Ο Έλυον και ο φρουρός του με μία κραυγή επιτέθηκαν στους μαχητές τραυματίζοντας τον έναν σοβαρά. Ήχοι από τα σπαθιά που συγκρούονταν ακούγονταν ξανά και ξανά. Τη στιγμή που ο Έλυον με μεγάλη ταχύτητα πέταξε το σπαθί του για να αρπάξει στα χέρια του τη Φλόγα, οι αντίπαλοι πάγωσαν. Προτού προλάβουν να αντιδράσουν, η Φλόγα έκοψε με ευκολία το κεφάλι του ενός, σωριάζοντάς το με έναν δυνατό πάταγο στο πάτωμα, ενώ οι άλλοι τρεις βγάζοντας ήχους πονεμένου ζώου τράπηκαν γρήγορα σε φυγή. Ο φρουρός έμεινε να κοιτάζει με δέος το μυθικό σπαθί κι έπειτα προχώρησε προς το αποδεκατισμένο σώμα τού αντιπάλου που μύριζε σάπιο κρέας. Ευθύς έβγαλε το πανί που κάλυπτε το πρόσωπό του κοιτάζοντάς το πολύ προσεχτικά. Παρά το γεγονός πως ο νεκρός ανήκε στη φυλή των ξωτικών, τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί σε τέτοιο βαθμό που με δυσκολία μαρτυρούσαν την καταγωγή του από εκείνα.
«Η κατάρα ήταν μεγάλη τελικά» μουρμούρισε. «Σε τέτοιο βαθμό που τον Έκπτωτο και τους ακόλουθούς του, τους παραμόρφωσε σχεδόν τελείως».
Ωστόσο, προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του ακούστηκε ένας πνιχτός βήχας. Οι δυο τους γύρισαν απότομα το κεφάλι, αντικρίζοντας το σώμα του Προφήτη να σπαρταρά μέσα στο ίδιο του το αίμα. Τρέχοντας προς τη μεριά του έβγαλαν ένα μικρό δερμάτινο φλασκί με νερό που κουβαλούσαν και του έδωσαν να πιεί μερικές γουλιές. Με μάτια μισάνοιχτα και το αίμα να κυλά από το στόμα του κατάφερε να προφέρει μερικές λέξεις.
«Βρείτε… το σημειωματάριο μου… γρήγορα…» και έπειτα από μερικούς σπασμούς ξεψύχησε έχοντας ένα μεταλλικό βέλος καρφωμένο στην πλάτη του.
Ο Έλυον και ο φρουρός του δίχως να χάσουν λεπτό άρχισαν να ανακατεύουν με μανία όλα τα συρτάρια στο γραφείο του γέρου. Το επόμενο σημείο, το οποίο ερευνήθηκε εξονυχιστικά, ήταν μια παλιά βιβλιοθήκη. Εκεί ανακάλυψαν πολλές ιατρικές συνταγές, τις οποίες ο γέροντας έφτιαχνε μονάχος του χρησιμοποιώντας τα βότανα του κήπου του. Τέλος στο πιο ψηλό ράφι βρισκόταν ένα μικρό κόκκινο βιβλίο. Μόλις το άνοιξαν ανακάλυψαν πως δεν ήταν απλώς ένα σημειωματάριο. Ήταν περισσότερο σαν ιστορική καταγραφή. Όσο προχωρούσαν οι σελίδες, βρήκαν τη ζωγραφιά ενός βιβλίου. Με μια πιο προσεχτική ματιά κατάλαβαν αμέσως πως επρόκειτο για το ιερό βιβλίο της Γένεσης. Προφανώς ο γέροντας είχε ζήσει την εποχή εκείνη, όταν ακόμη το βιβλίο βρισκόταν στο Άβατο. Οι επόμενες σελίδες ωστόσο τους έκαναν να ανατριχιάσουν. Ο γέροντας ισχυριζόταν πως το πρωτότυπο δεν είχε καταστραφεί ποτέ. Εκείνος που το είχε τυλίξει με μαύρη μαγεία ─ και ο οποίος παρέμενε ουσιαστικά ακόμη άγνωστος ─ λεγόταν πως είχε καταφέρει να ενώσει τα κομμάτια του ξανά. Εντούτοις θανάσιμοι κίνδυνοι καρτερούσαν στη γωνία, καθώς έτσι θα ήταν ικανός να ξεδιπλώσει όλες τις εσωτερικές σκέψεις του Μέγα Δημιουργού και κατ’ επέκταση να μάθει πώς να συγκεντρώσει τις τέσσερις δυνάμεις των τεσσάρων εποχών και να γίνει ο απόλυτος άρχοντας υποδουλώνοντας τον κόσμο ολόκληρο.
«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Είναι μονάχα η ονειροπόληση ενός γέρικου ξωτικού που ήθελε να πείσει τον κόσμο πως ήταν Προφήτης. Τίποτε περισσότερο» μουρμούρισε ο Έλυον.
«Δε νομίζω, Άρχοντά μου. Το είδατε και μόνος σας. Το αναγεννημένο βιβλίο παρουσίασε μία περίεργη κόκκινη λάμψη. Ετούτο σημαίνει πως κάπου στον κόσμο υπάρχει το αντίθετό του. Το σκοτεινό βιβλίο. Εκείνο που εκλάπη στην ουσία από τον γνήσιο δημιουργό του και μετατράπηκε σε φορέα μαύρης μαγείας. Τα γεγονότα δεν είναι τυχαία. Όλα έχουν δρομολογηθεί και ο υιός σας διατρέχει έναν θανάσιμο κίνδυνο. Γιατί πιστεύετε ο Μαύρος Άρχοντας βρίσκεται στην παράλληλή μας διάσταση; Γιατί ξέρει» τελείωσε ο φρουρός.
Ο Έλυον ένιωσε το έδαφος να τον εγκαταλείπει. Τι έπρεπε να κάνει; Ο Ορλάντο βρισκόταν παγιδευμένος ανάμεσα σε ένα ανθρώπινο είδος που αγνοούσε ακόμη και την ύπαρξη υπερφυσικών ικανοτήτων πράγμα που τους καθιστούσε ευάλωτους απέναντι στις διαθέσεις του σκοτεινού Θεού και εύκολο δρόμο για την επίτευξη των στόχων του.
«Πρέπει με οποιονδήποτε τρόπο να ειδοποιήσω τον Ορλάντο. Αν ετούτη τη στιγμή κοιμάται, θα μπορέσω πολύ εύκολα να διεισδύσω στο μυαλό του και να τον ειδοποιήσω...» μονολόγησε ο Έλυον.
«Να έχετε εμπιστοσύνη στον νεαρό πρίγκιπα, Κύριέ μου. Έχει δύναμη από ατσάλι και έναν χαρακτήρα αλύγιστο και έτοιμο να ανταπεξέλθει σε κάθε δυσκολία» είπε ο φρουρός και μαζί με τον Έλυον ξεκίνησαν για το Λευκό Βασίλειο.  

Ιφιγένεια Μπακογιάννη